I) Το χρέος ήταν πάντοτε ο ε φ ι ά λ τ η ς του αγρότη μικροϊδιοκτήτη, ιδιαίτερα επειδή οι νόμοι που αφορούσαν τους υπερήμερους οφειλέτες στην αρχαιότητα ήσαν συχνά πολύ σκληροί και μπορούσαν να οδηγήσουν στον προσωπικό ε ξ α ν δ ρ α π ο δ ι σ μ ό ή πάντως σε κάποιο βαθμό υποδούλωσης για όσον καιρό χρειαζόταν για την αποπληρωμή του χρέους, προϋπόθεση που μερικές φορές αποτελούσε μιαν απεριόριστα μακρόχρονη διαδικασία. Οι χρεοφειλέτες που έχουν φτωχύνει, μερικές φορές κινητοποιούνται για να πετύχουν όχι μόνο αναβολή πληρωμής των τόκων ή μείωση του επιτοκίου, αλλά και για την ολική κατάργηση ό λ ω ν τ ω ν ο φ ε ι λ ώ ν αίτημα που στην ελληνική ονομαζόταν χρεών αποκοπή και στην λατινική, novae tabulae. Το αίτημα αυτό συνδέθηκε συχνά με την συνηγορία για μια γενική αναδιανομή της γης (γ η ς α ν α δ α σ μ ό ς), το έτερον βασικό αίτημα του προγράμματος των ριζοσπαστών της πολιτικής Αριστεράς. Έχουμε δύο ιστορικά παραδείγματα απ’ την ελληνική αρχαιότητα για τα οποία έχουμε καλή πληροφόρηση: στην Αθήνα το 594-3 π.Χ. ο νομοθέτης Σόλων χορήγησε μια πλήρη κατάργηση των οφειλών (την γνωστή σ ε ι σ ά χ θ ε ι α) αλλά αρνήθηκε τον αναδασμό της γης ֗ και στην Σπάρτη το 243-242 π.Χ. ο βασιλιάς Άγις Δ’ παραχώρησε μια γενική ακύρωση των οφειλών αλλά εμποδίστηκε να προχωρήσει στην αναδιανομή της γης που είχε σχεδιάσει. [1] Ο Σόλων έλαβε, επί πλέον, και το εξαιρετικό μέτρο της απαγόρευσης για το μέλλον, όχι μόνο του εξανδραποδισμού για οφειλές αλλά και της κάθε λογής υποδούλωσης για χρέη, απαγορεύοντας απλώς την υ π ο θ ή κ ε υ σ η του σ ώ μ α τ ο ς (δανείζεσθαι επί σώμασι) μια πολύ αναγκαία μεταρρύθμιση. [2] Ο Σόλων φρόντισε να αγοράσει, με έξοδα και δαπάνες του δημοσίου, όσους Αθηναίους είχαν πωληθεί για χρέη σαν δούλοι στο εξωτερικό και να τους επαναπατρίσει σαν ελεύθερους Αθηναίους. [3]
Αν η κατάργηση των χρεών και ο αναδασμός της γης, και τα δύο μαζί ήσαν τα αιώνια «επαναστατικά» αιτήματα στις αρχαίες ελληνικές πόλεις, [4] συναποτελούσαν, ταυτόχρονα, τον μ ό ν ι μ ο ε φ ι ά λ τ η της αντίστοιχης εύπορης τάξης των ίδιων πόλεων!
Ενδιαφέρουσες μαρτυρίες για τον τρόμο που ένιωθε η εύπορη τάξη μπροστά στο ενδεχόμενο μιας επανάστασης στην οποία εξωθούσε το β ά ρ ο ς τ ω ν χ ρ ε ώ ν μας δίνει ο συγγραφέας των μέσων του τέταρτου αιώνα π.Χ. Αινείας ο «Τακτικός»: ανάμεσα στα μέτρα που συνιστά σε πολιορκημένες πόλεις είναι η μείωση ή κατάργηση του τόκου ή ακόμα και η διαγραφή όλου του ποσού του χρέους και, γενικά, φαίνεται αληθινά κυριευμένος από την ιδέα ότι η πόλη κινδυνεύει να προδοθεί στον εχθρό εκ των έσω από δυσαρεστημένους πολιτικά. [5]
Αυτός ο προπεριγραφείς τρόμος της εύπορης κοινωνικής τάξης εξηγεί, μάλλον, και την εξαιρετική υποστήριξη που πέτυχε ο Φίλιππος ο Β’ ανάμεσα στα μέλη αυτής της τάξης των ελληνικών πόλεων: χάρη σ’ εκείνο που σήμερα θα αποκαλούσαμε «πέμπτη φάλαγγα», δείχνει ότι πολλοί εξέχοντες πολίτες κατάλαβαν ότι είχαν «εντός των τειχών» π ι ό ε π ι κ ί ν δ υ ν ο υ ς κ α ι α δ ι ά λ λ α κ τ ο υ ς εχθρούς από τον Μακεδόνα βασιλιά. Ο Φίλιππος μπορούσε βάσιμα να προσδοκά την υποστήριξη μέσα στην Ελλάδα μόνο από άτομα ολιγαρχικών τάσεων και τούτο διότι τα άτομα αυτά ανέμεναν ότι ο βασιλιάς θα υποστήριζε τις εύπορες τάξεις και θα ε υ ν ο ο ύ σ ε ένα καθεστώς πιο «ιεραρχημένου και αυταρχικού» τύπου από εκείνο που υπήρχε στην δημοκρατική Αθήνα.
Και όντως! Η Κορινθιακή Συμπολιτεία, η σχεδόν Πανελλήνια Συμπολιτεία που οργάνωσε ο Φίλιππος το 338-337 και που ο γιός του και διάδοχός του Αλέξανδρος ανανέωσε το 335, σ α φ ώ ς ε γ γ υ ό τ α ν το υφιστάμενο κοινωνικό καθεστώς: Οι θεσμοί της πόλης «πάγωσαν», και α π α γ ο ρ ε ύ τ η κ ε ρ η τ ά ο α ν α δ α σ μ ό ς τ η ς γ η ς, η δ ι α γ ρ α φ ή χ ρ ε ώ ν, η δήμευση περιουσιών, και η απελευθέρωση δούλων, που απέβλεπαν στην επανάσταση! [6] Κατά τον Πλάτωνα αυτά τα δύο μέτρα δήλωναν τον τύραννο και τον δημαγωγό. [7] Ένας Νόμος των Δελφών θεωρούσε έ γ κ λ η μ α συνοδευόμενο από κ α τ ά ρ α και το να προτείνει απλώς κανείς το ένα ή το άλλο μέτρο στην Λαϊκή Συνέλευση. Η έλλειψη γης προερχόταν συχνά από ιδιωτική απαλλοτρίωση με αποτελεσματικό προς τούτο όργανο το δ ά ν ε ι ο [8] το οποίο συνιστά την βάση για εξαναγκασμό και καταπίεση. Από τέτοιου είδους ανισότιμες και εξουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις αναβλύζει, αβίαστα και φυσιολογικά, η «συνηθισμένη πολιτική αρρώστια της αρχαίας ελληνικής πόλης» με την ιδιαίτερη ονομασία σ τ ά σ ι ς. Στην αρχή πρέπει να σήμαινε την θέση ή την στάση που έπαιρνε κανείς απέναντι στα δημόσια πράγματα. [9] Στην συνέχεια κατέληξε να σημαίνει την ε μ φ ύ λ ι α δ ι α μ ά χ η στον Ελληνικό κόσμο. Απ’ τον Θουκυδίδη μέχρι τον Αριστοτέλη εθεωρείτο ως το μέγιστο των κακών. Παρ’ όλα αυτά, μια τέτοια εκτίμηση είχε μικρό αντίκτυπο στον ελληνικό λαό, ο οποίος συνέχιζε αδιάπτωτα τις στάσεις του. Γιατί; Διότι, κατά τον Αριστοτέλη [10] ένας τομέας της κοινότητας ζητούσε περισσότερο κέρδος, όφελος, απολαβή, υλικό πλεονέκτημα και περισσότερη τιμή. Ένα κέρδος από την μια πλευρά α υ τ ό μ α τ α επέβαλλε μιαν αντίστοιχη α π ώ λ ε ι α στην άλλη πλευρά και, φυσικά, την οδηγούσε στην α ν τ ί σ τ α σ η. Η α λ λ α γ ή συνεπάγεται την απώλεια ορισμένων δικαιωμάτων από κάποια μέλη της κοινότητας. Αυτά αντιστέκονται, εξού και η σ τ ά σ ι ς. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν κυμαίνονταν από ομαλά πολιτικα μέσα μέχρι ανοιχτό ε μ φ ύ λ ι ο π ό λ ε μ ο. [11]
II) Η κοινωνική σχέση μεταξύ δανειστή και δανειολήπτη και η αχνή και διαπερατή νομική μορφοποίησή της ως «σύμβαση δανείου», ήταν γεννήτορας χρεών μεταξύ κοινωνικών τάξεων. Θα πρέπει να τονιστεί τούτο: το χρέος απ’ την δανειακή σχέση και η απαίτηση απ’ αυτήν, αντίστοιχα, συνιστούσε περισσότερο μια σ κ ό π ι μ η ε π ι ν ό η σ η από την πλευρά του πιστωτή (δανειστή) προκειμένου να α υ ξ ή σ ε ι την εξαρτημένη εργασία που ήταν στην διάθεσή του και λιγότερο μια επινόηση που απέβλεπε στην εξασφάλιση περισσότερου π λ ο ύ τ ο υ δια του τ ό κ ο υ. [12] Εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, το χ ρ έ ο ς οδηγούσε πρακτικά στην υ π ο δ ο ύ λ ω σ η μ ό ν ο μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών τάξεων ̇ απλούστερα και ακριβέστερα, μεταξύ φτωχών και πλουσίων. [13] Η λειτουργία του χρέους είναι αποφασιστικά διαφορετική και η κατάληξή του καθοριστικά αλλιώτικη αν ο οφειλέτης ανήκει στην κυρίαρχη κοινωνική τάξη: στην περίπτωση αυτήν τα χρέη του θα είναι «τα χρυσά σπιρούνια που θα κεντρίζουν τα άλογα τα ζεμένα στο άρμα της τύχης του», της καλής, της χρυσής του τύχης! [14] «Ακόμη και καταχρεωμένος, ένας κόμης θα βρει τις καρδιές ανοιχτές» και όχι μόνο τις καρδιές αλλά και τα θησαυροφυλάκια των τραπεζών και του δημόσιου κορβανά! [15] Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο «Ποτέ δεν έχουν μπει φυλακή οι πλούσιοι για χρέη». [16]
Η διαδεδομένη χρήση των δανείων ως ε σ κ ε μ μ έ ν η ς ε π ι ν ό η σ η ς για την δημιουργία ενός καταναγκασμένου γεωργικού εργατικού δυναμικού στην διάθεση των πιστωτών (δανειστών) ΔΕΝ αποτελεί ένα δεδομένο άλλων, ξεπερασμένων ιστορικών εποχών. Σε χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας λ.χ. στην Ινδία μέχρι πρόσφατα αλλά, πιθανόν, και σήμερα ακόμη, υπάρχουν παρόμοια κοινωνικά φαινόμενα που εδράζονται σε κοινωνικές σχέσεις αντίστοιχες με τις προπεριγραφείσες πράγμα που σημαίνει πως το χρέος και το δάνειο παρουσιάζουν σταθερά χαρακτηριστικά σε κοινωνίες απομακρυσμένες στον χώρο και τον χρόνο. [17]
III) Σε αντίθεση με την αρχαία Αθήνα και τις λοιπές ελληνικές πόλεις με δημοκρατικό πολίτευμα όπου, όπως είδαμε, λόγω του έντονου ταξικού αγώνα και της επιτυχούς, εν μέρει, έκβασής του, οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις πέτυχαν μια, κατά το δυνατόν, προστασία τους έναντι των οικονομικά ισχυρών συμπολιτών τους, στην Ρώμη η θέση των κατώτερων κοινωνικών τάξεων και η εν γένει κατάστασή τους ήταν τελείως διαφορετική. Η Ρώμη ΔΕΝ ή τ α ν π ο τ έ μ ι α δ η μ ο κ ρ α τ ί α ή, έστω, κάτι παρεμφερές. Υπήρχαν ασφαλώς μερικά δημοκρατικά στοιχεία στο Ρωμαϊκό πολίτευμα, αλλά τα ολιγαρχικά στοιχεία ήταν στην πράξη πολύ ισχυρότερα, και ο ολικός χαρακτήρας του πολιτεύματος ήταν έ ν τ ο ν α ο λ ι γ α ρ χ ι κ ό ς. Οι φτωχότερες τάξεις στην Ρώμη έκαναν μοιραία σφάλματα: δεν ακολούθησαν το παράδειγμα των φτωχότερων πολιτών σε τόσα ελληνικά κράτη και δεν ζήτησαν μια διεύρυνση και βελτίωση των πολιτικών δικαιωμάτων που μπορούσαν να δημιουργήσουν μια δ η μ ο κ ρ α τ ι κ ό τ ε ρ η κοινωνία, σε μια περίοδο κατά την οποία το Ρωμαϊκό κράτος ήταν ακόμα αρκετά μικρό ώστε να κάνει πρακτικά δυνατή μια δημοκρατία τύπου π ό λ η ς. Οι ρωμαϊκές κατώτερες τάξεις, αντί να κινηθούν για ριζικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις, έτειναν ν’ αναζητούν – και να εναποθέτουν όλη τους την εμπιστοσύνη σε – αρχηγούς που πιστεύανε ότι ήσαν «στο πλευρό τους» – ανθρώπους που στην Ύστερη Δημοκρατία λέγονταν p o p u l a r e s (δημοτικοί) – και να προσπαθούν να τους βάλουν σε θέσεις εξουσίας. Μια εξήγηση αυτής της παράλειψης ίσως να ήσαν οι θεσμοί της πατρωνείας και της πελατείας (clientelα) που ήσαν άγνωστες στις ελληνικές πόλεις. [18] Ένας από τους p o p u l a r e s ήταν και ο Γράκχος. Ενδιαφερόταν για τα κοινωνικά προβλήματα: την πτώχευση των πολιτών, την ανάπτυξη της δουλοκτησίας, τον ξεπεσμό της αγροτιάς που ήταν πάντα η ραχοκοκαλιά της Ρωμαϊκής οικονομίας. Εκείνο που κάνει τους p o -p u l a r e s να έχουν πραγματική ιστορική σημασία είναι το γεγονός ότι εξασφάλισαν την απαραίτητη ηγεσία, δίχως την οποία οι αγώνες των κατώτερων τάξεων, δεν θα εμφανίζονταν καθόλου στο πολιτικό επίπεδο. Μόνο μια φορά, στην Ύστερη Δημοκρατία γίνεται λόγος για μια συμβουλή στους φτωχούς κι αδύναμους να μη δίνουν πίστη στις υποσχέσεις των πλουσίων και ευδοκιμούντων γιατί μόνον ένας άνθρωπος που είναι ο ίδιος φτωχός μπορεί να μένει πιστός προασπιστής των συμφερόντων τους. Αυτό, κατά τον Κικέρωνα, το είπε ο Κ α τ ι λ ί ν α ς πατρίκιος όντας ο ίδιος! Οι p o p u l a r e s ήσαν απλώς διαπρεπείς πολιτικοί, άτομα, που είχαν αυτό που θα λέγαμε «λαϊκούς οπαδούς», με την έννοια ότι υποστηρίζονταν από τις φτωχότερες τάξεις (της πόλης ή της υπαίθρου ή και των δύο) και ακολουθούσαν μια πολιτική που δυσαρεστούσε την ολιγαρχία, συνήθως επειδή ήταν κατά κάποιο τρόπο δυσμενής για τις πλουσιότερες τάξεις. Οι p o p u l a r e s είτε ήσαν είτε παρουσιάζονταν είτε θεωρούνταν ότι ήσαν, από ορισμένες απόψεις «με το μέρος του απλού λαού» και εναντίον της άρχουσας ολιγαρχίας. Ο Κικέρων τους ορίζει ως εκείνους που ήθελαν να είναι αρεστοί στην multitudο (στο πλήθος). Το ελληνικό αντίστοιχο συνώνυμο των populares ήταν δ η μ ο τ ι κ ο ί, μια λέξη που (σε αντιδιαστολή προς το δημοκρατικοί) ΔΕΝ είχε κατ’ ανάγκην δ η μ ο κ ρ α τ ι κ ό σ υ ν ν ο ο ύ μ ε ν ο: μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ακόμα και για έναν «τύραννο» που εθεωρείτο ότι ευνοούσε κατά κάποιον τρόπο τις μάζες ̇ μάλιστα ο Αππιανός χαρακτηρίζει τον Ιούλιο Καίσαρα – μια προσωπικότητα άκρως αυταρχική – ως δημοτικώτατον, ακριβώς όπως ο Αριστοτέλης λέει ότι ο Αθηναίος τύραννος Πεισίστρατος εθεωρείτο δημοτικώτατος. [19] Σημασία έχουν οι δ ρ α σ τ η ρ ι ό τ η τ ε ς των p o p u l a r e s, ΟΧΙ η καταγωγή τους, ούτε τα κίνητρά τους, ούτε οι φιλοδοξίες τους, ούτε η ηθική τους υπόσταση. Το νόημα αυτής της επισήμανσης διέφυγε ολοσχερώς, μάλλον λόγω ιδεολογικής προκατάληψης, απ’ τον FRITZ GSCHNITZER. [20] Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, όπως ήταν φυσικό, προέρχονταν από τις επιφανέστερες οικογένειες. Ο Κατιλίνας ήταν πατρίκιος όπως και ο Κλώδιος (Clodius) μέχρι που αυτομετατάχθηκε σε πληβείο, κάνοντας μια transitio ad plebem το 59 π.Χ. προκειμένου ν’ αποκτήσει τα απαραίτητα προσόντα για να αναδειχθεί σε δ ή μ α ρ χ ο. Συχνά οι καταπιεζόμενες τάξεις υποχρεώθηκαν εκ των πραγμάτων να αναζητήσουν ηγέτες μέσα από τις γραμμές των εξουσιαστών τους, μέχρι να αποκτήσουν οι ίδιες αρκετή πείρα και πολιτική αξιοσύνη ώστε να σταθούν στα δικά τους πόδια, μια προϋπόθεση που ΔΕΝ πέτυχαν Π Ο Τ Ε οι ρωμαϊκές μάζες. Οι απόπειρες για μεταρρυθμίσεις συνάντησαν την άγρια αντίσταση της συντριπτικής πλειονότητας της ολιγαρχίας των συγκλητικών και κατέληξαν σε μια σειρά εμφύλιους πολέμους που τελικά επέτρεψαν στον Αύγουστο να γίνει ο αδιαμφισβήτητος άρχοντας του Ρωμαϊκού κόσμου. Το σύστημα που εγκαθίδρυσε, με το π ρ ό σ χ η μ α της «αποκατάστασης της δημοκρατίας», έγινε γνωστό ως Ηγεμονία (Principatus) ενώ ο ίδιος ονομάστηκε Ηγεμόνας (Princeps). [21]
Η Ελληνική Δημοκρατία, αυτό το εξαιρετικό φαινόμενο, ήταν βασικά το πολιτικό μέσον με το οποίο οι ενδεείς προστάτευαν, σε κάποιο βαθμό, τους εαυτούς τους από την εκμετάλλευση και την καταπίεση εκ μέρους των πιο πλούσιων, των γαιοκτημόνων, που στην αρχαιότητα έτειναν πάντοτε να είναι η κυρίαρχη τάξη. [22]
Αυτή η Ελληνική Δημοκρατία, η τροφός μεγάλων επιτευγμάτων, μεταξύ του τέταρτου π.Χ. αιώνα και του τρίτου αιώνα της χριστιανικής εποχής, γ κ ρ ε μ ί σ τ η κ ε β α θ μ ι α ί α διότι δεν πέθανε απλώς, ούτε καν αυτοκτόνησε αλλά καταλύθηκε ε σ κ ε μ μ έ ν α με τις συνδυασμένες προσπάθειες των ελληνικών ε υ π ό ρ ω ν τ ά ξ ε ω ν, των Μακεδόνων και των Ρωμαίων. Βεβαίως, η κατάλυση της Ελληνικής Δημοκρατίας ικανοποιούσε τους Ρωμαίους. Πρέπει, όμως, να υπογραμμιστεί τούτο: οι ελληνικές εύπορες τάξεις δεν συγκατατέθηκαν απλώς σ’ αυτήν την εξέλιξη αλλά συνέβαλαν συνειδητά σ’ αυτήν – και αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσει, διότι μετά τους Ρωμαίους, α υ τ έ ς ήσαν που ωφελήθηκαν περισσότερο από το εγκαθιδρυθέν σύστημα. [23]
IV) Ήδη προαναφέραμε ότι η Ρώμη δεν ήταν ποτέ μια δημοκρατία ή, έστω, κάτι παρεμφερές, ότι ο ολικός χαρακτήρας του πολιτεύματός της ήταν έντονα ολιγαρχικός. Τούτο σημαίνει ότι οι κατώτερες ρωμαϊκές τάξεις, οι ενδεείς άνθρωποι της Ρώμης, αδυνατούσαν να προστατεύσουν τους εαυτούς τους από την εκμετάλλευση και την καταπίεση των πλούσιων, των γαιοκτημόνων συμπατριωτών τους οι οποίοι συγκέντρωναν στα χέρια τους την οικονομική και την πολιτική εξουσία επί προφανή ζημία των ταξικών τους αντιπάλων και επ’ ωφελεία των ιδίων. Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας διαμορφωθείσας κατάστασης ήσαν άκρως επιζήμια για τους ενδεείς και, με την πάροδο του χρόνου, έγιναν ολέθρια, καταστροφικά. Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της εξέλιξης.
Στο Ρωμαϊκό Δίκαιο η θέση του υ π ε ρ ή μ ε ρ ο υ ο φ ε ι λ έ τ η ήταν, τον πρώτο καιρό, δ ε ι ν ό τ α τ η πραγματικά. Οι πιστωτές του μπορούσαν να τον κρατούν αλυσοδεμένο και τελευταία, σύμφωνα με την πιθανότερη ερμηνεία μιας διάταξης της Δωδεκαδέλτου (III-6), μπορούσαν να τ ε μ α χ ί σ ο υ ν το σώμα του και να μ ο ι ρ ά σ ο υ ν τα κομμάτια μεταξύ τους. Φυσικά προτάθηκαν και άλλες ερμηνείες ̇ αλλά οι αρχαίοι συγγραφείς που είναι γνωστό ότι έκαναν μνεία αυτού του νόμου, ακόμα κι αν συγκλονίστηκαν από αυτόν, όλοι τον εξέλαβαν με την κ υ ρ ι ο λ ε κ τ ι κ ή σημασία του. [24] Ο Sir Moses Finley τονίζει εν προκειμένω: «Όσο και να διαστρέψει κανείς την σημασία τους, οι λέξεις p a r t ί s s e c a n t o (θα τεμαχιστεί σε κομματάκια) δεν είναι δυνατόν να απαλειφθούν από την Δωδεκάδελτο ούτε και ο απαίσιος απόηχός τους, που έγινε αποδεκτός από όλους τους μεταγενέστερους Ρωμαίους συγγραφείς…». [25] Συμφωνούν μ’ αυτήν την ερμηνεία οι αρχαίοι Ρωμαίοι συγγραφείς δηλαδή ο Κουϊντιλιανός, Τερτυλλιανός, Δίων Κάσσιος και ιδιαίτερα ο Αύλος Γέλλιος. Μάλιστα ο τελευταίος, που ίσως να μετέφερε τις απόψεις ενός διακεκριμένου νομικού του δεύτερου αιώνα, του Σέξτου Καικίλιου του Αφρικανού, τον παρουσιάζει ως ε γ κ ω μ ι ά ζ ο ν τ α την σ ω τ ή ρ ι α α υ σ τ η ρ ό τ η τ α του εν λόγω νόμου! Κι άλλες φρικαλεότητες της «αυτής ποιότητας» με την προδιαληφθείσα, έτυχαν ανάλογου ενθουσιώδους εγκωμιασμού από εξέχοντες Ρωμαίους όπως συνέβη με τον Κικέρωνα ο οποίος ομιλούσε και έγγραφε για την «σ ω τ ή ρ ι α σ κ λ η ρ ό τ η τ α» παρόμοιων νόμων! [26] Καμιά νομοθεσία δεν είχε προσδώσει, μέχρι τότε, στην έννοια της ιδιοκτησίας μια τόσο απάνθρωπη, ωμή και εγωιστική μορφή. Το δικαίωμα κατοχής ενός ιδιοκτήτη τοποθετούνταν πάνω από την ζωή και την ελευθερία ενός ανθρώπου.
Ο πλούσιος Ρωμαίος θεωρούσε έναν υπερήμερο οφειλέτη που είχε αναγκαστεί να δανειστεί πιεζόμενος από φ ρ ι κ τ ή έ ν δ ε ι α, και όχι για κάποιον κερδοσκοπικό σκοπό ή τρυφηλή ζωή, ως ε γ κ λ η μ α τ ι κ ό χαρακτήρα. Από το άλλο μέρος, ένας οφειλέτης, κατά την πρώτη Ρωμαϊκή περίοδο, μπορούσε να υπαχθεί στον n e x u m (δεσμό) έναν θεσμό του αρχαίου Ρωμαϊκού Δικαίου δυνάμει του οποίου, κατά πάσαν πιθανότητα, ένας οφειλέτης υποθήκευε ολοκληρωτικά τον εαυτό του στον πιστωτή του ως ασφάλεια «προσφέροντας την εργασία του ή την “εργασιακή δύναμή” του ως δούλος», όπως λέει ο Ουάρρων (suas operas in servitutem). Το αποτέλεσμα; Αν υπέπιπτε σε υπερημερία οφειλής (και ίσως πριν από αυτό), ο πιστωτής του να μπορεί να τον συλλάβει, μέσω της γνωστής ως manus iniectio διαδικασίας, ή με άλλον τρόπο (ίσως και χωρίς καν να προσφεύγει σε ένδικα μέσα), και να τον μεταχειριστεί ό π ω ς ή θ ε λ ε, σε περίπτωση μη αποπληρωμής του χρέους, π ο υ λ ώ ν τ α ς τον ως δ ο ύ λ ο και ίσως θ α ν α τ ώ ν ο ν τ ά ς τον. Όσοι δείχνουν, με αρκετή προθυμία είναι αλήθεια, ότι το nexum καταργήθηκε με την Lex Poetalia του 326 π.Χ. (πιθανόν), παραβλέπουν την θεμελιώδη μελέτη του Friedrich von Woess του 1922, η οποία έδειχνε, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ότι στην πράξη αυτό που ονομαζόταν συνήθως «προσωπική εκτέλεση» κατά του χρεώστη – δηλαδή σύλληψη από έναν πιστωτή – παρέμενε πάντοτε στην πρώτη γραμμή ως μέσον εξαναγκασμού ενός υπερήμερου οφειλέτη. Στο αυτό συμπέρασμα είχε καταλήξει και ο Ludwig Mitteis σ’ ένα μεγάλο έργο του. Ο Von Woess κατανόησε έξοχα την φύση του Ρωμαϊκού κράτους και του Δικαίου του, ως όργανου των εύπορων τάξεων ֗ για τους απόρους κατάλαβε ότι το κράτος «ήταν φανερά αδιάφορο». Γι’ αυτό και το αποκαλεί «klassenstaat» (ταξικό κράτος), που ενδιαφερόταν μόνο για τις ανώτερες τάξεις. [27] Στον Ρωμαϊκό κόσμο η «προσωπική εκτέλεση» κατά του χρεώστη, ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει. Όπως λέει ο Schulz «ο ενάγων είχε το δικαίωμα να πάρει τον εναγόμενο στο σπίτι του και να τον κρατήσει εκεί μέχρι να εκδοθεί η δικαστική απόφαση…». Μεταγενέστερες μαρτυρίες δείχνουν ότι η απαγόρευση της φυλάκισης ιδιωτών οφειλετών, στο γνωστό έδικτον του Τιβέριου Ιουλίου Αλεξάνδρου, επάρχου της Αιγύπτου το 68 μ.Χ, ήταν μια προπαγανδιστική ενέργεια για το νέο καθεστώς του αυτοκράτορα Γάλβα και μια σκέτη σ α π ο υ ν ό φ ο υ σ κ α: η «προσωπική εκτέλεση», στην ρωμαιοκρατούμενη Αίγυπτο ιδιαίτερα, παρέμεινε «αξερίζωτη» και «ακλόνητη» όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο Mitteis. Πολλά εξαρτιόνταν από τον συσχετισμό της κοινωνικής θέσης του πιστωτή και του οφειλέτη, συσχετισμός που ήταν πάντοτε σημαντικός παράγοντας στον Ρωμαϊκό κόσμο και που έπαιξε έναν ακόμα μεγαλύτερο ρόλο στην Ύστερη Αυτοκρατορία. [28]
Κατά τους Jolowicz και Nicholas: «η ιδιωτική φυλάκιση από τους ισχυρούς πιστωτές ήταν ένα κακό που το κράτος, παρά τα απανωτά διατάγματα, δεν ήταν αρκετά ισχυρό για να το ξεριζώσει».
Στην Ύστερη Αυτοκρατορία, δηλαδή μετά την ενθρόνιση του Διοκλητιανού (20-11-284 μ.Χ), η θέση των κατώτερων τάξεων χειροτέρευσε, και οι νόμοι που θεσπίστηκαν για να παρέχουν κάποια προστασία στους φτωχούς, το λιγότερο περιφρονήθηκαν με ακόμη μεγαλύτερη ατιμωρησία από τους ι σ χ υ ρ ο ύ ς, τους potentes ή potentiores. Οι τελευταίοι διατηρούσαν φανερά «ιδιωτικές φυλακές» όπου οι υπερήμεροι οφειλέτες καταπιέζονταν, μαζί με άλλους ανεπιθύμητους και εγκληματίες. [29] Σύμφωνα με το θεσμό του Ρωμαϊκού Δικαίου που λεγόταν addictio, ο πιστωτής είχε το δικαίωμα να συλλάβει τον διαπιστωμένο δικαστικώς χρεώστη του και να τον φυλακίσει ή (στην πράξη) να τον υποχρεώσει να δ ο υ λ έ ψ ε ι γι’ α υ τ ό ν καθιστώντας τον έτσι δούλο για χρέη. Με την addictio και τον addictus ομοιάζει και ο θεσμός της παραμονής (μακροπρόθεσμης διμερούς σύμβασης εργασίας). Από νομική άποψη, το υποκείμενο στην υποχρέωση π α ρ α μ ο ν ή ς ήταν αναμφίβολα μάλλον «ελεύθερος» παρά δούλος, αλλά η ελευθερία του, σε ορισμένες περιπτώσεις, ήταν τόσο περιορισμένη ώστε να μοιάζει πολύ με εκείνη του addictus, που μπορούμε να πούμε ότι ήταν σε «κατάσταση δουλείας» (servire) αν και όχι νομικά ένας servus (δούλος). [30] Σχετικός με την εκτέλεση κατά του οφειλέτη ήταν και ο θεσμός της bonorum venditio, (τόσο, μα τόσο επίκαιρος σήμερα): θεσπίστηκε πολύ πριν από το τέλος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και σήμαινε τον «εκπλειστηριασμό όλων των υπαρχόντων ενός αναξιόχρεου οφειλέτη». Ας διευκρινιστεί εδώ πως δεν επρόκειτο για ευεργέτημα υπέρ του οφειλέτη, αλλά μάλλον για μια π ρ ό σ θ ε τ η π ο ι ν ή μια και δεν έκανε τίποτε για να αποτρέψει την «προσωπική εκτέλεση» κατά του ίδιου οφειλέτη. Είχε ως συνέπεια την infamia (ατίμωση) που εθεωρείτο μεγάλη συμφορά.
Όπως προκύπτει απ’ τα προεκτεθέντα, το χ ρ έ ο ς νομοθετικά εξομοιώνεται με το αδίκημα και το έγκλημα. Όπως έγραψε ο Jhering η προσωπική κράτηση του οφειλέτη από τον πιστωτή, καίτοι αναγόταν σε πράξη του αστικού δικαίου, επιτύγχανε την πιο ακραία ανισότιμη σχέση μεταξύ οφειλής και τιμωρίας μια και ο οφειλέτης πλήρωνε με την ο λ ο κ λ η ρ ω τ ι κ ή κ α τ α σ τ ρ ο φ ή της ύπαρξής του την αδυναμία του να ξεπληρώσει το χρέος του. Αν και επρόκειτο για αστική διαφορά, για διαφορά μεταξύ δανειστή και δανειολήπτη, υπεισέρχονταν στην αστική διαδικασία (πολιτική δικονομία) ένα έντονο ποινικό στοιχείο. Διατάξεις παλαιών νορβηγικών νόμων σαφώς εξομοίωναν τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από το αστικό δίκαιο με τ η ν λ η σ τ ε ί α. Έτσι λ.χ. η μη πληρωμή επισκοπικών τελών για την θεία λειτουργία «προσήγετο ενώπιον του thing (δικαστηρίου), με την κατηγορία της ληστείας». [31] Εν κατακλείδι: η άκρα σκληρότητα των νόμων περί χρεών είναι πασίγνωστο και καθολικό γεγονός ΟΧΙ μόνον για τις πρώιμες και αρχαϊκές κοινωνίες αλλά συχνά και πολύ-πολύ αργότερα όπως μαρτυρούν οι φυλακές για χρεώστες. Όσον αφορά δε την προστασία του χρεώστη (οφειλέτη) πρόκειται για διαχρονικό ευτελή σαρκασμό και βάναυσο αστείο.
Στην κλασική περίοδο η μεγάλη πλειονότητα των δούλων της Ελλάδας ήσαν εισαγόμενοι «βάρβαροι», από τους οποίους ιδιαίτερα αξιόλογοι ήσαν οι Θράκες. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Θράκες – που ήσαν βέβαια ένας μη ελληνικός λαός, και που, εν παρόδω, εφοδίαζαν την κλασική Ελλάδα με περισσότερους δούλους απ’ οποιανδήποτε άλλη «βάρβαρη» φυλή – είχαν το έθιμο να πουλάνε τα παιδιά τους στο εξωτερικό. Εξακόσια χρόνια αργότερα ο Φιλόστρατος αποδίδει στους Φρυγίους της Μικράς Ασίας (που είχαν τότε εξελληνιστεί σε μεγάλο βαθμό) μια παρόμοια πρακτική πώλησης των παιδιών τους. [32] Και στις δύο περιπτώσεις οι πωλήσεις παρουσιάζονται ως απεριόριστες ֗ και παρ’ όλο που δεν αναφέρεται τίποτα για χ ρ έ ο ς, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα παιδιά πωλούνταν συνήθως ως υποκατάστατο του εξανδραποδισμού ή προσωρινής δούλωσης για ο φ ε ι λ έ ς των γονέων. [33] Σύμφωνα μ’ έναν κανονισμό που δημοσιεύεται στην συλλογή νόμων κωδικοποιημένων το 654, στο Βασίλειο των Βησιγότθων στην Ισπανία και στην νοτιοδυτική Γαλατία, των γνωστών ως Leges Visigothorum (Νόμοι των Βησιγότθων): όταν ένα βρέφος εγκαταλείπεται από τους γονείς του σε κάποιον άλλον για να το μεγαλώσει και που είναι γνωστός στον ελληνικό κόσμο ως θ ρ ε π τ ό ς, γινόταν στην πραγματικότητα, πριν να αλλάξει ο Ιουστινιανός τον νόμο, ο δ ο ύ λ ο ς του προσώπου που τον μεγάλωσε. [34] Όπως αναφέρει ο Αμμιανός, όταν πολυάριθμοι Βησιγότθοι αφέθηκαν το 376-377, να περάσουν τον Δούναβη και να εγκατασταθούν σε ρωμαϊκό έδαφος, οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι Lupicinus και Maximus επωφελήθηκαν από την ανικανότητα (ανημπόρια) των επήλυδων να βρουν επαρκή τροφή πουλώντας τους σκυλιά για φάγωμα, με αντάλλαγμα ανθρώπους, που έγιναν έτσι δ ο ύ λ ο ι: ένα σκυλί δινόταν σε αντάλλαγμα για έναν δούλο, ο οποίος μπορούσε να είναι και ο γ ι ό ς ενός Γότθου προύχοντα. [35] Φτωχοί γονείς πωλούσαν τα π α ι δ ι ά τους που δεν μπορούσαν να αναθρέψουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο ναι μεν, απέτρεπαν τον εξ ασιτίας θάνατο (λιμοκτονία) των παιδιών τους, αλλά τα παιδιά τους γινόντουσαν δούλοι των αγοραστών τους. [36]
Οι χριστιανοί αυτοκράτορες καταδίκαζαν μεν την έκθεση βρεφών, αλλά, εξ ίσου τυπικά, αναγνώριζαν de facto ότι οι γονείς πουλούσαν παιδιά, α π α γ ο ρ ε ύ ο ν τ ά ς τους να τα πάρουν πίσω αφού τα εγκατέλειπαν. [37] Προσέδιδαν δηλαδή δεσμευτικό νομικό κύρος στην προπεριγραφείσα αγοραπωλησία παιδιών χάριν, προφανώς, της διαφύλαξης του κύρους και της αξιοπιστίας των, έστω και ατύπως, συναφθεισών συναλλαγών-συμβάσεων!
Αυτή ήταν η ratio decidendi της εγκαθιδρυθείσας νομικής ρύθμισης η οποία, φυσικά, υπέρκειτο διαφόρων γονεϊκών αισθημάτων και ακαταγώνιστων υλικών αναγκών.
Υπήρχε και η περίπτωση της α υ τ ο π ώ λ η σ η ς όταν ενδεείς ενήλικοι πωλούσαν συχνά τον εαυτό τους και γίνονταν δούλοι. Η αυτοπώληση ή η πώληση παιδιών είναι στην ουσία πάντοτε αποτέλεσμα έσχατης φτώχειας και πολύ πιθανόν κάποιου χ ρ έ ο υ ς, και συχνά συνοδεύεται με την υποθήκευση ατόμων για κάποιο χρέος. Ένας άνθρωπος που επέτρεπε στον εαυτό του να πωληθεί για να πετύχει μέρος της τιμής το έκανε κανονικά με σκοπό, μάλλον, να σώσει την οικογένειά του, αν όχι τον εαυτό του, από την λ ι μ ο κ τ ο ν ί α. Σύμφωνα μ’ ένα χωρίο, που θεωρείται ότι γράφτηκε στα τέλη του πρώτου αιώνα: «Ξέρουμε ότι πολλοί από μας [πιθανόν οι χριστιανοί της Ρώμης] παρέδωσαν τον εαυτό τους στα δεσμά [εις δεσμά] για να λυτρώσουν άλλους. Πολλοί έδωσαν τον εαυτό τους στη δουλεία [εις δουλείαν] και, με την τιμή που πληρώθηκαν, έθρεψαν [εψώμισαν] άλλους». [38] Η έννοια της λέξης εψώμισαν είναι ότι τα πεινασμένα παιδιά τους είχαν ανάγκη από τροφή.
V) Η άσκηση βίας για την είσπραξη διαφόρων ο φ ε ι λ ώ ν μέχρι το έσχατο σημείο της δούλωσης ή του θανάτου του οφειλέτη, δεν ήταν μια νομοθετική πρόβλεψη και μια πρακτική που εμφανιζότανε μόνο στην αρχαϊκή Ελλάδα και την αρχαία Ρώμη και το Βυζάντιο. Ένας τέτοιος αποτροπιαστικός δικαιϊκός θεσμός μακροημέρευσε σπουδαίως και έζησε αδιατάρακτα πολλούς αιώνες μετά το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μάλιστα σε περιοχές κείμενες μακράν της Ευρώπης τέτοιες πρακτικές παρατηρούνταν ακόμη και στον εικοστό αιώνα. Δεν είναι τυχαίο που μια διακεκριμένη αυθεντία επί θεμάτων της νοτιοανατολικής Ασίας, ο B. Lasker, έγραψε, το 1950, ότι «η έννοια της εργασίας ως εμπορεύσιμου αγαθού, ξεχωριστά από το πρόσωπο του πωλητή, είναι σχετικά πρόσφατη στην ιστορία του πολιτισμού». [40]
Στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, και σε ολόκληρη την οθωμανική αυτοκρατορία, ο ανώτερος κλήρος είχε το δικαίωμα να καταφεύγει στην β ί α για την είσπραξη των δοσιμάτων. Οι δεσποτάδες έφταναν στο σημείο να ενεργούν και σ υ λ λ ή ψ ε ι ς και ε ξ ο ρ ί ε ς όπως λ.χ. ο Λαρίσης Πολύκαρπος. [41] Ο προαναφερθείς Λαρίσης Πολύκαρπος, αλβανικής καταγωγής – ο μοναδικός του ελληνικού ιερατείου – κατέκτησε τον μητροπολιτικό θρόνο του χάρη στην εύνοια του Αλή πασά. Είχε στην δικαιοδοσία του εννιά επισκοπές και ετήσιο εισόδημα 200.000 πιάστρα (9.000 στερλίνες). Παρέμεινε στον μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας από το 1810 ως το 1818, ήρθε σε ρήξη με το ποίμνιό του και προκάλεσε λαϊκή εξέγερση καταφεύγοντας σε καταπιεστικά μέτρα δηλαδή συλλήψεις και εξορίες για να εισπράξει τα δ ο σ ί μ α τ α (την εκκλησιαστική δηλαδή φορολογία). Ο ίδιος ο Βελήπασας εκλιπαρούσε το 1813 τον πατριάρχη Κύριλλο να σώσει τους χωριάτες του θεσσαλικού κάμπου από τον αχόρταγο μητροπολίτη. Αλλά ο πατριάρχης πήρε το μέρος του Πολύκαρπου. Ήταν φυσικό και αναμενόμενο: η ληστρική συμπεριφορά του μητροπολίτη οφειλόταν στην αγωνία του να συγκεντρώσει το χρηματικό ποσό που είχε καταβάλει στο πατριαρχείο για την αγορά του μητροπολιτικού θρόνου του. [42]
Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών, του οποίου η δικαιοδοσία απλωνόταν στην Βοιωτία και σε μερικά τμήματα του Μωριά, ασκούσε απόλυτη εξουσία πάνω στον κλήρο της περιοχής του. «Πλάι στην κατοικία του υπήρχε φυλακή για τον εγκλεισμό των παραβατών. Μπορούσε να τους τιμωρήσει με ξυλοδαρμό και σε ορισμένες περιπτώσεις να τους κ α τ α δ ι κ ά σ ε ι σε θ ά ν α τ ο» Ήταν τα κατάλοιπα των ειδικών προνομίων της πατριαρχικής εξουσίας όπως καθορίζονταν από τα διάφορα σουλτανικά βεράτια. Τα πατριαρχικά και επισκοπικά δικαστήρια είχαν και π ο ι ν ι κ ή δικαιοδοσία. Ειδικά ο πατριάρχης «εδικαιούτο χάριν των της εκκλησίας αναγκών και να φορολογή ού μόνον τον κλήρον αλλά και τους λαϊκούς και να συντηρή αστυνομικούς, στρατιώτας ή γενιτσάρους εν τη υπηρεσία αυτού, όπως διευκολύνη μεν την είσπραξιν, εκτελή δ’ απ’ ευθείας τας αποφάσεις αυτού, εξ ου και ι δ ί α ς φ υ λ α κ ά ς εδικαιούτο να έχη». [43] Δεν επρόκειτο για μεμονωμένες, εξαιρετικές περιπτώσεις αλλά για γενικευμένη κατάσταση. Γι’ αυτό και οι υπόδουλοι Έλληνες έβλεπαν τους δεσποτάδες ως όργανα της αλλοεθνούς και αλλόθρησκης τυραννίας εξ αιτίας των τακτικών και έκτακτων επιβαρύνσεων που επέβαλλαν στο ποίμνιο και των ε κ β ι α σ τ ι κ ώ ν και σ κ λ η ρ ώ ν μέσων που επιστράτευαν για την είσπραξη των «δικαιωμάτων» τους. (Συμπαθούσαν, όμως, τους απλούς παπάδες). [44]
Η βίαιη, μέχρι αποχαλινωμένης κτηνωδίας, είσπραξη διαφόρων ο φ ε ι λ ώ ν, δεν περιορίζονταν μόνο στις τάξεις του ανωτέρου κλήρου. Ας μεταφερθούμε στην περιοχή της Μάνης. Εκεί λ.χ. κάποιος καπετάν Μούρτζινος είχε απόλυτη εξουσία πάνω σε 1.000 περίπου άντρες. Μπορούσε να επιβάλει οποιαδήποτε τιμωρία κατά την κρίση του. Έδειξε μάλιστα (φανταζόμαστε με ιδιαίτερη περηφάνεια) στους ξένους επισκέπτες του ένα «πηγάδι» όπου κατέβαζε όσους ήθελε να εκβιάσει για να αποσπάσει χρήματα. Επρόκειτο για την διαβόητη «γ ο ύ β α» των μανιάτικων πύργων, υπόγειο, θεοσκότεινο όρυγμα όπου φυλακίζονταν οι κάθε λογής αιχμάλωτοί του. [45] Στην ίδια περιοχή ο φ ό ν ο ς είχε νομιμοποιηθεί με γραπτές συμφωνίες. Στα χέρια του Καποδίστρια έφθασαν γραμμάτια δ α ν ε ί ο υ με συμφωνημένο το δικαίωμα του δανειστή να εκτελέσει τον ο φ ε ι λ έ τ η ή δύο από τους κοντινότερους συγγενείς του, σε περίπτωση που θα καθυστερούσε η αποπληρωμή του χρέους! [46] Οι ορεσίβιοι Μανιάτες του τέλους της δεύτερης δεκαετίας του δέκατου ένατου αιώνα, ταυτίζονταν με τους “ευγενείς” Ρωμαίους της Δωδεκαδέλτου τους. Το κατέχειν υποκαθιστά το είναι. BEATI POSSIDENTES! (Μακάριοι οι κατέχοντες).
VI) Η προπεριγραφείσα, δι’ ολίγων, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των κάθε είδους φτωχών οφειλετών με δυσοίωνη διαχρονική παρουσία, δεν ανήκει μόνον εξ ολοκλήρου στην ιστορία του πολιτισμού. Μια προσεκτικότερη παρατήρηση του κοινωνικού γίγνεσθαι αφήνει μια στυφή επίγευση στον παρατηρητή που δεν είναι γερά παγιδευμένος στο δόκανο των ιδεολογικών και πολιτικών του προκαταλήψεων. Η αγοραπωλησία ανθρώπων που, συνηθέστατα, οφειλόταν σε ακραία φτώχεια και επικείμενο κίνδυνο λιμοκτονίας του πωλούμενου και του πωλητή, δεν εμφανιζόταν μόνο στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα αλλά, εμμέσως μεν, σαφώς δε, και στο ελεύθερο ελληνικό βασίλειο «…Γενικά οι νησιώτισσες που ξενιτεύονταν – κυρίως στην Πόλη και στην Σμύρνη – προσλαμβάνονταν από πλούσιες οικογένειες ως παραμάνες και υπηρέτριες…Η μετανάστευση κοριτσιών και γυναικών από τα νησιά (κυρίως από την Άνδρο, Τήνο, Σύρο) στην Τουρκία συνεχιζόταν έ ν τ ο ν η ως τα τέλη του ΙΘ΄αιώνα. Το 1873, ο Έλληνας πρεσβευτής στην Πόλη Ευστάθιος Σίμος, σε έκθεσή του προς το υπουργείο Εξωτερικών υπογραμμίζει “… κίνδυνον η θ ι κ ή ς δ ι α φ θ ο ρ ά ς, θρησκευτικής αποπλανήσεως, απωλείας παντός αισθήματος εθνισμού και α ξ ι ο π ρ ε π ε ί α ς κίνδυνον εντελούς κ α τ α σ τ ρ ο φ ή ς”.». Περαιτέρω διευκρινίσεις φαντάζουν, μάλλον, περιττές. [47]
Συμπεριφορές του προαναφερόμενου είδους δεν ευδοκιμούσαν μόνο στην «καθ’ ημάς Ανατολή». Όπως μας εξιστορεί ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ στις «Εξομολογήσεις» του, συνηθιζότανε, μεταξύ των μελών της διευθύνουσας κοινωνικής τάξης, να αγοράζουν νεαρά κορίτσια φτωχών οικογενειών προκειμένου να τους προσφέρουν υπηρεσίες in vestito di confidenza (με περιβολή κρεβατοκάμαρας)! Συμμετείχε και ο ίδιος, κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Βενετία, στην αγορά ενός τέτοιου κοριτσιού προσδοκώντας απ’ αυτό τις προπεριγραφείσες υπηρεσίες. [48] Μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι μια τέτοια αγοραπωλησία οφειλότανε προεχόντως στην φρικώδη φτώχεια των γονέων του δύστυχου κοριτσιού.
Κατάλοιπα της προπεριγραφείσας πρακτικής, (δουλικής μεταχείρισης ανθρώπων) δεν εξέλιπαν ούτε στην σύγχρονη εποχή. Στην δεκαετία του 1950 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 σε αρκετά χωριά της Χαλκιδικής συναντούσες, όχι σπάνια, την περίπτωση του «στικτού». Όταν μια οικογένεια συναντούσε σοβαρές δυσχέρειες στην ανατροφή των τέκνων της λόγω φτώχειας, τότε ο πατέρας μεσολαβούσε-εκλιπαρούσε ένα αγιορείτικο μοναστήρι προκειμένου να προσλάβει τον γιό του (ή έναν από τους γιούς του) ως «στικτόν». Ο «στικτός», στην περίπτωση που γινόταν δεκτός ως τέτοιος, εγκαθίστατο στο μοναστήρι, εργαζότανε για λογαριασμό του μοναστηριού σύμφωνα με τις οδηγίες της διοίκησής του (ηγούμενου και ηγουμενοσυμβούλιου) με συνήθη αμοιβή «φαγητό και ύπνο». Το φαγητό και ο ύπνος του «στικτού» δεν αξιολογούνταν ως στοιχειώδης ανθρώπινη ανάγκη αλλά ως αμοιβή της εργασίας του, ίσως-ίσως ως προνόμιο. Ο χρόνος παραμονής του στο μοναστήρι ήταν άδηλος και καθ’ όλην την διάρκειά του υπήρχε έντονη εποπτεία του χρόνου του και της εργασίας του απ’ την διοίκηση του μοναστηριού η οποία υποκαθιστούσε και την πατρική εξουσία (ήδη γονική μέριμνα) του απόντος πατέρα του «στικτού». Για την οικογένεια του σήμαινε «ένα στόμα λιγότερο» και χάριν τούτου η πατρική εξουσία ατονούσε και το άρρεν τέκνο διαβιούσε, εκόν-άκον, σ’ ένα κοινόβιο ασκητών υπαγόμενο στην εποπτεία ενός ηγούμενου μακριά απ’ το οικογενειακό του σπίτι.
Μεσούσης της πρωτοφανούς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης της δεκαετίας του 2010, δημοσιεύτηκε μια αγγελία στον τοπικό Τύπο ενός νησιού του Αργοσαρωνικού. Σύμφωνα μ’ αυτήν ο ιδιοκτήτης ενός ξενοδοχείου ζητούσε μια γυναίκα προκειμένου να εργαστεί στο ξενοδοχείο του με προτεινόμενη αμοιβή «διατροφή και στέγη». Επρόκειτο για εργοδοτική πρακτική όχι σπάνια στον συγκεκριμένο επαγγελματικό χώρο αλλά η ξενίζουσα ιδιοτυπία της συγκεκριμένης περίπτωσης συνίσταται στην επίσημη δημόσια ομολογία της εκ μέρους του συγκεκριμένου εργοδότη με την ακραιφνή επιπολαιότητα και την ξεδιάντροπη αναίδειά του. Ως καθοδηγητή της πρωτοφανούς συμπεριφοράς του είχε, προφανώς, την βεβαιότητα της ατιμωρησίας του.
Πριν από αρκετές ημέρες, (βρισκόμαστε στο τέλος του Φλεβάρη 2023) ακούστηκε στα δελτία τηλεοπτικών ειδήσεων, τελείως παρεμπιπτόντως, η ακόλουθη είδηση: νεαρές Αφγανές μητέρες πωλούν τα παιδιά τους προκειμένου να τα σώσουν απ’ τον εξ ασιτίας επικείμενο θάνατό τους (λιμοκτονία)! Σ’ αυτήν την χώρα (και σε πολλές άλλες ακόμα), οι πιο σκληρές αδικίες είναι τόσο παλιές και τόσο συχνές που απόχτησαν την ί δ ι α φ υ σ ι κ ό τ η τ α της βροχής, του αέρα του χιονιού. [49] Γι’ αυτό και η άτονη, ασχολίαστη, χλιαρή μετάδοση μιας τόσο ντροπιαστικής είδησης. Θα προσθέταμε μόνον τούτο: Η παλαιότητα και η συχνότητα μιας κατάχρησης ΔΕΝ την μετατρέπει σε αρετή! [50]
Η φτώχεια εξαχρειώνει τους ανθρώπους, καθαιρεί την όποια αξιοπρέπειά τους και τους μετατρέπει από ανθρώπους σε υπολείμματα ανθρωπίνων υπάρξεων. Τους οδηγεί σε «λύσεις» απελπισίας που τις εκμεταλλεύονται δεόντως οι εκμεταλλευτές τους. (Εξάλλου, πάντα η κοιλιά προηγείται του πνεύματος, όχι στην κλίμακα των αξιών αλλά χρονικώς). Έτσι, ο Βεγέτιος, που έγραφε πιθανόν γύρω στο τέλος του τέταρτου αιώνα μ.Χ. αποκαλύπτει, με περισσήν αφέλεια και απύθμενο κυνισμό, πόσο σημαντικά συνέβαλε η φ τ ώ χ ε ι α του αγρότη στις πολεμικές του αρετές: όσο λιγότερη είναι η ζωή που κάνεις, τόσο λιγότερο φοβάσαι τον θάνατο! [51] Και μια και αναφερόμαστε σε πολεμιστές και στην φτώχεια τους ας σκεφτούμε και τούτο: «Αν ο ορεσίβιος αντλεί ένα πλεονέκτημα από την φτώχεια του, αυτό μάλλον είναι ότι έχει π ο λ ύ λ ι γ ό τ ε ρ α να χ ά σ ε ι και είναι λιγότερα δεμένος με την όποια περιουσία του». [52] Η φτώχεια δεν εκτιμιόταν διαχρονικά μόνον ως βελτιωτικός παράγων των πολεμικών αρετών του φτωχού πολεμιστή αλλά αντιμετωπιζόταν και ως «καύσιμο» της βρετανικής Βιομηχανικής Επανάστασης μια και αποτελούσε το κίνητρο για την «εργατικότητα» του φτωχού. [53] Στην Μεγάλη Βρετανία της Βιομηχανικής Επανάστασης, η περικοπή των μισθών είχε προ πολλού καθιερωθεί, όχι μόνο λόγω της απληστίας του εργοδότη, αλλά και λόγω της ε υ ρ έ ω ς δ ι α δ ε δ ο μ έ ν η ς θεωρίας ότι η φτώχεια αποτελούσε απαραίτητο κίνητρο για την εργατικότητα. Συνηγορώντας, κατ’ ουσίαν, υπέρ της προαναφερθείσας θεωρίας των εκμεταλλευτών, ο Τόουνι (R.H. Tawney) μελέτησε λεπτομερώς το «νέο φάρμακο κατά της φτώχειας», το οποίο συνίστατο στην α π ο κ ή ρ υ ξ η της οκνηρίας και της απρονοησίας εκ μέρους του εργάτη, καθώς και στην καθησυχαστική ιδέα ότι, εάν η επιτυχία αποτελούσε ένδειξη «κλήσης», η φ τ ώ χ ε ι α, αντιστοίχως, ήταν α π ό δ ε ι ξ η π ν ε υ μα τ ι κ ή ς α χ ρ ε ι ό τ η τ α ς. [54] Ο φτωχός, λοιπόν, είναι υπαίτιος της φτώχειάς του! Επί πλέον, η επιθυμία των φτωχών, που κατατρύχονται από πνευματικήν αχρειότητα, να συμμετάσχουν στην διακυβέρνηση της χώρας, παραγκωνίζοντας αριστοκράτες και αστούς, συνιστά σ φ ε τ ε ρ ι σ μ ό των π ρ ο ν ο μ ί ω ν της φ ύ σ η ς, κατά τον Μπερκ που τόσο συχνά θαυμάζεται τελευταία από μερικούς σύγχρονους ιστορικούς των ιδεών και ειδικούς της πολιτικής φιλοσοφίας. Αν σκεφθούμε πως ο Μπερκ ομιλεί, με ανατριχιαστικό κυνισμό, για «το ευεργετικό σκοτάδι του κελιού»(!) του έγκλειστου τρελού, τότε κατανοούμε τον θαυμασμό τους. [55] Ο φτωχός καλά θα κάνει να μην διαμαρτύρεται για την φτώχεια του. Η κατάρα που είχε ρίξει ο Θεός στον Αδάμ, κατά την αποπομπή του από τον Κήπο της Εδέμ, πρόσφερε μιαν αδιαμφισβήτητη δογματική στήριξη στην ι ε ρ ό τ η τ α της σ κ λ η ρ ή ς ε ρ γ α σ ί α ς, της φ τ ώ χ ε ι α ς και της θ λ ί ψ η ς επί «πάσας τας ημέρας της ζωής». [56] Έτσι, εάν οι φτωχοί του Χριστού πίστευαν ότι οι ψυχές τους άξιζαν λιγότερο από τις ψυχές των αριστοκρατών ή των αστών, ΔΕΝ θα οδηγούνταν στην επιχειρηματολογία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. [57] Στο κάτω-κάτω, εφόσον ο κόσμος είναι ο προθάλαμος της αιωνιότητας ελάχιστη σημασία έχουν τα εγκόσμια πράγματα, όπως ο πλούτος και η φτώχεια. Οι πλούσιοι μπορούσαν να δείξουν ότι είχαν λάβει την θείαν χάριν βοηθώντας την Εκκλησία. [58] Όπως και νάχει, για καλό και για κακό, επακόλουθα της απειθαρχίας στην δουλειά δεν ήταν μόνο η απόλυση, αλλά και το πυρ το εξώτερον. Ο Θεός ήταν ο πιο άγρυπνος πανεπόπτης. Μετά ταύτα η ε ρ γ α σ ί α ήταν ο σ τ α υ ρ ό ς στον οποίο ήταν καθηλωμένος ο «μεταμορφωμένος» βιομηχανικός εργάτης. [59]
Για να προσφύγουμε εκ νέου στον ευτελή άμα και απάνθρωπο σαρκασμό του Μπερκ, ο φτωχός «πρέπει να σέβεται εκείνη την ιδιοκτησία την οποία δεν μπορεί να αποκτήσει. Πρέπει να εργάζεται για να αποκτήσει ό,τι μπορεί να αποκτηθεί με την εργασία · και όταν ανακαλύπτει, όπως συμβαίνει συχνά, ότι οι καρποί της εργασίας του δεν είναι ανάλογοι της προσπάθειάς του, πρέπει να μάθει να αναζητεί την παρηγοριά στην προοπτική μιας αιώνιας δικαιοσύνης που θα του αποδώσει αυτό που του αναλογεί». [60] Η βρετανική κυβέρνηση συνεπώς είχε απόλυτο δίκιο που του πρόσφερε μιαν γενναιόδωρη ετήσια επιδότηση για να συνεχίσει το πνευματικό του έργο.
Πέρα από τους μίσθαρνους προπαγανδιστές της ταξικής συγκρότησης της ζωής, της εκμετάλλευσης και της ανελευθερίας, υπήρχαν και οι Πατέρες της Εκκλησίας με την πεφωτισμένη διάνοιά τους και τον πάνσοφο λόγο τους με αδιαμφισβήτητη ουρανίαν προέλευση και θείαν αποστολή. Ο Οπτάτος (Optatus), Λατίνος Πατέρας της Εκκλησίας, στηριζόμενος στις Παροιμίες, Κβ΄,2, υποστήριζε πως ο Θεός είναι εκείνος που έκανε και τους πλούσιους και τους φτωχούς και είχε έναν πολύ σοβαρό λόγο για να καθιερώσει τούτη την διάκριση: αν εξίσωνε τις δύο τάξεις (πλουσίων και φτωχών), τότε, ο αμαρτωλός δεν θα είχε κανένα μέσο να εξιλεωθεί για τα σφάλματά του. (Εκκλησιαστικό – III.30): ακριβώς όπως το νερό σβήνει την φωτιά, έτσι και η ελεημοσύνη σβήνει το αμάρτημα (sic eleemosyna extinguit peccatum) με παραπομπή στον Τοβίτ δ΄, 10. Ιβ΄, 9. [61] Πρόκειται για μιαν ενδεικτική και χαρακτηριστική χρήση της χριστιανικής θρησκείας για την δικαιολόγηση ενός κ α τ α π ι ε σ τ ι κ ο ύ καθεστώτος. Στην χριστιανική ιδεολογία χρειαζόταν η ύπαρξη των φτωχών για να εξουδετερώνει το γεγονός ότι η Εκκλησία όχι μόνον πλούτιζε, αλλά επιζητούσε ενεργά την εύνοια πλούσιων Πατρώνων. [62] Απ΄ την μεριά του ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Έλληνας Πατέρας της Εκκλησίας, στο έργο του Quis dives salvetur? (Τίς ο σωζόμενος πλούσιος;) δίδει μια λεπτομερή δικαιολόγηση της ατομικής ιδιοκτησίας που συνιστά την παλαιότερη διατριβή και το σπουδαιότερο, ίσως, πόνημα στο είδος του. Ο Κλήμης προβάλλει με ευφράδεια το επιχείρημα ότι η ελεημοσύνη μπορεί πράγματι να εξαγοράσει την σωτηρία και αναφωνεί: «Τί υπέροχο εμπόριο! Τί θεϊκή συναλλαγή!» Και συνεχίζει ισχυριζόμενος: μόνον αν ένας άνθρωπος έχει κάποια περιουσία μπορεί να κάνει τα πράγματα που ζητάει ο Κύριος: να ταΐσει τους πεινασμένους και να ξεδιψάσει τους διψασμένους, να ντύσει τους γυμνούς και να φιλοξενήσει τους άστεγους – όπως ο Ζακχαίος και άλλοι φιλοξένησαν τον ίδιο τον Κύριο (Λουκ. ιθ΄1-10). «Τί μοιρασιά (κοινωνία) θα έμενε μεταξύ των ανθρώπων», ρωτάει, «αν κανένας δεν είχε τίποτα;» (Τούτο δεν είναι τόσο άτονο όσο του Αριστοτέλη –Πολιτικά II.5, 1263 b-5-14– “δεν μπορείς να ευεργετήσεις κάποιον φίλο παρά μόνον όταν υπάρχει ιδιοκτησία„). [63] Ο IGNAZIO SILONE (Ινιάτσιο Σιλόνε), στο πολυμεταφρασμένο σπουδαίο έργο του Φ ο ν τ α μ ά ρ α βάζει έναν ιερέα να λέει στους ενδεείς, βασανισμένους ενορίτες του τ’ ακόλουθα λόγια «…ήταν όμως αρκετά μορφωμένος στο θρήσκευμά του για να εξηγήσει πως, από την στιγμή που ο Θεός δημιούργησε τους λ ύ κ ο υ ς, αναγνώρισε σ’ αυτούς το δ ι κ α ί ω μ α να κ α τ α β ρ ο χ θ ί ζ ο υ ν κάποτε, κάποτε κανένα πρόβατο…». [64]
Τέλος, ο Ίβο Άντριτς βάζει έναν αρνητικό ήρωα του μυθιστορήματός του «Το χρονικό του Τράβνικ», έναν φιλάργυρο σε βαθμό ναυτίας, έναν φτωχό που μισούσε όμως παθιασμένα εκείνους που δεν είχαν τίποτα, να λέει τ’ ακόλουθα σημαδιακά λόγια: «”Γιατί είναι φτωχός”, λέει! Κι επειδής είναι φτωχός; Από πού κι ως πού η φτώχεια είναι τιμή ή τίτλος που δίνει δικαιώματα; Λέμε “Είναι φτωχός!” και είναι σαν να λέμε “Είναι χατζής” ή “Είναι πασάς“». [65]
VII) Το χρέος και η οφειλή, το δάνειο και ο δανειολήπτης συνιστούν κοινωνικές σχέσεις στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από κοινωνικές ανισότητες, από διαφορά πλούτου και φτώχειας, από εξουσιαστικές σχέσεις που εδράζονται στην ανελευθερία και στον «ζυγό της ανάγκης». Ο αγώνας για τα μέσα της επιβίωσης, ο απάνθρωπος αυτός αγώνας υπονομεύει τις πολυτιμότερες αρετές του ανθρώπου και διευρύνει, όλο και περισσότερο, την υφιστάμενη κοινωνική άβυσσο. [66] Το «δάνειο» και η εξ αυτού ανισότιμη κοινωνική σχέση μεταξύ δανειστή και δανειολήπτη προσλαμβάνει την εξωτερική νομοτυπική μορφή της δανειακής σύμβασης η οποία επικαλύπτει, την εσωτερική ανισότητα που εμπεριέχει, με ουδέτερους νομικούς όρους που προσιδιάζουν σε ισότιμους, υποτίθεται, συναλλασσόμενους. Η δανειακή σύμβαση, με την δεδομένη νομική μορφή της, υποθέτει ότι ο δανειστής και ο δανειολήπτης είναι ίσοι μεταξύ τους και συναλλάσσονται ισότιμα. Αγνοεί εσκεμμένα την εσωτερική σχέση κοινωνικής διαστρωμάτωσης πάνω στην οποία εδράζεται, αγνοεί την ύπαρξη εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων και τούτο επ’ ωφελεία των εκμεταλλευτών βέβαια. Σύμφωνα με τον Μπαλζάκ «…το χρήμα δεν ζει χωρίς κέρδη, η δουλειά του είναι να τα μυρίζεται και να τα μαζώνει!». [67] Ο δανειστής οχυρώνεται πίσω απ’ τους προμαχώνες της κακοπιστίας του και θωρακισμένος μέσα στην εργοδοτική ψυχράδα του αφεντικού, με βλέμμα αναιδώς αδιάφορο και φρικαλέα καλοκάγαθο ύφος, εμμένει στην τήρηση του απαράβατου όρου των συμβάσεων: pacta sunt servanda! (Τα συμπεφωνημένα δέον να τηρώνται). Αδιαφορεί για την αιτία της υπερημερίας του δανειολήπτη του. Εφορμά κατ’ αυτού με ταχύτητα και διαθέσεις κόρακα που οσμίστηκε κουφάρια σε πεδίο μάχης. Έτσι έκανε τα λεφτά του κι έτσι σκοπεύει να τ’ αυγατίσει δρώντας με κατοπτευτική όραση σαλίγκαρου, όσφρηση σκύλου και αυτί τυφλοπόντικα. Αμετακίνητος άξονας της συλλογιστικής του «το χρήμα: το κλειδί κάθε αινίγματος…χρυσάφι με κάθε θυσία…το χρυσάφι είναι η μόνη δύναμη που μπρος της ο κόσμος γονατίζει…». [68] Έφτασε εδώ που έφτασε αφού πρώτα έβγαλε κάλους στα πιο ευαίσθητα σημεία της καρδιάς. Ένα μόνο τον ενδιαφέρει: η υπερημερία του οφειλέτη-δανειολήπτη και ο εξ αυτής περαιτέρω πλουτισμός του. Προκειμένου να το πετύχει αφενός μεν, διαβάλει ηθικά τον υπερήμερο οφειλέτη ως συνειδητό καταδολιευτή, ως άνομο σφετεριστή της περιουσίας του, αφετέρου δε, επικαλείται, δίκην αναντίλεκτης Υπερκόσμιας Επιταγής, και, ταυτόχρονα, επιστρατεύει την ν ο μ ι μ ό τ η τ α. Όλως τυχαίως α υ τ ή η νομιμότητα αγνοεί, με ακόρεστη περιφρόνηση, τους ουσιαστικούς λόγους της υπερημερίας του δύστυχου οφειλέτη-δανειολήπτη, προσπερνά, με αλαζονικήν αυταρέσκεια, την μακρόχρονη, εκτεταμένη, μαζική ανεργία που μαστίζει, δίκην πανδημίας, την μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων δανειοληπτών. “Νομιμότητα” αναφωνεί ο Μπαλζάκ «πόσες φρικαλεότητες κρύβονται κάτω απ’ την τρομερή αυτή λέξη». [69]
Με βάση α υ τ ή ν την νομιμότητα «…καταδικάζοντας τον κλέφτη, οι δικαστές διατηρούν το φράγμα ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους, που, αν ανατρεπόταν, θα οδηγούσε στο τ έ λ ο ς της κ ο ι ν ω ν ι κ ή ς ε υ τ α ξ ί α ς. Ενώ ο δόλιος χρεωκόπος, ο επιδέξιος καταδολιευτής κληρονομιών, ο τραπεζίτης που εξοντώνει μιαν επιχείρηση προς όφελός του προβαίνουν απλώς σε μ ε τ α τ ο π ί σ ε ι ς περιουσιών…Η κοινωνία σας δεν λατρεύει πια τον αληθινό Θεό, αλλά τον Χρυσό Μόσχο! Αυτή είναι η θρησκεία του Χάρτη σας που, στην πολιτική, δεν λαβαίνει πια υπ’ όψη της παρά την ιδιοκτησία…». [70] Αυτή η νομιμότητα επικαλύπτει την ακατανόητη τάξη πραγμάτων που προσδίδει επικύρωση στην καταπίεση του ανίσχυρου και στις α δ ι κ ο π ρ α γ ί ε ς του ι σ χ υ ρ ο ύ. [71] Η αυτή συμπεριφορά αν γινόταν από ανίσχυρο σε ισχυρό, θα ήταν κλοπή. Από ισχυρό σε ανίσχυρο, ήταν απλώς οικειοποίηση ξένης ιδιοκτησίας. [72] Αυτή η νομιμότητα είναι, στα χέρια των κρατούντων, δηλαδή στα χέρια εκείνων που την έπλασαν αλλά και ε κ ε ί ν ω ν που την ε φ α ρ μ ό ζ ο υ ν, αρκετά εύπλαστη ώστε να προσαρμόζεται επιτυχώς σε αυτό που «…οι Ιταλοί λένε “κομπίνα”. Σ’ αυτούς (Ιταλούς), η λέξη αυτή εκφράζει την απροσδιόριστη πράξη όπου συναντούμε λίγη δολιότητα ανάμεικτη με το δίκαιο, το ευάρμοστον μιας επιτρεπτής καταδολίευσης, μια σ χ ε δ ό ν ν ό μ ι μ η και καλοστημένη ατασθαλία…». [73] Σοφές σκέψεις διαχρονικής ισχύος και αμείωτης σπουδαιότητας! Αν κάνουμε τον κόπο να αναρωτηθούμε ποιοί είναι αυτοί που θεσμοθετούν α υ τ ή ν την νομιμότητα και ποιοί είναι αυτοί που την ερμηνεύουν και την εφαρμόζουν, δεν πρόκειται να σταθούμε για πολύ στο κοινοβούλιο. Είναι οφθαλμοφανές ότι πρόκειται για λέσχη αδιόρθωτων πολυλογάδων οι οποίοι εναβρύνονται να κρίνουν και να αξιολογούν την νοημοσύνη, γενικά και την δική τους, ειδικότερα, απ’ το μήκος των φράσεων. Στην πραγματικότητα ούτε καν μιλάνε, απλώς κουνάνε την γλώσσα τους. Είναι παθητικοί δέκτες αποφάσεων που ά λ λ ο ι λαμβάνουν, πρωτίστως οι εκπρόσωποι του χρηματιστικού κεφαλαίου, κι’ αυτοί (βουλευτές) τις προσδίδουν νομικήν επίφαση μετατρέποντάς τες σε νόμους που συναρθρώνουν την ανελέητη νομιμότητά τους. Βέβαια η κυβέρνηση αλλάζει ανά τετραετία, το αργότερον. Μπορεί και πρέπει να αλλάζει, σύμφωνα με τους κανόνες της θεσμοθετημένης δημοκρατίας μας, υπό την προϋπόθεση να μένει πάντα η ίδια! Στο σημείο τούτο ας ανατρέξουμε, εκ νέου, στις Εξομολογήσεις του Ζαν Ζακ Ρουσσώ ο οποίος, με ειλικρίνεια, και κάτι πιο κει απ’ αυτήν, ενθυμείται: «…Πιο ζώον κι απ’ τον γάιδαρο του μύθου φλεγόμουν να μάθω ποιανού αφεντικού το σαμάρι θα είχα την τιμή να φοράω…». [74] Σε ποιόν «γάιδαρο» ποίου «μύθου» αναφέρεται ο δαιμονικός εκείνος στοχαστής; Ο μύθος, γενικά, λέει ο Λατίνος ποιητής Φαίδρος (πρώην δούλος και κατόπιν απελεύθερος του αυτοκράτορα Αυγούστου), επινοήθηκε από δούλους για να μπορούν να εκφράζουν συγκαλυμμένα απόψεις που αλλιώς δεν θα μπορούσαν να τις ξεστομίσουν από τον φόβο της τιμωρίας. Ο συγκεκριμένος μύθος αναφέρεται σε έναν γάιδαρο που αρνείται να υπακούσει στον δεσπότη του και να ξεφύγει από τους εισβολείς, εκτός αν ο δεσπότης του μπορεί να τον διαβεβαιώσει ότι δεν θα τον βάλουν να κουβαλάει δύο σακιά αντί για ένα. Αυτός ο μύθος φωτίζει την κατάσταση στην ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όπου συχνά παρατηρούμε εξαιρετική απροθυμία εκ μέρους των φτωχών να αντισταθούν στους «βάρβαρους» εισβολείς. Ο πιο πάνω μύθος εισάγεται με την φράση που εμπεριέχει και το νόημά του: «Μια αλλαγή του προσώπου που ελέγχει το κράτος δεν επιφέρει καμία άλλην αλλαγή στην κατάσταση των φτωχών, παρά μόνον την αλλαγή δεσπότη» (in principatu commutando nil praeter dominum). [75] Σ’ αυτόν τον μύθο και τα σπουδαία σημαινόμενά του αναφερότανε, μάλλον, ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Το ότι ο δαιμονικός εκείνος στοχαστής έζησε μια ζωή «που υπερβολικά συχνά δεν ήταν παρά μια αξιολύπητη καρικατούρα της σκέψης του», όπως προκύπτει απ’ τις Εξομολογήσεις του και ως βεβαιώνει μια αυθεντία σε ζητήματα ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, [76] το ότι οι (υπόλοιποι) σύντροφοί του, οι άλλοι philosophes, τον αντιμετώπιζαν σαν τρελό από καιρό πριν γίνουν φανερά τα κλινικά συμπτώματά του, [77] ΔΕΝ αναιρεί την ορθότητα της σκέψης του η οποία δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με την βιογραφία του φορέα της. Την επισήμανση αυτήν την έκανε και ο ίδιος ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ στις Εξομολογήσεις του ομιλώντας για την «αυτονόμηση του θεωρητικού στοχασμού από το βίωμα. [78]
Την νομιμότητα αυτήν την θεσμοθέτησαν οι κατά καιρούς πολιτικοί διαχειριστές της άρχουσας κοινωνικής τάξης, ελληνικής αλλά και ξένης, βαθμηδόν, βήμα το βήμα, αλλά σταθερά, επίμονα, με ηρεμία κατηχούμενου και ψυχρόαιμα (όχι ψύχραιμα!), στοχοπροσηλωμένα, δίκην παγωμένης οχιάς. Το νομικό πλαίσιο ξεκινά από το 2003 όταν γεννήθηκε ο νόμος του Σημιτικού ΠΑΣΟΚ για τιτλοποίηση δανείων τραπεζών, εξελίσσεται και εξειδικεύεται πολύ την περίοδο των μνημονίων, από όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις, με τις δέουσες εντολές και την εποπτεία της τρόικας των δανειστών. Το 2018 η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ κατάργησε τον νόμο Κατσέλη για την «προστασία» των δανειοληπτών. Έναν χρόνο ενωρίτερα (2017) θεσμοθέτησε τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς προκειμένου να εξοβελιστεί και το ελάχιστο ίχνος διαφάνειας, λαϊκής παρουσίας και ελέγχου των διαδικασιών πλειστηριασμού. Κάτι πιο κει, αυστηροποίησε το αδίκημα απόπειρας παρεμπόδισης πλειστηριασμού επαπειλώντας ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους (δηλαδή από ένα έτος έως πέντε έτη). Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μεταβίβασε τα “κόκκινα„ (μη εξυπηρετούμενα δάνεια) με ευτελέστατα ποσά (δύο τοις εκατό!) σε κερδοσκοπικά funds αντί να τα εκχωρήσει με τους ίδιους όρους στους άμοιρους δανειολήπτες. Ήδη 700.000 ακίνητα, συνολικής εκτιμώμενης αξίας 40-45 δισεκατομμυρίων ευρώ, βρίσκονται στα χέρια των κερδοσκοπικών εταιρειών που ετοιμάζονται να τα εκπλειστηριάσουν. [79] Βεβαίως, τηρώντας πάντα την νομιμότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας και τα επιτάγματά της έναντι των οποίων οφείλουμε οι πάντες, πρωτίστως οι ενδεείς και άμοιροι δανειολήπτες-οφειλέτες, να ιστάμεθα με τις παλάμες των χεριών μας τεντωμένες στις ραφές των παντελονιών μας αποδίδοντας έτσι τον κεκανονισμένο σεβασμό στους θεσμούς του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Πρόκειται για την θεσμοθετημένη νομιμότητα έτσι ως τυποποιείται στα νομοθετικά κείμενα. Είναι η in abstracto νομιμότητα, το προϊόν της κυβέρνησης και της εξαρτώμενης από αυτήν βουλής που και οι δύο είναι οι πολιτικοί διαχειριστές της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης. Ο Άντον Πάννεκουκ, εκείνος ο λαμπρός επαναστάτης στοχαστής, ο τόσο άδικα παραγνωρισμένος σήμερα, έγραφε, με την συνηθισμένη του σαφήνεια, πως «κάθε νόμος, εκτός από ένα κομμάτι χαρτί, είναι μια διατυπωμένη απόφαση των κυβερνώντων που έχουν την δύναμη να επιβάλουν την εκτέλεση της απόφασής τους…το δίκαιο δεν είναι μόνον ένας κανόνας αλλά και μια προσταγή στην οποία η συμμόρφωση είναι υποχρεωτική, δεν είναι μόνον η διατύπωση ενός νόμου αλλά και ο βούρδουλας του χωροφύλακα και τα κάγκελα της φυλακής…». [80] Την υλοποίηση αυτού του έργου, δηλαδή την νομιμότητα in concredo, την αναλαμβάνει η «Ελληνική Δικαιοσύνη» με προεξάρχοντες τους τηβενοφόρους Αρεοπαγίτες που καθοδηγούν την νομολογία των λοιπών δικαστηρίων μέσω της ερμηνείας και της συνακόλουθης εφαρμογής των νομοθετικών κειμένων, των νόμων. Το να αποκαλείς το ελληνικό κρατικό δικαιοδοτικό σύστημα δ ι κ α ι ο σ ύ ν η σημαίνει ότι υιοθετείς μίαν επιτηδευμένη εκδοχή του ευφημισμού! Αυτό το γλωσσικό και νοητικό ολίσθημα αποσκοπεί στον φενακισμό της λαϊκής συνείδησης, στην εξαπάτηση της κοινής γνώμης. Ο Αριστοτέλης εξηγεί στα Πολιτικά του ότι οι νόμοι οφείλουν να προσαρμόζονται προς το πολίτευμα, ότι η φύση του νόμου εξαρτάται από τον τύπο του πολιτεύματος μέσα στο οποίο λειτουργεί, [81] ο δε Διόδωρος Σικελιώτης, με εκπλήσσουσα σαφήνεια και εκφραστική δύναμη, γράφει πως «είναι ανόητο να κάνουμε νόμους με βάση την ισότητα για όλους, ενώ κάνουμε την διανομή της ιδιοκτησίας άνιση». [82] Όποτε το Δίκαιο συγκρούστηκε με την εξουσία, τότε το Δίκαιο ηττήθηκε. Αυτήν την αναφερόμενη προσαρμογή των νόμων προς το πολίτευμα την αναλαμβάνουν οι τηβενοφόροι Αρεοπαγίτες ρυμουλκούμενοι από τα επιτάγματα της νομικής τους παιδείας και τα κελεύσματα της δικανικής τους συνείδησης που και τα δύο συνηγορούν στο να διασφαλίσουν το κύρος και την αξιοπιστία των συμβάσεων και των συναλλαγών. Επ’ ωφελεία, εννοείται, της έννομης τάξης και της πατρίδος. Καθοδηγητικός άξονας του δικαιοδοτικού τους έργου η αειθαλής οδηγία του Κικέρωνα σύμφωνα με την οποία: οι αποφάσεις σε μια δικαστική υπόθεση πρέπει να εκδίδονται με κριτήριο «το καλό του κράτους, την ασφάλεια της κοινότητας, και τα άμεσα συμφέροντα της πολιτείας», δηλαδή τα συμφέροντα της εύπορης, κρατούσας τάξης. Η ουσία της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης είναι σ υ γ κ ρ ι τ ι κ ά α σ ή μ α ν τ η . [83] Οι αποφάσεις των δικαστηρίων, πολλώ δε μάλλον, του Αρείου Πάγου σε σπουδαίες, κρίσιμες για την κοινωνία μας περιστάσεις, φέρουν μεν, υφολογικήν ένδυση δικαστικής απόφασης, αλλά, κατ’ ουσίαν, επικαλύπτουν, με νομικό περίβλημα, τις πολιτικές και κοινωνικές προτεραιότητες της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης και των εκάστοτε πολιτικών διαχειριστών της έστω κι αν αυτές βρίσκονται σε αμφίβολη συνταγματική βάση. Έτσι προσεγγίζουν την «προνομιακή δικαιοσύνη» αν όχι, ίσως, και την «παρακρατουμένη δικαιοσύνη». [84] Ο Άρειος Πάγος με την μ’ αριθμό 1/2023 (ΑΠΟλομ. 1/2023) απόφαση της Ολομελείας του με συντριπτική πλειοψηφία 56 έναντι 9 ψήφων και εξαιρετικά ασυνήθιστη ταχύτητα, έκρινε ότι οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, τα διαβόητα funds (και οι servicers-διαχειριστές μη εξυπηρετούμενων δανείων-), μπορούν να ασκούν ένδικο βοήθημα και κάθε άλλη δικαστική ενέργεια προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων. Μ’ αυτήν την δικαιοδοτική λύση «λύνονται τα χέρια» των κάθε είδους δανειστών να επιδοθούν στην διαρπαγή της λαϊκής ακίνητης περιουσίας «σύμφωνα με τον νόμο και τον εφαρμοστή του Άρειο Πάγο»
Ας αφήσουμε τους τηβενοφόρους Αρεοπαγίτες να συλλούονται στις πηγές του «Παράδεισου των νομικών εννοιών» διακονώντας την νομική επιστήμη, «αυτήν την υπερηφάνεια της ανθρώπινης διάνοιας» κατά τον EDMUND BURKE, [85] προβαίνοντας στην «παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003» και ας σκεφθούμε τούτα τα απλά: Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφαίνεται, συνήθως, για κρίσιμες υποθέσεις στις οποίες εμφανίζονται δυσερμήνευτες διατάξεις και δυσεπίλυτα νομικά προβλήματα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις εμφανίζονται πλείονες της μιας απόψεις και καταχωρούνται, κατά το σύνηθες, ισχυρές μειοψηφίες. Και τούτο ύστερα από διάσκεψη και συνακόλουθη συζήτηση που έχει, συνήθως, ικανή χρονική διάρκεια. Η πιο πάνω απόφαση της Ολομ. ΑΠ (1/2023) παρουσιάζει δύο ιδιοτυπίες: εκδόθηκε τ ά χ ι σ τ α, σε χρονικό διάστημα μάλλον απαγορευτικό για την μελέτη των δικηγορικών υπομνημάτων και ουσιαστικής συζήτησης.
Πενήντα έξι Αρεοπαγίτες αντέδρασαν με ταυτόσημο τρόπο και ταυτόσημα λόγια στην κρισιολογούμενη υπόθεση ζωτικής σημασίας. Πρόκειται για συντριπτική πλειοψηφία τελείως ασυνήθη σε τέτοιου είδους κρίσιμες υποθέσεις πανελλήνιου κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού ενδιαφέροντος.
Όπως και νάχει, όταν απουσιάζει η β ο ύ λ η σ η για την τήρηση των νόμων, κανένας «θεμελιακός νόμος», όσο πλήρης κι αν είναι στην σύλληψή του, δεν είναι σε θέση να εμποδίσει τον κυρίαρχο να τον ερμηνεύει σύμφωνα με το δικό του συμφέρον και να τον εφαρμόζει κατά το δοκούν, υποστήριζε ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ. [86]
Έτσι, τα δεινά των δανειοληπτών-οφειλετών αποτελούν εξαιρετικό (και ήδη ελεύθερο) έδεσμα για μια κατηγορία ουρανίσκων που, όλως τυχαίως, ανήκουν σε μέλη της άρχουσας, αστικής τάξης. Εκείνο, όμως, που προέχει είναι το κύρος και η ασφάλεια των συναλλαγών, η πεποίθηση των συναλλασσομένων, ιδιαιτέρως των ευπόρων δανειστών, ότι pacta sunt servanda (τα συμπεφωνημένα δέον να τηρώνται) μια και «τον άνθρωπο τον πιάνουν απ’ τον λόγο και το βόδι απ’ τα κέρατα». Ουδείς αθετεί τις συμβατικές υποχρεώσεις του, ιδίως αν είναι φτωχός. Αν παρόλα αυτά καταστεί υπερήμερος, λογίζεται «εγκληματικός χαρακτήρας» και του υπενθυμίζουμε ε μ π ρ ά κ τ ω ς ότι «υπάρχουν Δικασταί εις τας Αθήνας» οι οποίοι αγρυπνούν για την διαφύλαξη της νομιμότητας της δημοκρατικής μας Πολιτείας που προσδίδει επικύρωση στην καταπίεση του ανίσχυρου και στις αδικοπραγίες του ισχυρού. Όσοι αναμένουν απ’ αυτόν τον δικαιοδοτικό κρατικό μηχανισμό άρση της καταπίεσης του ανίσχυρου και τιμωρία των αδικοπραγιών του ισχυρού, όπως ο πρώην πρωθυπουργός και αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, στην καλύτερη των περιπτώσεων χαρακτηρίζονται από ασύγγνωστη αφέλεια, στην χειρότερη δε, είναι “απατημένοι εξαπατητές”.
Όσον αφορά, όμως, τους υπερήμερους χρεοφειλέτες-μέλη της άρχουσας τάξης, η έννομη τάξη δείχνει την δέουσα κατανόηση: ανέκαθεν προβλέπονταν γενναία οικονομική βοήθεια προς τους «δυσπραγούντες» άρχοντες, ειδικές κρατικές δωρεές προς αυτούς που συνιστούσαν μια πραγματική «χρυσή χειραψία».
Στο τέλος του τρίτου αιώνα ο νομοδιδάσκαλος Ερμογενιανός θεωρούσε ως θεσμικό νόμο να χορηγούνται δια διατάγματος alimenta (τροφεία) στους κατεστραμμένους οικονομικά βουλευτές, ιδιαίτερα αν αυτοί είχαν «εξαντλήσει την πατρογονική περιουσία τους σε γενναιοδωρίες για τον τόπο όπου γεννήθηκαν». [87]
Στην ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το μεγαλύτερο βάρος των φόρων συνέχισε να βαρύνει αυτούς που ελάχιστα μπορούσαν να το αντέξουν, ο κύριος φόρος εξακολουθούσε να βαραίνει την γη, και η αντίληψη ότι η υψηλή θέση θα έπρεπε να συνοδεύεται και από κάποιες φοροαπαλλαγές χαρακτήριζε την ρωμαϊκή στάση απέναντι στην φορολογία σε όλες τις περιόδους, ακόμα και όταν οι φοροαπαλλαγές ήσαν πολυτέλεια για την αυτοκρατορία. [88]
Στις μέρες μας η «Χρυσή Χειραψία» ακούει σε άλλες ονομασίες όπως λ.χ. ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών δαπάναις του έλληνα φορολογούμενου · χαριστικές συμβάσεις με το Δημόσιο, όχι και τόσο διαφανείς αναθέσεις, όχι πάντα ηθικώς ενδεδειγμένα αλλά πάντοτε νόμιμα έργα κ.λ.π, κ.λ.π. Η άρχουσα κοινωνική τάξη έχει προνόμια διαχρονικού χαρακτήρα. Το ίδιο και η εσαεί ανθηρή αγορά υπηρεσιών οργανωμένης (κρατικής) βίας, [89] όπως λ.χ. η αστυνομία οι ροπαλοφόροι της οποίας βρίσκονται σε στενή, αδιαμεσολάβητη σχέση με τους τηβενοφόρους Αρεοπαγίτες και το δικαιοδοτικό τους έργο · κάτι τι σαν τον «αλευρόμυλο που συνδέεται απ’ ευθείας με τον φούρνο». Ολόκληρη η δομή του κράτους μας από την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο μέχρι τον διοικητικό μηχανισμό, τον δικαιοδοτικό μηχανισμό, τις κατασταλτικές κρατικές υπηρεσίες και τους διαφόρους εκπροσώπους του ιδεολογικού κρατικού μηχανισμού που ο Μπαλζάκ τους αποκαλούσε «αποθήκες δηλητηριωδών ουσιών» και «καταγώγια της σκέψης», [90] αυτούς τους ίδιους μαστροπούς της κοινής γνώμης που σήμερα καταρρυπαίνουν νυχθημερόν τις τηλεοπτικές μας οθόνες, είναι πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά προσανατολισμένη στην στήριξη, θωράκιση και ευτυχή μακροημέρευση της άρχουσας, αστικής τάξης, προεχόντως της χρηματιστικής ολιγαρχίας αδιαφορώντας για την τύχη των εργαζομένων γενικά και των δανειοληπτών-οφειλετών ειδικότερα. Η νομική προστασία του δανειολήπτη-οφειλέτη ήταν και, εξακολουθεί να είναι, στο πλαίσιο μιας εκμεταλλευτικής και ανελεύθερης κοινωνίας, ένας ε υ τ ε λ ή ς σ α ρ κ α σ μ ό ς και ένα διαχρονικό β ά ν α υ σ ο α σ τ ε ί ο.
Οι εκμεταλλευτές κάνουν τον νόμο και θεσμοθετούν την νομιμότητα, πλάθοντάς τον και εφαρμόζοντάς τον με τρόπο ώστε να εξασφαλίσουν την δική τους κυριαρχία, και δ ε ν ε ί ν α ι δ υ ν α τ ό ν να ζημιώνονται, παρά σπάνια ή ποτέ, από την τήρησή του, από μια προσφυγή τους σ’ αυτόν. [91]
Οι λεγκαλιστικές αυταπάτες (“υπάρχουν Δικασταί εις τας Αθήνας”!) όχι μόνον απάδουν στους εκπροσώπους της πολιτικής Αριστεράς, έστω της συγκεκριμένης, της φ ι λ ο δ έ σ π ο τ η ς Αριστεράς, αλλά αδικούν την όποια νοημοσύνη τους και, το χειρότερο, υπονομεύουν την η θ ι κ ή τους συγκρότηση.
Όσον αφορά τους εκμεταλλεύομενους, τους άμοιρους δανειολήπτες-οφειλέτες και τον δυστυχή οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρό τους, η κατάσταση, δυστυχώς, δεν διαφορίζεται σπουδαίως: μια, όχι και τόσο ολιγάριθμη, μερίδα τους σφυρηλατεί, με βρεφικήν αμεριμνησία, τις αλυσίδες της και σταυρώνει τους Χριστούς της σύμφωνα με την θέληση των αφεντικών της. [92] Είναι οι θ ή τ ε ς που συμπεριφέρονται, πολιτικά και ηθικά, συνειδητά ως θ ύ τ ε ς, λ.χ. οι “εργαζόμενοι” ως αστυνομικοί. [93]
Αποτελεί πλάνη να νομίζει κανείς, ότι η απειλή της επανάστασης αυξάνεται αυτόματα με την αύξηση της δυστυχίας και της καταπίεσης. Η πείνα και τα βασανιστήρια καταστρέφουν το πνεύμα ή, το πολύ, οδηγούν σε απόπειρες διαφυγής ή άλλες μορφές καθαρά ατομικής συμπεριφοράς (που περιλαμβάνουν την προδοσία άλλων συντρόφων-θυμάτων), ενώ η Επανάσταση απαιτεί οργάνωση και θάρρος και επιμονή. [94] Ο Frederick Douglas (πρώην δούλος στον Νότο των Η.Π.Α.), έγραφε το 1855. «Χτύπα και χαστούκιζε τον δούλο, άφηνέ τον πεινασμένο και χωρίς ηθικό, και θ’ ακολουθεί την αλυσίδα του κυρίου του σαν το σκυλί. Αλλά τρέφε τον και ντύνε τον με φυσική άνεση και τότε θα παρεισφρήσουν και τα όνειρα της λευτεριάς. Δώσε του έναν κακό κύριο για να ελπίζει σ’ έναν καλό κύριο. Δώσε του έναν καλό κύριο για να θέλει να γίνει ο ίδιος κύριος του εαυτού του». [95]
Η ανελευθερία, η καταπίεση, η π ε ί ν α (η κοιλιά – ας το ξαναπούμε – προηγείται του πνεύματος, όχι στην κλίμακα των αξιών, αλλά χρονικά) προκαλούν αλλαγές της ψυχικής δομής, υποχρεώνουν τον άνθρωπο να κρύβει, να υποκρίνεται, να ψεύδεται, να κολακεύει. Από άνθρωπος γίνεται ψηφοφόρος, εξαρτημένο όν που πάσχει από πολιτικό νηπιασμό επιδεκτικό οποιασδήποτε χειραγώγησης. Ένα τέτοιο κοινωνικό κλίμα σαν κι αυτό που επικρατεί τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας, καταστρέφει τις η θ ι κ έ ς δ υ ν ά μ ε ι ς του λαού · καθιστά τα αισθήματα του απαθή και αδιάφορα και τον απογυμνώνει εν τέλει, από κάθε δύναμη αντίστασης. Εξάλλου, «ότι και αν κάναμε, κάθε λαός θα ήταν πάντα αυτό που η φύση του καθεστώτος του τον έκανε να είναι». [96] Όλα αυτά, πάντα κατά «την συνήθη πορεία των πραγμάτων». Πράγματα γίνονται, πράγματα αλλάζουν. Ίσως γεννηθεί “νέα τάξη πραγμάτων„ κατά το έμβλημα του Ντιντερό (rerum novus nascitur ordo – Γεννιέται νέα τάξη πραγμάτων).
Ας ευελπιστούμε, κατά τον Βολταίρο, ότι «Κάποια μέρα όλα θα είναι καλά, ιδού η ελπίδα μας · σήμερα όλα είναι καλά, ιδού η ψευδαίσθηση». [97] Αυτό το σάλπισμα του Βολταίρου συμμεριζόμαστε κι εμείς ολόψυχα. Στο κάτω-κάτω ότι ονομάζουμε «ομορφιά» κι ότι ονομάζουμε «αλήθεια» έχουν κοινό θεμέλιο. «Μόνο η αλήθεια είναι όμορφη» (Rien n’ est beau que le vrai). [98]
Κι αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην πατρίδα μας με τους δανειστές, τους δανειολήπτες-οφειλέτες, τους νόμους και τους τηβενοφόρους εφαρμοστές τους, δεν έχουν τίποτε το όμορφο, τίποτε το αληθινό. Γι’ αυτό και εναντιωνόμαστε σ’ όλην αυτή την ψευτιά και την ασχήμια.
Αλμωπία 3 του Μάρτη 2023
[1] Βλ. το μνημειώδες έργο του G.E.M. DE STE. CROIX, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο. Από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση, μετάφρ. Γιάννη Κρητικού, εκδόσεις Ράππα, Αθήνα, 1998, σελ. 279.
[2] Βλ. ό.π., σελ. 357 και ANTONY ANDREWES, Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, μετάφρ. Ανδρέα Παναγόπουλου, δ’ ανατύπωση, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2008, σελ. 215 όπου αντιπαραβολή με την νομοθεσία της Γόρτυνος η οποία επέτρεπε στους ανθρώπους να βάζουν υποθήκη τον εαυτό τους σε άλλους ανθρώπους και σελ. 163.
[3] Βλ. FRITZ GSCHNITZER, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Κοινωνίας σε μετάφρ. Άγγελου Χανιώτη, ΜΙΕΤ. α’ ανατύπωση, Αθήνα, 2016, σελ. 183,185.
[4] Βλ. Sir Moses Finley, Οικονομία και Κοινωνία στην Αρχαία Ελλάδα, τόμ. Α’ σε μετάφρ. Ανδρέα Παναγόπουλου, δεύτερη έκδοση, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1996, σελ.170 του αυτού, τόμ. Β’, σε μετάφρ. Μίνας Καρδαμίτσα, γ’ έκδοση, Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2008, σελ. 26.
[5] Βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π σελ. 376, 377, Sir Moses Finley, ό.π, FRITZ GSCHNITZER, ό.π, σελ. 330-331.
[6] Βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π σελ. 378, Sir Moses Finley, ό.π, σελ. 132.
[7] Πολιτεία, 565 Ε, Νόμοι 684 D, 736 C, πρβλ. Αριστοτέλη, Πολιτικά, 1305α2, Ισοκράτης 12.259.
[8] Βλ. Sir Moses Finley, ό.π, σελ. 132 και 133.
[9]Βλ. ANTONY ANDREWES ό.π, σελ. 121.
[10] Πέμπτο βιβλίο των Πολιτικών 1302 α 32.
[11] Βλ. Sir Moses Finley, τόμ. Α’, ό.π. σελ. 160, 161, 163.
[12] Βλ. ό.π σελ. 133, και τόμ. Β’ σελ. 104 ad hoc.
[13] Βλ. ό.π, τόμ. Β΄ σελ. 100.
[14] Βλ. Honoré DE BALZAC, Χαμένες Ψευθαισθήσεις, σε μετάφρ. Μπάμπη Λυκούδη, Εξάντας, Αθήνα, 1993, σελ. 476.
[15] Βλ. ό.π, σελ. 460.
[16] Βλ. ό.π, σελ. 728.
[17] Βλ. Sir Moses Finley, τόμ. Β΄, ό.π σελ. 252.
[18] Βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π σελ. 426.
[19] Αθηναίων Πολιτεία, 13.4.14.1
[20] Βλ. προαναφερόμενο έργο του σελ. 208, 216.
[21] Βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π σελ. 439, 440, 441, 438.
[22] Βλ. ό.π σελ. 137 εν αντιθέσει με την εσφαλμένη θέση του FRITZ GSCHNITZER ότι η ελληνική δημοκρατία ήταν ένα εργαλείο, ένα παίγνιο των ευγενών για ενίσχυση της εξέχουσας θέσης του οίκου τους βλ. το προαναφερόμενο βιβλίο του σελ. 221. Πρόκειται για αντιδημοκρατική προκατάληψη ακραίας μορφής.
[23] Βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π σελ. 137, 371, 389, 408.
[24] Βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π σελ. 219, Ρόμπιν Λέιν Φόξ, Ο κλασικός κόσμος, σε μετάφρ. Δημήτρη Στεφανάκη και Όλγας Παπακώστα, Ωκεανίδα, Αθήνα, 2006, σελ. 165, Ρούντολφ Ρόκερ, Εθνικισμός και Πολιτισμός, σε μετάφρ. Γιάννη Καρύτσα, τόμ. Δ, Άρδην, Αθήνα, 2012, σελ. 51
[25] Βλ. Sir Moses Finley, ό.π, τόμ. Β΄, σελ. 99.
[26] Βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π σελ. 219 και 668.
[27] Βλ. ό.π σελ. 220, 414.
[28] Βλ. ό.π σελ. 221, Sir Moses Finley, ό.π, τόμ. Β΄, σελ. 100, επίσης τις εύστοχες και εξαιρετικά δηκτικές σκέψεις (αφορισμούς) του Balzac που ήδη προαναφέρθηκαν.
[29] Βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π σελ. 221, 223, 224.
[30] Βλ. ό.π σελ. 217, 224.
[31] Βλ. Sir Moses Finley, ό.π, τόμ. Β΄, σελ. 99 όπου παρατίθεται.
[32] Τα εις Τυανέα Απολλώνιον VIII 7.
[33] Βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π σελ. 294, 217.
[34] Βλ. ό.π σελ. 301.
[35] Βλ. ό.π σελ. 331.
[36] Βλ. Averil Cameron, Η ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία (284 μ.Χ.-430 μ.Χ.), σε μετάφρ. Ιωάννας Κράλλη, Ινστιτούτο του Βιβλίου -Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2000, σελ. 190.
[37] Ιουστινιάνειος Κώδικας VIII.51.(52).2, Θεοδοσιανός Κώδικας V.9.1, βλ. ό.π σελ. 203 όπου παρατίθεται.
[38] Κλήμης Α. Iv.2
[39] Βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π σελ. 225 και 693.
[40] Βλ. Sir Moses Finley, τόμ. Β΄, ό.π σελ. 102, όπου παρατίθεται. Η έμφαση δική μας.
[41]Βλ. το πολύτιμο και αποκαλυπτικό έργο του Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 1800-1810, τόμος Γ1, έβδομη έκδοση, χ.χ.ε., εκδόσεις ΠΙΡΟΓΑ, Αθήνα, σελ. 449 ως και σελ. 380 όπου αντίστοιχη συμπεριφορά του μητροπολίτη Ιγνατίου που εκτελούσε, με σχολαστική ευσυνειδησία, καθήκοντα φοροεισπράκτορα.
[42] Βλ. του ιδίου, τόμος Γ2,1810-1821, σελ. 72, εκδόσεις ΠΙΡΟΓΑ, χ.χ.ε., Αθήνα, σελ. 191.
[43] Βλ. ό.π σελ. 90-91 όπου και παραπομπή στο έργο του Νικ. Γ. Μοσχοβάκη, Το εν Ελλάδι Δημόσιον Δίκαιον επί Τουρκοκρατίας, Εν Αθήναις 1882 σελ. 53-54.
[44] Βλ. ό.π σελ. 397-398.
[45] Βλ. ό.π σελ. 142.
[46] Βλ. του αυτού, τόμος Α2, 1500-1700, ενδέκατη έκδοση, ΠΙΡΟΓΑ, Αθήνα, χ.χ.ε., σελ. 610-611.
[47] Βλ. Κυριάκου Σιμόπουλου, ό.π, τόμος Γ2, 1810-1821, ό.π σελ. 167.
[48] Βλ. Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Εξομολογήσεις, σε μετάφρ. Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου, δεύτερη έκδοση, εκδόσεις ΣΜΙΛΗ, Αθήνα, 2022, σελ. 342.
[49] Πρβλ. ΙΝΙΑΤΣΙΟ ΣΙΛΟΝΕ, Φονταμάρα, σε μετάφρ. Δημ. ΜΠΟΥΑ, εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 1976, σελ. 9.
[50] Πρβλ. Ε.Ρ. THOMPSON, Η συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης, σε μετάφρ. Γιάννη Παπαδημητρίου, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα, 2018, σελ. 169.
[51] Βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π σελ. 336.
[52] Βλ. ANTONY ANDREWES, ό.π σελ. 314 όπου και παρατίθεται. Ο ANTONY ANDREWES στο ίδιο σημείο, αποδοκιμάζει την προκατάληψη υπέρ της απλότητας τονίζοντας πως οι νικητές του Μαραθώνα ήσαν κομψοντυμένοι · εξάλλου, συνεχίζει, η προκατάληψη αυτή υπονομεύεται όχι μόνον απ’ τον ίδιο της τον παραλογισμό αλλά και από την ασημαντότητα τόσο πολλών παραδειγμάτων.
[53] Βλ. το έργο αναφοράς του E.P. THOMPSON, Η συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης, σε μετάφρ. Γιάννη Παπαδημητρίου, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα, 2018, σελ. 282.
[54] Βλ. ό.π σελ. 360.
[55] Βλ. EDMUND BURKE, Στοχασμοί για την Επανάσταση στην Γαλλία, σε μετάφρ. Χ. Γρηγορίου, Σαββάλας, Αθήνα, 2010, σελ. 91-92, 47.
[56] Γένεσις 3:14, βλ. Ε.Ρ. THOMPSON, ό.π, σελ. 369.
[57] Βλ. ό.π, σελ. 61.
[58] Βλ. ό.π σελ. 368, πρβλ G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π σελ. 554.
[59] Βλ. Ε.Ρ. THOMPSON, ό.π σελ. 373.
[60] Βλ. EDMUND BURKE, ό.π σελ. 303.
[61] Βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π σελ. 537.
[62] Βλ. Averil Cameron, ό.π σελ. 274.
[63] Βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π σελ. 538, 540.
[64] Βλ. ΙΝΙΑΤΣΙΟ ΣΙΛΟΝΕ (IGNAZIO SILONE), Φονταμάρα, σε μετάφρ. Δημ. ΜΠΟΥΑ, Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 1976, σελ. 154.
[65] Βλ. Ίβο Άντριτς, Το χρονικό του Τράβνικ, σε μετάφρ. από τα σερβοκροάτικα του Χρήστου Γκούβη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1999, σελ. 218.
[66] Βλ. Έμμα Γκόλντμαν, Ζώντας τη ζωή μου, τόμ. Α΄, σε μετάφρ. Ροζίνας Μπέρκνερ (και σε μετάφρ. απ’ τα γερμανικά Κατερίνας Καούκη, Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα, 2019, σελ. 571).
[67] Βλ. Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Η εξαδέλφη Μπέττη, σε μετάφρ. Κώστα Θεοφάνους, εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος και Σια, 1993, σελ. 429.
[68] Βλ. Honoré de BALZAC, Χαμένες ψευδαισθήσεις, ό.π σελ. 316 και 221.
[69] Βλ. Honoré de BALZAC, Χαμένες ψευδαισθήσεις, ό.π σελ. 600.
[70] Βλ. ό.π σελ. 735.
[71] Βλ. Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Εξομολογήσεις, ό.π σελ. 346, 345.
[72] Βλ. ό.π σελ. 407.
[73] Βλ. Honoré de BALZAC, ό.π σελ. 743.
[74] Βλ. Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Εξομολογήσεις, ό.π σελ. 199.
[75] Βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, ό.π σελ. 548 και εκτενέστερα-αναλυτικότερα, του ίδιου Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη. Διωγμοί, Αιρέσεις και Ήθη, σε μετάφρ. Ιωάννας Κράλλη, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2005, σελ. 392 και ιδία 394 ad hoc.
[76] Βλ. PETER GAY, Το Κόμμα της Ανθρωπότητας, θέσεις για τον Γαλλικό Διαφωτισμό, εκδόσεις Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2009, σελ. 228.
[77] Βλ. ό.π σελ. 133.
[78] Βλ. Εξομολογήσεις, ό.π σελ. 685.
[79] Βλ. Δρόμος της Αριστεράς 5-11-2022 όπου άρθρο του Παύλου Δερμενάκη, και την αυτήν εφημερίδα της 26-11-2022, σελ. 20.
[80] Βλ. Άντον Πάννεκουκ, Ο ιστορικός υλισμός, σε μετάφραση από τα γαλλικά του Γ. Παπαπαναγιώτου, 1919, δεν εκδόθηκε εισέτι, εξ όσων γνωρίζουμε, στα ελληνικά, Πέτρου Πέτκα, Δικαιοσύνη: θεραπαινίδα της πολιτικής; (Justitia: Ancilla Politicae?). Σκέψεις για την Δικαιοσύνη και την Ανεξαρτησία της, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2019, σελ. 27.
[81] Βλ. G.E.M. DE STE CROIX, ό.π σελ. 112.
[82] Βλ. ό.π σελ. 115 και του αυτού, τα αίτια του Πελοποννησιακού πολέμου, σε μετάφραση Ελένης Αστερίου, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 2005, σελ. 221 και 631, Πέτρου Πέτκα, ό.π σελ. 26.
[83] Βλ. G.E.M. DE STE CROIX, Ο ταξικός αγώνας κλπ, σελ. 391.
[84] Βλ. περισσότερα στο Πέτρος Πέτκας, Όψεις μεταπολεμικής δικαιοσύνης. Απ’ την μετακατοχική «παρακρατουμένη δικαιοσύνη» στην μεταπολιτευτική «προνομιακή δικαιοσύνη»». (Με αφορμή την δίκη της Χρυσής Αυγής). Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2022, σελ. 29, 37.
[85] Βλ. Στοχασμοί για την Επανάσταση στην Γαλλία, ό.π σελ. 140.
[86] Βλ. ERNST CASSIRER, Η Φιλοσοφία του Διαφωτισμού, σε μετάφραση της Αννέτε Φωσβίνκελ, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2013, σελ. 412.
[87] Βλ. G.E.M. DE STE CROIX, Ο ταξικός αγώνας κ.λ.π., ό.π σελ. 390.
[88] Βλ. Averil Cameron, ό.π σελ. 70-71.
[89] Βλ. το Τζοσάια Όμπερ, Η άνοδος και η πτώση της κλασσικής Ελλάδας, σε μετάφρ. του Μιχάλη Λαλιώτη, εκδόσεις ΔΩΜΑ, Αθήνα, 2020, σελ. 429 και 312.
[90] Βλ. Honoré de BALZAC, Χαμένες ψευδαισθήσεις, ό.π σελ. 364 και 367, αντίστοιχα.
[91] Πρβλ. G.E.M. DE STE CROIX, Ο ταξικός αγώνας κλπ, ό.π σελ. 456 και 459.
[92] Βλ. Έμμα Γκόλντμαν, Ζώντας την ζωή μου, ό.π σελ. 436.
[93] Βλ. Πέτρου Πέτκα, «Τα Παιδιά του Λαού» στην Νέα Προοπτική της 12-9-2015 ως και του ίδιου, «Περί δικαστών…» επίσης στην Νέα Προοπτική της 29-7-2017.
[94] Βλ. Sir Moses Finley, τόμ. Β΄, ό.π σελ. 31 και Ράσελ Τζάκομπυ, Διαλεκτική της ήττας. Περιγράμματα του Δυτικού μαρξισμού, σε μετάφρ. Βασίλη Τομανά, Θεσσαλονίκη, Νησίδες, 2009, σελ. 129, όπου ικανοποιητική πραγμάτευση της «εργατικής αριστοκρατίας» και της δίδυμης αδελφής της, της «θεωρίας της εξαθλίωσης».
[95] Βλ. Sir Moses Finley, τόμ. Β΄, ό.π σελ. 31 όπου παρατίθεται. Πρβλ. με τους στίχους 847-850 του αριστοκράτη ποιητή Θέογνη από τα Μέγαρα όπου οδηγίες συμπεριφοράς προς τους δουλοκτήτες για το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται στους δούλους τους προκειμένου να τους καταστήσουν Φ ι λ ο δ έ σ π ο τ ο υ ς, βλ. G.E.M. DE STE CROIX, Ο ταξικός αγώνας κλπ, σελ. 354, 509.
[96] Βλ. Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Εξομολογήσεις, ό.π σελ. 426 και ERNST CASSIRER, ό.π σελ. 259.
[97] Βλ. ERNST CASSIRER, ό.π σελ. 171-172, 249, 250 και Πέτρου Πέτκα, Όψεις μεταπολεμικής δικαιοσύνης, κ.λ.π., ό.π σελ. 18 και 19.
[98] ERNST CASSIRER, ό.π σελ. 435.