Απαντώντας στο ερώτημα ποιο θεωρεί το κεντρικό διακύβευμα των εκλογών, απαντά: «Συνεχίζουμε στην παρακμή ή κάνουμε μια νέα αρχή; Αυτό είναι το διακύβευμα. Ο κύριος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία δεν πρόκειται να αλλάξουν τίποτα. Θα συνεχίσουν στον δρόμο που χάραξαν αυτά τα τέσσερα χρόνια: αλαζονεία στην άσκηση της εξουσίας από τη μία και προώθηση μέτρων που επιδεινώνουν τη ζωή των πολλών από την άλλη. Αυτό που προσπαθούν να εμπεδώσουν στην ελληνική κοινωνία είναι ότι αυτός ο τοξικός συνδυασμός είναι η μόνη δυνατή επιλογή. Και στο έδαφος αυτό έχουν επιστρατεύσει τα γνώριμα όπλα της συκοφαντίας, του αποπροσανατολισμού και της συνειδητής τρομοκράτησης των πολιτών. Πέφτουν όμως έξω. Το συλλογικό «ως εδώ» της ελληνικής κοινωνίας δεν κάμπτεται. Οι πολίτες θέλουν και έχουν ανάγκη την πολιτική αλλαγή. Η δική μας δουλειά τις επόμενες ώρες και μέρες είναι να φτάσει αυτό το μήνυμα παντού. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. ανταποκρίνεται στις κοινωνικές ανάγκες και εμπνέει αυτοπεποίθηση στους πολίτες. Απέναντι στην εκστρατεία της χειραγώγησης, εμείς αντιτάσσουμε το πρόγραμμά μας και τον οδικό χάρτη της προοδευτικής κυβέρνησης με την άμεση μείωση του ΦΠΑ, την κατάργηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής και την προστασία της πρώτης κατοικίας. Αυτά είναι τα θεμέλια της νέας αρχής για τη χώρα».
Στο ερώτημα για την κοστολόγηση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, τονίζει: «Είναι ενδιαφέρον ότι η προεκλογική συζήτηση επικεντρώνεται στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Αλλά μόνο σε ό,τι αφορά το κόστος του, όχι το περιεχόμενό του. Ο λόγος είναι απλός: όλοι ξέρουν ότι είναι το μόνο που ανταποκρίνεται στις κοινωνικές ανάγκες της εποχής μας. Αυτό το ξέρει και η κυβέρνηση. Και για να μην συζητήσουμε επί του περιεχομένου του, επιδίδεται σε ασκήσεις αριθμομαντείας και στον παρωχημένο μύθο του «λεφτόδεντρου». Έφτασε δε στο σημείο να διακινεί ο κυβερνητικός εκπρόσωπος fake news για δήθεν εκτιμήσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Πώς να συζητήσεις στα σοβαρά με κάποιον που δεν ντρέπεται να κάνει κάτι τέτοιο; Ανεξάρτητα όμως από τις κυβερνητικές ακροβασίες, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι και κοστολογημένο, και ρεαλιστικό. Στηρίζεται στην αύξηση των εσόδων από τη φορολόγηση των υπερκερδών στην ενέργεια και στα διυλιστήρια, καθώς και των υψηλών μερισμάτων, και στον προσανατολισμό των δαπανών στη λήψη μέτρων που στοχεύουν στην καταπολέμηση της ακρίβειας, στην τόνωση του εισοδήματος, στην ενίσχυση της δημόσιας Υγείας και Παιδείας».
Μιλώντας για τη σχέση της νέας γενιάς με την πολιτική, αναφέρει: «Υπάρχει σίγουρα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στην κυβέρνηση και στη νέα γενιά. Οι νέοι άνθρωποι δεν ξεχνούν ότι ο κύριος Μητσοτάκης όλα αυτά τα χρόνια τους αντιμετώπισε ως κάτι ανάμεσα σε ανεύθυνους και επικίνδυνους: από τη δαιμονοποίηση της νεολαίας στην πανδημία μέχρι την αυταρχική πολιτική στα πανεπιστήμια. Η τραγωδία των Τεμπών υπήρξε ο οριστικός καταλύτης. Και το πρόσφατο χαρτζιλίκι των 150 ευρώ έχει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που φαντάζεται ο κύριος Μητσοτάκης. Η νέα γενιά το αντιμετωπίζει σαν αυτό που είναι: μια φθηνή προσπάθεια εξαγοράς της ψήφου της λίγες μέρες πριν από τις εκλογές. Το ζητούμενο για τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι να ακούσουμε -να δώσουμε χώρο και χρόνο γι’ αυτό- τα αιτήματα και την ανησυχία των νέων ανθρώπων.
»Δεν υπάρχει αμφιβολία -και αυτό πρέπει να μας κάνει περήφανους- ότι είμαστε το κόμμα με το οποίο αισθάνονται πιο κοντά. Την ίδια στιγμή, έχουν απαιτήσεις από εμάς. Να νιώθουν δίπλα τους τη φυσική μας παρουσία. Να υλοποιήσουμε τις δεσμεύσεις μας. Να καταργήσουμε την ΕΒΕ. Να συγκρουστούμε με το καθεστώς της απλήρωτης και αδήλωτης εργασίας. Να δώσουμε λύση στο πρόβλημα της στέγης που τους στερεί την αυτονομία τους. Αλλά αυτά από μόνα τους δεν φτάνουν. Κυρίως πρέπει να τους εμπνεύσουμε να γίνουν οι ίδιες και οι ίδιοι συμμέτοχοι και διαμορφωτές της πολιτικής μας».
Τέλος, ερωτηθείσα για την βαθιά έμφυλη διάκριση του πολιτικού κατεστημένου σχολίασε:
«Το πολιτικό σύστημα είναι ανδροκρατούμενο και ο κύριος Μητσοτάκης είχε δηλώσει ότι δεν έβρισκε γυναίκες να βάλει στην κυβέρνησή του. Αλλά είναι μόνο η πολιτική; Νομίζω πως το πρόβλημα είναι ευρύτερο. Η ελληνική κοινωνία, παρά τα σημαντικά βήματα, κυρίως της νέας γενιάς, παραμένει εξαιρετικά ανδροκρατούμενη και σεξιστική. Η αλλαγή απαιτεί δύο πράγματα. Το πρώτο είναι σύγκρουση.
»Σύγκρουση με τις νοοτροπίες που θεωρούν φυσιολογικό μια γυναίκα να μην αμείβεται με ίσο μισθό για ίδια δουλειά ή κανονικό μια γυναίκα να γίνεται καρικατούρα στα μίντια εξαιτίας της εμφάνισής της. Το δεύτερο είναι θεσμικές αλλαγές: για παράδειγμα, για τα δικαιώματα των νέων μητέρων, για το δικαίωμα του σεξουαλικού αυτοπροσδιορισμού, για την προστασία των γυναικών στον χώρο εργασίας από τις πολλαπλές μορφές καταπίεσης. Μόνο έτσι θα έρθει εκείνη η μέρα που η ισότητα θα είναι καθεστώς».