του Δημήτρη Τσίρκα
Η ιδεολογική έγκληση είναι συγκρουσιακή, στηρίζεται και αναπαράγεται μέσω του ανταγωνισμού με άλλες παρόμοιες εγκλήσεις. Οι παναθηναϊκοί δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς τους ολυμπιακούς, ούτε οι αρειανοί χωρίς τους παοκτζήδες και πάει λέγοντας.
Το «εντός» ορίζεται και συγκροτείται πάντοτε σε σχέση με ένα ή περισσότερα «εκτός». Η σύγκρουση μπορεί ενίοτε να φτάσει μέχρι και τη φυσική εξόντωση του αντιπάλου/εχθρού.
Τέλος, οι ιδεολογίες είναι πρωτίστως πρακτικές και (πολύ) δευτερευόντως, θεωρητικές. Αναπαράγονται μέσα από ένα σύνολο καθημερινών πρακτικών και τελετουργικών τα οποία ορίζουν ένα habitus, έναν τρόπο ζωής. Δεν νοείται οπαδός που δεν παθιάζεται με την ομάδα του, δεν βλέπει τους αγώνες της, δεν παρακολουθεί τα νέα της, δεν τσακώνεται με τους αντιπάλους οπαδούς.
Πολύ περισσότερο οι οργανωμένοι οπαδοί που έχουν στήσει τις δικές τους μικροκοινότητες με τους ιδιαίτερους κώδικες και συμπεριφορές. Κάποιος που βλέπει έναν αγώνα μια στο τόσο, δεν είναι οπαδός, αλλά καταναλωτής – καταναλώνει το ποδόσφαιρό όπως τις σειρές στο Netflix.
Τα επιχειρήματα από τους αριστερούς/αναρχικούς οπαδούς ομάδων για το πόσο λαϊκό άθλημα είναι το ποδόσφαιρό, πόσο αγωνιστική/αντιφασιστική ιστορία έχει η ομάδα τους, ότι οι οργανωμένοι δεν είναι κυρίως εστίες βίας αλλά συντροφικότητας και αλληλεγγύης, έρχονται μετά. Είναι εκ των υστέρων θεωρητικοποιήσεις μιας ταυτότητας που τους επέλεξε, δεν την επιλέξανε.
Η δε αξία τους δεν είναι περιγραφική/αναλυτική, αλλά επιτελεστική. Δεν φωτίζουν τους λόγους της «προσχώρησής» τους στην εν λόγω ιδεολογία, απλώς την επιβεβαιώνουν με άλλα μέσα. Όσο περισσότερο τα επικαλούνται, τόσο περισσότερο βέβαιοι, ή έστω, λιγότερο ανασφαλείς αισθάνονται απέναντι στην κριτική.
Η ανασφάλεια προέρχεται από το ότι δεν είναι μόνο οπαδοί, έχουν και άλλες ταυτότητες οι οποίες μπορεί να βρίσκονται σε ένταση με την οπαδική, όπως η πχ, η πολιτική. Να δηλώνεις αριστερός ή αναρχικός αλλά να παθιάζεσαι με την ομάδα – «μαγαζί» ενός μαφιόζου, είναι μια αντίφαση η οποία συνήθως εκτονώνεται με μια παραληρηματική έκρηξη λόγου – «δεν είναι μόνο αυτό, είναι λαϊκή υπόθεση, είναι αντιφασισμός, αγώνας, αλληλεγγύη κλπ.»
Στην πράξη, όλα αυτά δεν είναι παρά δικαιολογίες που επιστρατεύονται εκ των υστέρων για να προστατεύσουν το προσωπικό βίωμα, την ταυτότητα του αριστερού/αναρχικού οπαδού από την όποια κριτική.
Εξίσου άσφαιρη όμως είναι και η κριτική τους αφού δεν κατανοεί καν αυτό που κριτικάρει. Από τη θέση του εξωτερικού παρατηρητή προσπαθεί να εξηγήσει ένα εσωτερικό φαινόμενο – την οπαδική ταυτότητα και κουλτούρα – και φυσικά αποτυγχάνει.
Όπως απέτυχαν και οι πρώιμοι εθνογράφοι των Ευρωπαίων να καταλάβουν τα θρησκευτικά φετίχ των ιθαγενών στις αποικίες. Οπότε τα (παρ)ερμήνευσαν ως μαγική σκέψη, απόδειξη της καθυστέρησης των ιθαγενών και φυσικά, της ανωτερότητας του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Το «σκοτώνεστε για σώβρακα και φανέλες» συμπυκνώνει έναν παρόμοιο επιστημολογικό ελιτισμό εκ μέρους των επικριτών του αθλητικού οπαδισμού και συνάμα τους γεμίζει με αυταρέσκεια που οι ίδιοι είναι αρκετά ευφυείς για να μην πέσουν θύματα τέτοιων πρωτόγονων και ηλίθιων «έξεων».
Οπότε έχουμε δύο παράλληλους μονολόγους που αναπαράγονται σχεδόν αυτούσιοι κάθε φορά που έχουμε ένα ξέσπασμα οπαδικής βίας ή ένα μεγάλο ποδοσφαιρικό γεγονός που μονοπωλούν την επικαιρότητα.
Οι μεν (αριστεροί/ αναρχικοί) οπαδοί θα διαρρήξουν για μία ακόμη φορά τα ιμάτιά τους για να προστατεύσουν το οπαδιλίκι τους από την κριτική, χωρίς όμως να παραδεχτούν ότι απλώς το απολαμβάνουν.
Οι δε (αριστεροί/ αναρχικοί) επικριτές του οπαδισμού, θα παραθέσουν για μία ακόμη φορά τα έλλογα και πεφωτισμένα επιχειρήματα που τον «αποδομούν», χωρίς ποτέ να παραδεχτούν ότι απλώς τοποθετούν και απολαμβάνουν τον εαυτό τους από τη θέση του διαφωτισμένου, μακριά από πάθη και προκαταλήψεις, υποκειμένου.
Τόσο προβλέψιμα, όσο και βαρετά…