Γιατί μας ενδιαφέρει το βλέμμα της Angela Evangelinos; Επειδή είναι η υβριδική ματιά μιας Ελληνίδας δεύτερης γενιάς, που κουβαλάει τις μνήμες των μεταναστών των αρχών του περασμένου αιώνα, μπολιασμένες με την προσπάθεια μιας γυναίκας να ζήσει αυτόνομα στη σύγχρονη Αμερική. Επειδή είναι η ματιά μιας γυναίκας με διεθνική ταυτότητα, που την περιόρισαν οι φόβοι του πατέρα της, τη σημάδεψε η θλίψη της μητέρας της, και στο τέλος χάραξε τη δική της πορεία, στην αμερικανική κοινωνία που της άφησε χώρο να χειραφετηθεί. Επειδή ξεφεύγει από το στερεότυπο της παλιακής Ελληνοαμερικανίδας, κι επειδή οι άνθρωποι της γενιάς και της εμπειρίας της είναι όλο και πιο σπάνιοι. Στην ιστορία της, που μοιάζει με μυθιστόρημα, μπλέκονται η τουρκοκρατούμενη Χίος, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η άνθιση της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, μια τρομοκρατική επίθεση στην Αθήνα της Χούντας, η αύξηση της κοινωνικής κινητικότητας στην Αμερική του 1970, και η σύγχρονη Ελλάδα. Τη συναντήσαμε στο σπίτι της, μια Κυριακή απόγευμα. Η Αγγελική ήταν ποταμός, και πολλές φορές οι ερωτήσεις περίσσευαν.
Μιλούσαμε πότε στα ελληνικά και πότε στα αγγλικά, κι εδώ παρουσιάζεται η μετάφραση, προσαρμοσμένη στο γραπτό λόγο. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2023.
-Αγγελική, αισθάνεσαι Ελληνίδα, Αμερικανίδα ή και τα δυο;
Ενδιαφέρον που με ρωτάς αυτό το πράγμα, είμαι Ελληνίδα, πάντα έτσι ένιωθα. Μεγάλωσα σε ένα ελληνικό σπίτι, η μεγαλύτερη από έξι παιδιά, με δυο γονείς Χιώτες. Οι γονείς μου δεν είχαν ποτέ την πρόθεση να ενσωματωθούν στην αμερικανική κοινωνία, δεν είχαν σκοπό να γίνουν Αμερικάνοι, είχαν στόχο να ορθοποδήσουν και μετά να γυρίσουν στη Χίο, οπότε δεν μας μεγάλωσαν ως Αμερικανούς. Να φανταστείς ότι δεν αγόρασαν έπιπλα για το σπίτι τους, αλλά μπαούλα, σκόπευαν να τα χρησιμοποιήσουν για να επιστρέψουν στη Χίο. Ο πατέρας μου ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερος από τη μητέρα μου, ήρθε στην Αμερική στα δεκαεφτά του, ήταν γεννημένος στον Κάμπο της Χίου. Η μητέρα μου ήταν η εγγονή ενός Χιώτη πλοιοκτήτη και ήταν μεγαλωμένη στη Χώρα, εντελώς άλλη η δική της κοινωνική θέση. Συνέβησαν μια σειρά ατυχίες στην οικογένειά της, που δεν είναι της παρούσης, και έτσι η μητέρα μου παντρεύτηκε στα δεκαοχτώ της, στην Ελλάδα, έναν Έλληνα που ζούσε στη Δυτική Βιρτζίνια. Αμέσως μετά το γάμο, έφυγαν μαζί για την Αμερική. Όμως εκείνος πέθανε έξι μήνες αφότου έφτασαν στη Δυτική Βιρτζίνια, κι ούτε είχε την περιουσία που της έταξε, και έτσι η προοπτική για ένα άνετο μέλλον ναυάγησε. Ο παπάς της περιοχής κανόνισε τότε να την παντρέψει με τον πατέρα μου, γιατί δεν γινόταν να ζήσει μια γυναίκα μόνη της εκείνο τον καιρό, και μάλιστα σε ξένο τόπο. Ο πατέρας μου ήταν αγρότης. Η οικογένεια του πατέρα μου, πίσω στη Χίο, είχαν περιβόλια, με πορτοκαλιές και μανταρινιές, και εκείνη την εποχή έκαναν εξαγωγές στη Ρωσία, φαντάσου ότι μιλάμε για τον καιρό πριν τη Ρωσική Επανάσταση. Εκείνος έλεγε ότι έφυγε για να γλιτώσει από τον τουρκικό ζυγό, δεν γνωρίζω αν ήταν αλήθεια, αλλά πάντως έτσι έλεγε. Παρά τα σχέδια που είχαν οι γονείς μου, ξέσπασε ο πόλεμος (σ.σ.: ο Β’ Παγκόσμιος), είχαν και μικρά παιδιά, και ο γυρισμός στην Ελλάδα αναβλήθηκε για πάντα. Στο σπίτι μιλούσαμε μόνο ελληνικά, επέμενε η μητέρα μου, και έτσι, όταν πήγα σχολείο, δεν ήξερα λέξη αγγλικά. Θυμάμαι ένα περιστατικό, περιμέναμε το σχολικό λεωφορείο να έρθει να μας πάρει, μαζί με την αδερφή μου, έξω από το σπίτι μας (σ.σ.: στην Αμερική, κίτρινα σχολικά λεωφορεία μαζεύουν τα παιδιά για τα δημόσια σχολεία, ακόμα και σήμερα). Η αδερφή μου ήταν μικρότερη από μένα, και στο σχολείο είχαμε δυο χρόνια διαφορά. Όταν ήρθε ο καιρός να πάει στο σχολείο, ούτε κείνη ήξερε αγγλικά. Θυμάμαι λοιπόν, εκείνη τη μέρα, ενώ περιμέναμε το λεωφορείο, περνάει ένα αγόρι από την τάξη μου, τον ήξερα αλλά δεν τον είχα σε εκτίμηση γιατί ήμουν καλύτερη μαθήτρια από κείνον, τότε δεν ήξερα τον όρο white trash, αλλά σήμερα αυτός ο όρος θα τον περιέγραφε, λοιπόν περνάει με το ποδήλατο και μας φωνάζει «God damned Greeks!» και φεύγει. Ήταν η μοναδική φορά που ως παιδί άκουσα να με προσβάλλουν λόγω της καταγωγής μου. Δεν του έδωσα σημασία γιατί τον περιφρονούσα, και σκέφτηκα μέσα μου «δε με νοιάζει, λέγε ό,τι θέλεις», αλλά το θυμάμαι ακόμη αυτό το περιστατικό.
-Το συζήτησες τότε με τη αδερφή σου;
Όχι, ήταν πολύ μικρή και δεν καταλάβαινε αγγλικά και θεώρησα ότι δεν έχει νόημα να της το μεταφράσω και να τη στεναχωρήσω. Η αδερφή μου δεν το ήθελε καθόλου το σχολείο και ήταν πολύ ατίθαση, σε σημείο που απελπίζονταν οι δάσκαλοι και οι δασκάλες της. Εγώ λοιπόν, όταν πρωτοπήγα στο σχολείο, όπως είπα, δε γνώριζα γρι αγγλικά, και επειδή στο σπίτι με φωνάζανε Κικίτσα, δεν απάντησα όταν η δασκάλα φώναξε τον όνομά μου και με είπε Angelica. Κατάλαβε ότι η Angelica ήμουν εγώ επειδή δεν περίσσευε κανένας άλλος αφότου τελείωσε με τα ονόματα! Δε με μάλωσε, φυσικά, ήταν πολύ υπομονετική και έκανε πολλή δουλειά μαζί μας και την ευγνωμονώ, όπως και όλους τους δασκάλους μας.
-Είχες φιλίες, κάνατε παρέα με άλλα παιδιά;
Όχι ιδιαίτερα. Ζούσαμε στο Steubenville, Οχάιο, στις όχθες του Ποταμού Οχάιο, από την αλλη μεριά βρίσκεται η Δυτική Βιρτζίνια και λίγο πιο πέρα η Πενσυλβάνια. Ήταν μια από τις Πόλεις του Ατσαλιού (“Steel Town”), πολύ αγροτική περιοχή τότε, και βέβαια δίπλα στα εργοστάσια του ατσαλιού όπου εργάζονταν πάρα πολλοί άνθρωποι. Δεν υπήρχαν άλλες φάρμες κοντά μας, εμείς ζούσαμε σε αγρόκτημα, και τότε δεν υπήρχε ούτε εκκλησία, έτσι ώστε να μαζεύονται οι άνθρωποι και να βρισκόμαστε σε επαφή. Εγώ ήμουν τεσσάρων χρονών όταν πήγαμε στη φάρμα μας, και φυσικά ούτε εμείς ούτε οι άλλοι φτωχοί Έλληνες είχαν αυτοκίνητο. Όταν χτίστηκε η εκκλησία, το 1945, όταν ήμουν έντεκα χρονών, δημιουργήθηκε σιγά σιγά μια κοινότητα.
–Ήταν δηλαδή καταλύτης η εκκλησία στο να έρθετε πιο κοντά με άλλους ανθρώπους.
Ναι, βέβαια, έτσι δημιουργήθηκε η κοινότητα. Και φυσικά εμείς γιορτάζαμε όλες τις ελληνικές γιορτές, ξέραμε βέβαια ότι υπάρχει η 4η Ιουλίου και όλα αυτά, αλλά δε γιορτάζαμε κάτι εκείνη τη μέρα. Ήμασταν ελληνικό σπίτι.
– Η ελληνική σου ταυτότητα ήταν βάρος όταν ήσουν παιδί;
Όχι, καθόλου. Δεν ένιωσα ποτέ έτσι. Δεν ένιωσα ποτέ αποκλεισμένη ως μαθήτρια του δημοτικού. Δεν ήταν και κάτι σημαντικό νομίζω (σ.σ.: εννοεί η ταυτότητά της). Θυμάμαι πάντως, όταν πήγαινα 5η ή 6η Δημοτικού, ο δάσκαλος μας μίλησε για του αρχαίους Έλληνες, και άρχισε να αναφέρει διάφορα ονόματα και επιτεύγματα, ξέρεις, Πλάτωνας, Σωκράτης, κλπ, και γύρισε σε μένα και μου είπε εσύ Αγγελική, πρέπει να τα ξέρεις αυτά, και είπα ναι βέβαια τα ξέρω, γιατί δε μπορούσα να πω όχι, και με ξαναρώτησε, και πρέπει να νιώθεις περήφανη, και είπα ναι, νιώθω πολύ περήφανη. Αλλά τα άλλα παιδιά δε με ξεχώριζαν, ούτε εγώ ξεχώριζα τον εαυτό μου. Δεν είχαμε και τηλεόραση, και φυσικά ούτε λόγος για σόσιαλ μήντια, οπότε νομίζω βοήθησε κι αυτό (χαμογελάει).
–Είχατε άλλους συμμαθητές που δεν ήταν Αμερικανοί;
Όχι, τότε μόνο εγώ δεν ήμουν βέρα Αμερικανίδα.
– Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο (σ.σ. high school, και τα δυο, στην Αμερική) άλλαξαν τα πράγματα;
Τότε περηφανευόμουν για την ελληνική καταγωγή μου. Εκείνον τον καιρό, σε σύνολο περίπου 150 μαθητών, μόνο εγώ δεν ήμουν Αμερικανίδα. Αργότερα το σχολείο φυσικά μεγάλωσε, είχε πιο πολύ κόσμο, και ήρθαν κι άλλα παιδιά Ελλήνων. Στο Λύκειο ήμουν πολύ καλή στα Λατινικά, τα αγαπούσα πολύ, και τότε βέβαια μας μάθαιναν ότι οι Ρωμαίοι κάναν το ένα και κάναν το άλλο, και πάντα πεταγόμουν και έλεγα, ναι, αλλά οι Έλληνες το έκαναν πρώτοι (γελάει). Ήταν ο τρόπος μου να περηφανευτώ για την καταγωγή μου. Κι όσο για αυτό που με ρώτησες προηγουμένως, ήταν δύσκολο να έχουμε φίλους, οι γονείς μου ήταν αυστηροί. Εκείνον τον καιρό, τα παιδιά έκαναν αυτό που λέμε sleep over, κοιμόντουσαν σε σπίτια φίλων. Εμείς ποτέ. Δε μας άφηναν! Θυμάμαι μόνο μια φορά, ήμουν στη δευτέρα Γυμνασίου, και είχα μια φίλη, που ο πατέρας της ήταν γιατρός. Με κάλεσε να περάσω το βράδυ σπίτι της, και η μητέρα της έγραψε ένα σημείωμα στη δική μου μητέρα, για να μου επιτραπεί να διανυκτερεύσω στο σπίτι τους. Η μητέρα μου συμφώνησε αμέσως! Αλλά το έκανε μόνο και μόνο επειδή της είχε γράψει η γυναίκα του γιατρού. Η μητέρα μου ήταν η σύζυγος του αγρότη, αν της είχε γράψει μια άλλη αγρότισσα θα είχε αρνηθεί, αλλά στη γυναίκα του γιατρού δεν είπε όχι, και θυμήσου την κοινωνική θέση της οικογένειας της μητέρας μου στη Χίο.
– Διαβάζατε εφημερίδα στο σπίτι; Πώς έφταναν σε σας τα νέα από την Ελλάδα;
Ξέρεις, μέσα στη φτώχεια μας, και όταν λέω πως δεν είχαμε λεφτά εννοώ ότι δεν είχαμε καθόλου λεφτά, μηδέν, μέσα στη φτώχεια μας λοιπόν, η συνδρομή μας στον Εθνικό Κήρυκα ήταν αδιάλειπτη (σ.σ.: η μεγαλύτερη εφημερίδα της αμερικανικής ομογένειας, εκδίδεται ακόμα στο Κουίνς της Νέας Υόρκης), it was a necessity (ήταν μια αναγκαιότητα). Περνούσαμε ολόκληρες βραδιές με τη μητέρα μας να μας διαβάζει τον Εθνικό Κήρυκα, σελίδες ολόκληρες. Και όταν πια ξέσπασε ο Πόλεμος, τότε αυτό έγινε ακόμα πιο έντονο, θυμάμαι ακόμα πατριωτικά ποιήματα, το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», ας πούμε (το απαγγέλλει). Ο πατέρας μου, από την άλλη, σκάρωνε πάντα τις ωραιότερες μαντινάδες, στιχάκια που τις περισσότερες φορές ήταν περιπαιχτικά, και ακόμα θυμάμαι να αστειεύεται με τη μητέρα μου και να πειράζει διάφορους και διάφορες του κύκλου μας, κυρίως μετά από επισκέψεις και ονομαστικές εορτές! (γέλια)
–Είχατε επικοινωνία με τους συγγενείς σας στην Ελλάδα;
Είχαμε, αλλά μόνο μέσω αλληλογραφίας, δεν είχαμε ακούσει ποτέ τη φωνή τους! Τα γράμματα έρχονταν με πολλή αργοπορία, και ειδικά με τον πόλεμο η αλληλογραφία ήταν πολύ δύσκολη. Η εφημερίδα, που σου έλεγα πιο πριν, ήταν ένα σημάδι του πόσο το διάβασμα ήταν σημαντικό για μας. Αν ζητούσαμε ένα δολάριο για να αγοράσουμε ένα παιχνίδι, ο πατέρας μας δεν μας το έδινε, ήμασταν πραγματικά φτωχοί. Αν όμως ζητούσαμε πέντε δολάρια για βιβλία, τότε μας τα έδινε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Μας ενθάρρυναν πολύ να μαθαίνουμε, η μητέρα μου είχε κάποια καλλιέργεια, στη Χίο φοιτούσε σε σχολείο καλογραιών, ήξερε πιάνο και παραδοσιακούς χορούς. Έφυγε από τη Χίο δεκαοχτώ χρονών, αφότου απελευθερώθηκε το νησί, το 1911-12, και μας διηγούνταν ότι είχε χορέψει στην υποδοχή του τότε βασιλιά της Ελλάδας, όταν εκείνος επισκέφτηκε τη Χίο μετά την Απελευθέρωση!
–Ποια ήταν η θέση σου στην οικογένεια;
Ποτέ κανείς δε μου είπε ότι έχω κάποια υποχρέωση να φροντίζω τα αδέλφια μου, και ποτέ κανείς δε μου ζήτησε να συνεισφέρω στα έξοδα του σπιτιού. Ωστόσο, τα ένιωθα αυτά τα πράγματα, δε χρειάστηκε να μου τα πει κάποιος. Έτσι, όταν έφυγα από το πατρικό μου, τριανταοχτώ χρονών γυναίκα, μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα κρατήσει ούτε μια δραχμή (“not a penny”) από το μισθό μου, τα έδινα όλα στην οικογένειά μου.
–Πες μου για τις σπουδές σου και πώς έφυγες από το σπίτι.
Εκείνο τον καιρό, όταν μιλούσαμε για μια γυναίκα που σπουδάζει, οι επιλογές ήταν δύο: ή θα γινόταν δασκάλα ή θα γινόταν νοσηλεύτρια, δεν υπήρχε άλλο ενδεχόμενο. Έτσι λοιπόν, πήγα στο Κολλέγιο της περιοχής μου, το Miami University στο Οχάιο, και σπούδασα Αγγλική Φιλολογία. Θυμάμαι, στο πανεπιστήμιό μας, το 1953 υπήρχε μόνο μια γυναίκα που σπούδαζε μηχανικός, την ήξεραν όλοι και τη συζητούσαν. Αυτή ήταν η κατάσταση τότε! Πήρα λοιπόν το πτυχίο μου, και δούλεψα 15 χρόνια σε γυμνάσια και λύκεια στο Οχάιο. Και μετά, μετακόμισα στο Μίσιγκαν και δούλεψα για τη Ford Motor Company (σ.σ.: ήταν η εποχή που η Ford αναπτυσσόταν ραγδαία και πολύπλευρα, και μάλιστα κάλυπτε τα έξοδα προκειμένου να αποκτήσουν μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών πολλοί εργαζόμενοί της). Αργότερα, μετακινήθηκα στο Monroe Community College, επίσης στο Μίσιγκαν, όπου δίδαξα Οικονομικά και Διοίκηση Επιχειρήσεων. Από κει συνταξιοδοτήθηκα, πολλά χρόνια μετά.
–Κι έτσι, έφυγες από το σπίτι στα τριανταοχτώ σου, όταν σε προσέλαβε η Ford.
Ναι, ήταν το 1972. Ήμουν ολόκληρη γυναίκα τότε. Αυτό σχετίζεται φυσικά και με την προσωπική μου ζωή, δεν έχουμε μιλήσει καθόλου για dating! (χαμογελάει) Αυτό δεν υπήρχε καν στην σκέψη του πατέρα μου (“it was not in his book”), πράγμα που με περιόρισε πολύ ως νέα κοπέλα, και όταν ήμουν μαθήτρια αλλά και αργότερα. Δεν με άφηναν να βγω. Μια σχέση που είχα κάποια στιγμή δεν εξελίχθηκε καλά και δεν έφτασε ως το γάμο, και τελείωσε για μένα αυτή η ιστορία. Ο πατέρας μου είχε γεννηθεί το 1891, και πέθανε το 1968. Κουβαλούσε εμπειρίες από τη Χίο, επί Τουρκοκρατίας, που οι κοπέλες δεν κυκλοφορούσαν μόνες τους, από το φόβο μην τις πιάσουν οι Τούρκοι και τις πάνε στα χαρέμια του Σουλτάνου. Δεν ξέρω αν οι φόβοι αυτοί ήταν βάσιμοι, ίσως και να ήταν, η Χίος βρισκόταν μια ανάσα από τα τουρκικά παράλια. Πάντως αυτές οι εμπειρίες κρύβονταν πίσω από την αυστηρότητα του πατέρα μου, πιέστηκα πολύ από αυτό, αν και σήμερα καταλαβαίνω τα κίνητρά του.
–Θυμάσαι να έρχονται στο σπίτι σας συγγενείς; Θυμάσαι τις συζητήσεις που γίνονταν;
Ναι, θυμάμαι, βέβαια! Έρχονταν συγγενείς, όλοι τους μετανάστες από την Ελλάδα, και ξαδέλφια μακρινά, της μητέρας μου κυρίως. Υπήρχαν συνεχώς συζητήσεις για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, και οι άνθρωποι μιλούσαν ένα μείγμα δημοτικής και καθαρεύουσας. Υπήρχαν και συγγενείς μας που δεν είχαν πάει ποτέ σχολείο. Το όνομα του Βενιζέλου αναφερόταν πολύ συχνά! Στο σπίτι μας όσοι έρχονταν ήταν από τη γύρω περιοχή, πολλοί νησιώτες, μετανάστες από την Ικαρία, Ροδίτες, αλλά και πολλοί Πελοποννήσιοι. Θυμάμαι κάτι αδέλφια από τη Μάνη, που αργότερα έκαναν περιουσία, και είχαν κινηματογράφους στην περιοχή.
–Πες μου μια φιγούρα που δέσποζε στα παιδικά σου χρόνια, εκτός οικογένειας.
Ο ιερέας μας! Ήταν ένας νέος άνθρωπος, με σπουδές στη Θεολογία, Σπαρτιάτης στην καταγωγή, ελληνοαμερικανός. Ήταν μεγάλη επιρροή για μας τα παιδιά, πολύ διαφορετικός από τους γονείς μας και όλον τον περίγυρο, μοντέρνος! Για παράδειγμα, μπορούσε να μας μιλήσει για πράγματα που μας ενδιέφεραν, ήξερε τους αγαπημένους μας παίχτες του μπέηζμπολ! (γελάει) Μπορούσαμε να συνδεθούμε μαζί του αναφορικά με την αμερικανική κουλτούρα της εποχής, που δεν έμπαινε στο σπίτι μας. Ήταν νέος και όμορφος, και η γυναίκα του ήταν επίσης νέα και όμορφη, και όλα αυτά παίζανε το ρόλο τους στα παιδικά μας μάτια.
–Πότε πήγες για πρώτη φορά στην Ελλάδα και στη Χίο; Πώς τη φανταζόσουν την Ελλάδα και πώς τη βρήκες;
Στο μυαλό μου η Ελλάδα ήταν ένα μαγικό μέρος, και η Χίος ένας παράδεισος! Είχα ακούσει τόσες πολλές ιστορίες, για τα τοπία της Χίου, και τα χωριά και τις διάφορες τοποθεσίες, και ήξερα και ποιήματα, που μου τα μάθαινε η μητέρα μου. Αλλά η πρώτη φορά που πήγα στην Ελλάδα… Δε φαντάζεσαι πώς ταξίδεψα! Η μητέρα μου, ο αδερφός και κάποιες από τις αδερφές μου είχαν κανονίσει να επισκεφτούν την Ελλάδα το 1973, το καλοκαίρι. Εγώ δεν ακολούθησα, γιατί μόλις είχα πιάσει δουλειά στη Ford. Γνωρίζεις τα γεγονότα της 6ης Αυγούστου, με την πτήση της TWA και την επίθεση του Μαύρου Σεπτέμβρη; (σ.σ: αναφέρεται στην επίθεση από μέλη της παλαιστινιακής οργάνωσης Μαύρος Σεπτέμβρης σε αίθουσα αναμονής του Διεθνές Αεροδρομίου του Ελληνικού, όπου δυο μέλη της οργάνωσης άνοιξαν πυρ με όπλα και χειροβομβίδες εναντίον επιβατών, σε ένα περιστατικό που πιστεύεται ότι σχετιζόταν με μια αποτυχημένη απόπειρα αεροπειρατείας).
-Ναι, αλλά τι σχέση μπορεί να είχατε εσείς με την επίθεση;!
Ε λοιπόν, η μητέρα μου και τα αδέρφια μου βρίσκονταν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, για να πετάξουν στην Αμερική, όταν έγινε η επίθεση στην αίθουσα αναμονής! Τους πυροβόλησαν, ο αδερφός μου χτυπήθηκε άσχημα και υπέφερε πολύ από το τραύμα του, είχε μακρά νοσηλεία και αργή ανάρρωση. Ήταν φοβερό, θυμάμαι επέστρεφα στο σπίτι από τη δουλειά οδηγώντας, άκουσα στο ραδιόφωνο την είδηση, αλλά δεν έδωσα σημασία, δεν το συνέδεσα με την οικογένειά μου. Όταν μου τα είπε η αδερφή μου, μίλησα κατευθείαν με την αεροπορική εταιρεία, μου βρήκαν εισητήριο αμέσως, και το ίδιο απόγευμα έφυγα όπως-όπως για την Αθήνα. Πρώτη φορά που πήγαινα στην Ελλάδα! Με βάλανε να ταξιδέψω πρώτη θέση, αλλά ούτε που νοιαζόμουν, είχα φοβερή αγωνία για το πώς θα θα βρω τους δικούς μου. Έμεινα στην Αθήνα για ένα μήνα, τα είχε κανονίσει όλα η πρεσβεία, να φανταστείς ότι μας πλήρωναν δωμάτιο στο Χίλτον, στις οικογένειες των θυμάτων, εγώ πού να βρω λεφτά να μείνω σε τέτοιο ξενοδοχείο! Είχε γίνει σάλος στην Αμερική, τότε είχα μόλις πάει στη Ford, και φοβόμουν μη χάσω και τη δουλειά μου, αλλά μου κράτησαν τη θέση μου, παρά τη μακρά μου απουσία. Η μητέρα μου νοσηλεύτηκε στο ΚΑΤ, στην Κηφισιά, ο αδερφός μου δεν θυμάμαι σε ποιο νοσοκομείο ήταν, σε κάποιο πιο κεντρικά, αλλά θυμάμαι ότι έλαβαν πολύ καλή φροντίδα όλοι οι δικοί μου, ακόμα και όταν γυρίσαμε στην Αμερική, και ο αδερφός μου να φανταστείς γύρισε πάνω σε φορείο, ακόμα και εδώ οι γιατροί ήταν εντυπωσιασμένοι από τη δουλειά των Ελλήνων συναδέλφων τους. Δεν επισκέφτηκα τη Χίο εκείνη τη φορά, φυσικά. Όμως ένας ξάδερφος της μητέρας μου είχε αυτοκίνητο, κούρσα το λέγαμε τότε, και με πήγε μερικές βόλτες στην πόλη όταν πια καταλάβαμε ότι οι δικοί μου είχαν διαφύγει τον κίνδυνο και ήταν η κατάστασή τους σταθερή. Θυμάμαι που ανατρίχιασα την πρώτη φορά που είδα την Ακρόπολη! Η Αθήνα με είχε εντυπωσιάσει, ήταν γεμάτη ζωή, μια σύγχρονη μεγαλούπολη στα μάτια μου, και θυμάμαι τη μουσική στο ραδιόφωνο. Ήταν και Χούντα, τότε! Το ξέραμε αυτό, φυσικά, όχι ότι μαθαίναμε πολλές λεπτομέρειες, αλλά είχα επίγνωση όταν έφτασα στην Αθήνα. Λόγω της κατάστασης των δικών μου, δεν είχα πολλή επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο, θυμάμαι όμως ότι για κάποια πράγματα ήθελα να παραπονεθώ στο νοσοκομείο, μικροπράγματα, αλλά που τότε φαίνονταν σημαντικά, και μου είπαν να μη φωνάζω και να μη διαμαρτύρομαι, «γιατί θα σε βάλουν μέσα». Δε νομίζω ότι υπήρχε τέτοιος κίνδυνος, αλλά ήταν μια φοβέρα, και ένιωσα ότι δεν ήμουν απολύτως ελεύθερη να πω ό,τι θέλω. Μου φάνηκε πολύ ξένο αυτό, γιατί δε μου είχε ξανασυμβεί να μου περιορίζουν τις ελευθερίες μου και γιατί είχα στο μυαλό μου την Ελλάδα ως τη γενέτειρα της Δημοκρατίας, οπότε η αντίφαση ήταν πολύ έντονη.
–Πού να ξέρατε ότι σε λίγους μήνες θα γινόταν το Πολυτεχνείο και μετά η Χούντα θα έπεφτε.
Ναι, πράγματι, πού να το ξέραμε! Ωστόσο, θυμάμαι πόσο μου έκανε εντύπωση η ανοιχτωσιά και η διάθεση φιλοξενίας από τους περισσότερους ανθρώπους με τους οποίους ήρθα σε επαφή. Πάντως στη Χίο πήγα πρώτη φορά το 1980. Ήταν καταπληκτικά, γνώρισα δέκα πρώτα ξαδέλφια μου από το σόι των Evangelinos, και πέρασα μαζί τους δυο υπέροχες εβδομάδες! Πήγαμε και κρουαζιέρα, πιάσαμε και στην Έφεσσο, έχεις πάει ποτέ; Να την επισκεφτείς, είναι υπέροχη! Εγώ λοιπόν τότε αντιμετώπισα ένα πρόβλημα, γιατί είχα μεγαλώσει όλη μου τη ζωή αντιπαθώντας τους Τούρκους. Στη χώρα αυτή (σ.σ.: τις ΗΠΑ) ορισμένοι ανατρέφονται έτσι ώστε να αντιπαθούν τους μαύρους, είναι τρομερό να συμβαίνει αυτό το πράγμα, ε λοιπόν εμένα με είχαν αναθρέψει να αντιπαθώ τους Τούρκους, μέσα από φοβερές ιστορίες από τον καιρό της Τουρκοκρατίας που τα πράγματα ήταν άγρια. Έτσι, μεγάλωσα με αυτή την προκατάληψη, όμως στην Έφεσο είχαμε έναν Τούρκο ξεναγό, πολύ καλλιεργημένο, κομψό, γνώστη Ιστορίας, και κλονίστηκα. Και μας διηγούνταν την ιστορία των αρχαιοτήτων της περιοχής και ένα κομμάτι μου ήθελε να φωνάξει «μα αυτά είναι δικά μας!», όμως φυσικά δεν μίλησα, και εκτίμησα πολύ τον ξεναγό μας.
–Και μετά πότε ξαναπήγες στην Ελλάδα;
Το 2009. Έμεινα για έξι εβδομάδες, υπήρχε ένα πρόγραμμα για ανθρώπους ελληνικής καταγωγής που ήθελαν να μάθουν ελληνικά και να ζήσουν για λίγο στην Ελλάδα και είχα συμμετάσχει σε αυτό. Ήταν καταπληκτική εμπειρία. Είχαμε υπέροχους δασκάλους, είχαμε επισκεφτεί το καινούριο, τότε, Μουσείο της Ακρόπολης, πήγα στα Μετέωρα και τους Δελφούς, και συνάντησα πολλούς συγγενείς μου. Και μετά ξαναπήγα στην Ελλάδα λίγο πριν την πανδημία του κορωνοϊού. Αυτή την τελευταία φορά είχα περιπλανηθεί πολύ στην Αθήνα και στην Πλάκα, και μου είχε κάνει εντύπωση πώς η Αθήνα ήταν πια μια μητρόπολη, με πολύ κόσμο που δεν ήταν Έλληνες, μιλιόντουσαν τόσες γλώσσες και τόσο συχνά Αγγλικά, οι άνθρωποι μιλούσαν αγγλικά καλύτερα από μένα!
–Αγγελική, πώς αποφάσισες να γραφτείς σε τάξη ελληνικών στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν; Μίλησέ μου για τη σχέση σου με το Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών.
Α! (χαμογελάει) Κοίτα, όταν συνταξιοδοτήθηκα, ένιωθα ότι είχα πολλή ενέργεια και ήθελα να κάνω πολλά πράγματα. Η αδελφή μου λοιπόν διάβασε στο περιοδικό Odyssey (Οδύσσεια, σ.σ: πιθανόν να εννοεί το διμηνιαίο αγγλόφωνο περιοδικό που απευθύνεται σε «Έλληνες και φιλέλληνες σε όλον τον κόσμο») για το Πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και όταν μου το είπε, μου κίνησε την περιέργεια. Επικοινώνησα με το Πρόγραμμα και τους ρώτησα αν μπορώ να γραφτώ στα μαθήματα ελληνικών, και φυσικά να πληρώνω τα δίδακτρα που μου αναλογούσαν. Mε δέχτηκαν, αλλά αρνήθηκαν βεβαίως τα δίδακτρα, ήταν ο Βασίλης Λαμπρόπουλος και η Άρτεμις Λεοντή, οι καθηγητές και επικεφαλής του Προγράμματος. Ο δάσκαλός μου ήταν ο Παναγιώτης Παφίλης, που δεν είναι πια στο Μίσιγκαν (σ.σ: ο Π. Παφίλης είναι σήμερα Καθηγητής στο Τμήμα Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας), υπέροχος δάσκαλος, τον αγαπώ πολύ. Αυτό ήταν το 2008-2009, παρακολούθησα λοιπόν τα μαθήματα, ελληνικά μεσαίου επιπέδου, και τη δεύτερη χρονιά πήρα το μάθημα των αρχαρίων, γιατί ήθελα να μάθω γραμματική και συντακτικό! Ο Παναγιώτης μού έλεγε ότι θα βαρεθώ με τη στριφνή γραμματική, όμως εμένα δε με πείραζε, πρώτη φορά μάθαινα ελληνικά σε τάξη, και ήταν όλα τόσο ωραία! Εξάλλου, ο δάσκαλος μας έφερνε σε επαφή με την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και τη ζωντανή καθημερινή γλώσσα, και ήταν απόλαυση.
–Πώς αποφάσισες να κάνεις τη δωρεά για το βραβείο που έχει το όνομα της μητέρας σου;
Όσο παρακολουθούσα τα μαθήματα ελληνικών δεν με άφηναν να πληρώνω δίδακτρα (σ.σ: το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν είναι δημόσιο, αλλά οι φοιτητές πληρώνουν δίδακτρα, όπως σε όλα τα πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Κάθε μάθημα έχει μια τιμή, που ανάλογα με τις ώρες διδασκαλίας, τη σχολή, κλπ, φτάνει τις δύο-τρείς χιλιάδες δολλάρια). Εγώ όμως δεν ήθελα να μαθαίνω χωρίς κάποιο αντάλλαγμα, κι έτσι έκανα κάθε εξάμηνο μια μικρή δωρεά στο Πρόγραμμα, την οποία συνέχισα και αφότου ολοκλήρωσα τα μαθήματα. Τότε λοιπόν κάτσαμε μαζί με τους ανθρώπους του Προγράμματος και αποφασίσαμε να δωρίζω χρήματα με πιο οργανωμένο τρόπο. Έτσι δημιουργήθηκε το βραβείο Calliope Papala-Politou, μια υποτροφία που απονέμεται σε αριστεύσαντες φοιτητές και φοιτήτριες Ελληνικών. Αυτή τη στιγμή δουλεύουμε ώστε να εξελιχθεί το βραβείο και να στηρίζει και άλλες δράσεις του Προγράμματος. Θέλω να ανταποδώσω στο Πρόγραμμα τα όσα αποκόμισα.
– Το βραβείο έχει το πατρικό όνομα της μητέρας σου, υπάρχει κάποιος λόγος για αυτό;
Βέβαια, αυτό ήταν συνειδητή επιλογή μου! Η μητέρα μου πέρασε πολλά, και πάντα ήταν η σύζυγος κάποιου. Εγώ λοιπόν θέλω να μνημονεύεται ως αυτή που ήταν, με το δικό της όνομα. Δεν συμφώνησαν όλοι με αυτή μου την επιλογή, αλλά έτσι νιώθω και έτσι νομίζω ότι τιμώ τη μητέρα μου, και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σέβομαι τον πατέρα μου και τη ζωή της Καλλιόπης μαζί του.
–Στηρίζεις και μια υποτροφία για φοιτητές και φοιτήτριες στο Κοινοτικό Κολλέγιο Μονρό, ένα ίδρυμα πολύ διαφορετικό από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.
Ναι, είναι αλήθεια. Εργάστηκα πολλά χρόνια στο Κολλέγιο Μονρό και πέρασα όμορφα. Όταν δίδασκα εκεί, δεν υπήρχαν πολλές γυναίκες φοιτήτριες, και οι περισσότερες ήταν μεγαλύτερης ηλικίας και ζητούσαν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Εργάζονταν, είχαν παιδιά. Η υποτροφία στο Μονρό ξεκίνησε γιατί είχα κυρίως αυτές τις γυναίκες στο μυαλό μου, ήθελα να τις στηρίξω. Σήμερα βέβαια η κατάσταση είναι διαφορετική, φοιτούν εκεί πολλοί νέοι άνθρωποι, κορίτσια και αγόρια. Και πάλι θέλω να τους βοηθήσω, αν τα πάνε καλά και έχουν καλούς βαθμούς μπορεί να πάρουν και μεταγραφή για κάποιο μεγάλο πανεπιστήμιο, όπως αυτό του Μίσιγκαν, και έτσι να έχουν ακόμα καλύτερες προοπτικές.
–Θα μπορούσες ποτέ να ζήσεις στην Ελλάδα;
Το σκέφτηκα σοβαρά κάποτε! Νομίζω θα μπορούσα. Μια φίλη μου ελληνοαμερικανίδα το έκανε όντως, μετακόμισε στη Χίο. Τελικά εγώ δεν το αποφάσισα ποτέ.
–Θα ήθελες μια πιο ζωντανή, πιο ενεργή επαφή με την Ελλάδα;
Ναι, θα ήθελα, αλλά δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό. Επίσης, εμείς οι Αμερικάνοι, έχουμε κακό όνομα (χαμογελάει). Στο παρελθόν κάποιοι συγγενείς μου στην Ελλάδα με είχαν αποκαλέσει «κουτό αμερικανάκι» (το λέει ελληνικά) για να μου πουν ότι δεν διαθέτω κοινωνική ευστροφία, και δεν ξέρω, ίσως να έχουν δίκιο.
–Δεν είναι πολύ ευγενικό αυτό!
Ναι, δεν ξέρω, ίσως να έχουμε κάνει κι εμείς ως λαός κάποια πράγματα που να δικαιολογούν μια τέτοια στάση από τους άλλους. Ίσως σήμερα να μη μου το έλεγαν!
–Ακούς ελληνική μουσική;
Όχι τόσο όσο παλιά, αλλά ακόμη μου αρέσει η Μαρινέλλα (γελάει). Ξέρω ότι είναι πια εκτός μόδας, αλλά εμένα τα μπιτ και η χιπ-χοπ δε με συγκινούν (κι άλλα γέλια).
–Παρακολουθείς ελληνική πολιτική;
Πολύ λίγο, παλιά διάβαζα περισσότερο. Γνωρίζω τα βασικά, για παράδειγμα ξέρω ότι είναι πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης. Είναι πολύ συντηρητικός πολιτικός για τα γούστα μου, αλλά θα παρακολουθήσω τη συνέντευξη που θα δώσει μεθαύριο στο CNN, και μου αρέσει που μιλάει καλά αγγλικά και που έχει σπουδάσει στην Αμερική.
–Αγγελική, σε ευχαριστώ πάρα πολύ που δέχτηκες να μου τα διηγηθείς όλα αυτά.
Κάτσε να τελειώσουμε το κρασί μας και να τσιμπήσουμε κάτι! Και θα σου πω και ένα τελευταίο που θυμήθηκα, είναι λίγο αστείο. Ρωτούσα τον πατέρα μου να μου πει για τη Νήσο Έλλις, ξέρεις, στη Νέα Υόρκη, τότε όλοι οι μετανάστες από κει περνούσαν. Και κείνος μου έλεγε όχι, δεν πέρασα από το Έλλις, εγώ μπήκα από το Καστιγκάρι. Μου το έλεγε κάθε φορά, και είχα φάει τον κόσμο να βρω τί ήτανε αυτό το Καστιγκάρι, μήπως ήταν κάποιο άλλο νησάκι, κάποιο άλλο μέρος στο λιμάνι. Ώσπου κατάλαβα ότι εννοούσε το Coast Guard (ακτοφυλακή), εννοούσε το κτήριο της ακτοφυλακής, αυτό ήτανε το καστιγκάρι!
*Για μια εισαγωγή στη σειρά Ατλαντικές Παράλληλοι δείτε εδώ.