του Νίκου Νικήσιανη, μέλος της συλλογικής εκπροσώπησης της Πόλης Ανάποδα
Την προηγούμενη Κυριακή, στις εσωκομματικές εκλογές ενός κόμματος που αναφέρεται στη ριζοσπαστική αριστερά, θριάμβευσε κάποιος που περιγράφει ο ίδιος τον εαυτό του ως «έναν άνθρωπο που επιφανειακά έπρεπε να ανήκει» στη δεξιά. Το σοκ όπως ξέρετε ήταν μεγάλο κι ένας από τους ανθυποψήφιούς του μίλησε για νίκη της «μεταπολιτικής». Δικαίως, μάλλον.
Δεν έχω να προσφέρω κάτι νέο στη συζήτηση περί του διαφαινόμενου νέου ηγέτη. Θέλω μόνο να σταθώ σε αυτή τη λέξη, το «επιφανειακά». Υποθέτω ότι ο ίδιος δεν αναφέρεται στην εξωτερική του εμφάνιση – ότι ας πούμε είναι καθαρός και καλοντυμένος, ενώ η αριστερά είναι βρώμικη και ατημέλητη. Υποθέτω ότι αναφέρεται πάλι στο βιογραφικό του, την εκπαίδευσή του, την καριέρα του, την εταιρία του, με μια λέξη, στην ταξική του θέση. Στο ότι είναι άνθρωπος «με κοινωνική επιφάνεια», για να χρησιμοποιήσουμε αυτή την ωραία παλαιική έκφραση.
Υποθέτω επίσης, ότι σε αντιδιαστολή με την «επιφάνεια» που μοιάζει δεξιά, υπάρχει ένα βάθος, μια ουσία, που είναι αριστερή. Υποθέτω τέλος, χωρίς νομίζω να τον αδικώ, ότι αυτή η ουσία αναφέρεται στις απόψεις του για το κόμμα και την χώρα, ή καλύτερα στις αξίες που πρεσβεύει: αξίες αριστερές, ανθρώπινες, πατριωτικές (δανείζομαι μερικές από τις αγαπημένες του λέξεις).
Μικρή φιλοσοφική παρέκβαση
Εδώ λοιπόν ξεκινούν οι ενδιαφέρουσες αντιφάσεις: οι συνήθεις κριτικές της «μεταπολιτικής» στέκονται στο γεγονός ότι στο πλαίσιό της κυριαρχεί η εικόνα, η «επιφάνεια», και χάνεται η «ουσία», δηλαδή οι πολιτικές θέσεις. Έλα όμως που το ίδιο ακριβώς πρεσβεύει και ο Κασελάκης: ξεχάστε λέει την δεξιά μου επιφάνεια, από κάτω είμαι αριστερός. Απλή υποκρισία θα πει ίσως κάποιος. Εγώ πιστεύω ότι το πρόβλημα είναι λίγο βαθύτερο.
Το δίπολο «επιφάνεια VS ουσία» διατρέχει ιστορικά την δυτική φιλοσοφία και παραμένει κυρίαρχο μέχρι σήμερα. Το κεντρικό γνωσιολογικό ερώτημα που θέτει η παραδοσιακή φιλοσοφία, δηλαδή ο ιδεαλισμός, είναι «να ανακαλύψουμε την ουσία πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων». Συχνά υποθέτουμε π.χ. ότι υπάρχει μια πανανθρώπινη «φύση» -καλή ή κακή, δεν έχει σημασία- πίσω από την «επιφάνεια» του «ανθρώπου, ή πίσω από την «επιφάνεια» ενός συγκεκριμένου ανθρώπου.
Η πιο ισχυρή επίθεση σε αυτή την αντίληψη έγινε από τον μαρξισμό. Ο Μαρξ είχε πρώτος το θράσος να πει ότι καμία ουσία δεν υπάρχει μέσα στον «άνθρωπο», ότι οριακά ότι δεν υπάρχει ο «άνθρωπος» ως τέτοιος. Υπάρχουν μόνο ιστορικές κοινωνικές σχέσεις, μέσα από τις οποίες παράγονται οι συγκεκριμένοι άνθρωποι. Φυσικά αυτό δεν γίνεται με μια απλή αναγωγή, αλλά μέσα από εξαιρετικά περίπλοκες συνθήκες, που περιπλέκουν από το ασυνείδητο και την οικογένεια ως την εργασιακή κατάσταση και την πολιτική συγκυρία. Λίγο σχηματικά, η θέση αυτή αποδίδεται με τον γνωστό αφορισμό ότι δεν ορίζει η συνείδηση το κοινωνικό είναι, αλλά το είναι καθορίζει τη συνείδηση. Το καινοτόμο συμπέρασμα αυτής της σύλληψης είναι ότι αφού οι σχέσεις αλλάζουν κι οι άνθρωποι δεν έχουν κάποια ουσία, τότε κι οι άνθρωποι αλλάζουν. Κάπως συγκλονιστικό, αν το σκεφτούμε καλά.
Ακολουθώντας αυτή την γραμμή σκέψης, η μαρξιστική αριστερά εστίασε στις κοινωνικές σχέσεις. Θεώρησε ότι οι «ιδέες», οι «αξίες», οι «απόψεις» στην πολιτική δεν έχουν αυταξία, αλλά καθορίζονται από τις κοινωνικές σχέσεις: τις τάξεις, τα φύλα, τις φυλές, τα έθνη. Έφτιαξε λοιπόν κόμματα που τα ονόμασε «εργατικά» και προσπάθησε αυτά να λειτουργούν συλλογικά, ώστε όντως να αποτυπώνουν πραγματικές κοινωνικές διεργασίες και να μην εξαρτώνται από κάτι τόσο νεφελώδες (και άρα ιδεαλιστικό και άρα εξαρχής υποταγμένο στην κυρίαρχη ιδεολογία) όσο οι «αξίες» ή οι «ιδέες».
Η μεταπολιτική σε όλα τα επίπεδα
Για να επαναφέρω τη συζήτηση από τα νέφη της φιλοσοφίας στην λασπερή πραγματικότητά μας, εκεί ακριβώς νομίζω ότι ξεκινά η μεταπολιτική. Όταν η αριστερά ξεχνά τις κοινωνικές αναφορές, τις τάξεις, τη συλλογική οργάνωση και την αντικαθιστά με ιδέες, αξίες, προτάσεις, με «ανθρώπους με ουσία». Ο Κασελάκης είναι μόνο μία από τις πιθανές καταλήξεις, ίσως η πιο φαιδρή, αυτής της πορείας. Αν επιστρέψουμε λοιπόν στη δήλωσή του και πρέπει να διαλέξουμε το τί μας ενδιαφέρει περισσότερο, η επιφάνεια ή η ουσία, από μια μαρξική σκοπιά θα απαντούσαμε με βεβαιότητα: μα η επιφάνεια, εννοείται!
Η ίδια διαδικασία υποτίμησης της κοινωνικής «επιφάνειας» στο βωμό μιας απροσδιόριστης πολιτικής «ουσίας», δεν περιορίζεται φυσικά στην περίπτωση Κασελάκη. Κι επειδή οι Θεσσαλονικείς αναγνώστ(ρι)ες έχουν καταλάβει ήδη τί έχω στο μυαλό και επειδή δεν με αρέσει να κρύβομαι, να το πω ευθέως. Το να δίνει η αριστερά το χρίσμα σε έναν επιτυχημένο επιχειρηματία, που υμνεί την επιχειρηματικότητα, με πολιτική καταγωγή το «Ποτάμι» και εκφρασμένη συμπάθεια στη δεξιά και τον Μητσοτάκη, με μόνο επιχείρημα -κι εδώ- ότι «αυτός μπορεί να κερδίσει τη δεξιά», είναι μεταπολιτική. Το να συμμετέχει στην ίδια δημοτική παράταξη με προβεβλημένα στελέχη της δεξιάς, γιατί «τα προβλήματα δεν έχουν χρώμα», είναι μεταπολιτική. Και είναι λάθος. Όχι για λόγους ιδεολογικής καθαρότητας, αλλά για τους ακριβώς αντίθετους: για λόγους υλικής, κοινωνικής αναφοράς. Αν θέλουμε να νικήσουμε τη δεξιά, θα πρέπει να διαφέρουμε, όχι να προσπαθούμε να της μοιάσουμε, έστω κι «επιφανειακά».
Οπότε, πραγματικά, εκλιπαρώ όποια και όποιον, είναι, ήταν, νιώθει, ένιωσε, αριστερή κι αριστερός: ας διαφωνούμε σε χίλια πράγματα, αλλά πραγματικά, μην τροφοδοτούμε άλλο αυτό το πηγάδι της μεταπολιτικής που απειλεί να τα καταπιεί όλα. Ελάτε να δώσουμε τον λόγο όχι στους επιχειρηματίες, αλλά στις εργαζόμενες και τους άνεργους της πόλης.
Κι αυτή τη φορά υπάρχει ήδη συγκεκριμένη, υλική βάση για να γίνει αυτό, δεν είναι στη φαντασία μας. Είναι η Πόλη Ανάποδα και είναι καλή. Δεν ξέρω ποια είναι η «ουσία» της, αλλά το σημαντικό, η επιφάνειά της -οι άνθρωποι, οι σχέσεις τους, οι διαδικασίες μας- είναι αυτή που θέλουμε. Μόνο έτσι θα νικήσουμε, κι ας μας πάρει λίγο χρόνο παραπάνω.