Το επιχείρημα των ημερών λέει πως η βία δεν έχει πρόσημο, είναι παντού ίδια. Πως οι προθέσεις αυτών που ασκούν βία δεν έχουν καμία σημασία, διότι έτσι κι αλλιώς όλοι πιστεύουν ότι έχουν δίκιο και ότι τα θύματά τους «το άξιζαν». Συνεπώς, λέγεται, ή θα καταδικάζουμε τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», ή αλλιώς θα λέμε μισόλογα ετοιμάζοντας τα κρεματόρια ή τα γκουλάγκ του μέλλοντος. Ο πολύς Γιάννης Πρετεντέρης έγραψε για το «κόμμα της βίας», εξηγώντας πως η βία των αναρχικών και βία των φασιστών είναι μια εσωτερική διαμάχη στο κόμμα της βίας, την οποία παρακολουθούμε όλοι εμείς οι φιλήσυχοι από μακριά. Δεν θα ασχοληθώ με την πιο αφελή πλευρά αυτής της επιχειρηματολογίας, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει τη διαφορά ανάμεσα στο να κλείνεις λιμάνια και να ανοίγεις κεφάλια. Θα αναφερθώ στην επαναστατική βία (η τρομοκρατία είναι άλλη ιστορία): αυτή που δεν ασκεί η Αριστερά κάθε μέρα, όπως προσπαθούν να μας πείσουν, αλλά που την έχει ασκήσει και δεν αποκλείεται να την ξαναασκήσει.
Το επιχείρημά μου λοιπόν είναι πως η μοναδική περίπτωση να καταδικάσει κανείς στα σοβαρά τη βία «από όπου και αν προέρχεται» χωρίς να αυτοαναιρεθεί προσκρούοντας αμέσως σε αντιφάσεις, είναι αν δεχτεί απολύτως τη στάση του πασιφιστή: αυτό που πρότεινε το σύνθημα της δεκαετίας του ’60, για τον πόλεμο στον οποίον δεν εμφανίζεται κανείς για να πολεμήσει. Τη στάση που κήρυττε ο Τολστόι, λέγοντας πως αν θεωρούμε ότι δεν πρέπει να σκοτώνουμε, αυτό δεν μπορεί να αλλάζει επειδή κάποιος φόρεσε στρατιωτική στολή. Η κυριότερη αντίρρηση είναι αυτή που έχει διατυπωθεί από τον Όργουελ, πως αντικειμενικά ο πασιφισμός είναι υπέρ του φασίστα. Διότι, τι κάνει ο συνεπής πασιφιστής απέναντι στον Χίτλερ; Κάνει γαργάρα το επιχείρημά του, είναι η απάντηση. Αλλιώς, όταν η μία πλευρά έχει ήδη εμφανιστεί για να πολεμήσει, ο πασιφισμός μας συνιστά συνέργεια με την επέλαση των ισχυρών. Δεν υπάρχει αταλάντευτη θέση πασιφιστή που να μην εδράζεται στην ηθική ενός ανθρώπου εκτός κοινωνίας. Ανάλογα με τις ευαισθησίες του κανείς, ας προεκτείνει το επιχείρημα προς την πλευρά της Γαλλικής Επανάστασης, της Ελληνικής, όπου νομίζει. Από τη στιγμή που θα δεχθούμε εξαιρέσεις, όμως, ανοίγουμε τον ασκό του Αιόλου. Το δικαϊκό μας σύστημα θεωρεί πως ο πόλεμος ή η νόμιμη άμυνα συνιστούν περιπτώσεις θεμιτής εξαίρεσης από τον κανόνα της μη βίας, αρκεί, όμως, να ορίζει το ίδιο το κράτος ποιες είναι οι εξαιρέσεις. Αυτά ισχύουν όταν αμυνόμαστε στη βία, θα αντιτείνει ο φιλελεύθερος πασιφιστής (ας τον ονομάσουμε συμβολικά «Πάσχο Πρετεντέλη») και εδώ το επιχείρημα αρχίζει να έχει ενδιαφέρον. Ασκεί βία ο καπιταλισμός;
Ξεκινώ από τον locus classicus, τη διατύπωση της Ρόζας Λούξεμπουργκ πως «Όταν έναν “ελεύθερο πολίτη”, τον κλείνει κάποιος σ' ένα μέρος στενό και μη κατοικήσιμο για κάμποσο καιρό, όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι μια πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που η ενέργεια αυτή θα γίνει βάσει του Ποινικού Νόμου, και το μέρος αυτό ονομαστεί “Πρωσσική Βασιλική Φυλακή”, μετατρέπεται αμέσως σε πράξη ειρηνικής νομιμότητας. Αν ένας άνθρωπος εξαναγκαστεί από έναν άλλο να σκοτώνει συστηματικά τους συνανθρώπους του, αυτό είναι πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που αυτό θα ονομαστεί “στρατιωτική υπηρεσία”, ο καλός πολίτης φαντάζεται ότι αναπνέει τον αέρα της ειρήνης και της νομιμότητας. Με λίγα λόγια, ό,τι παρουσιάζεται στα μάτια μας για αστική νομιμότητα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η βία της κυρίαρχης τάξης ανυψωμένη εκ των προτέρων σε υποχρεωτικό κανόνα». Δεύτερος σταθμός οι λεγόμενες «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» της υπερήφανης δυτικής δημοκρατίας μας στους βαρβάρους της Ανατολής. Μπορεί να λείπει εκεί η παραδοσιακή τελετουργία κήρυξης πολέμου, αλλά ο νοών νοείτω, βόμβες ρίχνουμε. Να προσθέσουμε λίγη Λατινική Αμερική; Εκεί όπου το πρόγραμμα της ελεύθερης αγοράς υποστηρίχθηκε μέσα στα εργοστάσια της Φορντ που στέγασαν και εκπαίδευσαν βασανιστές; (Μετά βέβαια η ίδια εταιρεία πλήρωνε δικηγόρους για να μελετούν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Ή να αναφέρουμε αυτό που ένας σλοβένος θεωρητικός ονομάζει συστημική βία, θυμίζοντας πως τα εκατομμύρια των θυμάτων της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, π.χ. στο Βελγικό Κογκό, δεν είναι θύματα φυσικής καταστροφής; Κλείνω με τη φράση του Χορκχάιμερ που μας θύμισε ο Φ. Τερζάκης, πως «η επιβίωση του ισχυροτέρου, πριν να γίνει ιαχή για τη συντριβή των κατώτερων φυλών, υπήρξε ο θεμέλιος λίθος της φιλελεύθερης λογικής της αγοράς».
Όπως έγραψε ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος στο τελευταίο τεύχος των «σημειώσεων», έρχεται ίσως η ώρα, δημοκράτη μου, που πρέπει να απαντήσει κανείς στο ερώτημα: εσύ που μιλάς με τόση αποστροφή για τα «άκρα», πού πατάς τελικά; Η συνάντηση των άκρων σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια κέντρο, διότι σε περιόδους κρίσης το κέντρο εξαερώνεται, όταν η αστική δημοκρατία μας δεν μπορεί πλέον να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις εντάσεις. Είναι ένα «ανοίκειο και πολωτικό ερώτημα, μα μερικές φορές αναπόφευκτο», συνεχίζει. Δεν ξέρω αν οδεύουμε προς τα εκεί, δεν ξέρω αν είμαστε ήδη εκεί. Πιστεύω όμως πως μια συζήτηση κριτικής τη βίας που αρνείται να συζητήσει περιεχόμενα, είναι ένα όνειρο για το τι καλός που θα ήταν ένας κόσμος χωρίς βία. Καλός θα ήταν, αλλά φοβάμαι ότι, μέρα τη μέρα, δεν ζούμε πια σε τέτοιο κόσμο. Τα παραπάνω συνιστούν στα μάτια μου μια «κατ’ αρχήν» άρνηση του πασιφισμού. «Κατ’ αρχήν» θα πει ότι δεν δικαιώνεται η βία κάθε φορά που κάποιος την ασκεί στο όνομα της Αριστεράς, αλλά μόνο ότι δεν συμμερίζομαι τους φιλιππικούς κατά της βίας γενικώς και αορίστως. Την εμφυλιοπολεμική ρητορική στην οποία επιδόθηκε με τόσο ζήλο ο πρωθυπουργός μας την ενισχύει η λογική λαθροχειρία που παρουσιάζει τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση σαν την κανονική κατάσταση της κοινωνίας μας, και την κάθε διαμαρτυρία ως εκτροπή. Στην ουσία πρόκειται για μια εξόχως ειρηνόφιλη ρητορική, με τη μόνη προϋπόθεση να υπογράψουμε την ειρήνη με τους όρους τους. Οι Ναζί, λατρεύοντας το μεγαλείο της πράξης, λάτρεψαν και το μεγαλείο του αρχαίου ήρωα, γενικώς: για μας όμως όταν συγκρούεται ο Κρέων με την Αντιγόνη, ο θαυμασμός μας για την Αντιγόνη οφείλεται στο ότι η δική μας πλευρά θαυμάζει όχι μόνο το θάρρος αλλά και το δίκιο.
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Το επιχείρημα των ημερών λέει πως η βία δεν έχει πρόσημο, είναι παντού ίδια. Πως οι προθέσεις αυτών που ασκούν βία δεν έχουν καμία σημασία, διότι έτσι κι αλλιώς όλοι πιστεύουν ότι έχουν δίκιο και ότι τα θύματά τους «το άξιζαν». Συνεπώς, λέγεται, ή θα καταδικάζουμε τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», ή αλλιώς θα λέμε μισόλογα ετοιμάζοντας τα κρεματόρια ή τα γκουλάγκ του μέλλοντος. Ο πολύς Γιάννης Πρετεντέρης έγραψε για το «κόμμα της βίας», εξηγώντας πως η βία των αναρχικών και βία των φασιστών είναι μια εσωτερική διαμάχη στο κόμμα της βίας, την οποία παρακολουθούμε όλοι εμείς οι φιλήσυχοι από μακριά. Δεν θα ασχοληθώ με την πιο αφελή πλευρά αυτής της επιχειρηματολογίας, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει τη διαφορά ανάμεσα στο να κλείνεις λιμάνια και να ανοίγεις κεφάλια. Θα αναφερθώ στην επαναστατική βία (η τρομοκρατία είναι άλλη ιστορία): αυτή που δεν ασκεί η Αριστερά κάθε μέρα, όπως προσπαθούν να μας πείσουν, αλλά που την έχει ασκήσει και δεν αποκλείεται να την ξαναασκήσει.
Το επιχείρημά μου λοιπόν είναι πως η μοναδική περίπτωση να καταδικάσει κανείς στα σοβαρά τη βία «από όπου και αν προέρχεται» χωρίς να αυτοαναιρεθεί προσκρούοντας αμέσως σε αντιφάσεις, είναι αν δεχτεί απολύτως τη στάση του πασιφιστή: αυτό που πρότεινε το σύνθημα της δεκαετίας του ’60, για τον πόλεμο στον οποίον δεν εμφανίζεται κανείς για να πολεμήσει. Τη στάση που κήρυττε ο Τολστόι, λέγοντας πως αν θεωρούμε ότι δεν πρέπει να σκοτώνουμε, αυτό δεν μπορεί να αλλάζει επειδή κάποιος φόρεσε στρατιωτική στολή. Η κυριότερη αντίρρηση είναι αυτή που έχει διατυπωθεί από τον Όργουελ, πως αντικειμενικά ο πασιφισμός είναι υπέρ του φασίστα. Διότι, τι κάνει ο συνεπής πασιφιστής απέναντι στον Χίτλερ; Κάνει γαργάρα το επιχείρημά του, είναι η απάντηση. Αλλιώς, όταν η μία πλευρά έχει ήδη εμφανιστεί για να πολεμήσει, ο πασιφισμός μας συνιστά συνέργεια με την επέλαση των ισχυρών. Δεν υπάρχει αταλάντευτη θέση πασιφιστή που να μην εδράζεται στην ηθική ενός ανθρώπου εκτός κοινωνίας. Ανάλογα με τις ευαισθησίες του κανείς, ας προεκτείνει το επιχείρημα προς την πλευρά της Γαλλικής Επανάστασης, της Ελληνικής, όπου νομίζει. Από τη στιγμή που θα δεχθούμε εξαιρέσεις, όμως, ανοίγουμε τον ασκό του Αιόλου. Το δικαϊκό μας σύστημα θεωρεί πως ο πόλεμος ή η νόμιμη άμυνα συνιστούν περιπτώσεις θεμιτής εξαίρεσης από τον κανόνα της μη βίας, αρκεί, όμως, να ορίζει το ίδιο το κράτος ποιες είναι οι εξαιρέσεις. Αυτά ισχύουν όταν αμυνόμαστε στη βία, θα αντιτείνει ο φιλελεύθερος πασιφιστής (ας τον ονομάσουμε συμβολικά «Πάσχο Πρετεντέλη») και εδώ το επιχείρημα αρχίζει να έχει ενδιαφέρον. Ασκεί βία ο καπιταλισμός;
Ξεκινώ από τον locus classicus, τη διατύπωση της Ρόζας Λούξεμπουργκ πως «Όταν έναν “ελεύθερο πολίτη”, τον κλείνει κάποιος σ' ένα μέρος στενό και μη κατοικήσιμο για κάμποσο καιρό, όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι μια πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που η ενέργεια αυτή θα γίνει βάσει του Ποινικού Νόμου, και το μέρος αυτό ονομαστεί “Πρωσσική Βασιλική Φυλα¬κή”, μετατρέπεται αμέσως σε πράξη ειρηνικής νομιμότητας. Αν ένας άνθρωπος εξαναγκαστεί από έναν άλλο να σκοτώνει συστηματικά τους συνανθρώπους του, αυτό είναι πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που αυτό θα ονομαστεί “στρατιωτική υπηρεσία”, ο καλός πολίτης φαντάζεται ότι αναπνέει τον αέρα της ειρήνης και της νομιμότητας. Με λίγα λόγια, ό,τι παρουσιάζεται στα μάτια μας για αστική νομιμότητα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η βία της κυρίαρχης τάξης ανυψωμένη εκ των προτέρων σε υποχρεωτικό κανόνα». Δεύτερος σταθμός οι λεγόμενες «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» της υπερήφανης δυτικής δημοκρατίας μας στους βαρβάρους της Ανατολής. Μπορεί να λείπει εκεί η παραδοσιακή τελετουργία κήρυξης πολέμου, αλλά ο νοών νοείτω, βόμβες ρίχνουμε. Να προσθέσουμε λίγη Λατινική Αμερική; Εκεί όπου το πρόγραμμα της ελεύθερης αγοράς υποστηρίχθηκε μέσα στα εργοστάσια της Φορντ που στέγασαν και εκπαίδευσαν βασανιστές; (Μετά βέβαια η ίδια εταιρεία πλήρωνε δικηγόρους για να μελετούν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Ή να αναφέρουμε αυτό που ένας σλοβένος θεωρητικός ονομάζει συστημική βία, θυμίζοντας πως τα εκατομμύρια των θυμάτων της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, π.χ. στο Βελγικό Κογκό, δεν είναι θύματα φυσικής καταστροφής; Κλείνω με τη φράση του Χορκχάιμερ που μας θύμισε ο Φ. Τερζάκης, πως «η επιβίωση του ισχυροτέρου, πριν να γίνει ιαχή για τη συντριβή των κατώτερων φυλών, υπήρξε ο θεμέλιος λίθος της φιλελεύθερης λογικής της αγοράς».
Όπως έγραψε ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος στο τελευταίο τεύχος των «σημειώσεων», έρχεται ίσως η ώρα, δημοκράτη μου, που πρέπει να απαντήσει κανείς στο ερώτημα: εσύ που μιλάς με τόση αποστροφή για τα «άκρα», πού πατάς τελικά; Η συνάντηση των άκρων σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια κέντρο, διότι σε περιόδους κρίσης το κέντρο εξαερώνεται, όταν η αστική δημοκρατία μας δεν μπορεί πλέον να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις εντάσεις. Είναι ένα «ανοίκειο και πολωτικό ερώτημα, μα μερικές φορές αναπόφευκτο», συνεχίζει. Δεν ξέρω αν οδεύουμε προς τα εκεί, δεν ξέρω αν είμαστε ήδη εκεί. Πιστεύω όμως πως μια συζήτηση κριτικής τη βίας που αρνείται να συζητήσει περιεχόμενα, είναι ένα όνειρο για το τι καλός που θα ήταν ένας κόσμος χωρίς βία. Καλός θα ήταν, αλλά φοβάμαι ότι, μέρα τη μέρα, δεν ζούμε πια σε τέτοιο κόσμο. Τα παραπάνω συνιστούν στα μάτια μου μια «κατ’ αρχήν» άρνηση του πασιφισμού. «Κατ’ αρχήν» θα πει ότι δεν δικαιώνεται η βία κάθε φορά που κάποιος την ασκεί στο όνομα της Αριστεράς, αλλά μόνο ότι δεν συμμερίζομαι τους φιλιππικούς κατά της βίας γενικώς και αορίστως. Την εμφυλιοπολεμική ρητορική στην οποία επιδόθηκε με τόσο ζήλο ο πρωθυπουργός μας την ενισχύει η λογική λαθροχειρία που παρουσιάζει τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση σαν την κανονική κατάσταση της κοινωνίας μας, και την κάθε διαμαρτυρία ως εκτροπή. Στην ουσία πρόκειται για μια εξόχως ειρηνόφιλη ρητορική, με τη μόνη προϋπόθεση να υπογράψουμε την ειρήνη με τους όρους τους. Οι Ναζί, λατρεύοντας το μεγαλείο της πράξης, λάτρεψαν και το μεγαλείο του αρχαίου ήρωα, γενικώς: για μας όμως όταν συγκρούεται ο Κρέων με την Αντιγόνη, ο θαυμασμός μας για την Αντιγόνη οφείλεται στο ότι η δική μας πλευρά θαυμάζει όχι μόνο το θάρρος αλλά και το δίκιο.