του Θέμη Τζήμα
Ας μου επιτρέψουν οι αναγνώστες τρεις εισαγωγικές παρατηρήσεις: δεν είμαι υποψήφιος βουλευτής, ούτε κομματικό μέλος του ΜΕΡΑ5. Επιπλέον, ανήκω σε αυτούς που άσκησαν κριτική στον Γιάνη Βαρουφάκη, ιδίως για το πρώτο διάστημα της θητείας του ως υπουργού οικονομικών. Με ένα σημαντικό μέρος δε, των θέσεών του, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με μέρος των αναλύσεών του για διεθνή ζητήματα διαφωνώ. Ωστόσο, όπως και το 2019, εξακολουθώ να εκτιμώ ότι η (εκλογική σύμπραξη πλέον) ΜΕΡΑ25, ΛΑΕ και (από όσο γνωρίζω) ανεξαρτήτων υποψηφίων αποτελεί την πλέον αισιόδοξη επιλογή για όλους εμάς που δεν αποδεχόμαστε την παρακμή της πατρίδας μας, η οποία γιγαντώθηκε από την περίοδο των μνημονίων και έπειτα.
Μετά από αυτές τις εισαγωγικές παρατηρήσεις περνάμε στο κυρίως θέμα: εδώ και 8 περίπου χρόνια ο «αντιβαρουφακισμός» αποτελεί σταθερά του μιντιακού λόγου (του οριζόμενου από το σύστημα εξουσίας) και του λόγου της πλειοψηφίας των κομμάτων. Και μάλιστα, όχι μόνο από τη δεξιά αλλά και από το ΚΚΕ, όπως και από μέρος της κομμουνιστικής αριστεράς. Το αμέσως προηγούμενο μάλιστα διάστημα, δηλαδή πριν τα Τέμπη, η αντιμετώπιση του ίδιου του Βαρουφάκη και του ΜΕΡΑ25 συνίστατο κατά βάση στην αγνόησή τους. Μετά τα Τέμπη, όταν και άρχισε να διαμορφώνεται μια δυναμική ανόδου της εκλογικής σύμπραξης ΛΑΕ-ΜΕΡΑ εξαπολύθηκε μια πιο επιθετική εκστρατεία, εστιασμένη ως επί το πλείστον στο πρόσωπο του ίδιου του επικεφαλής του εκλογικού συνασπισμού. Οι κατηγορίες κυμαίνονται από χαρακτηρολογικές έως συνωμοσιολογικές (νάρκισσος, άνθρωπος του Σόρος κλπ) έως ουσιαστικώς πολιτικές (σχετιζόμενες με τη στάση του κατά τη διαπραγμάτευση του 2015 ή με τις τωρινές θέσεις του).
Το πρώτο είδος κατηγοριών, όσο «ζουμερές» και αν ακούγονται στο πλαίσιο κουτσομπολιού είναι μάλλον αδιάφορες εν προκειμένω. Ούτε γνωρίζω προσωπικώς τον άνθρωπο, ούτε και μου είναι ιδιαιτέρως εύκολο να κάνω έρευνα ως προς τις συμπάθειες του Σόρος. Μπορεί βεβαίως να παρατηρήσει κανείς ότι στοιχεία της ατζέντας Σόρος μάλλον βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με τις θέσεις και πράξεις του ίδιου του Βαρουφάκη και του κόμματός του, με χαρακτηριστικές τη στήριξη του τελευταίου στον Ασάντζ και στην Παλαιστίνη.
Το δεύτερο είδος κατηγοριών είναι σημαντικότερο και αξίζει να σταθεί κανείς σε αυτές. Πρώτον, είναι σημαντικό να κρατήσουμε ότι διάγουμε μια περίοδο μεταβατική και επομένως μεταβατικών πολιτικών σχηματισμών. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, καμία εκδοχή αριστεράς δεν μπορεί (ακόμα) να ηγεμονεύσει την κοινωνία, μετά από όσα έγιναν το ’90 (διεθνώς), το ’96 (στην Ελλάδα), το 2010- 2012 και το καλοκαίρι του 2015(στην Ελλάδα και διεθνώς). Ίσως μια τέτοια ηγεμονία να καταστεί εφικτή σε λίγους μήνες. Σήμερα όμως δεν είναι. Σε καιρούς τέτοιους λοιπόν, το βασικό διακύβευμα για τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές πρέπει να είναι η ύπαρξη στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής, σχηματισμών που μπορούν αντικειμενικώς να καταφέρουν πλήγματα στη σταθερότητα του συστήματος εξουσίας. Τόσο το ΚΚΕ, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ (για το ΚΙΝΑΛ ούτε λόγος) με διαφορετικούς τρόπους έχουν απεκδυθεί αυτού του ρόλου. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «σώγαμπρος» του συστήματος εξουσίας και το ΚΚΕ δίνει συστηματικώς εξετάσεις νομιμοφροσύνης (από τη συγκυβέρνηση του ’89, έως το «ούτε ναι, ούτε όχι» στο δημοψήφισμα του 2015 και το «να νικήσει ο ουκρανικός λαός», δηλαδή αντικειμενικώς το ΝΑΤΟ) υπηρετώντας εν τέλει, «εξ αριστερών» το σύστημα εξουσίας της αμερικανοκρατίας και της ολιγαρχίας. Σε αυτή λοιπόν τη χρονική συγκυρία, ο πλέον απρόβλεπτος από πλευράς του συστήματος εξουσίας παράγοντας, είναι η σύμπλευση ΛΑΕ- ΜΕΡΑ. Αν μείνει εκτός Βουλής, το σύστημα εξουσίας ανασαίνει ανακουφισμένο. Αν μπει στη Βουλή και μάλιστα με ισχυρό ποσοστό το σύστημα εξουσίας (τουλάχιστον) ανησυχεί. Το γιατί το αναλύουμε αμέσως παρακάτω.
Από εδώ συνάγεται και ένα δεύτερο σημείο: πολύ σημαντικότερο από το πώς αυτοπροσδιορίζεται ή πού στοχεύει κανείς είναι το τι κάνει αντικειμενικώς. Η είσοδος της συμμαχίας ΛΑΕ- ΜΕΡΑ αφενός δυσκολεύει το σχηματισμό καθεστωτικής συγκυβέρνησης, αφετέρου και το κυριότερο επιφέρει ρήγμα στον κυρίαρχο ευρωατλαντισμό της Βουλής, όπως και στον ενταφιασμό της ρήξης με την ολιγαρχία, στο εδώ και στο σήμερα. Εξηγούμαστε: μετά την αντικειμενικώς, φιλονατοϊκή στροφή του ΚΚΕ και σε συνδυασμό με τη διαχρονική του αποστασιοποίηση από οποιαδήποτε επιδίωξη συγκρότησης ριζοσπαστικής κυβέρνησης μέσα στη δεδομένη συγκυρία που βρισκόμαστε, δεν υπάρχει καμία άλλη δύναμη, πέραν της προαναφερθείσας συμμαχίας η οποία να προτάσσει μεταβατική, σοσιαλιστικού, ριζοσπαστικού χαρακτήρα πολιτική. Για όσες και όσους δεν αρκούμαστε στην καταγραφή των δεινών της ξένης εξάρτησης, του καπιταλισμού και της εγχώριας ολιγαρχίας η επιλογή καθίσταται προφανής.
Είναι μάλιστα εντυπωσιακό αλλά και ευεξήγητο ότι όσο, τόσο ο ίδιος ο Βαρουφάκης, όσο και το κόμμα του ριζοσπαστικοποιούνται τόσο μεγαλύτερες επιθέσεις δέχονται. Έχοντας ξεκινήσει από μια θέση μάλλον ενός αριστερόστροφου “libertarian” ή αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, ο ίδιος και το κόμμα του οδεύουν προς ανεξαρτησιακές και σοσιαλιστικές θέσεις. Ιδίως από τη στιγμή που ήρθε σε (έστω κάποιου βαθμού) ρήξη με την ευρωατλαντική προσέγγιση, οι επιθέσεις και οι προβοκάτσιες είναι διαρκείς. Και εδώ ακριβώς συνίσταται το γιατί προκαλεί ανησυχίες στο σύστημα εξουσίας: πρόκειται για το γεγονός ότι ένα πολιτικό πρόσωπο και ένας σχηματισμός, αντί να συντηρητικοποιούνται και να κινούνται με έναν προβλέψιμο τρόπο, ριζοσπαστικοποιούνται και καθίστανται απρόβλεπτοι. Αυτές οι συμπεριφορές πάντα προκαλούν ανησυχία στο κατεστημένο.
Το ευρωπαϊστικό ΜΕΡΑ25, της αλλαγής της ΕΕ από τα μέσα, με ορισμένους κανόνες διαφάνειας εξελίσσεται σε ένα κόμμα απόρριψης συνολικώς του ευρωατλαντισμού, μετωπικής σύγκρουσης με την ολιγαρχία, επανάκτησης του δημοσίου πλούτου, άλλης διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους, επαναεθνικοποίησης τομέων της οικονομίας και αναδιανομής πλούτου προς τα κάτω. Μπορεί όλα αυτά να μην αποδειχθούν αρκετά. Ούτε επίσης, τόσο ο ίδιος ο Βαρουφάκης, όσο και το κόμμα του έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί στο βαθμό που διάφοροι θα ήθελαν ή και θα θέλαμε κάποιοι άλλοι, σε ό,τι αφορά συγκεκριμένες θεματικές. Ωστόσο είναι δύσκολο να δικαιολογήσει κανείς γιατί ένα τέτοιο πρόγραμμα πρέπει να απορριφθεί από αριστερές (σοσιαλιστικές ή κομμουνιστικές) αφετηρίες. Ναι, δεν είναι ίσως ένα σαφώς και ολοκληρωμένο επαναστατικό πρόγραμμα. Είναι ένα πρόγραμμα μεταβατικό με σοσιαλιστική και ανεξαρτησιακή κατεύθυνση. Είναι ό,τι καλύτερο διαθέτουμε σε ό,τι αφορά τη Βουλή σε αυτήν τη συγκυρία και κυρίως ένα καλό πρόγραμμα. Είναι ένα καλό πρόγραμμα επιπλέον, εν μέσω τριών συνθηκών: παγκοσμίου πολέμου, νέας φάσης όξυνσης της σοβούσας οικονομικής κρίσης (με τις τράπεζες και πάλι στο επίκεντρο) και πλήρους απαξίωσης του κατεστημένου στη χώρα μας, το οποίο μαγειρεύει τρικομματική συγκυβέρνηση. Χρειαζόμαστε σε τέτοιες συνθήκες, το απρόβλεπτο και τη ρήξη στο εδώ και στο σήμερα, που πρεσβεύει η συμμαχία ΜΕΡΑ25- ΛΑΕ.
Υπάρχει ένα τελευταίο ζήτημα: το κατά πόσο ο ίδιος ο Βαρουφάκης θα κάνει ό,τι λέει αν του δοθεί η δυνατότητα. Παρότι το ερώτημα τίθεται στρεβλά (διότι δεν αφορά ένα μόνο πρόσωπο η αξιοπιστία ενός εγχειρήματος) θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι οφείλουμε πάντοτε να πορευόμαστε με τον κίνδυνο μιας διάψευσης ή μιας υπαναχώρησης. Εν προκειμένω όμως υπάρχει ένα σαφές προηγούμενο: το καλοκαίρι του 2015 κάποιοι υπηρέτησαν μέχρι τέλους το ΟΧΙ και κάποιοι προσχώρησαν στο ΝΑΙ. Τόσο ο Βαρουφάκης, όσο και τα μέλη της ΛΑΕ ανήκουν στην πρώτη κατηγορία. Η πράξη είναι εύγλωττη.
Το πιο προβληματικό στοιχείο στην εν λόγω σύμπραξη συνίσταται στην πραγματικότητα στη δομή των δύο σχηματισμών. Κανένα από τα δύο κόμματα δεν είναι κόμμα μαζών. Οι γραφειοκρατίες στο εσωτερικό τους είναι ιδιαιτέρως ισχυρές, ενώ η γείωσή τους στους μαζικούς χώρους πολύ μικρή. Οι επιπτώσεις της παραπάνω συνθήκης, σε σχέση με το στόχο και την ανάγκη συγκρότησης ενός κοινωνικού μπλοκ εξουσίας είναι εν δυνάμει μεγάλες. Αυτό είναι ένα από τα βασικά προβλήματα των μεταβατικών κομμάτων. Ο τρόπος να το αντιμετωπίσουμε όμως δεν είναι άλλη μια ήττα της μεγαλύτερης πράξης αντίστασης στην ΕΕ του 21ου αιώνα αλλά νίκες.