Η πρώτη θέση αναφέρει πως «Η εκτόξευση της τιμής του ρεύματος είναι ένα ξεκάθαρο αποτέλεσμα της εγκληματικής απελευθέρωσης των αγορών και των ιδιωτικοποιήσεων που επέβαλε η ΕΕ και όλες οι κυβερνήσεις τα τελευταία 20 χρόνια». Και εξηγεί: «Είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών και ταξικών επιλογών που την ίδια στιγμή που τα νοικοκυριά στέναζαν από την αύξηση της τιμής του ρεύματος από την άλλη πλευρά του λόφου είχαμε αύξηση 187% στα καθαρά κέρδη της εταιρείας Μυτιληναίος, κατά 245% τα κέρδη του ομίλου Βαρδινογιάννη, ενώ ο κλάδος της ενέργειας ήταν ο πιο κερδοφόρος κλάδος της ελληνικής οικονομίας για το 2021 με κέρδη άνω των 2 δις 280 εκ ευρώ. Τα κέρδη τους η φτώχια μας λοιπόν. Αυτή είναι η αιτία».

Σύμφωνα με τη δεύτερη θέση: «Αρχιτέκτονας της πορείας «απελευθέρωσης» και ιδιωτικοποίησης της αγοράς ενέργειας είναι η ΕΕ.. Όλη αυτή η πορεία έχει επιβληθεί στην βάση των οδηγιών και των αποφάσεών της. Το κομμάτιασμα και η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, η υποχρεωτική στήριξη των ιδιωτών για την είσοδό τους στην αγορά από την ίδια την ΔΕΗ επιβλήθηκε από τους «Θεσμούς» με άθλιο τρόπο την περίοδο της μνημονιακής κόλασης. Για 3 χρόνια που διαρκεί η κρίση, τα δύο χρόνια του πολέμου, σε μια περίοδο που οι λαοί της Ευρώπης στενάζουν απ΄την ακρίβεια, οι ηγέτες της ΕΕ το μόνο που αποφάσισαν είναι να μην θιγεί η «απελευθέρωση των αγορών» και τα χρηματιστήρια ενέργειας».

«Το σύνολο του εγχώριου πολιτικού συστήματος στήριξε και επέβαλλε αυτή την πολιτική. Η δημιουργία του μηχανισμού του χρηματιστηρίου της ενέργειας έγινε επί ΣΥΡΙΖΑ και εφαρμόστηκε από την ΝΔ. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που η τιμή του ρεύματος διαμορφώνεται 100% στο χρηματιστήριο ενέργειας. Όλη τους η πολιτική είναι η στήριξη του ιδιωτικού κεφαλαίου και η εξασφάλιση της μέγιστης κερδοφορίας του έστω και αν αυτό σημαίνει ενεργειακή φτώχια για τα εκατομμύρια των νοικοκυριών», αναφέρει η τρίτη θέση.

Η τέταρτη θέση αφορά τις ΑΠΕ: «Η αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ θα κάνει το ρεύμα φτηνότερο. Η συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα αυξάνεται διαρκώς, χωρίς αυτό να επιδρά θετικά στην τιμή του ρεύματος αν και οι ΑΠΕ στηρίζονται σε πηγές που είναι δωρεάν. (ήλιος/ αέρας). Το 2020, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελούσαν το 37% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ, από 34% το 2019.

»Όμως ενώ οι ΑΠΕ αυξάνουν γενικά το μερίδιό τους η τιμή του ρεύματος ανεβαίνει και παραμένει εξαιρετικά υψηλή γιατί με την «απελευθέρωση της αγοράς» και τα χρηματιστήρια ενέργειας, με τον τρόπο υπολογισμού της τιμή του ρεύματος σύμφωνα με τους κανονισμούς της ΕΕ («target model», μοντέλο στόχος) οικοδομείται ένας μηχανισμός εξασφαλισμένων υπερκερδών στους ιδιώτες παραγωγούς ενέργειας, ανεξάρτητα από το αν η ενέργεια παράγεται από ΑΠΕ, η λιγνίτη ή φυσικό αέριο, καθώς η τελική τιμή εξαρτάται πάντα από το ακριβότερο καύσιμο, στην περίοδο αυτή από το φυσικό αέριο».

Για την «πράσινη ανάπτυξη» η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναφέρει: «Η «πράσινη ανάπτυξη» που ευαγγελίζονται η ΕΕ και οι κυβερνήσεις ενώ προπαγανδίζεται σαν η απάντηση στην κλιματική αλλαγή δημιουργεί τεράστια προβλήματα στο περιβάλλον. Χωροθετούνται και κατασκευάζονται σε απάτητες βουνοκορφές χιλιάδες ανεμογεννήτριες καταστρέφοντας το φυσικό τοπίο, γεμίζοντας τα βουνά τεράστιους δρόμους, χιλιάδες τόνους μπετά, σιδερένια τέρατα που σε 20 χρόνια θα είναι άχρηστα, χωρίς κανείς να έχει προβλέψει τι θα γίνουν. Το ίδιο γίνεται και με τις χιλιάδες φωτοβολταικά που καταλαμβάνουν εύφορη γη.

»Έτσι αν και η μείωση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων και η ενίσχυση της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ είναι επιβεβλημένη λόγω της κλιματικής κρίσης, η καπιταλιστική αξιοποίηση τους με κριτήριο το κέρδος οδηγεί σε τεράστιες συγκεντρώσεις, θηριώδη βιομηχανικά πάρκα, καταστροφή της πανίδας και της χλωρίδας τεράστιων εδαφών στα βουνά ή την αγροτική γη».

Σύμφωνα με την έκτη θέση: «Η υπερθέρμανση του πλανήτη απειλεί την ύπαρξη της ίδιας της ανθρώπινης ζωής και οφείλεται αποκλειστικά στην καταστροφική καπιταλιστική ανάπτυξη, στην αλόγιστη εκμετάλλευση της φύσης, στην αντιμετώπισή της σαν αντικείμενο κερδοφορίας.

»Η αποψίλωση των δασών, οι εκτεταμένες ξηρασίες που ακολουθούνται από φονικές πλημμύρες, η διάβρωση των εδαφών, η απειλή εξαφάνισης ειδών και φυτών και η μείωση της βιοποικιλότητας είναι οι επιπτώσεις της καταστροφικής καπιταλιστικής ανάπτυξης.

»Πάνω στο έδαφος των καταστροφών που ο καπιταλισμός προκαλεί ανταγωνίζονται, αλλά και συνεργάζονται τα διάφορα λόμπυ του κεφαλαίου. Οι υποστηριχτές της «γκρι βιομηχανίας» (εταιρείες πετρελαίου και ορυκτών καυσίμων με τους πολιτικούς τους εκπροσώπους όπως ο Τραμπ) αρνούνται την ύπαρξη της κλιματικής αλλαγής. Οι προφήτες της «πράσινης ανάπτυξης» την αξιοποιούν για να δημιουργήσουν νέα πεδία κερδοφορίας, νέες μορφές εκμετάλλευσης του τρίτου κόσμου, νέα «ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα» στις δικές τους επιχειρήσεις, να νομιμοποιήσουν και πάλι σαν «πράσινη βιομηχανία» τον εφιάλτη της πυρηνικής ενέργειας, .

»Οι καπιταλιστές δεν ενδιαφέρονται να αποσοβήσουν τις καταστροφικές για τους λαούς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η κάθε μερίδα τους ενδιαφέρεται να την αξιοποιήσει προς όφελός της».

Η έβδομη θέση αναφέρει: «Σε αυτό το πλαίσιο οι εξορύξεις ορυκτών καυσίμων από τα βάθη των θαλασσών (στην περίπτωση της Α. Μεσογείου) είναι εξαιρετικά καταστροφικές. Έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πορεία μείωσης της χρήσης των ορυκτών καυσίμων. Εγκυμονούν τεράστιας έκτασης βιομηχανικά ατυχήματα (όπως η καταστροφή που έγινε από την Shell στον κόλπο του Μεξικού κα). Ενισχύουν τους ανταγωνισμούς και τους πολεμικούς κινδύνους στις περιοχές αυτές, λόγω των αναγκών οριοθέτησης των ΑΟΖ. Και τέλος έχουν μηδαμινό οικονομικό όφελος για τους λαούς καθώς την μερίδα του λέοντος των κερδών την καρπώνονται οι πολυεθνικές που αναλαμβάνουν τις εξορύξεις.

»60.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα θάλασσας στο Ιόνιο και την Κρήτη και 17.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης σε Ήπειρο, Δυτική Στερεά Ελλάδα και Δυτική Πελοπόννησο έχουν ήδη παραχωρηθεί σε ξένες και ελληνικές πετρελαϊκές επιχειρήσεις για έρευνα και εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου. Στηρίζουμε αποφασιστικά την πάλη κατά των εξορύξεων».

Σύμφωνα με την 8η θέση: «Είμαστε υπέρ της μείωσης της χρήσης που θα οδηγήσει στην κατάργηση των ορυκτών καυσίμων στο μίγμα της ηλεκτροπαραγωγής προκειμένου να υπάρξει μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Όμως αυτό που έγινε στην Ελλάδα δεν έχει καμία σχέση με αυτό.

»Στην Ελλάδα με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων έγινε μια βίαιη μετάβαση από ένα ορυκτό καύσιμο, τον λιγνίτη, σε ένα άλλο, το (εισαγόμενο) φυσικό αέριο, το οποίο επίσης εκλείει αέρια του θερμοκηπίου, μάλιστα ορισμένα από αυτά ακόμα περισσότερο ρυπογόνα (π.χ. CH4) απ΄ ότι ο λιγνίτης.

»Ο μόνος λόγος για να γίνει αυτή η βίαιη αλλαγή, που ανέβασε το ποσοστό συμμετοχής του πανάκριβου και εισαγόμενου φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή περίπου στο 35-40% μέσα σε λίγα χρόνια κλείνοντας λιγνιτικούς σταθμούς είναι για να χτυπηθεί το κρατικό μονοπώλιο της ΔΕΗ στην παραγωγή, να ιδιωτικοποιηθεί η ΔΕΗ και να ευνοηθούν οι ιδιώτες παραγωγοί που κατασκεύασαν, με κρατική στήριξη και επιδοτήσεις, μονάδες φυσικού αερίου.

»Συνολικά η ΕΕ, στο όνομα της «πράσινης ανάπτυξης» επέβαλλε την αλλαγή του ενός ορυκτού καυσίμου (του λιγνίτη) με ένα άλλο (το φυσικό αέριο) αυξάνοντας το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής μέσω του «χρηματιστήριου ρύπων», φορτώνοντας έτσι στους λαούς εξωφρενικά βάρη, εξασφαλίζοντας την «ουρανοκατέβατη» κερδοφορία των επιχειρήσεων ενέργειας στο όνομα της «πράσινης μετάβασης».

Ενώ η ένατη θέση αναφέρει: «Σήμερα υπάρχει η δυνατότητα για μια οικολογική, ασφαλή, φτηνή ενέργεια αξιοποιώντας όλες τις υφιστάμενες και μελλοντικές τεχνολογίες, ώστε να υπάρξει σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, χωρίς να γυρίσουμε στον εφιάλτη της πυρηνικής ενέργειας. Για να γίνει αυτό θα πρέπει η παραγωγή και διανομή ενέργειας να απαλλαγεί από το κριτήριο του καπιταλιστικού κέρδους και να λειτουργεί κάτω από εργατικό έλεγχο σε όφελος της εργαζόμενης πλειοψηφίας.

Σήμερα υπάρχουν όλες οι δυνατότητες με την αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πηγών να υπάρξει επαρκή, οικολογική και προσιτή παραγωγή ενέργειας, χωρίς να επιταχύνεται η κλιματική αλλαγή και να καταστρέφονται τα βουνά, η γη και οι θάλασσες με υπεράκτιους σταθμούς και γεωτρύπανα».

Συμπληρώνει πως: Η ενέργεια είναι δημόσιο αγαθό. Μόνο ένας εθνικοποιημένος, ενιαίος, καθετοποιμένος τομέας ενέργειας με εργατικό έλεγχο μπορεί να εξασφαλίσει φτηνό ρεύμα για όλους, αξιοποιώντας τις υπάρχουσες τεχνολογίες με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες και την περιβαλλοντική ισορροπία, ορθολογική αξιοποίηση κοινωνικά και τεχνικά όλων των διαθέσιμων πηγών ενέργειας στην παραγωγή και την διανομή.

Βασικοί στόχοι ενός τέτοιου προγράμματος μπορεί να είναι:

1. Επιβολή διατίμησης στις τιμές ενέργειας Κατάργηση του ΦΠΑ και των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης στα καύσιμα, στο ηλεκτρικό, στη θέρμανση και στα τιμολόγια κοινωνικής ωφέλειας.

2. Πλήρης και οριστική κατάργηση των χρηματιστηρίων ενέργειας και όλου του τρόπου τιμολόγησης, διαπραγμάτευσης και εμπορίας του ρεύματος.

3 Κρατικοποίηση της ΔΕΗ και όλων των ιδιωτικών εταιρειών ενέργειας χωρίς αποζημίωση, με εργατικό-κοινωνικό έλεγχο. Αξιοποίηση των εγχώριων πηγών ενέργειας από τον εθνικοποιημένο ενεργειακό τομέα, με σεβασμό στο περιβάλλον. Ανάπτυξη των ΑΠΕ με σεβασμό στο περιβάλλον. Όχι στις εξορύξεις.

Όχι στο εμπάργκο στην Ρωσία, που θα πληρώσουν οι λαοί.
Πλήρη απειθαρχία στις ντιρεκτίβες και την πολιτική της ΕΕ, την ίδια την ΕΕ και μια πορεία ρήξης και αποδέσμευσης από αυτή. Αυτός ο πολιτικός στόχος, που ανακύπτει τελικά σε κάθε μικρό ή μεγάλο θέμα, δεν είναι «για το μέλλον» αλλά για το τώρα.

Τέλος, στη δέκατη θέση ασκείται κριτική στις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς που «κινούνται σε άλλη λογική».