Στην Ιταλία το ρεύμα που ζητά διαγραφή του χρέους και έξοδο της χώρας από το ευρώ τείνει με γοργούς ρυθμούς να μεταφερθεί στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής- στοιχείο που βοήθησε τον Μάριο Μόντι στην διαπραγμάτευση της Πέμπτης πολύ περισσότερο από όσο του είχε χρησιμεύσει σε όλες τις προηγούμενες συνόδους η πλούσια εμπειρία του στα μυστικοσυμβούλια των Βρυξελλών.
Μια τάση που θα περίμενε κανείς να εμφανιστεί πρώτη στις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση, αντιθέτως, εκφράζεται εντονότερα στην μοναδική χώρα του ευρωπαϊκού νότου που δεν έχει προσφύγει (ακόμα) σε μηχανισμό διάσωσης.
Αξίζει να θυμηθούμε ότι τα τελευταία σχόλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην πρωθυπουργία της Ιταλίας, τον Νοέμβριο του 2011 ήταν άκρως επικριτικά για το ευρώ, ως παράγοντα επιδείνωσης της οικονομικής θέσης της χώρας. Ακολούθησε η πραξικοπηματική αντικατάστασή του από τον πρώην επίτροπο και πρώην στέλεχος της Goldman Sachs, Μόντι, του οποίου αποστολή ήταν ακριβώς να αποτρέψει την ιταλική αποχώρηση. Επτά μήνες αργότερα τα δημοσκοπικά ποσοστά του σωτήρα-τεχνοκράτη Μόντι βυθίζονται σε παράλληλη πορεία με την οικονομία, οι επιχειρήσεις κλείνουν, η ανεργία αυξάνεται ενώ το κόστος δανεισμού της Ιταλίας παραμένει σε μη βιώσιμα ύψη.
Όταν ο Μόντι εμφανίστηκε στο ευρωπαϊκό συμβούλιο την Πέμπτη, μπορούσε με πειστικότητα να ισχυριστεί ότι η Ιταλία βρίσκεται σε σημείο καμπής. 'Η η Ρώμη θα έπειθε την Γερμανία να προχωρήσει σε ουσιαστικά βήματα για την αποκλιμάκωση των ιταλικών επιτοκίων και την τόνωση της ανάπτυξης, ή θα επέστρεφε στη λιρέτα.
Μπορεί η δημιουργία του ευρώ να ήταν πρωτίστως επιθυμία της Γαλλίας ώστε να «χαλιναγωγηθεί» η ενιαία Γερμανία, αλλά και η γερμανική βιομηχανία στήριξε ολόθερμα το ενιαίο νόμισμα, υπολογίζοντας ότι αυτό θα την απήλλασσε από την ενοχλητική ιταλική συνήθεια των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων.
Η ιταλική οικονομία δέθηκε σιδεροδέσμια στο σκληρό νόμισμα και, όπως ακριβώς είχαν προδιαγράψει οι Γερμανοί βιομήχανοι, κατέληξε να χάσει μεγάλο μέρος της ανταγωνιστικότητάς της.
Το πέρασμα όμως από μία πλατιά παραγωγική βάση στον οικονομικό μαρασμό ήταν υπερβολικά εξόφθαλμο ώστε να πεισθούν οι Ιταλοί από την αθωωτική για το ευρώ προπαγάνδα που τόσο εύκολα διαθόθηκε στην Ελλάδα («δεν παράγουμε τίποτα γιατί είμαστε αχαϊρευτοι»).
Το αποτέλεσμα είναι η Ιταλία να καταγράφει αυτή τη στιγμή το υψηλότερο πανευρωπαϊκό ποσοστό αρνητικής στάσης απέναντι στο ενιαίο νόμισμα. Σε ερώτηση του ινστιτούτου Pew αν «η δημιουργία του ευρώ ήταν καλό πράγμα» μόλις το 30% των Ιταλών απάντησε ναι, ενώ το 44% απάντησε όχι. Στην Ελλάδα, μετά από όλα όσα έχουν συμβεί, το 46% των ερωτηθέντων εξακολουθεί να θεωρεί το ευρώ καλό πράγμα.
Στο ερώτημα αν πρέπει σήμερα η χώρα να βγει από το ευρώ, το 50% των Ιταλών τάσσεται υπέρ της παραμονής της χώρας, αλλά το ποσοστό που ζητά αποχώρηση ( 38% ) είναι και σε αυτή την περίπτωση το υψηλότερο πανευρωπαϊκά.
Οχι ένα αλλά τρία ιταλικά κόμματα εκφράζουν πλέον σοβαρές αμφιβολίες για το ευρώ. Πρώτο, το κίνημα βάσης του Μπέπε Γκρίλο, του κωμικού που κάνει το γέλιο να παγώνει στα χείλη των Ιταλών πολιτικών λόγω της σαρωτικής ανόδου του. Το “κίνημα 5 αστέρων” του Γκρίλο, που ζητά πραγματική δημοκρατία, διαγραφή του ιταλικού χρέους και έξοδο από το ευρώ, εκτιμάται ότι μπορεί να συγκεντρώσει ως και 20% στις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Δεύτερο, το κεντροδεξιό κόμμα του Μπερλουσκόνι, ο οποίος επανέκαμψε την περασμένη εβδομάδα με νέα σχόλια («το να φύγουμε από το ευρώ δεν είναι βλασφημία») και τρίτη η ανέκαθεν ευρωσκεπτικιστική Λέγκα του βορά.
Η αποχώρηση προωθείται και από παράγοντες της ιταλικής βιομηχανίας και βιοτεχνίας. «Πολλές ισχυρές δυνάμεις τάσσονται υπέρ της επιστροφής στη λιρέττα» έγραψε πρόσφατα ο Νουριέλ Ρουμπινί, ο οποίος, σημειωτέον είναι βαθύς γνώστης της ιταλικής πραγματικότητας.
Οταν, στα μισά της συνεδρίασης του ευρωπαϊκού συμβουλίου, ο Μόντι δεν άφησε τον πρόεδρο Φαν Ρομπέι να βγει από την αίθουσα και να κάνει θριαμβευτικές ανακοινώσεις, λέγοντας “ίσως δεν με καταλάβατε, εμείς δεν συμφωνούμε”, η Γερμανίδα καγκελάριος Μερκελ ήξερε ότι είχε απέναντί της τον διαλλακτικότερο και φιλικότερο εκπρόσωπο μιας Ιταλίας που είναι έτοιμη να τινάξει τα πάντα στον αέρα.
Δεν είναι γνωστό αν ο Μόντι πράγματι επικαλέστηκε το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών και αντικατάστασής της τεχνοκρατικής κυβέρνησής του από τις δυνάμεις που υποστηρίζουν την έξοδο, ούτε αν ανέλυσε στο συμβούλιο την εσωτερική κατάσταση της Ιταλίας. Δεν χρειαζόταν εξάλλου. Το είχαν κάνει ήδη πολύ σοβαροί αναλυτές, οπως ο Βόλφγκανγκ Μίνχαου, που είχε προειδοποιήσει ότι αν η σύνοδος των Βρυξελλών αποτύχει, η Ιταλία πολύ γρήγορα θα δρομολογήσει την έξοδό της.
Ο Μίνχαου είχε προσπαθήσει να εξηγήσει στους Γερμανούς ότι μία ιταλική έξοδος θα ήταν λιγότερο επώδυνη για την Ιταλία από ότι για το Βερολίνο. «Παρά την ύπαρξη υψηλών χρεών από το παρελθόν, ο νέος δανεισμός της Ιταλίας είναι σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, κάτι που καθιστά τη χώρα σχετικά ανεξάρτητη από τον έξω κόσμο. Η έξοδος και το ριζικό κούρεμα του ιταλικού χρέους θα έδινε τέλος στην εσωτερική ιταλική κρίση. Τότε θα άρχιζε η δίκη μας κρίση (της Γερμανίας).» σημείωσε.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η Γερμανία αποδέχθηκε να μην στείλει την τρόικα στην Ιταλία και την Ισπανία όταν αυτές αντλήσουν δισεκατομμύρια από τον μηχανισμό στήριξης και να μην περιλάβει τον δανεισμό των τραπεζών τους στο δημόσιο χρέος, ώστε να καταστήσει τα ομόλογά τους πιο ελκυστικά.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι παραχωρήσεις αυτές θα επαρκέσουν για να αντιμετωπιστεί η κρίση, ούτε ότι η ιταλική έξοδος τελικά θα αποτραπεί. Ομως, υποχρεώνοντας τον Μόντι να χρησιμοποιήσει την πυρηνική απειλή, σε κοινό μέτωπο με την Ισπανία, οι Ιταλοί απέσπασαν πολύ περισσότερα από όσα θα τολμούσαν να ονειρευτούν οι χώρες που δεν διαπραγματεύθηκαν ποτέ.
Στην Ιταλία το ρεύμα που ζητά διαγραφή του χρέους και έξοδο της χώρας από το ευρώ τείνει με γοργούς ρυθμούς να μεταφερθεί στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής- στοιχείο που βοήθησε τον Μάριο Μόντι στην διαπραγμάτευση της Πέμπτης πολύ περισσότερο από όσο του είχε χρησιμεύσει σε όλες τις προηγούμενες συνόδους η πλούσια εμπειρία του στα μυστικοσυμβούλια των Βρυξελλών.
Μια τάση που θα περίμενε κανείς να εμφανιστεί πρώτη στις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση, αντιθέτως, εκφράζεται εντονότερα στην μοναδική χώρα του ευρωπαϊκού νότου που δεν έχει προσφύγει (ακόμα) σε μηχανισμό διάσωσης.
Αξίζει να θυμηθούμε ότι τα τελευταία σχόλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην πρωθυπουργία της Ιταλίας, τον Νοέμβριο του 2011 ήταν άκρως επικριτικά για το ευρώ, ως παράγοντα επιδείνωσης της οικονομικής θέσης της χώρας. Ακολούθησε η πραξικοπηματική αντικατάστασή του από τον πρώην επίτροπο και πρώην στέλεχος της Goldman Sachs, Μόντι, του οποίου αποστολή ήταν ακριβώς να αποτρέψει την ιταλική αποχώρηση. Επτά μήνες αργότερα τα δημοσκοπικά ποσοστά του σωτήρα-τεχνοκράτη Μόντι βυθίζονται σε παράλληλη πορεία με την οικονομία, οι επιχειρήσεις κλείνουν, η ανεργία αυξάνεται ενώ το κόστος δανεισμού της Ιταλίας παραμένει σε μη βιώσιμα ύψη.
Όταν ο Μόντι εμφανίστηκε στο ευρωπαϊκό συμβούλιο την Πέμπτη, μπορούσε με πειστικότητα να ισχυριστεί ότι η Ιταλία βρίσκεται σε σημείο καμπής. 'Η η Ρώμη θα έπειθε την Γερμανία να προχωρήσει σε ουσιαστικά βήματα για την αποκλιμάκωση των ιταλικών επιτοκίων και την τόνωση της ανάπτυξης, ή θα επέστρεφε στη λιρέτα.
Μπορεί η δημιουργία του ευρώ να ήταν πρωτίστως επιθυμία της Γαλλίας ώστε να «χαλιναγωγηθεί» η ενιαία Γερμανία, αλλά και η γερμανική βιομηχανία στήριξε ολόθερμα το ενιαίο νόμισμα, υπολογίζοντας ότι αυτό θα την απήλλασσε από την ενοχλητική ιταλική συνήθεια των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων.
Η ιταλική οικονομία δέθηκε σιδεροδέσμια στο σκληρό νόμισμα και, όπως ακριβώς είχαν προδιαγράψει οι Γερμανοί βιομήχανοι, κατέληξε να χάσει μεγάλο μέρος της ανταγωνιστικότητάς της.
Το πέρασμα όμως από μία πλατιά παραγωγική βάση στον οικονομικό μαρασμό ήταν υπερβολικά εξόφθαλμο ώστε να πεισθούν οι Ιταλοί από την αθωωτική για το ευρώ προπαγάνδα που τόσο εύκολα διαθόθηκε στην Ελλάδα («δεν παράγουμε τίποτα γιατί είμαστε αχαϊρευτοι»).
Το αποτέλεσμα είναι η Ιταλία να καταγράφει αυτή τη στιγμή το υψηλότερο πανευρωπαϊκό ποσοστό αρνητικής στάσης απέναντι στο ενιαίο νόμισμα. Σε ερώτηση του ινστιτούτου Pew αν «η δημιουργία του ευρώ ήταν καλό πράγμα» μόλις το 30% των Ιταλών απάντησε ναι, ενώ το 44% απάντησε όχι. Στην Ελλάδα, μετά από όλα όσα έχουν συμβεί, το 46% των ερωτηθέντων εξακολουθεί να θεωρεί το ευρώ καλό πράγμα.
Στο ερώτημα αν πρέπει σήμερα η χώρα να βγει από το ευρώ, το 50% των Ιταλών τάσσεται υπέρ της παραμονής της χώρας, αλλά το ποσοστό που ζητά αποχώρηση ( 38% ) είναι και σε αυτή την περίπτωση το υψηλότερο πανευρωπαϊκά.
Οχι ένα αλλά τρία ιταλικά κόμματα εκφράζουν πλέον σοβαρές αμφιβολίες για το ευρώ. Πρώτο, το κίνημα βάσης του Μπέπε Γκρίλο, του κωμικού που κάνει το γέλιο να παγώνει στα χείλη των Ιταλών πολιτικών λόγω της σαρωτικής ανόδου του. Το “κίνημα 5 αστέρων” του Γκρίλο, που ζητά πραγματική δημοκρατία, διαγραφή του ιταλικού χρέους και έξοδο από το ευρώ, εκτιμάται ότι μπορεί να συγκεντρώσει ως και 20% στις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Δεύτερο, το κεντροδεξιό κόμμα του Μπερλουσκόνι, ο οποίος επανέκαμψε την περασμένη εβδομάδα με νέα σχόλια («το να φύγουμε από το ευρώ δεν είναι βλασφημία») και τρίτη η ανέκαθεν ευρωσκεπτικιστική Λέγκα του βορά.
Η αποχώρηση προωθείται και από παράγοντες της ιταλικής βιομηχανίας και βιοτεχνίας. «Πολλές ισχυρές δυνάμεις τάσσονται υπέρ της επιστροφής στη λιρέττα» έγραψε πρόσφατα ο Νουριέλ Ρουμπινί, ο οποίος, σημειωτέον είναι βαθύς γνώστης της ιταλικής πραγματικότητας.
Οταν, στα μισά της συνεδρίασης του ευρωπαϊκού συμβουλίου, ο Μόντι δεν άφησε τον πρόεδρο Φαν Ρομπέι να βγει από την αίθουσα και να κάνει θριαμβευτικές ανακοινώσεις, λέγοντας “ίσως δεν με καταλάβατε, εμείς δεν συμφωνούμε”, η Γερμανίδα καγκελάριος Μερκελ ήξερε ότι είχε απέναντί της τον διαλλακτικότερο και φιλικότερο εκπρόσωπο μιας Ιταλίας που είναι έτοιμη να τινάξει τα πάντα στον αέρα.
Δεν είναι γνωστό αν ο Μόντι πράγματι επικαλέστηκε το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών και αντικατάστασής της τεχνοκρατικής κυβέρνησής του από τις δυνάμεις που υποστηρίζουν την έξοδο, ούτε αν ανέλυσε στο συμβούλιο την εσωτερική κατάσταση της Ιταλίας. Δεν χρειαζόταν εξάλλου. Το είχαν κάνει ήδη πολύ σοβαροί αναλυτές, οπως ο Βόλφγκανγκ Μίνχαου, που είχε προειδοποιήσει ότι αν η σύνοδος των Βρυξελλών αποτύχει, η Ιταλία πολύ γρήγορα θα δρομολογήσει την έξοδό της.
Ο Μίνχαου είχε προσπαθήσει να εξηγήσει στους Γερμανούς ότι μία ιταλική έξοδος θα ήταν λιγότερο επώδυνη για την Ιταλία από ότι για το Βερολίνο. «Παρά την ύπαρξη υψηλών χρεών από το παρελθόν, ο νέος δανεισμός της Ιταλίας είναι σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, κάτι που καθιστά τη χώρα σχετικά ανεξάρτητη από τον έξω κόσμο. Η έξοδος και το ριζικό κούρεμα του ιταλικού χρέους θα έδινε τέλος στην εσωτερική ιταλική κρίση. Τότε θα άρχιζε η δίκη μας κρίση (της Γερμανίας).» σημείωσε.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η Γερμανία αποδέχθηκε να μην στείλει την τρόικα στην Ιταλία και την Ισπανία όταν αυτές αντλήσουν δισεκατομμύρια από τον μηχανισμό στήριξης και να μην περιλάβει τον δανεισμό των τραπεζών τους στο δημόσιο χρέος, ώστε να καταστήσει τα ομόλογά τους πιο ελκυστικά.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι παραχωρήσεις αυτές θα επαρκέσουν για να αντιμετωπιστεί η κρίση, ούτε ότι η ιταλική έξοδος τελικά θα αποτραπεί. Ομως, υποχρεώνοντας τον Μόντι να χρησιμοποιήσει την πυρηνική απειλή, σε κοινό μέτωπο με την Ισπανία, οι Ιταλοί απέσπασαν πολύ περισσότερα από όσα θα τολμούσαν να ονειρευτούν οι χώρες που δεν διαπραγματεύθηκαν ποτέ.