του Θεμιστοκλή Πανταζάκου
Λίγο πριν κλείσουν τρεις εβδομάδες από την παγκόσμια πρεμιέρα της, η ταινία Barbie ξεπέρασε το 1 δισεκατομμύριο δολάρια εσόδων και έγινε ένα από τα 53 φιλμ της Ιστορίας που καταφέρνουν κάτι τέτοιο. Δύο παράγοντες συνέβαλαν εμφανώς σε αυτό το αποτέλεσμα. Αφενός, η κεφαλαιοποίηση της νοσταλγίας, η οποία αποτελεί τις τελευταίες δεκαετίες πρώτης τάξης κινηματογραφικό νόμισμα, τόσο στην ευρεία της μορφή που αφορά ολόκληρες χρονικές περιόδους (λ.χ. νοσταλγία για τα 80s – Stranger Things) όσο και στην στενότερή για τα μέσα ψυχαγωγίας (λ.χ. The Super Mario Bros. Movie, Dungeons & Dragons: Honor Among Thieves). Αφετέρου, η πρόσδεση στο άρμα του φεμινισμού και των πολιτικών ταυτότητας, κινήματα που έχουν κερδίσει την επικυριαρχία τους στη σύγχρονη κουλτούρα όσο ίσως κανένα άλλο.
Παρ’ όλα αυτά, η κατασκευή ενός πολιτιστικού φαινομένου θρυλικών διαστάσεων είναι σπάνια κάτι που αφορά αποκλειστικά το περιεχόμενο των έργων τέχνης, ενώ κύριο αν όχι πρώτο ρόλο έχουν οι παράλληλες με αυτά διαδικασίες: οι κοινωνικές δικτυώσεις, το προϋπάρχον κεφάλαιο και, στην περίπτωσή μας, οι στρατηγικές αποφάσεις των τμημάτων μάρκετινγκ. Δηλαδή: η Barbie δεν θα είχε γίνει τόσο δημοφιλής αν δεν είχε σχεδιαστεί επιμελώς για να γίνει viral. Πέντε χρόνια πριν από σήμερα, και μετά από μια περίοδο μείωσης των εσόδων έως το χαμηλότερο σημείο τους, η Mattel διόρισε στη θέση του CEO τον Ynon Kreiz (Fox Kids Europe). Το όραμα του Kreiz ήταν εφάμιλλο με αυτό της Marvel: να μετατρέψει ένα παλιακό παιχνίδι σε αυτό που υποδηλώνει ο όρος intellectual property – ένα franchise που θα απλώνεται με τη μορφή τοπίου προϊόντων και εμπειριών σε διάφορες πλατφόρμες, τα οποία θα προσφέρονται για διαρκή εμπορική εκμετάλλευση εν είδει αέναου μαστού κερδοφορίας. Το Mattel Cinematic Universe, το οποίο αναφέρεται σε memes και άρθρα κατά το ήμισυ ως αντικείμενο κοροϊδίας και κατά το άλλο ήμισυ ως αντικείμενο παραδοξικής λατρείας, υπήρχε ως σχέδιο πριν την επιτυχία της Barbie – για την ακρίβεια, η τελευταία αποτελεί την πρώτη κορυφή αυτού του μέχρι στιγμής πετυχημένου σχεδίου. Ως εκ τούτου η Barbie βρίσκεται στις κορυφαίες θέσεις μιας ακόμα λίστας: αυτής των ταινιών που το μάρκετινγκ μπάτζετ τους ξεπερνά το μπάτζετ που αφορά την παραγωγή της ίδιας της ταινίας.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των σχεδιασμάτων ήταν και ο πολύς λόγος που έγινε για την ταινία πριν αυτή ακόμα κυκλοφορήσει. Οι δύο φαινομενικά αντιθετικές εκδοχές που κυριάρχησαν ήταν, πρώτον, ότι η Barbie θα αποτελούσε μια παρατεταμένη διαφήμιση πώλησης παιχνιδιών, δεύτερον, ότι η σκηνοθέτιδα Greta Gerwig (Lady Bird, Little Women) και ο σύντροφος και συν-σεναριογράφος της Noam Baumbach (The Squid and the Whale, Frances Ha, Marriage Story) θα έκαναν λίγο-πολύ ένα πραξικόπημα στην καρδιά του εταιρικού κτήνους για να παράξουν Πραγματική Τέχνη, μετατρέποντας τον πολιορκητικό κριό της Mattel σε ένα αισθητικά πρωτότυπο και φεμινιστικά ριζοσπαστικό Δούρειο Ίππο του arthouse σινεμά. Όπως συμβαίνει συνήθως με τις μεγάλες διαλεκτικές αντιθέσεις, καμία από αυτές τις εκδοχές δεν αποτυπώθηκε στην απόλυτη μορφή της, αλλά και οι δύο είχαν στοιχεία του τελικού αποτελέσματος. Η Barbie διαθέτει κάτι από όλα από τα παραπάνω: φεμινιστικά αν και κατά τι επιδερμικά στοιχεία, αισθητικό πλούτο που αντιστοιχεί στην ομάδα που βρίσκεται πίσω της, και φυσικά απογειώνει το υπαρκτό και δυνητικό κεφάλαιο της Mattel. Σε κανέναν πιθανό κόσμο δεν θα μπορούσε, άλλωστε, μια εμπορικά σαρωτική επιτυχία με θέμα την Barbie να μην γίνει αφορμή για να πουληθούν περισσότερες Barbie και προϊόντα από το σύμπαν της, πολλώ δε μάλλον στον δικό μας, όπου η αυτό-υποβάθμιση λειτουργεί εγνωσμένα πλέον σαν την πέμπτη φάλαγγα της αυτό-προώθησης. Πέρα όμως από την αντίθεση, αν είναι αντίθεση, ανάμεσα στον ιδεολογικό της προσανατολισμό και την εμπορική της λειτουργία, η Barbie είναι και συνολικότερα μια ταινία συνεχόμενων αντιφάσεων, που άλλες φορές την παγιδεύουν σε διπολικά κλισέ, και άλλες αποτελούν τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της.
Κατ’ αρχάς, το δίδυμο των Gerwig-Baumbach και η αρμάδα των υπερ-ταλαντούχων ανθρώπων που τους πλαισιώνουν (ενδεικτικά, οι David Heyman, παραγωγός των Harry Potter και Rodrigo Prieto, διευθυντής φωτογραφίας του ύστερου Μάρτιν Σκορσέζε) έχουν καταφέρει κάτι πολύ δύσκολο για οποιαδήποτε κινηματογραφικό δημιούργημα: να φτιάξουν μια δική τους αισθητική γλώσσα και να καταβυθίσουν τον θεατή στους όρους της. Μετά την εισαγωγική σεκάνς, η οποία κινείται μεταξύ παρωδίας και παιχνιδιάρικης διασκευής αυτής του 2001: A Space Odyssey, ανοίγεται μπροστά μας ένας φαντασμαγορικός πλαστικός κόσμος παστέλ χρωμάτων, ο οποίος καταφέρνει όχι ακριβώς να συγκλονίσει με την ομορφιά του, αλλά κάτι μεγαλύτερης σημασίας στην αισθητική οικονομία του σήμερα: να αιχμαλωτίσει την προσοχή με απόλυτο τρόπο. Ο κόσμος αυτός αναγνωρίζεται από κυριολεκτικά οποιοδήποτε still της ταινίας και δεν μοιάζει, όσο αυτό μπορεί να ειπωθεί για οτιδήποτε, με τίποτα άλλο. Στον βαθμό που το σινεμά είναι κατ’ αρχήν μια αισθητική εμπειρία που δημιουργεί συναισθήματα, που σε πιάνει ή που δεν σε πιάνει, το σύμπαν της Barbie πληροί τον βασικό όρο του σινεμά με αξιώσεις. Η Margot Robbie και ο Ryan Gosling είναι αψεγάδιαστοι και πλήρως εναρμονισμένοι με το αισθαντικό περιβάλλον της ταινίας, πυκνώνοντας τον παλμό του, η μεν με την γνωστή της σωματική μανιακότητα, έχοντας εδώ τελειοποιήσει την κουκλοειδή κίνηση από τα δάχτυλα μέχρι τις αρθρώσεις και τον κορμό της, ο δε κυρίως χρησιμοποιώντας τις εκφράσεις του προσώπου του για να αποδώσει την αμηχανία που πάντα αναδίδει ο Ken ως στην πραγματικότητα περιττή προέκταση της Barbie. Τέλος, στο νοσταλγικό κομμάτι, η Gerwig, που έπαιζε με κούκλες και στην προχωρημένη εφηβεία της, έχει υπογραμμίσει με θαυμαστή ακρίβεια τα τελετουργικά εκείνα που ξύπνησαν ακόμα και σ’ εμένα, ένα αγόρι που είχε επαφή με την κούκλα μόνο μέσα από οικογενειακές φίλες, την αίσθηση του να παίζεις με Barbie: το βούρτσισμα δοντιών στον αέρα, το γεύμα με άδεια πιάτα και ποτήρια, το σπαγγάτο, το αναπόδραστο τερματικό σημείο της αποσάθρωσης του παιχνιδιού.
Το γράψιμο της Barbie μπορεί να περιγραφεί ως μια διαδοχή από ατάκες βγαλμένες από το Twitter, και μπορεί να ιδωθεί ως συνέχεια της παράδοσης που ενδεχομένως να αρχίζει το Everything Everywhere All at Once, το οποίο θυμίζει άθροισμα κλιπ από το TikTok. Ο Αντώνης Παυλίδης των Unboxholics είπε πρόσφατα για τις δύο ταινίες ότι είναι σημαντικές όχι γιατί εγγράφονται στον κανόνα του Μεγάλου Κινηματογράφου, αλλά γιατί αποδίδουν ίσως περισσότερο από κάθε άλλη το τι σημαίνει να ζεις στον καιρό μας. Είναι έτσι. Σημαντικότερα, αυτό δεν το καταφέρνουν μέσω ρεαλιστικής απεικόνισης, αλλά διαυγάζοντας αυτό που ονομάζουμε φαινομενολογία αυτής της εποχής: την υπερπληθώρα ερεθισμάτων σε έντονα χρώματα, την (συνακόλουθη) διάσπαση προσοχής, το συναισθηματικό σάστισμα, την μνήμη που μετατρέπεται σε αχνό αποτύπωμα μέσα σε ώρες ή λίγες μέρες, το πρωτοπρόσωπο βίωμα της αποδόμησης των μεγάλων αφηγημάτων και προσανατολισμών. Για αυτόν κυρίως τον λόγο και οι δύο ταινίες μοιάζουν σαν να μην είναι ακριβώς γραμμένες και γυρισμένες από ανθρώπους, αλλά από αλγόριθμους συρραφής αποσπασμάτων κειμένων και εικόνας. Αυτό από μόνο του δεν είναι απαραίτητα κάτι αρνητικό. Η διαστημική οδύσσεια του Κιούμπρικ, που σχολιάζεται όπως είπαμε από την εισαγωγή της Barbie, είναι κατεξοχήν παράδειγμα ενός έργου που μιλάει για την ανθρωπινότητα μέσα από το μη ανθρώπινο, για τον άνθρωπο μέσα από τα αχανή τοπία από τα οποία ο ίδιος απουσιάζει εντελώς. Οι αγωνίες του Κιούμπρικ είναι μοντερνιστικές και της Gerwig πιο μεταμοντέρνες, αλλά και για τη δεύτερη το στυλ αυτό δεν είναι παράταιρο: το AI-made feel της Barbie καταφάσκει και με τον σχολιασμό της αποπροσωποποίησης των σχέσεων και το ξέπλεγμα του κοινωνικού ιστού στον ύστερο καπιταλισμό και, αισθητικά, με την πλαστική κουκλίστικη αισθητική εμπειρία της ταινίας. Ίσως λοιπόν η κίνηση του φιλμ όχι μέσω μιας αλληλουχίας ταυτίσεων και αντιταυτίσεων, αλλά μέσω κλιμακούμενων απο-ταυτίσεων να συνθέτει ένα ξερό και σκληρό αποτέλεσμα αλλά έχει, πιστεύω, το νόημά της.
Μάλλον δυστυχώς, η ταινία δεν μπορεί να αντισταθεί στο συστατικό που προσφέρεται πιο πρόχειρα από οποιοδήποτε για να δέσει μεταξύ τους και να αντανακλάσει αυτά τα νοήματα: την ειρωνεία, η οποία είναι μάλλον το βασικότερο εκφραστικό της καλούπι. Η Barbie είναι έμπλεη ειρωνικών αναφορών. Ειρωνεύεται πρώτα απ’ όλα τον εαυτό της ως στυλοβάτη της θηλυκής κανονικότητας, του τι σημαίνει να είσαι γυναίκα από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα και έπειτα. Ειρωνεύεται τον καπιταλισμό και τους executives της Mattell, τους άντρες με σφιγμένα πανάκριβα κουστούμια που διευθύνουν την μοίρα ενός παιχνιδιού για γυναίκες και εργαλειοποιούν τα γυναικεία ζητήματα έτσι όπως αυτά εντοπίζονται από τα φεμινιστικά κινήματα ώστε να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. Ειρωνεύεται την κενότητα του Ken, την ανδρικά υστερική λύσσα των alpha και beta αρρενωποτήτων για δύναμη, την ένδεια των ανθρώπινων συνδέσεων που προκαλούν αυτοί ανταγωνισμοί. Ειρωνεύεται ό,τι άλλο έρθει σε επαφή μαζί της: την παραλία, το διάστημα (!), το Λος Άντζελες, το Ονειρεμένο Σπίτι της Barbie, εν γένει τους σύγχρονους τρόπους διασκέδασης, εντοπίζοντας την ματαιότητα σε κάθε τι από αυτά.
Το πρόβλημα τώρα με την ειρωνεία, όπως είχε επισημάνει ο μάλλον πιο ενδιαφέρων της γενιάς του και κατεξοχήν Αμερικάνος συγγραφέας David Foster Wallace, είναι ότι, ενώ έχει διανύσει μια μακρά ιστορική περίοδο ως το κατεξοχήν μέσο της φωνής των καταπιεσμένων και το όχημα για να λεχθούν όσα δεν μπορούσαν να λεχθούν στα σοβαρά, η ειρωνεία έχει πλέον μετατραπεί στη σιδερένια περίφραξη μιας γενιάς που αρνείται να πει οτιδήποτε, και μέσω αυτής της εμμονής καταλήγει τελικά να μην έχει όντως τίποτα να πει. Η Barbie δεν έχει θέση για τα πράγματα· έχει μια εξυπνακίστικη αναγνώριση του πόσο χάλια είναι, με έναν τρόπο τόσο κλειστοφοβικό που μας καλεί να τα αποδεχτούμε. Δεν υπάρχει διαφαινόμενη ή υπονοούμενη αντιπρόταση, δεν υπάρχει καν κριτική, ή για την ακρίβεια υπάρχει το αντίθετό της: η έμμεση απόφανση ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν παρά να είναι έτσι. Αυτό το μοτίβο λάμπει περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στα σημεία που η ειρωνεία της Barbie γίνεται αυτοσαρκασμός, όταν οι συνεχείς εντοπισμοί των παθογενειών του προϊόντος και της Mattel δεν συγκλίνουν σε κάποιον θετικό ορίζοντα ανατροπής τους, ή έστω σε κάποια πιο επεξεργασμένη ανάλυσή τους. Αντίθετα, αυτό που αναδίδει η ταινία, πολύ λιγότερο ρητά και πολύ περισσότερο αισθητικά, είναι ένας παραιτημένος κυνισμός, ένα νεύμα στον θεατή που ξέρει τι συμβαίνει ότι και η ίδια η ταινία ξέρει τι της συμβαίνει. Τελικά, λόγω και της φύσης της εμπορικής λειτουργίας της, η Barbie σηματοδοτεί κυρίως μια απόλυτη παράδοση στο καδραρισμένο ως αναπόφευκτο γεγονός ότι ακόμα και η κριτική, ή και υπό συνθήκες ειδικά η κριτική, είναι η κορωνίδα της εκάστοτε διαφημιστικής εκστρατείας. Ίσως να αποτελεί επικοινωνιακή ανωριμότητα της Mattel, και ίσως χωρίς αυτά τα σχόλια η λειτουργία που περιγράψαμε να επιτελούνταν ακόμα πιο αποτελεσματικά, πάντως γεγονός παραμένει ότι και η επίσημη θέση της εταιρείας είναι αυστηρά ότι η ταινία δεν είναι φεμινιστική, ούτε αφορά κατά οποιονδήποτε τρόπο την πολιτική.
Η ταινία είναι εν μέρει μια σάτιρα του καπιταλισμού χωρίς γωνίες και μια κάπως άνευρη ωδή στο girl power, βιώνεται όμως απολαυστικότερα σαν ένα μουσικοχορευτικό υπερθέαμα με αισθητική ταυτότητα υπό τους ήχους της Dua Lipa, της Nicki Minaj, και κατά τόπους πραγματικά ακαταμάχητο χιούμορ. Όσο η Barbie διατηρεί αυτή τη δροσιστική σατιρική όψη, και παρά τα όσα είπαμε παραπάνω, δεν στερείται κάτι στο αμιγώς κινηματογραφικό κομμάτι. Όμως, όπως είδα να επισημαίνουν πολλοί ακόμα κριτικοί, γεγονός είναι ότι η ταινία διολισθαίνει για ένα σημαντικό κομμάτι του χρόνου της σε ένα παρατεταμένο κούνημα του δαχτύλου για την κατάσταση των σχέσεων μεταξύ των φύλων στην κοινωνία μας και για το πώς οφείλει μια γυναίκα να σκέφτεται για αυτές τις σχέσεις. Το πρόβλημα δεν είναι ότι το περιεχόμενο που κατατίθεται είναι λάθος, για την ακρίβεια είναι τόσο οφθαλμοφανώς σωστό που δεν γεννά καμία αντίδραση ή δημιουργική κίνηση, με την εξαίρεση αυτών που είναι από μιας αρχής ταγμένοι στο να διατηρήσουν τα πράγματα ακριβώς ως έχουν (αγαπημένη δραστηριότητα της alt-right αποτέλεσε αυτόν τον μήνα ο πόλεμος στην Barbie). Δεν ξέρω αν αυτός ο πραγματικά ανυπόφορος διδακτισμός ήταν επιλογή της Gerwig, ανυποχώρητη γραμμή της Mattell ή των consultants της, σε κάθε περίπτωση όμως στερεί σημαντικά και στον ρυθμό της ταινίας και στην απαρτίωση της εμπειρίας του θεατή, συν τοις άλλοις επειδή συμβαίνει καταμεσής της ροής της, σπάζοντας στη μέση τα πραγματικά ενδιαφέροντα δύο τρίτα της. Πάντως, δεν την καταστρέφει. Τελικά, η ταινία Barbie, έχει μια αποστολή πιστή στην πρωταρχική της κούκλας: να είναι τρομερά διασκεδαστική. Πράγματι, τα καταφέρνει. Δεν είναι ένα αριστούργημα ή για πέταμα· είναι ένα σημείο του καιρού της φτιαγμένο με αριστοτεχνικό cinematic crafts(wo)manship. Ως τέτοια, είναι μάλλον η πλέον άχαστη αυτής της χρονιάς, αν και μακράν όχι η κορυφαία.