Ο Άγιος Παντελεήμονας είναι μια γειτονιά του Δήμου Αθηναίων που ανήκει στο 6ο δημοτικό διαμέρισμα, μαζί με γειτονιές όπως η Κυψέλη, τα Κάτω Πατήσια και ο Σταθμός Λαρίσης.
Πρόκειται για μια περιοχή που, όπως αποδεικνύει η εναπομείνασα σήμερα αρχιτεκτονική της κληρονομιά, κατοικήθηκε από μεσαία τουλάχιστον στρώματα από τον 19ο αιώνα. Η ανοικοδόμηση της δεκαετίας του ’60 με τη μέθοδο της αντιπαροχής πρόσθεσε στην περιοχή και τα νέα μικροαστικά στρώματα. Ωστόσο η δεκαετία του ’90 βρίσκει την περιοχή ήδη υποβαθμισμένη, καθώς η περιβαλλοντική επιβάρυνση της δεκαετίας του ’80 έχει οδηγήσει σταδιακά τους μεσαίας τάξης, σχετικώς ευκατάστατους πια, κατοίκους εκτός αθηναϊκού κέντρου. Στη θέση τους, και εξαιτίας των χαμηλών σχετικά ενοικίων, θα έρθουν κατά χιλιάδες οι μετανάστες από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και την Αλβανία (Καβουλάκος-Κανδύλης 2012).
Στην οδό Φυλής, στην καρδιά της περιοχής του Αγίου Παντελεήμονα, συγκεντρώνεται από δεκαετίες η δραστηριότητα των οίκων ανοχής. Οι κάτοικοι της περιοχής δραστηριοποιούνται γύρω από το ζήτημα αυτό ήδη από τη δεκαετία του ’90, καθώς η λειτουργία τους, λένε, συνδέεται με το οργανωμένο έγκλημα. Χαρακτηριστική είναι η συγκρότηση ομάδων περιφρούρησης από κατοίκους, για την οποία μας ενημερώνει ο Ριζοσπάστης της 10ης Μαρτίου 1995:
#com#Σε… αναγκαστική αργία βρίσκονται το τελευταίο δεκαπενθήμερο οι οίκοι ανοχής, γύρω από τις οδούς Φυλής και Θήρας, καθώς οι κάτοικοι της περιοχής έχουν εγκαταστήσει σε 24ωρη βάση ομάδες περιφρούρησης και επεμβαίνουν ειδοποιώντας την αστυνομία, μόλις δουν κάποιο από τα φωτάκια των εισόδων να ανάβει, ένδειξη ότι… το “κατάστημα” λειτουργεί!
Το πρωτότυπο, όσο και δυναμικό, μέτρο στο οποίο κατέληξαν τον τελευταίο καιρό, προήλθε μετά τη ραγδαία αύξηση τον τελευταίο χρόνο των οίκων ανοχής και τη με γεωμετρική πρόοδο υποβάθμιση της περιοχής τους. Όπως επισημαίνουν οι ίδιοι, ένας περιορισμένος αριθμός νόμιμων οίκων ανοχής θα ήταν ανεκτός, ωστόσο σήμερα η κατάσταση είναι εκρηκτική, αφού από την Πλατεία Αμερικής μέχρι και την Πλατεία Βικτωρίας έχουν καταμετρηθεί 102 παράνομοι οίκοι ανοχής, οι οποίοι συνεχώς αυξάνονται.$com$
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1999, ο τότε Υπουργός Δημόσιας Τάξης Μιχάλης Χρυσοχοΐδης καταθέτει νομοσχέδιο με θέμα «Εκδιδόμενα με αμοιβή πρόσωπα». Στη συζήτηση στην ολομέλεια της Βουλής το παράδειγμα της οδού Φυλής χρησιμοποιείται από βουλευτές όλων των κομμάτων. Ειδική μνεία γίνεται, μάλιστα, από τον πρόεδρο του ΔΗΚΚΙ Δημήτρη Τσοβόλα στο σπίτι του προέδρου της Κυβέρνησης του Βουνού καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Αλέξανδρου Σβώλου, στη γωνία Φερών και Φυλής, που εξακολουθεί τότε να χρησιμοποιείται ως οίκος ανοχής – κι αυτό, παρά «την ιδιαίτερη σημασία που έχει η μνήμη του Αλ. Σβώλου για εμένα υπό την επιστημονική μου ιδιότητα» και τις ενέργειες που εξαγγέλλει ο Υπουργός Πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος, απαντώντας σε ερώτηση της βουλευτίνας του ΠΑΣΟΚ Ελένης Ανουσάκη λίγους μήνες νωρίτερα.
Στην ίδια συζήτηση του 1999, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Νάσος Αλευράς επισημαίνει ότι «υπάρχουν πτυχές εγκληματικότητας σε έξαρση σε περιοχές της Αθήνας» και υπενθυμίζει περιστατικό που συνέβη εκείνες τις μέρες στην πλατεία Πλυτά της Γούβας (εκεί που έπαιζε μικρός ο Νίκος Μιχαλολιάκος) «όπου συμμορίες Αλβανών λαθρομεταναστών αντάλλαξαν πυροβολισμούς το απόγευμα, δημιουργώντας πανικό στις οικογένειες και στα παιδιά που έπαιζαν στην πλατεία».
Ο Άγιος Παντελεήμονας είναι, λοιπόν, μια μόνο απ’ τις βασανισμένες γειτονιές του Δήμου Αθηναίων, κι αυτό συμβαίνει εδώ και δεκαετίες. Τι μεσολάβησε όμως ώστε τα τελευταία χρόνια να φτάσει να γίνει συνώνυμο της υποβάθμισης και τελικά κύριο πεδίο εκδίπλωσης της αντιμεταναστευτικής ρητορικής; Πώς αναγορεύτηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε εθνική απειλή;
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, η παρουσίαση της πλατείας του Άγιου Παντελεήμονα από τα ΜΜΕ έχει διολισθήσει προς μια εξαιρετικά φορτισμένη ρητορική. Τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών δείχνουν πως η διάδοση του απορριπτικού για τους μετανάστες λόγου είναι μεγάλη. Επίσης, η σύνδεση του μεταναστευτικού προβλήματος με την εγκληματικότητα εμφανίζεται ως δεδομένη για μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Ωστόσο μέχρι πρόσφατα δεν ήταν έτσι, ακόμη και στο ταλαιπωρημένο κέντρο της Αθήνας. Σύμφωνα με την έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών “Επιχειρηματικότητα, κίνδυνοι και ανταγωνισμός στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας” που διεξήχθη το 2007 μεταξύ 730 επιχειρηματιών του εμπορικού ιστορικού κέντρου (Βαρουξή et al 2009: 225-388), οι επιχειρηματίες του κέντρου αναγνωρίζουν αυθορμήτως ως τρεις κυριότερες απειλές εναντίον τους τις κλοπές, τον ανταγωνισμό και την κρίση (σ. 263). Οι μετανάστες υπάρχουν φυσικά στην εικόνα αλλά με την ιδιότητα των ανταγωνιστών εξαιτίας του παράνομου υπαίθριου εμπορίου και των πολλών κινέζικων επιχειρήσεων, ενώ η χαμηλή και ορατή εγκληματικότητα της περιοχής, που επίσης απασχολεί τους Έλληνες επιχειρηματίες, συσχετίζεται άμεσα με το ζήτημα της διακίνησης και χρήσης ναρκωτικών, και άρα δεν περιορίζεται στους μετανάστες. Ακόμη κι έτσι, μόνο το 57,6% δηλώνει θετικά ότι χρειάζεται λήψη αστυνομικών μέτρων για την αντιμετώπιση των πλανόδιων μικροπωλητών (σ. 332) και μόνο το 7,5% δηλώνει ότι πρέπει το κράτος να διώχνει τους αλλοδαπούς εν γένει για να ενισχυθεί η επιχειρηματική δραστηριότητα (σ. 231). Μεταξύ των ευρημάτων της έρευνας ασφαλώς υπάρχουν ψήγματα της μεταστροφής που επήλθε στο μεταξύ – αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι αυτή ακριβώς η διαδικασία.