Γεννημένος το Γενάρη του 1918, μαζί λες με την μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση, στο σημερινό Μαπούτο και τότε Λορέντσο Μαρκές, ο Δημήτρης Τσαφέντας ήταν μουλάτος, γιός λευκού και μιγάδας, στον τόπο που κυβερνούσε η αποικιοκρατία, σε μια Αφρική που λίγα χρόνια πριν είχαν διαμοιράσει οι δυτικοί στο Βερολίνο, που αντιμετώπιζαν τους ντόπιους σαν ανθρώπινα ζώα, για να θυμηθούμε μια φράση από πρόσφατες ειδήσεις.

Ο πατέρας του, Μιχάλης Τσαφεντάκης, ήταν κρητικός, κι η μητέρα του, Αμέλια, μοζαμβικινή, υπηρέτρια στα σπίτια. Η σχέση τους δεν ήταν νομιμοποιημένη. Όταν γεννήθηκε ο Δημήτρης, τον πήρε ο πατέρας του. Πέρασε κάποια χρόνια με τη γιαγιά του στην Αλεξάνδρεια, κι ύστερα, στα δέκα του, ο πατέρας του  πάλι, τον έφερε στη Νότιο Αφρική, όπου είχε παντρευτεί ελληνίδα, με προξενιό, μια γυναίκα που φώναζε “μπάσταρδο” το Δημήτρη και τον τυραννούσε.

Ήταν ένα πανέξυπνο παιδί. Μελετηρός. Μπαίνει στα καράβια, ταξιδεύει, μαθαίνει οκτώ γλώσσες. Εντάσσεται στο κομμουνιστικό κόμμα της Νοτίου Αφρικής. Είναι “Κόκκινος”, όπως θα γράψουν αργότερα οι εφημερίδες για τον τυραννοκτόνο Δημήτρη Τσαφέντα. Με δράση σε κάθε τόπο από τον οποίο πέρασε.

Ο πατέρας του τον είχε δηλώσει λευκό στα χαρτιά, όταν τον έφερε με την Ελληνίδα γυναίκα του στη Ν. Αφρική. Όταν ο Δημήτρης ερωτεύτηκε την Έλεν, που ήταν έγχρωμη, θέλησε να αλλάξει την ταυτότητά του, να εγκαταλείψει τα προνόμια που του έδινε η καταγραφή του ως λευκού. Δεν του το επέτρεψαν.

Λευκός, λοιπόν.

Ως λευκός βρήκε δουλειά κλητήρα στο κοινοβούλιο. Ως λευκός αγόρασε το μαχαίρι. Ως λευκός, την 6η Σεπτεμβρίου του 1966, κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του κοινοβουλίου της λευκής μειοψηφίας, μαχαίρωσε πέντε φορές τον πρωθυπουργό της χώρας, Χέντρικ Φερβουρτ, αρχιτέκτονα του ρατσιστικού καθεστώτος. Ως λευκός σκότωσε το “Λιοντάρι του Απαρτχάιντ” για τους λευκούς, τον “Κροκόδειλο του Απαρτχάιντ” για τους μαύρους.

Οι λευκοί τον είπαν τρελλό, οι μαύροι του έγραψαν τραγούδια. Η εξουσία τον αντιμετώπισε ως τρελλό. Γι’ αυτό και γλίτωσε την κρεμάλα – κι ίσως από το φόβο της ηρωοποίησής του.

Τον καταδίκασαν και τον φυλάκισαν για 28 χρόνια ,από τα οποία τα 23 έμεινε στην απομόνωση. Τον βασάνιζαν καθημερινά. Το κελί της απομόνωσής του ήταν ακριβώς κάτω από το χώρο με τις κρεμάλες, άκουγε κάθε θάνατο, κάθε τελευταία ανάσα των αγωνιστών που εκτελούνταν. Κάθε πρωί τον οδηγούσαν στο χώρο των βασανιστηρίων. Άλλοτε τον χτυπούσαν μόνο, άλλοτε του επεφύλασσαν εικονικές εκτελέσεις. Θα πει αργότερα, όταν πια βρίσκεται στο ψυχιατρείο, με το τέλος του Απαρτχάιντ, πως τον κράτησαν στη ζωή τα βιβλία που κουβαλούσε στο μυαλό του, και εκεί τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε, αλλά και η σιγουριά πως οι σύντροφοί του θα έρθουν, στρατός των δικαίων, και θα τον απελευθερώσουν. Οι συγκρατούμενοι του πρόσθεσαν και κάτι ακόμη: τον άκουγαν πολλές φορές να τραγουδάει το Bella Ciao. Να ξέρουν οι σύντροφοι που θα τον βρουν…

Με τη λήξη του απαρτχάιντ, δεν τον ελευθερώνουν. Έχει σκοτώσει πρωθυπουργό, οι πολιτικές αναγκαιότητες, η προσπάθεια για συμφιλίωση, δεν επιτρέπουν να βγει από κει. Η πρώτη προσπάθεια που γίνεται αφορά την φιλοξενία του στο ελληνικό γηροκομείο. Οι διαχειριστές το αρνούνται – είναι σκάνδαλο, είναι δολοφόνος. Με παρέμβαση των λίγων ανθρώπων που γνωρίζουν την αλήθεια, τελικά οδηγείται σε ένα ψυχιατρείο όπου οι συνθήκες είναι κάπως πιο ανθρώπινες, όπου μπορούν να τον επισκέπτονται οι δικοί του άνθρωποι, αυτοί οι λίγοι που όταν πεθάνει, το 1999, θα σηκώσουν και το φέρετρό του και θα φέρουν τον ορθόδοξο ιερέα να τον αποχαιρετήσουν. Έχει προλάβει να πει, σε κάποια συνέντευξη, πως ο ίδιος απέκρυπτε από τους διώκτες του επιμελώς πως ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, για να προστατέψει το κόμμα και τους συντρόφους.

Δεν τον ξέχασαν, αυτοί οι ίδιοι οκτώ δέκα άνθρωποι που ήταν στην κηδεία του. Και βρήκαν στήριγμα για την αποκατάστασή του στον ιστορικό Χάρη Δουσεμετζη, που αφιέρωσε κυριολεκτικά χρόνια από τη ζωή του, μελετώντας τα αρχεία του απαρτχάιντ, κάνοντας συνεντεύξεις με όσους τον γνώρισαν, ξετρυπώνοντας κάθε χαρτί που θα μπορούσε και, με ένα αρχείο 900 σελίδων – που οδήγησε και στην συγγραφή του βιβλίου του Dimitri Tsafentas, the man who killed Apartheid – και την παράλληλη κινητοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Νοτίου Αφρικής, βοήθησε όσο κανείς να αποκατασταθεί το όνομα του έλληνα κομμουνιστή Δημήτρη Τσαφέντα, του comrade Dimitri…

Στην αποστολή μας στη Νότιο Αφρική αναζητήσαμε τα ίχνη του. Το βίντεο που προέκυψε ακολουθεί. Tο ΚΚ της Νοτίου Αφρικής επιθυμεί να κατασκευάσει μνημείο στον τάφο του, τον χωμάτινο χωρίς όνομα. Τολμώ να προτείνω από εδώ, στο ελληνικό ΚΚ, να βοηθήσει, και το μνημείο αυτό να στηθεί ως συντροφική προσφορά στον δεσμό των εδώ και εκεί κομμουνιστών, που ονομάζεται Δημήτρης Τσαφέντας. Προφανώς, το θέμα δεν είναι μόνο οικονομικό…