Στο Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο είχαν προσφύγει περίπου 500 πρώην βουλευτές διεκδικώντας με το νόμιμο τόκο τις διαφορές των αποδοχών τους, που δεν τους χορηγήθηκαν μετά την αύξηση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, που έγινε το 2006 με αποφάσεις του Μισθοδικείου. Οι αποδοχές των δικαστών αυξήθηκαν, για την τετραετία 2003 έως 2007, με ανώτατο πλαφόν τις μηνιαίες αποδοχές του προέδρου της ΕΕΤΤ, που ανέρχεται στα 10.271,46 ευρώ.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου έκριναν ότι η εφάπαξ έκτακτη παροχή που έλαβαν οι δικαστικοί λειτουργοί (2003-2007) και με την οποία εξομοιούνται οι αποδοχές τους με αυτές του προέδρου του ΕΕΤΤ, είναι ανεξάρτητη και δεν συνδέεται με το μισθολόγιο των δικαστών, έτσι ώστε να μπορεί να τεθεί ζήτημα αναπροσαρμογής της βουλευτικής αποζημίωσης. Οι δικαστές την έκτακτη αυτή παροχή, την έλαβαν, επειδή υπήρχε μεγάλος φόρτος εργασίας (μεγάλος όγκος υποθέσεων) στα δικαστήρια και στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, λόγω της εισόδου μεγάλου αριθμού οικονομικών μεταναστών (απελάσεις, άδειες παραμονής, παραβατικές συμπεριφορές, κ.λπ.), των Ολυμπιακών Αγώνων και της επίσπευσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων.
Έτσι, κρίθηκε ότι η επέκταση της επίμαχης παροχής στους βουλευτές συνιστά ανεπίτρεπτη άσκηση νομοθετικού έργου, καθώς ο νομοθέτης κατά πρώτον είχε την πρόθεση να αναγνωριστούν οι απολαβές αυτές προς τους δικαστικούς για συγκεκριμένους λόγους, ενώ κατά δεύτερον είχε την πρόθεση να αποκλείσει άλλες κατηγορίες λειτουργών, οι αποδοχές των οποίων συναρτώνται με το ύψος των μηνιαίων αποδοχών του ανώτατου δικαστικού λειτουργού (δηλαδή τους βουλευτές).