Δέκα χρόνια πριν από σήμερα, είχα λίγες μόλις εβδομάδες στο Λονδίνο όταν κάποιοι γκέι φίλοι μου ανακοίνωσαν ότι θα έμπαινα οπωσδήποτε στο «Grindr για straight», ενώ εγώ δεν είχα ακόμα καν smartphone. Πράγματι, η καταγωγή η καταγωγή του μαζικού online dating ανήκει δικαιωματικά στους γκέι άντρες, ήδη από τα χρόνια του GayRomeo. Αυτό σίγουρα λόγω της διαχρονικής ομοφοβίας, που έκανε το δημόσιο φλερτ των γκέι πιο επικίνδυνο και τους ανάγκαζε να αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους δικτύωσης, αλλά και λόγω της μεγαλύτερης εξοικείωσής τους με τις πιο απρόσωπες γνωριμίες και το εύκολο σεξ. Τα πρώτα πολλά χρόνια στο Tinder, πάντως, εγώ δεν συνάντησα άνθρωπο κατά πρόσωπο. Η όλη φάση ήταν η πρόσβαση που έδινε το app σε μια εμπειρία κατά κανόνα άγνωστη στους straight άντρες: το να ξέρεις, χωρίς να εκτεθείς ιδιαίτερα, σε ποιόν και σε πόσον κόσμο περνάει η μπογιά σου, έστω και αναφορικά με ένα περιορισμένο κοινό μιας ψηφιακής πλατφόρμας.

Δεν νομίζω ότι θα έγραφα αυτό το κείμενο σε καμία άλλη περίοδο πέρα από το βαθύ καλοκαίρι. Πάντως η αλήθεια είναι ότι η θεματική προσφέρεται απλόχερα για φιλοσοφική εκμετάλλευση. Προφανώς, δεν υπάρχει ακόμα ακαδημαϊκή βιβλιογραφία που να καλύπτει το αντικείμενο σε βάθος χρόνου, ενώ ταυτόχρονα πρόκειται για ένα φαινόμενο κεντρικό στις ζωές μας, για το οποίο έχουμε την ανάγκη να μιλήσουμε. Άρα η θεματική των apps είναι η χαρά  του φιλοσόφου, ο οποίος μπορεί να φτιάχνει ανενόχλητος σχήματα και ερμηνείες χωρίς να είναι υπόλογος στο ενοχλητικό τσεκ των εμπειρικών στοιχείων της συστηματικής έρευνας. Κάπως έτσι, το πρώτο σημαντικό στην βιβλιογραφία έργο για το θέμα γράφτηκε το μακρινό 2003 από τον τρανό κοινωνιολόγο Zygmunt Bauman. Ο ίδιος, 78 χρονών τότε, υποστήριζε πως το online dating προάγει τη μεταμόρφωση του φλερτ σε στρατηγική διαδικασία και ότι δεν αποτελεί τίποτα άλλο από μια κλιμάκωση της διαμεσολάβησης των ανθρώπινων σχέσεων από την βιομηχανία και την εμπορευματοποίηση. Στα σχετικά apps (sites τότε), εξηγούσε, οι ενδιαφερόμενες πλευρές καταθέτουν τα εξωτερικά τους προσόντα και το σύντομο βιογραφικό τους εν είδει επιχειρηματικής συμφωνίας και προσπαθούν να διαπραγματευτούν το καλύτερο για το συμφέρον τους. Κάτι που βέβαια δεν συμβαίνει ούτε κατά διάνοια, π.χ. ένα αυγουστιάτικο βράδυ σε ένα μπαρ στο Αιγαίο.

Δεν μοιράζομαι τις εξεζητημένες ανησυχίες του Bauman. Δεν πιστεύω σε ένα φλερτ καθαρό από στοιχεία στρατηγικής και υστεροβουλίας, αδιαμεσολάβητο από το εμπόρευμα και το θέαμα. Η προσωπική ιστορία κάθε ανθρώπου ενέχει συνεχείς παρεμβολές και από τα δύο πολύ πριν τα dating apps. Η επιθυμία μας, στην πιο «καθαρή» (και άρα ρομαντική) μορφή της, αναφέρεται κυρίως στις παιδικές μας παραστάσεις, δηλαδή και στα τηλεοπτικά πρότυπα ομορφιάς που κυριαρχούσαν τότε, τον τάδε ηθοποιό που κοίταξε κάπως λάγνα η μητέρα μας, την δείνα προσωπικότητα που διαφήμιζε το αγαπημένο μας προϊόν. Με αυτήν την έννοια, δεν με πείθει η ιστορία της επανένωσης δυο αμόλυντων ψυχών που βρίσκουν το πλατωνικό τους συμπλήρωμα αδιαφορώντας για τις επιταγές τούτου εδώ του κόσμου. Πείθομαι όμως ότι είναι ακριβώς η αντίθεση αυτών των κάπως ανώφελων φαντασιώσεων με την «τεχνοκρατική και βιομηχανική» όψη των apps, τα οποία προσφέρουν πολύ φλερτ, μαζικό φλερτ, σε γρήγορους ρυθμούς και με πολλές ποσοτικοποιήσιμες πλευρές, που προκαλεί τόση boomer τεχνοφοβική υστερία γύρω από αυτά.

Τα πιο δημοφιλή dating apps στις ΗΠΑ για το 2022
Πηγή: Statista

 

Α προπο, κάποια από αυτά τα διαθέσιμα ποσοτικά στοιχεία πιστοποιούν ακριβώς το πόσο λίγο προσωπικές, μοναδικές, πόσο πολύ κοινωνικά και υλικά καθορισμένες είναι οι επιθυμίες μας. Όπως μαρτυρούν οι σχετικές βάσεις δεδομένων των dating apps, στους περισσότερους από εμάς αρέσουν λίγο-πολύ τα ίδια πράγματα: οι ίδιες μύτες, τα ίδια πηγούνια, μπράτσα, στήθη, ένα συγκεκριμένο επίπεδο εκπαίδευσης και πάνω, το αυτό με το μέσο εισόδημα, τον τόπο διαμονής, καταλάβατε. Επίσης, δεν μας αρέσουν ιδιαίτερα οι μειονότητες: στους Ευρωπαίους, π.χ., τα χαμηλότερα swipe-right ποσοστά τα έχουν οι Ασιάτες και οι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες. Φαίνεται λοιπόν ότι η ψυχή μας δεν λαχταρά να βρει το άλλο της μισό, αλλά ότι οι (καπιταλιστικές) κοινωνίες στις οποίες έχουμε μεγαλώσει μας υπαγορεύουν και τι να γουστάρουμε. Τι φοβερή έκπληξη, πραγματικά.

Γιατί όμως είμαστε εκεί μέσα; Πώς, μέσα σε εφτά χρόνια (πες), φτάσαμε από το στίγμα του γραφείου συνοικεσίων στο να είναι ψιλοαδιανόητο το να είσαι σινγκλ και να μην έχεις dating apps; Αναφέρθηκα πριν στην ελαχιστοποίηση της έκθεσης προκειμένου να βγεις να πουλήσεις το τομάρι σου, και νομίζω ότι εκεί ακριβώς γαντζώνονται τα apps μέσα στον άνθρωπο: στη διαρκή του επιθυμία να μειώνει τον κόπο και το ρίσκο που σχετίζονται με τους κεντρικούς τομείς της ζωής του – και άρα και με τον ερωτικό. Αν πλέον αλληλοεπιδρούμε ολοένα και περισσότερο με εικόνες και ολοένα και λιγότερο με τους άλλους, αυτό έχει να κάνει με το πόσο περισσότερο ελέγξιμη είναι η αλληλεπίδραση με τις εικόνες. Τα προφίλ μας, και στα social media γενικότερα και στα dating apps ειδικότερα, προσφέρουν ένα φοβερό πλεονέκτημα: είναι διακεκομμένες εικόνες του εαυτού μας. Η φυσική μας παρουσία μπροστά στον άλλον δεν είναι (εν μέρει) αγχωτική μόνο επειδή ο άλλος ζητάει συνέχεια κάτι από εμάς· είναι αγχωτική κυρίως επειδή εμείς δεν μπορούμε να κρυφτούμε καθόλου. Η στάση του σώματος, η ένταση των κινήσεων, ο τόνος της φωνής, όλα αυτά είναι μεταγλωσσικά στοιχεία που προδίδουν ανά πάσα στιγμή την κατάστασή μας. Αντίθετα, τα social media και τα dating apps, μας επιτρέπουν να καλύπτουμε ένα μέρος του κοινωνικού και του ερωτικού διατηρώντας ταυτόχρονα τον πλήρη έλεγχο του τι παρουσιάζουμε.

Ό,τι κι αν είναι αυτή η ιστορία πάντως, δεν άρχισε τώρα. Υπάρχουν λίγες πραγματικά διιστορικές τάσεις του ανθρώπου· το να κάνει τα πράγματα πιο ασφαλή και άνετα για τον ίδιον έχω την αίσθηση ότι είναι πραγματικά μια τέτοια. Επομένως, μέσα σε μια κοινωνική κατάσταση που μας αγχώνει, η επιθυμία να επιστρέψουμε απλώς σπίτι και να σκρολλάρουμε δεν είναι έκφανση κάποιας «απανθρωποποίησης του ανθρώπου από τις μηχανές»· είναι η πεμπτουσία της πλέον ανθρώπινη συνθήκης: η μεγιστοποίηση της απόλαυσης και η ελαχιστοποίηση του πόνου.

Μας έσκασες: θα βρούμε λοιπόν τον έρωτα στα dating apps; Κατά πάσα πιθανότητα, όχι (χα). Αυτό, διότι, δυστυχώς, η διιστορική ανθρώπινη τάση για αναζήτηση ασφάλειας και κομφόρ φαίνεται ότι κοντράρει εν μέρει με την ίδια την δομή της ανθρώπινης επιθυμίας. Δεν μπορούμε να αγαπήσουμε, ούτε και να μας αγαπήσουν, από ένα απόλυτα ασφαλές μέρος. Καταπώς φαίνεται, τα ραντεβού μέσω των apps είναι κατά κανόνα μάπα: η πληροφορία που παρέχεται από την ηλεκτρονική επαφή δεν είναι, ίσως κατά καμία έκπληξη, αρκετή για την ερωτική προοπτική. Δεν είναι ότι κάποιος θα σε απαγάγει ή θα σου πάρει τα νεφρά· απλώς πολύ συχνά το πράγμα δεν τραβάει. Δεν φταίει το ότι σε οποιοδήποτε άλλο μέρος το φλερτ σημαίνει κάτι βαθύτερο, εξεζητημένο, διανοητικό. Κανείς, σε όλα αυτά τα περιβάλλοντα, δεν ανοίγει τα βιβλία του για να δει αν ταιριάζουν οι υψηλές ιδέες του και τα ηθικά ιδανικά του με τον άλλον προκειμένου να τον αυτώσει. Και ευτυχώς: όποιος έχει δοκιμάσει να κάνει ερωτική σχέση βασισμένη σε μοιρασμένα διανοητικά ενδιαφέροντα, γνωρίζει ότι μιλάμε για ολική καταστροφή. Απλώς, όλα αυτά τα μεταγλωσσικά στοιχεία που είπαμε ότι λείπουν παραπάνω, τα βάιμπς του αλλουνού, από την ροή των κινήσεών του μέχρι το λεπτό σπιν σαρκασμού που μπορεί να δίνει στις λέξεις, είναι πληροφορία πολύ κρίσιμη για την έλξη, η οποία συμπαρασύρεται από τη δυνατότητα ελέγχου και επιμέλειας της εικόνας του εαυτού στο Ίντερνετ. Επίσης, αυτή η πληροφορία είναι πέρα και πάνω από την εξωτερική εμφάνιση. Πόσες και πόσες φορές δεν μας έχει τύχει να είναι ο απέναντις ακριβώς αυτό που περιμέναμε εμφανισιακά, όμως σε καμία περίπτωση αυτό που προσδοκούσαμε συνολικά; Να λοιπόν ένα μειονέκτημα του φλερτ από απόσταση: το ότι εσύ μπορείς να κρύψεις την αμηχανία, το άγχος, την ανημπόρια σου στο Ίντερνετ, σημαίνει ότι μπορεί αυτό να το κάνει και ο άλλος!

The Atlantic

 

Γεγονός: η ημιμόνιμη κατάσταση των παροικούντων τα dating apps είναι σε ένα limbo zone μεταξύ «θα το κλείσω» και μανιώδους swiping, μια εναλλαγή μεταξύ εντατικών περιόδων απογοήτευσης και πυρετώδους dating. Είναι μαζοχιστική τούτη η εμμονή ή κάτι εξυπηρετεί; Γιατί διάολε μένουμε στα apps μετά από τόση φόλα; Να μια εξαιρετική ερώτηση, για την οποία έχω τρείς ανεπαρκείς απαντήσεις. Πρώτον, γιατί τα apps δρουν πολλές φορές ως τονωτικά αυτοπεποίθησης. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι κατά κανόνα τα ματσαρίσματα δεν ακολουθούνται ούτε καν από διερευνητικές συζητήσεις (ειδικά σε πλατφόρμες όχι ειδικού ενδιαφέροντος, π.χ. Tinder). Δεύτερον, γιατί η υπόσχεση μιας καλής σχέσης, ή έστω ενός καλού σεξ, παραείναι δελεαστική, και δικαιολογεί τον μεταβολισμό πολλών αποτυχιών μέχρι να φτάσει κανείς στον στόχο. Κάπως έτσι εξάλλου είναι και το πραγματικό dating, όπου κανείς δεν ρωτάει γιατί δεν σταματάμε απλά να γνωρίζουμε ανθρώπους μετά από δέκα αποτυχίες.

Τρίτον, και μάλλον μακράν σημαντικότερον, γιατί τα apps συνιστούν μια μορφή γνωριμιών που ταιριάζει στη λογική του Κεφαλαίου διάρθρωση της ζωής στις κοινωνίες μας. Τι εννοώ: ειδικά στον προηγμένο δυτικό κόσμο, και ειδικά μετά τα 25-30, η μεγάλη πλειοψηφία της μεσαίας και της ανώτερης-μεσαίας τάξης απασχολείται σε εταιρικά ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα σε φρενήρεις συνθήκες. Τόσο φρενήρεις που η υπόλοιπη ζωή μετατρέπεται γρήγορα σε μια ψυχαναγκαστική τακτοποίηση του χρόνου μας, έτσι ώστε να μπορούμε να δουλεύουμε όσο το δυνατόν περισσότερο, αλλά και να αξιοποιούμε τον ελεύθερό μας χρόνο όσο το δυνατόν «αποτελεσματικότερα» – σκεφτείτε, π.χ., τις διάφορες εφαρμογές για τις υπηρεσίες του σπιτιού, από το πλύσιμο των ρούχων μέχρι το φαγητό και την καθαριότητα, που καλά κρατούν στην Ευρώπη. Τα dating apps, με τη σειρά τους, προσφέρουν μια αξιοποίηση των «νεκρών» διαστημάτων για ερωτικές γνωριμίες. Εγώ προσωπικά, και νομίζω πλείστοι άλλοι, κάνω swiping στα apps το πρωί, πριν ανοίξει το μάτι ή το μεσημέρι πριν τη σιέστα. Εκτός από επέκταση, τα apps προσφέρουν επίσης μια οριοθέτηση του χρόνου για ερωτικές γνωριμίες: μπορούμε να αφιερώνουμε όλον μας τον χρόνο στους φίλους μας όταν τους συναντάμε ολοένα και πιο σπάνια τα σαββατοκύριακα, χωρίς να χρειάζεται πια «να παίζει το μάτι μας» όπου κι αν βρεθούμε. Έτσι, ο χρόνος ερωτικών γνωριμιών τακτοποιείται στο κουτάκι που του αναλογεί, εντός μιας λογικής μεγιστοποίησης της παραγωγικότητας με την ευρεία έννοια.

RSVP

 

Το κακό με όλη αυτή την ιστορία είναι ότι η μεγιστοποίηση της παραγωγικότητας και η πηγαία καύλα αποδεικνύονται, για την ώρα και τουλάχιστον εν πολλοίς, ασυμβίβαστες. Στη λακανική ψυχανάλυση, η έννοια jouissance ορίζεται ως το μίγμα απόλαυσης και πόνου που έρχεται από την καταπάτηση ενός θεσπισμένου ορίου. Αποδίδει νομίζω την κατάσταση στα dating apps: περάσαμε ένα όριο ευχαρίστησης, έχουμε χιλιάδες άνδρες, γυναίκες, και όλους τους λοιπούς στην οθόνη μας. Κάτι απολαμβάνουμε swip-άροντας σαν μανιακοί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο πόνος της ματαίωσης δεν είναι εκεί, ως δομικό κομμάτι της εμπειρίας. Επίσης αλήθεια είναι ότι το αυτό ισχύει και με το φέις του φέις φλερτ!

Πάντως, η κουλτούρα αυτή θα παραμείνει. Η πανδημία νομιμοποίησε την χρήση των dating apps (“here because of quarantine”) και στις πιο νοτιοευρωπαϊκές χώρες, κάμπτοντας το όποιο hangover στίγμα είχε απομείνει. Η υποχώρηση της πανδημίας δεν θα φέρει πίσω την προηγούμενη κατάσταση· η νομιμοποίηση των μέσων επικοινωνίας συμβαίνει μόνο προς τα μπροστά, όχι προς τα πίσω. Εφόσον οι άνθρωποι αύξησαν κατά πολύ την επαφή τους και εξοικειώθηκαν με τα dating apps, αυτά είναι εδώ για να μείνουν. Πάντως, δεν έφερε η πανδημία τα apps στη ζωή μας, ούτε θα συμβεί λόγω αυτής κάτι που δεν θα συνέβαινε διαφορετικά. Εκείνο που έκανε η πανδημία ήταν να επιταχύνει την εγκαθίδρυση πραγμάτων και φαινομένων που θα αναφαίνονταν ούτως ή άλλως, και τα οποία ο ίδιος ο τρόπος ζωής μας «ζητά» – ακριβώς το ίδιο ισχύει με άλλους, σημαντικότερους τομείς του επιστητού όπως η τηλεργασία και η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Αν ισχύουν τα όσα είπαμε παραπάνω περί του πόσο καλά «κουμπώνουν» τα apps στην σύγχρονη καπιταλιστική ζωή, η ψηφιοποίηση του έρωτα κατά αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο ήταν απλά θέμα χρόνου – και ήδη μακρά προχωρημένη στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου. Εξάλλου, όλα τα μείζονα τεχνολογικά επιτεύγματα στην επικοινωνία μέχρι τούδε – το γράμμα, το τηλέφωνο, το ημέιλ – αποίκησαν και τον έρωτα. Θα ήταν απίθανο και περίεργο να έσπαγε το σερί με μια εφεύρεση σαν το Ίντερνετ.

Γινόμαστε πιο μαλθακοί και άτολμοι με όλα ετούτα; Η απάντηση εξαρτάται από το πόσο κοντά κοιτάμε τα πράγματα. Κατά κανόνα, αναθεματίζουμε τις αλλαγές που παρατηρούμε, ενώ άλλες, αντίστοιχες αλλαγές που έχουμε χωνέψει, ούτε καν τις βλέπουμε. Παραδείγματος χάρη, μπορούμε πολύ εύκολα να φανταστούμε παλαιότερους ανθρώπους να παραπονιούνται ότι οι επόμενες γενιές θα γίνουν πολύ πιο μαλθακές και άτολμες με την έλευση της φωτιάς, των πρώτων εργαλείων, του ηλεκτρισμού, των τηλεφώνων. Και πράγματι, έγιναν. Αλλά, επειδή σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η καινούρια συνθήκη εμπεδώθηκε και δημιούργησε την δική της κανονικότητα, δεν μπορούμε να διανοηθούμε αυτές τις «μαλθακότητες» ως τέτοιες πια – τις βλέπουμε σαν αυτονόητες πλευρές της ποιότητας ζωής. Τα τεχνολογήματα αυτά δημιούργησαν, όπως λέμε πιο ακαδημαϊκά, μια συνθήκη ηγεμονίας, μας έκαναν να βλέπουμε τον κόσμο με μια ματιά που τα θεωρεί πια αυτονόητα. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με το online dating. Θα συμβεί όντως; Ποιος ξέρει.