«Δύο είναι οι βασικές επιλογές που έχουμε μπροστά μας. Από τη μια πλευρά είναι οι αποτυχημένες επιλογές της ΝΔ που σε όλη τη διάρκεια της κυβερνητικής της θητείας είναι ξεκάθαρες. Ευνόησαν ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους με αποτέλεσμα ο λαός να πληρώνει πανάκριβα αγαθά, ενέργεια και υπηρεσίες. Η χώρα μας είναι από τις ακριβότερες χώρες της Ευρώπης, αλλά οι πολίτες της διαθέτουν από τα χαμηλότερα εισοδήματα. Το κόστος ζωής γίνεται ασύμφορο ειδικά για τους νέους, που καλούνται να δαπανούν το 40% του εισοδήματός τους για έξοδα στέγασης. Το ιδιωτικό χρέος και ο αφελληνισμός της οικονομίας από τα ξένα funds ναρκοθετούν τη βιώσιμη προοπτική της κοινωνίας. Το κοινωνικό κράτος αντί να είναι αρωγός του κάθε πολίτη, βρίσκεται στο στόχαστρο. Παρά την πανδημία, η κυβέρνηση αντί να στηρίξει το δημόσιο σύστημα υγείας το υπονόμευσε, προωθώντας την ιδιωτικοποίησή του. Η δημόσια παιδεία διαρκώς απαξιώνεται πίσω από σκιαμαχίες. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η πανεπιστημιακή αστυνομία, η οποία δεν υφίσταται», σημειώνει μεταξύ άλλων.

«Η θεσμική παρακμή άγγιξε πρωτόγνωρα επίπεδα»

Μιλώντας για το σκάνδαλο των υποκλοπών, παρατηρεί: «Όσο για το κράτος δικαίου, η θεσμική παρακμή άγγιξε πρωτόγνωρα επίπεδα, με αποκορύφωμα το ζοφερό σκάνδαλο των υποκλοπών, πράγμα που αναγνωρίζουν και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Στο debate των πολιτικών αρχηγών είχαμε την κυνική ομολογία του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι η παρακολούθηση μου ήταν παράνομη καθώς δεν ήμουν ποτέ εθνικός κίνδυνος, όπως με παρουσίαζαν επί μήνες πρωτοκλασάτα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και το ψηφιακό παρακράτος της.
Επί δέκα μήνες η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης και του ίδιου προσωπικά συμπυκνώθηκε στο δίπτυχο: «Νόμιμη παρακολούθηση αλλά πολιτικά εσφαλμένη». Τελικά αποδείχτηκε ότι δεν ήμουν κίνδυνος για τη Δημοκρατία αλλά για τη Νέα Δημοκρατία.  Περιμένω λοιπόν από την ελληνική δικαιοσύνη να καλέσει την εισαγγελέα της ΕΥΠ, Βασιλική Βλάχου, και τον πρώην Διοικητή, Παναγιώτη Κοντολέων, που υπέγραψαν την παρακολούθηση μου με το ψευδές αιτιολογικό του “εθνικού κινδύνου” καθώς  και όλους εκείνους, επιχειρηματίες ή πολιτικά πρόσωπα που μπορεί να εμπλέκονται. Η δικαιοσύνη στην οποία έχω απόλυτη εμπιστοσύνη, είναι η μόνη αρμόδια να δείξει τον δρόμο».

Κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ

Από την κριτική του δεν εξαίρεσε και τον ΣΥΡΙΖΑ: «Το μονοπάτι όμως της παρακμής και της αναξιοπιστίας το είχε περπατήσει νωρίτερα και ο ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με το κόμμα Καμμένου, στο διάστημα 2015-19 που διαχειρίστηκαν τους «αρμούς της εξουσίας». Αντί να ενισχύσει το κοινωνικό κράτος και τη διαφάνεια, επέλεξε να συνδιαλλαγεί με τις δυνάμεις της διαπλοκής και να χειραγωγήσει τη δικαιοσύνη και τα μέσα ενημέρωσης. Ακόμα και τώρα συνεχίζει το κρεσέντο ανευθυνότητας μιλώντας για επανάληψη της Συμφωνίας των Πρεσπών, αυτή τη φορά στο Αιγαίο».

Έτσι, συνεχίζει, ως η μόνη βιώσιμη λύση προβάλλει το ΠΑΣΟΚ:

«Έχουμε χρέος να χτίσουμε μια ισχυρή, βιώσιμη, ελληνική οικονομία, που δημιουργεί ποιοτικές θέσεις εργασίας και μέσα από ένα προοδευτικό και δίκαιο φορολογικό σύστημα μειώνει τις ανισότητες και δίνει προοπτική στη νέα γενιά. Είναι φανερό ότι η χώρα δεν κινδυνεύει από ακυβερνησία αλλά από ακινησία και τέλμα. Ο κ. Μητσοτάκης ζητάει αυτοδυναμία για να συνεχίσει να κυβερνά ανεξέλεγκτα με την παρέα του. Ο κ. Τσίπρας δείχνει έτοιμος να συμμαχήσει και πάλι ακόμη και με τον διάβολο για να επιστρέψει στην εξουσία. Ένα ισχυρό ΠΑΣΟΚ μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα στην αλαζονεία, το πελατειακό κράτος, τον ελιτισμό της ΝΔ και τον λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ, που έχουν κοινή συνισταμένη την περιφρόνηση του ελληνικού λαού. Να διασφαλίσει τις μεταρρυθμίσεις , που έχει ανάγκη η χώρα και με την ψήφο των πολιτών να κάνει την Αλλαγή δυνατή».