της Ιωάννας Λιούτσια

Ξεκίνησα μ’ αυτήν τη δήλωση θέσεων και προθέσεων γιατί αισθάνομαι ότι καταρχήν δεν θα έπρεπε να με ενοχλεί η Λένα Κιτσοπούλου. Από όσα διαβάζω στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τις τελευταίες ημέρες, όσοι ενοχλούνται από τις «Σφήκες» της Κιτσοπούλου, χαρακτηρίζονται από τους υποστηρικτές της «συντηρητικοί», δέχονται ειρωνείες για τη φύλαξη των «Θερμοπυλών» της Επιδαύρου κ.λπ. Εγώ, δυστυχώς, δεν την είδα την παράσταση. Και λέω «δυστυχώς» ενώ απέχω συνειδητά πλέον από οποιαδήποτε δημιουργία της καλλιτέχνιδας, γιατί γνωρίζω πια πως η αισθητική μας, η γλώσσα μας, ο κόσμος μας απέχουν πολύ. Όμως αυτή τη φορά, θα ήθελα –κι ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία– να παρακολουθήσω την παράσταση που τόσο πια άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου και χωριστήκαμε όλοι σε στρατόπεδα. Με πιάνει η περιέργεια· τι μπορεί να έκανε αυτήν τη φορά η Κιτσοπούλου που δεν το έκανε τις προηγούμενες;

Απ’ ό,τι διαβάζω, έβρισε· βρίζει πάντα και στα γραπτά της και στο θέατρο.

Απ’ ό,τι διαβάζω, έβρισε αυτούς που της ανέθεσαν να κάνει την παράσταση αλλά και το κοινό· πάλι δεν είναι η πρώτη φορά, το συνηθίζει να μας κουνάει το δάχτυλο αφ’ υψηλού και να κράζει τον σύγχρονο πολιτισμό (culture και civilization), δηλαδή το χέρι που πλουσιοπάροχα την ταΐζει τα τελευταία χρόνια. Το Εθνικό Θέατρο, μάλιστα, εις διπλούν το τελευταίο εξάμηνο. Να κάνει πράξη τον Αναρχικό τραπεζίτη άραγε; Να μας λέει ότι στρέφεται ενάντια στον «καπιταλισμό που μας έχει υποδουλώσει», [1] γυρνώντας βίντεο στη φύση πληρωμένα με χιλιάδες ευρώ από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση (σ.σ. θυμάστε και τότε τι αντιδράσεις προκάλεσαν οι εικόνες με τα νεκρά ζώα). Αλλά αυτό ανοίγει κι άλλα θέματα: Σε ποιο κοινό στοχεύει και απευθύνεται; Ποιο είναι το κοινό αυτών των θεσμών; Γιατί κι εγώ πολύ θα ήθελα να πάω στη Λάλκα, στο βουνό, αλλά η ανάγκη δεν μ’ αφήνει. Ακόμη κι η φύση θέλει κεφάλαιο. Αφήστε δε που η επιστροφή στην πρωτόγονη φύση μας ως αντίδοτο στον καπιταλισμό κάθε άλλο παρά προοδευτική ή αντισυντηρητική είναι. Άλλωστε, η αντίληψη πως ο σύγχρονος πολιτισμός έχει διαφθείρει τον άνθρωπο και η λύση είναι να γυρίσουμε στους υποτιθέμενους νόμους της φύσης είναι θεμελιώδης για τον φασισμό. [2 ]Όμως άλλη κουβέντα αυτή.

Απ’ ό,τι είδα στις φωτογραφίες, η αισθητική της Κιτσοπούλου είναι συνεπής τόσο όσον αφορά την οπτική ταυτότητα της παράστασης, όσο και την αύρα που αποπνέει, στο βαθμό τουλάχιστον που αφήνεται να διαφανεί κάτι τέτοιο μέσα από εικόνες.

Τέλος, πολλοί συνεργάτες της είναι σταθεροί. Άρα, δύσκολα περιμένουμε κάποια έκπληξη.

Κι εκεί ξεκινάει το πρόβλημα, κατά την άποψή μου. Δεν μπορούμε πλέον να βαυκαλιζόμαστε ότι η Κιτσοπούλου κάνει πρωτοπορία ή πειραματισμό. Μακάρι η παράσταση που θα δω να με διαψεύσει, αλλά από το 2008 που την παρακολουθώ συγγραφικά, θεατρικά και τραγουδιστικά δεν μου έχει προκαλέσει ποτέ καμία έκπληξη.

Πολύ καλά έκανε αν άλλαξε τα φώτα στις «Σφήκες», γι’ αυτό ανεβάζουμε ξανά και ξανά τα ίδια έργα, για να μιλήσουν οι καλλιτέχνες κάθε εποχής και κάθε διαφορετικού αισθητικού και διανοητικού υπόβαθρου με τον τρόπο τους για τον κόσμο. Παρόλα αυτά, αν ένας καλλιτέχνης κινείται στα όρια του διδακτισμού μέσα από έργα που, θεωρητικά, θέλουν να μας υποδείξουν το πύον της ελληνικής κοινωνίας, αλλά στις συνεντεύξεις του φλερτάρει έντονα με τον νεοφιλελεύθερο δαρβινισμό του «θα επιβιώσουν οι καλύτεροι», [3] όπερ μεθερμηνευόμενο στις μέρες μας όσοι έχουν λεφτά, όσοι έχουν άκρες, όσοι είναι «άριστοι», τότε για μένα αυτός ο καλλιτέχνης δεν λέει και πολλά τελικά για το πύον. Ή έχει κολλήσει σ’ ένα μικρό σπυράκι στην πλάτη, και δεν θέλει να δει τη φουσκάλα που κοντεύει να του πνίξει το πρόσωπο· ακόμη χειρότερα, η φουσκάλα του καλύπτει τα μάτια και δεν μπορεί να τη δει.

Όλα τα παραπάνω ασφαλώς και δεν έχουν να κάνουν καθόλου με τους ηθοποιούς που παίζουν στις παραστάσεις της. Ο κόπος τους, νομίζω, είναι δεδομένος και αναγνωρίζεται απ’ όλους και πιστεύω πως τους τιμά το γεγονός ότι αφοσιώνονται, υπηρετούν και υποστηρίζουν το όραμά της δημιουργού του εκάστοτε πρότζεκτ. Καλά-καλά όλα τα παραπάνω δεν έχουν καν σχέση με τη συγκεκριμένη παράσταση· η παράσταση είναι απλώς μια αφορμή. Όπως είναι κι όλες οι παραστάσεις. Μια αφορμή για να σκεφτούμε με τι συντασσόμαστε, τι μας αρέσει και τι όχι και γιατί, τι σχέση έχει αυτό με εμάς, τι μπορούμε να κάνουμε κ.λπ.

Ε, και στο κάτω-κάτω, δεν είναι κακό να συζητάμε για θέατρο και για τέχνη πότε-πότε. Ίσως να είναι και μια καλή εξάσκηση για την πολιτική ζωή μας. Είστε υπέρ ή κατά; Αιτιολογήστε.

 

[1] Απόσπασμα από το σημείωμα της δημιουργού για το βίντεο Λάλκα https://www.onassis.org/el/video/lalka-lena-kitsopoulou.

[2] Βλ. ενδεικτικά Cyprian Blamires & Paul Jackson (επιμ.), World Fascism: A Historical Encyclopedia, 2006.

[3] Βλ. συνέντευξη της Λ. Κιτσοπούλου στην Έρρικα Ρούσσου, όπου αναφέρει μιλώντας για τον κορωνοϊό: «Αυτή η θεϊκή παύση που συνέβη παγκοσμίως, μας υπέδειξε τη διάλυση της καπιταλιστικής μας ρουτίνας, η οποία ήτανε σίγουρα για τον πολύ κόσμο μια ασφάλεια, αλλά για έναν δημιουργό, ένα είδος θανάτου, κάτι σαν αποτυχημένο μπότοξ, οπότε ελπίζω ότι όποιος είχε και πριν από αυτή την ιστορική στιγμή κάτι να πει, θα το πει καλύτερα από εδώ και πέρα. Οι υπόλοιποι απλώς θα δυστυχήσουν περισσότερο», Athens Voice, τχ.740, 14/05/2020, https://www.athensvoice.gr/politismos/theatro-opera/646926/gia-tin-lena-kitsopoyloy-o-koronoios-itan-doro/.

Σύντομο σχόλιο: Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, μόνο η ρουτίνα μας διαλύθηκε, ο καπιταλισμός μια χαρά ακμαίος βγήκε με τόσες ηλεκτρονικές παραγγελίες από εταιρίες όπως η Amazon κ.λπ.