Στο νομοσχέδιο πλέον προβλέπεται ότι οι ώρες εργασίας του εργαζομένου θα δηλώνονται μετά το πέρας της ημερήσιας απασχόλησής του, με την ΕΕΔΑ να υπογραμμίζει ότι μέχρι σήμερα ήταν υποχρεωτική η προαναγγελία των βασικών όρων εργασίας στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ, ανάμεσα στους οποίους και ο χρόνος εργασίας, ο οποίος πρέπει να είναι εκ των προτέρων γνωστός. Η υποχρέωση αυτή γνωστοποίησης των όρων εργασίας πριν την έναρξη της απασχόλησης του εργαζόμενου, η οποία μεταβάλλεται ουσιαστικά με τις προωθούμενες ρυθμίσεις, συνδέεται ουσιωδώς με την αποτελεσματική άσκηση του ελεγκτικού έργου της Επιθεώρησης Εργασίας.
Ακόμη, η ΕΕΔΑ αποτιμά αρνητικά το γεγονός ότι οι εν λόγω διατάξεις απομειώνουν την προστασία που ήδη παρέχεται από το εθνικό δίκαιο στους εργαζόμενους, με πρόσθετες συνέπειες σε βάρος ευάλωτων κατηγοριών (πχ αλλοδαποί εργαζόμενοι, εργαζόμενοι με αναπηρία) ενώ εκφράζει την ανησυχία της ότι εγείρουν ζήτημα ασφάλειας και συνοχής δικαίου και κινδύνου εφαρμογής αντιφατικών και αλληλοεπικαλυπτόμενων διοικητικών και λοιπών διαδικασιών.
Η ΕΕΔΑ επισημαίνει τη σημασία της διασφάλισης των δικαιωμάτων του εργαζομένου κυρίως σε περιπτώσεις που οι εργαζόμενοι είναι εκτεθειμένοι σε μεγαλύτερο κίνδυνο καταχρηστικών συμπεριφορών και παραβιάσεων από την πλευρά της εργοδοσίας, όπως είναι οι συμβάσεις μη γνωστού χρόνου εργασίας. Τονίζει επομένως ότι η παροχή έννομης προστασίας, η προστασία από αντίποινα και το δικαίωμα επανόρθωσης, το οποίο συνδέεται με το δικαίωμα προς αποζημίωση, πρέπει να διασφαλίζονται με σαφείς και κατάλληλες διατάξεις ενσωμάτωσης των αντίστοιχων απαιτήσεων και ρυθμίσεων της Οδηγίας.
Σχετικά με το διάστημα της «δοκιμαστικής περιόδου», η ΕΕΔΑ υπενθυμίζει ότι η Ελλάδα είναι υπόλογη ήδη από το 2017 για τη μη λήψη μέτρων αποκατάστασης της αναγνωρισθείσας παραβίασης του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (άρθρο 4 παρ.4) για τη μη καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης του εργαζομένου κατά τους 12 πρώτους μήνες απασχόλησης, που θεωρούνται δοκιμαστική περίοδος βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Με το σχέδιο νόμου ο περιορισμός αυτός διατηρείται, ενώ η δοκιμαστική περίοδος που ορίζεται στους 6 μήνες, αναγνωρίζεται ιδιόρρυθμα ως αυτοτελής σύμβαση, με αυτοδίκαιη μάλιστα λήξη, εάν δεν θεωρηθεί επιτυχής η υπηρεσία του εργαζόμενου. Όπως τονίζει λοιπόν, οι ρυθμίσεις αυτές του νομοσχεδίου δεν είναι συμβατές με την Οδηγία που υποχρεώνει ρητά σε δοκιμαστική περίοδο όχι μεγαλύτερη των 6 μηνών, αφού η δοκιμαστική περίοδος και ο χρόνος αναμονής για την υπαγωγή στις προστατευτικές διατάξεις του δικαίου της καταγγελίας ταυτίζονται σε σχέση με τον επιδιωκόμενο από αυτές σκοπό. Ακόμη, προσθέτει ότι η «αυτοδίκαιη λήξη» όπως περιγράφεται στο νομοσχέδιο στους 6 μήνες απασχόλησης, θα έχει ως συνέπεια για παράδειγμα την απώλεια της επιδότησης ανεργίας.
Ακόμη επισημαίνει ότι με διατάξεις του νομοσχεδίου εισάγονται στην εθνική νομοθεσία για πρώτη φορά οι συμβάσεις εργασίας μη καθορισμένου, πλήρως ή εν μέρει, χρόνου εργασίας («συμβάσεις κατά παραγγελία»), τονίζοντας ότι η ΕΕΔΑ παρατηρεί την υποβάθμιση, μέσω των διατάξεων αυτών, του εθνικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων και εξηγεί τις συνέπειες της κατάργησης της υποχρέωσης γνωστοποίησης και δήλωσης εκ των προτέρων του χρόνου εργασίας του εργαζόμενου σε θεμελιώδη δικαιώματά του, εργασιακά και κοινωνικοασφαλιστικά.
Παρατηρήσεις υπέβαλε επίσης η ΕΕΔΑ και για το σύστημα της 6ήμερης απασχόλησης στις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν το σύστημα πενθήμερης εργασίας, διατυπώνοντας την ανησυχία της ως προς τον αντίκτυπο και κυρίως τη διακινδύνευση σε θεμελιώδη δικαιώματα των εργαζομένων, όπως η υγεία και η ασφάλειά τους.
Περαιτέρω, στο ζήτημα της υποχρέωσης των ανεξάρτητων αρχών και συγκεκριμένα της Επιθεώρησης Εργασίας να ελέγχουν κατά τη διεξαγωγή του ελεγκτικού τους έργου την εφαρμογή των ερμηνευτικών εγκυκλίων των κατά περίπτωση αρμοδίων οργάνων, η ΕΕΔΑ παρατηρεί ότι η προωθούμενη ρύθμιση φαίνεται να παραγνωρίζει την έννοια και τη λειτουργία των εγκυκλίων στην ελληνική έννομη τάξη.
Σχετικά με την προωθούμενη ρύθμιση για τον καθορισμό όρων και προϋποθέσεων άσκησης καθηκόντων ιατρού εργασίας, η ΕΕΔΑ σημειώνει την κρισιμότητα της ειδικότητας αυτής και την ανάγκη να διασφαλίζεται ουσιαστικά ο ρόλος τους στην εφαρμογή των κανόνων υγείας και ασφάλειας κατά την παροχή εργασίας, όπου και εάν αυτή παρέχεται.
Η ΕΕΔΑ, επίσης, εκφράζει την έντονη ανησυχία της για την ποινικοποίηση των απεργών και των εκλεγμένων συνδικαλιστικών τους εκπροσώπων στο πλαίσιο της απεργιακής κινητοποίησης. Η ΕΕΔΑ παρατηρεί ότι ο νομοθέτης για πρώτη φορά, σταθμίζοντας ο ίδιος την έκταση της συνταγματικής προστασίας, επεμβαίνει με το οπλοστάσιο του ποινικού δικαίου για την προστασία της άσκησης ενός συνταγματικού δικαιώματος σε βάρος της άσκησης ενός άλλου, που εξίσου προστατεύεται συνταγματικά. Επισημαίνει εξίσου ότι οι υφιστάμενοι περιορισμοί δεν παρεμποδίζουν απλώς την νόμιμη άσκηση του δικαιώματος απεργίας, αλλά οδηγούν σε κατάλυσή του κατά παραβίαση του διεθνούς, Ευρωπαϊκού και Ενωσιακού δικαίου και του άρθρο 23 παρ. 2 του Συντάγματος.
Ως προς την προωθούμενη διάταξη για την αναγνώριση ως αυτοτελούς παραβίασης από τους εργοδότες της μη συμμόρφωσής τους με τα έκτακτα μέτρα που εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση φυσικών ή τεχνολογικών καταστροφών ή έκτακτων καιρικών φαινομένων, η ΕΕΔΑ, θεωρεί ότι κινείται σε θετική κατεύθυνση, ωστόσο διατυπώνει την ανάγκη προώθησης σταθερού πλαισίου κανόνων πολιτικής προστασίας. Η ανάγκη αυτή επιβεβαιώθηκε δυστυχώς από τα δραματικά γεγονότα, τη σοβαρή διακινδύνευση αλλά και την απώλεια ζωών από τις ακραίες συνθήκες ψύχους, παγετού και καύσωνα, τις πρόσφατες πυρκαγιές και την κακοκαιρία Daniel που συγκλόνισαν τη χώρα μας. Η ΕΕΔΑ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον έγκαιρο συντονισμό όχι μόνο για την κατάλληλη αντιμετώπιση αλλά και την πρόληψη μέσω της γνώσης των στοιχειωδών κανόνων πολιτικής προστασίας.
Τέλος και σε ό,τι αφορά τη λήψη μέτρων ενσωμάτωσης του ενωσιακού δικαίου, καθώς και εφαρμοστικών μέτρων των διεθνών Συμβάσεων που σχετίζονται με την προστασία και προώθηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η ΕΕΔΑ καλεί την Πολιτεία πρωτίστως να εξετάζει και να συνεκτιμά το ισχύον εθνικό νομοθετικό πλαίσιο και μετά να προβαίνει στην τυχόν υιοθέτηση ρυθμίσεων που ενισχύουν το παρεχόμενο ήδη πλαίσιο προστασίας σε εθνικό επίπεδο.
Αναλυτικά η Έκθεση της ΕΕΔΑ