Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα […]
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά […]
Την πόλη που τη σάπισαν.
Κατερίνα Γώγου
1. Το δράμα, πλέον, με τον δημόσιο διάλογο είναι ότι έχει παντού κάμερες
Α –Μένουμε Ευρώπη. Τέρμα και τελείωσε!
Β –Καλώς τους! Αλλά, λιγάκι παραπέρα, κατά Φιλανδία μεριά. Ησυχία έχει, δροσιά χειμώνα-καλοκαίρι. Κι αν έχετε τίποτα μπερδέματα με εφορία, Λουξεμβούργο να προτιμήσετε. Αλλά, για να το ξέρετε, πιο Ευρώπη από Αγγλία δεν υπάρχει.
Α –Κάτι πιο πρωτευουσιάνικο; Να είμαστε και μες τα πράγματα.
Β –Τον μπελά σας ψάχνετε; Στο κέντρο, όλο και βρίσκεις κάτι «ημιεγγράμματους πολιτικούς καιροσκόπους λάτρεις του Πούτιν, των μουλάδων του Ιράν και του Μαδούρο, που φλέρταραν με την ολοκληρωτική καταστροφή της χώρας – το αντιευρωπαϊκό μπλοκ [που] είχε ήδη ξεκινήσει τις προσπάθειες διάλυσης της οικονομίας και κατάλυσης του κράτους δικαίου».
Ησυχία δεν έχουν, όλο και κάτι βρίσκουν να τους πειράζει στα καλά καθούμενα εκείνους που ήντουσαν πάντα Ευρώπη.
Α –Ούτως ειπείν;
Β –Δεν διαβάζετε τι λένε εφημερίδες; «Καταλήψεις [του] Νομισματοκοπείου, κατέβασμα [του] στρατού στους δρόμους, παραγωγή φαρμάκων σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, επιβολή δελτίων σε όλα τα προϊόντα, κρατικοποίηση των πάντων, υιοθέτηση δραχμικών κουπονιών αντί του ευρώ και οτιδήποτε μπορούσε να φανταστεί το πιο άρρωστο πολιτικό μυαλό… αποτυχημένοι πρώην πολιτικοί και πρώην υποψήφιοι βουλευτές – το επιστέγασμα της οργίλης αντιπολιτευτικής πορείας, όσων πάσχουν από δυσανεξία απέναντι στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη…»
Α –Και μη χειρότερα, που λέει ο λόγος.
Β –Όχι. Υπάρχει ασφάλεια, το λένε κι οι εφημερίδες: «Το πραγματικό Μένουμε Ευρώπη … θα αποτρέψει οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας αμφισβήτησης της πορείας της χώρας προς τα εμπρός».
[τα αποσπάσματα σε πλάγια γράμματα είναι εντελώς αληθινά]
2. Η σοσιαλδημοκρατικοποίηση δεν ήταν σχέδιο. Διαρκές μπλέξιμο είναι…
Η ιστορία ΣΥΡΙΖΑ είναι μια ιδιαίτερη περιπέτεια επιτυχούς προσαρμογής σε ιστορικούς, τρόπος του λέγειν, αυτοματισμούς. Η επιτυχία της ηγεσίας του έγκειται στο ότι από το πακέτο «ιδεολογία», που λέει κι ο Ιάσονας, ξέφτισε η μία από τις δύο λειτουργίες, η «έμπνευση». Από το εναπομείναν «πολεμική (χωρίς-έμπνευση)», προέκυψε η ταξική κλωτσοπατινάδα. Επιπλέον, ανακάλυψε ταχύτατα ότι, «όταν έχεις μόνον την κυβέρνηση», δεν πειράζεις τα κατεστημένα, «ήτοι, ιστορικά κεκτημένα εις βάρος των άλλων», μέχρι να πάρεις την εξουσία και, τότε, θα ξεχάσεις τι ήθελες να την κάνεις. Αντί του ρίσκου να πέσει το καράβι στα βράχια, έβγαλαν συμπέρασμα ότι είναι προτιμότερο να είσαι αγκυροβολημένος κοντά στις κανονικοποιημένες όχθες του ποταμιού (μικρομεσαίοι και μικροαστικά, προοδευτικά και νοικοκυρίστικα) παρά να βολοδέρνεις δίπλα σε χαμένους και κατατρεγμένους. Τέλος, πώς να παραλείψει κανείς την επιδεξιότητα της ηγεσίας να αυτονομείται λειτουργικά από τις εσωκομματικές φασαρίες, να εξασφαλίζει το ακαταλόγιστο στο κόμμα και την κατοχυρώνει τη φερεγγυότητά της σε, εγχώριες και διεθνείς, πολιτικές αρένες. Ήταν, βέβαια, μια ετοιμοπόλεμη ηγεσία, η οποία, πάνω στη φούρια, παρέλειψε να προσδιορίσει οικείους και αντιπάλους, το αντικείμενο της διαμάχης και το διακύβευμα των καιρών.
Η ευελιξία ήταν εκείνο το τακτικό πλεονέκτημα της ηγεσίας, το οποίο πριμοδότησε, τελικά, τη στρατηγική νίκη των αντιπάλων της. Παράδειγμα: Λέει ο Βαρουφάκης, «δημιουργική ασάφεια, μη σκοτωθούμε από την πρώτη μέρα». Την επόμενη ακριβώς στιγμή, η Τρόικα ακυρώνει τη συμφωνία, όπως έκανε και με τον Σαμαρά. Αδιέξοδο, προβλέψιμο και γνωστό στον Βενιζέλο: η «απουσία-πρωθυπουργού» συνιστά έκπτωση εκείνης της λειτουργίας που διασφαλίζει την «πρόσβαση του κράτους στον κανόνα» των διαπραγματεύσεων. Σου ξαναλέει ο Βαρουφάκης, «δεν κρατάνε πρακτικά». Κάτι σαν να θυμίζει το διπλωματικό κόλπο, «παράδοση άνευ όρων ή συνεχίζουμε την προέλαση» ή το μαφιόζικο «πυροβολώ και πεθαίνεις ή ζεις με το πιστόλι στον κρόταφο». Βραχυκύκλωμα πάλι. Η απουσία-πρωθυπουργού από το σημείο εκείνο που εποπτεύει το βαθύ κράτος την τήρηση των κανόνων, έφερε τον μεταβολισμό της απειλής σε τρομοκρατία: «συνεχίζουμε να προελαύνουμε μέχρι να μην έχετε που να σταθείτε».
Ο Σαμαράς, μάλλον, δεν κατάλαβε. Ο Βενιζέλος, όμως, πήρε μαζί του το μυστικό: Η Τρόικα συνιστούσε το κατ’ εξοχήν πρόσκομμα στη εγκυρότητα του κανόνα που διέπει τις διεθνείς σχέσεις. Τον κανόνα εκείνο που νοθεύουν συνεχώς και μονομερώς τα νομικά υβρίδια, τύπου Τρόικα, ΔΝΤ, Διεθνής Τράπεζα κλπ. Επειδή, μάλιστα, ΔΝΤ σημαίνει, κατ’ αρχήν, τη «διεθνή επέμβαση έναντι του προβληματικού μέχρι την (μάλλον αδύνατη) κανονικοποίησή του» –δεν το λες αποικιοποίηση αλλά δεν είναι και να πέσεις στα χέρια του. Έτσι, το τακτικό πλεονέκτημα «βλέποντας και κάνοντας» και το προνόμιο να μπαίνει ο πρωθυπουργός στη σκηνή, μόνον όταν χάσκει το σενάριο (προνόμιο-σαράβαλο, όπως το παρέδωσε ο Σαμαράς), δεν αξιοποιήθηκε, δεν χτύπησε το ξυπνητήρι… δεν έγινε κατανοητό ότι ήταν ρόλος-είσοδος στο βαθύ κράτος, όπου ο πρωθυπουργός σκηνοθετεί τον εαυτό του –και ποτέ ο εξ απορρήτων Μπαρμαγιώργος. Δεδομένης αυτής της «σαν να μην ήταν εκεί» απουσίας-πρωθυπουργού, οι άλλοι που πήγαν να επιβάλουν το αδιαχώρητο και την σύγχυση των ρόλων, εξέλαβαν την απουσία ως αποποίηση της αρμοδιότητας του βαθύτατου κράτους να «έρχεται μετά τη διαπραγμάτευση και να το παίζει ανήξερο». Το βαθύτατο δεν κάθεται να μιλάει ούτε με ημεδαπούς ούτε με αλλοδαπούς καλοθελητές. Κυρίως, αργοπορεί επίτηδες, ωσάν να μην έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν για το πώς διαπραγματεύεται ο υπουργός του.
3.«Μένουμε Ευρώπη! Και που να πάς;»
Δεν υπήρξε ποτέ στον ΣΥΡΙΖΑ πρόταση εξόδου από την ΕΕ (ούτε από το ΝΑΤΟ), όπως καλά το γνώριζαν και οι Ευρωπαίοι (και οι νατοϊκοί), οι οποίοι δεν ήθελαν ούτε θα άφηναν ποτέ να γίνει το παραμικρό βήμα (πέραν του ΝΑΤΟ). Ήξεραν ότι τα plan B κάθε μορφής και από όλες τις πλευρές, αφορούσαν τον ύστατο εκβιασμό, «κλείσιμο τραπεζών», μια εμπόλεμη ειρήνη. Το πώς ονομάστηκε αυτό, και μάλιστα αναδρομικά, «κρυφή ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ» παραμένει μαύρη τρύπα για το συριζαίο επικοινωνιολόγο, σπουδαίο έργο του οποίου υπήρξε, επίσης, η κατίσχυση της πλέον αναπάντεχης εξέλιξης, το να γίνει, δηλαδή, η διαπραγμάτευση, όχι ένα παζάρι του κράτους με άλλα κράτη στο διεθνές πάρε-δώσε, αλλά εσωτερική, κομματική διαμάχη.
Αν πιστέψουμε όσα ειπώθηκαν από έγκριτους, που δεν έχουμε λόγο να μην τους πιστέψουμε, υπήρξε όντως «σχέδιο εξόδου από το ΕΥΡΩ» Επρόκειτο για μια φαεινή μπλόφα του Σόιμπλε, που ξέφυγε προς στιγμήν από τον σταθμάρχη της CIA. Ξεφούρνισε, λοιπόν, το γερμανικό σχέδιο ως ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό πρόγραμμα: «Πρώτη παράγραφος. Δεν θα ξαναμιλήσετε για κατοχικά δάνεια και αποζημιώσεις». «Δεύτερη παράγραφος: Το δικό σας χρέος είναι το χρέος. Προσωρινή έξοδος από την Ευρωζώνη, με τον όρο να παραμείνετε υπό επιτήρηση. Μετά διαβάζει το μάθημα η Ελλάδα. Δίνει εξετάσεις στην Τρόικα. Διορθώνει τα γραπτά η Γερμανία. Ζήσε Μάη, Μαύρε μου, να φας τριφύλλι». Δεν τσίμπησε ούτε ο Βενιζέλος ούτε οι παλαιο-ευρωπαίοι με την χαζομάρα του Σόιμπλε, που την πλάσαρε άλλοτε ως «κρυφή ατζέντα (=απροσδιοριστία απειλής)», άλλοτε ως «άσσο στο μανίκι (=μηχανή παραγωγής απροσδιόριστων απειλών»), άλλοτε, πάλι, ως «μυστική διπλωματία (=γαλλο-κυρίως γερμανικός άξονας)» εναντίον τρίτου κράτους (Ελλάδα) και, μάλιστα, από το εσωτερικό της ΕΕ –επειδή η ανεξάρτητη ευρωπαϊκή δημοσιογραφία θεώρησε προς στιγμήν ότι τα αμερικανάκια μπορεί να έτρωγαν κουτόχορτο. Πάντως, η πρόκληση και η ιδιοποίηση της ανασφάλειας, του απρόβλεπτου και του φόβου έγινε πολιτικό παίγνιο, άθλιο εξ ορισμού και εξόχως αντιδημοκρατικό, καθώς η βάσιμη ανησυχία του λαού μετασχηματίστηκε σε πλεονασματικό τρόμο περί του μέλλοντος.
Αυτά πριν πάρει τα πάνω του ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μέχρι τότε λειτουργούσε σαν χαρτί στα χέρια των δικών μας διαπραγματευτών: «αν λέτε εμάς ανεπρόκοπους, άντε να βγάλετε άκρη με το μαδουριστάν που καταφτάνει.» Χωρίς αποτέλεσμα. Τους στρίμωξαν στα μουλωχτά, σαν το σαστισμένο κλεφτρόνι που το‘πιασαν στα πράσα. Μέχρι που ακούστηκαν και διάφορα περί συρρίκνωσης της εθνικής κυριαρχίας και κανείς δεν ξέρει τι γίνεται, και μήπως εσείς τα φάγατε μαζί και τα στατιστικά τερτίπια του Σημίτη. Τι ήταν δηλαδή, να ζητήσει ο Βενιζέλος από έναν καραβανά κυπατζή το σκονάκι: «Μιας και γνωριζόμαστε, δεν χρειάζονται πλέον κακοτοπιές. Και μην περιμένετε να είναι χαζά τα Αριστερά ή ότι θα ξεμπερδέψετε εύκολα. Επίσης, κάτι «κράτα γερά Γερούν», κάτι συνεργασίες, κάτι παραχωρήσεις, ούτε που να το σκέφτεστε!» Έτσι θα έκανε ο αετονύχης Μολυβιάτης με το δόγμα «Είμαστε λιγάκι θυμωμένοι τώρα. Άστε το γι’ αργότερα. Κυρίως, αυτά να τα κάνετε εκεί που ξέρετε!». Έτσι έκαναν Κ. Καραμανλής και Α. Παπανδρέου, ενώ οι κατοπινοί έκαναν ακριβώς τα ανάποδα. Το βαθύτατο κράτος, ατενίζοντας την ευρωπαϊκή του προοπτική, άνοιξε μια τρύπα και έπεσε μέσα. Συμφώνησε και συνέδραμε στο μεγάλο σχέδιο: «Τώρα, αριστερή παρένθεση. Μετά, θα κάνουμε όσα δεν κάναμε και ακόμα καλύτερα, πολυχρονεμένη ΕΕ». Και η έξοδος από το Ευρώ; Η επιστροφή στη δραχμή; Αυτό το μασκαριλίκι παιζόταν στις δεξαμενές-εργαστήρια απειλών, ιδίως μάλιστα στην εντελώς ανεξάρτητη ευρωπαϊκή δημοσιογραφική σκηνή –όχι πως η δική μας υπολείπεται σε ανεξαρτησία και νηφαλιότητα.
Κάτι έγινε λάθος, κάποιος θα έπρεπε να έχει την ευθύνη των «απαράβατων» για ένα κράτος της προκοπής: προπαγάνδα του εχθρού στα μετόπισθεν και τρομοκράτηση του λαού. Πώς να το πει κανείς; Η διαπραγμάτευση είναι ένα το κρατούμενο και ο κομματικός ανταγωνισμός είναι ένα άλλο, διαφορετικό κρατούμενο. Πώς έγιναν ένα πακέτο, μια παγιδα δίλημμα «παραμονή ή έξοδος από το ΕΥΡΩ, πώς συσκοτίστηκε το όριο που μας επέτρεπε να διακρίνουμε τις μεταξύ μας διαφορές, από τις διαφορές που έχουμε με την ΕΕ, είναι απ’ τ’ άγραφα. Με την απουσία οριοθετήσεων, αναδύθηκε το «ξέφραγο» ως ιδιότητα του βαθύτατου, συσκότισε τις υπαρκτές διεργασίες που ήταν υπέρ ημών, όπως Βορράς-Νότος, και τις υφέρπουσες που αναβάθμιζαν την βορειο-ανατολική ενδοχώρα της Γερμανίας και ήταν εναντίον μας. Ταυτόχρονα το εγχώριο πολιτικό σύστημα εκχώρησε το δικαίωμα στην ΕΕ να «ψηφίζει» στις εκλογές, ημών των ιθαγενών! Κάποιος δεν υπενθύμισε, δηλαδή ο τότε ΠτΔ, ότι η αντιπολίτευση δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αντιπολιτεύεται μέχρις εσχάτων και με όλα τα μέσα, ακόμα και με τη βία, την κυβέρνηση. Αλλά, μέχρις εκεί. Και κάποιος άλλος, ο τότε πρωθυπουργός, δεν ανέκοψε την αναίδεια των ξένων να φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν. Δηλαδή, απουσίαζαν όσοι είχαν την αρμοδιότητα (μήπως την υποχρέωση;) να επιτηρούν την αυστηρή οριοθέτηση της εθνικής πολιτικής σκηνής.
4. «Μόνοι μας φεύγουμε ή μας διώχνουν»;
Έλα ντε! Από όσα ακούσαμε στο τέλος, κανένα κράτος δεν ήθελε και δεν θα επέτρεπε την έξοδο από το Ευρώ! Δηλαδή, ένα μάτσο ανώνυμων στήσανε την κωμωδία «Τρόικα», με επώνυμους πρωταγωνιστές που «θα έφευγαν» και ανώνυμους κομπάρσους που «θα μας έδιωχναν». Το χάψαμε! Αλλά, αυτή η απουσία έγκυρου λόγου και η εγγυητών του έγκυρου λόγου, εκτίναξαν τις ανησυχίες ότι «θα μας εκδιώξουν», «θα μας πετάξουν» από το Ευρώ, όλοι μαζί και ομοφώνως και η Κύπρος μαζί. Η αλήθεια είναι ότι «αποκλεισµός κράτους µέλους από την ΕΕ παρά την αντίθετη εκφρασθείσα βούλησή του δεν προβλέπεται, ούτε καν σε περίπτωση σοβαρών και διαρκών παραβάσεων της Συνθήκης». Παρά ταύτα, η ανοικονόμητη κομματική αντιπαλότητα υπέσκαψε το κύρος και τη διεθνή υπόσταση του κράτους, ενώ η «απουσία του προσήκοντος λόγου» συνιστά έκτοτε το κατ’ εξοχήν πρόσκομμα στη συμμετοχή του λαού σε δημοκρατικές διαδικασίες.
Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ απουσίασε από το παιχνίδι της ηγεμονίας το οποίο άνοιξε η κατάρρευση του δικομματισμού. Δεν όρισε από την πλευρά των πολλών και των κοινών το καθέκαστα, δεν ονόμασε νόμιμους αντιπάλους και δόλιους υπονομευτές, δεν είπε τι σόι πράγμα είναι αυτό το πολιτικό υποκείμενο που λέγεται εθνικό κράτος, ποιες επιλογές διαθέτει και, τέλος, δεν αναζήτησε γέφυρες στο όνομα των πολλών και των κοινών. Εξ αιτίας αυτού, εν τη απουσία πρωθυπουργού, η πολιτική ζωή της χώρας έπεσε στους γκρεμούς υπέρ των ολίγων και των ιδιοτελών. Η επινόηση «είχαμε την κυβέρνηση, δεν είχαμε την εξουσία» είναι τάχατες δείγμα ειλικρίνειας αλλά δεν δικαιολογεί τίποτα. Αντίθετα, επιτάσσει να αποκτήσει όνομα το υποτιθέμενο ή υπαρκτό χάσμα μεταξύ κυβέρνησης και εξουσίας. Η κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή παράδοση, θεωρητικά μιλάμε τώρα, εκλέγεται από τον λαό γιατί αντιπροσωπεύει, εν ονόματι των πολλών και των κοινών, τη σύγκρουση με το βαθύτατο, ανελαστικό και ενίοτε τυραννικό βαθύ κράτος, για να το φέρνει στα νερά της πρόσκαιρης, μεταβαλλόμενης και ασταθούς λαϊκής βούλησης.
Αυτό το χάσμα μεταξύ εξέδρας και πλατείας, εξουσίας και λαού, συνιστά έναν πόρο αταξίας, τον οποίο ιδιοποιήθηκε ο παλαιο-δικομματισμός και αναδιπλασίασε ο νεο-δικομματισμός. Υπερίσχυσε και κανονικοποιήθηκε το «μακρύ και το κοντό» ως λόγος περί νοικοκυραίων και κατσιαπλιάδων. Ενώ, από τις εκλογές μέχρι το Δημοψήφισμα και πάλι στις βουλευτικές εκλογές, η κοινωνία έψαχνε ανοιχτούς ορίζοντες και αλλαγές, δοκιμάστηκε σε τρεις πυκνές εκλογικές αναμετρήσεις, έδειξε εμπιστοσύνη στο εναλλακτικό και, ταυτόχρονα, υπερασπίστηκε το κατακαημένο εθνικό έναντι του Ονοματοφύλακα, του Γιούγκερ, του Γερούν και μη χειρότερα. Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ αφέθηκε στο κύμα που επέλεξε να τον πάει, μαζί με την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, στην «ευρωπαϊκή προοπτική», σ’ έναν ορίζοντα περιορισμένων επιλογών, ευτελών φιλοδοξιών και εξαιρετικά αδύναμων προοπτικών αλλαγής.
5. Παρά ταύτα, το βιολί τους!
Όσους μήνες και να μιλάνε για το έγκλημα των Τεμπών, δεν πρόκειται να ακουστεί τίποτα για τη σπουδαιότητα του σιδηροδρόμου. Ευκολία, διαστροφή, ανελλήνιστη τσογλαναρία να το πεις, γράφεται και λέγεται ότι για τους νεκρούς στο Μάτι φταίει ο Τσίπρας και για τους νεκρούς στα Τέμπη φταίει ο Μητσοτάκης. Σχεδόν, ότι τους δολοφόνησαν με τα ίδια τους τα χέρια.
Κα Σακελλαροπούλου, ΠτΔ η Γ’ Μνημονιακή, δεν έχετε το ακαταλόγιστο, μόνο και μόνο επειδή έχουμε στραβωθεί και νομίζουμε ότι δεν έχετε αρμοδιότητες: και η αφωνία και η απουσία σας είναι συστατικά, εκ των ων ουκ άνευ, του εκφυλιστικού παιχνιδιού, όπου οι λέξεις χάνουν τη σημασία τους και οι θεσμοί λειτουργούν όπως να ‘ναι. Αν μιλούσατε και αν είσασταν εκεί που έπρεπε, όπως και ο Α’ και Β’ Μνημονιακός ΠτΔ, τα πράγματα θα ήταν αλλιώς.
Κάποιος θα σκεφτότανε, τουλάχιστον, γιατί άραγε οι μαφίες, που ξέρουν πάντα τον δολοφόνο, δεν τον ονομάζουν ούτε τον δείχνουν, όταν στρογγυλοκάθεται μεταξύ των χαροκαμένων;
6. Και τώρα;
Άντε τώρα να συνοψίσεις τα ασυμμάζευτα: κατά τη δεκαετία των Μνημονίων δοκιμάστηκε και, μάλλον, απέτυχε το όλον πολιτικό προσωπικό, οι οικονομικές ελίτ και η γραφειοκρατία. Οι παλιοί, δεν έχουμε πλέον πολιτικά αποθέματα. Και, κυρίως, δεν έχουμε τρόπο να το πούμε στους νέους. Όμως, δεν χάλασε ο κόσμος, επειδή ο δικός μας έμεινε πίσω. Οποιοδήποτε πρόγραμμα κι αν εφαρμοστεί, η μισή Ελλάδα δεν θα τα βγάζει πέρα.
Και ο απολογισμός, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ; Από την άποψη του σοσιαλισμού…, που λέει ο λόγος, περασμένα-ξεχασμένα και από την άποψη της προοδευτικής διακυβέρνησης με κορμό τον έναν και τον άλλον ή τον ανώνυμο, καλά ξεμπερδέματα. Κι αυτή τη φορά, ας μην ακουστούν τίποτα διλήμματα «ή εμείς ή αυτοί» ούτε τίποτα κουλαμάρες «προοδευτική ή νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση» και άλλα χαζά «θα πάμε μπροστά ή πίσω», απελθέτωσαν δε τα τυραννικά «δεν θα επιτρέψω ή εγγυώμαι προσωπικώς».
Δεν είμαστε εδώ για να διαλέγουμε μεταξύ των άλλων, ούτε να στεφανώνουμε τον καλύτερο και να μουτζώνουμε τον χειρότερο. Θα στρατοπεδεύσουμε κάπου. Από παλιά, το μόνο που κάναμε, τελικά, ήταν να υπενθυμίζουμε την εκκρεμότητα «μήπως και μπορεί να αλλάζει κάπως αλλιώς ο κόσμος». Κι όπως λέει κι ο σοφός άνθρωπος, μάλλον δεν «έχουμε χάσει την τέχνη να λέμε ΟΧΙ».