Του Chris Hedges
Καλό μου παιδί. Κοντεύει μεσάνυχτα. Πετάω με ταχύτητα χιλιάδων χιλιομέτρων, στο σκοτάδι, πάνω από τον Ατλαντικό. Θέλω να πάω στα σύνορα της Γάζας, στη Ράφα. Για σένα.
Δεν έχεις μπει ποτέ σε αεροπλάνο. Δεν έχεις φύγει ποτέ απ’ τη Γάζα. Μόνο την ασφυξία από τα μπουλούκια στα στενά και τους δρόμους ξέρεις. Μαζί με τα τσιμεντένια χαμόσπιτα. Συνοριακούς φύλακες και φράκτες παντού τριγύρω. Εσύ, τα τρέμεις τα αεροπλάνα. Τα μαχητικά, τα ελικόπτερα, τα ντρόουν. Κάνουν κύκλους σα τα όρνεα από πάνω σου, ρίχνουν βόμβες και πυραύλους. Εκκωφαντικές εκρήξεις. Τρέμει η γη. Γκρεμίζονται κτήρια. Ο θάνατος. Οι κραυγές. Οι κούφιες κραυγές για βοήθεια, κάτω απ’ τα ερείπια. Δεν σταμάτα. Μέρα νύχτα. Παγιδευμένοι στα συντρίμμια. Εσύ και οι συμπαίκτες σου, οι συμμαθητές σου, οι γείτονές σου. Χάθηκαν με τη μια. Βλέπεις σμπαραλιασμένα πρόσωπα και άκρα να ξεθάβονται.
Είμαι δημοσιογράφος. Είναι η δουλειά μου, πρέπει να τα βλέπω αυτά.
Εσύ όχι.
Είναι η μυρωδιά του θανάτου. Θρυμματισμένο τσιμέντο πάνω από σάπια πτώματα. Κρατά την ανάσα σου, καλύπτει το στόμα σου με ένα κουρέλι. Περπατάς πιο γρήγορα. Η γειτονιά σου έγινε νεκροταφείο. Έχεις χάσει τα πάντα και συ κοιτάς με τρόμο. Δεν ξέρεις πού είσαι.
Φοβάσαι. Την έκρηξη μετά την έκρηξη. Κλαις. Χώνεσαι στην αγκαλιά της μητέρας σου, του πατέρα σου, με καλυμμένα τα αφτιά. Είδες το φως του πυραύλου, περιμένεις την έκρηξη. Μα γιατί σκοτώνουν παιδιά ; Εσύ τι έκανες ; Γιατί δεν σε προστατεύει κανείς ; Γιατί δεν μπορεί να σε προστατεύσει κανείς ; Θα χτυπήσεις ; Τί θα χάσεις ; Χέρι για πόδι ; Γιατί να γεννηθείς ; Για καλό γεννήθηκες ή για αυτό που ζεις ; Θα μεγαλώσεις ; Θα σαι χαμογελάσεις ποτέ σου ; Πως να ναι χωρίς τους φίλους σου ; Κάποιος που ξέρεις, σύντομα, θα πεθάνει. Ποιος θα ναι ο επόμενος. Μάνα. Πατέρας. Αδέρφια. Κάποιος που ξέρεις, σύντομα θα χτυπηθεί. Κάποιος που ξέρεις θα πεθάνει. Σύντομα.
Τη νύχτα σε κρυώνει το τσιμέντο που ξαπλώνεις. Τα τηλέφωνα νεκρά. Ίντερνετ δεν υπάρχει. Δεν ξέρεις τί γίνεται. Μόνο λάμψεις, κρότοι, κραυγές. Και δεν σταματάνε.
Εσύ περιμένεις, όσο οι γονείς σου ψάχνουν φαγητό. Είναι αυτός ο κακός πόνος στο στομάχι. Θα γυρίσουν άραγε ; Θα τους ξαναδείς ; Ή θα ναι το σπίτι σου το επόμενο ; Θα σας βρουν οι βόμβες ; Είναι αυτά τα τελευταία σου λεπτά ;
Πίνεις νερό, βρώμικο κι αλμυρό. Και σε αρρωσταίνει. Πονά το στομάχι σου. Πεινάς. Οι φούρνοι καταστράφηκαν, ψωμί πουθενά. Ένα γεύμα την ημέρα. Μακαρόνια, αγγούρι, κι αυτά για λίγο, μέχρι να μοιάζουν όνειρο, γιορτή.
Εσύ δε παίζεις με μπάλες από κουρέλια ούτε με χαρταετούς από εφημερίδες.
Μας έχεις ξαναδεί. Φοράμε κάτι γιλέκα που γράφουν PRESS πάνω. Έχουμε κράνη, έχουμε κάμερες, οδηγούμε τζιπ. Μας βλέπεις αφού σας χτυπήσουν. Μιλάμε με τους μεγαλύτερους για ώρα και μετά χανόμαστε. Συνήθως δε μιλάμε με σας. Αλλά κάποιες φορές, είστε παντού τριγύρω, γελάτε, μας δείχνετε, μας ζητάτε να σας βγάλουμε φωτογραφία
Και μένα με έχουν βομβαρδίσει στη Γάζα. Κι αλλού με έχουν βομβαρδίσει, σε πολέμου που γίνηκαν πριν γεννηθείς. Και είχα τρομάξει και ‘γω, πολύ, πάρα πολύ. Ακόμη τα βλέπω στον ύπνο μου όλα ετούτα. Κι όταν βλέπω εικόνες από τη Γάζα, όλα με στοιχειώνουν πιο βαριά. Εσένα σκέφτομαι.
Όσοι από μας έχουν πάει σε πόλεμο, τον σιχαινόμαστε πάνω απ’ όλα για όσα σας κάνει. Προσπάθησα να πω την ιστορία σου. Προσπάθησα να πω στον κόσμο, ότι αν τόσα χρόνια συμπεριφέρεσαι σε ανθρώπους σα ζώα, όταν τους στερείς λευτεριά και αξιοπρέπεια, όταν τους κλείνεις σε μια υπαίθρια φυλακή, όταν τους σκοτώνεις σα τα σκυλιά, θα θυμώσουν. Θα κάνουν σε άλλους, ότι έπαθαν οι ίδιοι. Το είπα. Ξανά και ξανά. Για επτά χρόνια. Λίγοι άκουσαν.
Και τώρα το σήμερα.
Είναι πολύ γενναίοι οι Παλαιστίνοι δημοσιογράφοι. 39 από αυτούς έχουν σκοτωθεί από τότε που ξεκίνησε ο αυτός ο βομβαρδισμός. Είναι ήρωες. Όπως κι’ οι γιατροί κι’ οι νοσοκόμες στα νοσοκομεία σας. Όπως και οι υπάλληλοι του Ο.Η.Ε. 89 από αυτούς έχουν σκοτωθεί. Όπως και οι τραυματιοφορείς, οι διασώστες, που σηκώνουν τσιμεντόλιθους με γυμνά χέρια. Όπως οι μανάδες και οι πατεράδες που βάζουν το σώμα τους για να σας σώσουν απ’ τις βόμβες.
Αλλά εμείς δεν είμαστε εκεί. Αυτή τη φορά, δεν είμαστε εκεί, δεν μπορούμε να μπούμε. Δεν μας αφήνουν.
Δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο πάνε στο συνοριακό πέρασμα στη Ράφα. Πάμε εκεί γιατί δεν μπορούμε να βλέπουμε αυτή τη σφαγή άπραγοι. Πάμε εκεί για τους εκατοντάδες που σκοτώνονται κάθε μέρα – 160 απ’ αυτούς παιδιά. Πάμε για να σταματήσει αυτή η γενοκτονία. Πάμε για τα παιδιά μας, που είναι σαν και σας. Ιερά, αθώα, τα αγαπάμε. Πάμε εκεί γιατί θέλουμε να ζήσετε.
Ελπίζω μια μέρα να σε συναντήσω. Θα ‘χεις μεγαλώσει πια, κι’ εγώ θα ‘μαι γέρος. Αν και στα μάτια σου, είμαι ήδη πολύ γέρος. Και έτσι όπως το ονειρεύομαι τώρα, θα ‘σαι λεύτερος και χαρούμενος. Κανείς δεν θα θέλει να σε σκοτώσει. Θα πετάς και συ με αεροπλάνο, γεμάτο μ’ ανθρώπους κι’ όχι βόμβες. Δεν θα ‘σαι παγιδευμένος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Θα γνωρίσεις τον κόσμο, θα μεγαλώσεις, θα κάνεις δικά σου παιδιά, θα γεράσεις και συ. Θα θυμάσαι όλα τα μαρτύρια, αλλά θα ξέρεις τι σημαίνει να βοηθάς όσους υποφέρουν. Αυτή είναι η ελπίδα μου κι’ η προσευχή μου.
Σας έχουμε απογοητεύσει. Και με αυτές τις τύψεις μαυρίζει το μέσα μας. Προσπαθήσαμε. Αλλά δεν προσπαθήσαμε αρκετά. Θα πάμε στη Ράφα. Πολλοί από μας, πολλοί δημοσιογράφοι. Θα σταθούμε έξω από τα σύνορα, θα φωνάξουμε. Θα γράψουμε, θα καταγράψουμε. Αυτό κάνουμε. Το ξέρω, δεν είναι πολύ. Είναι κάτι. Θα ξαναπούμε την ιστορία.
Ίσως αυτή τη φορά αρκέσει, για να μπορέσω να σου ζητήσω να με συγχωρέσεις.
Μετάφραση: Βασίλης Καραμπάς – Το πρωτότυπο εδώ.
*Ο Chris Hedges είναι βραβευμένος με Πούλιτζερ συγγραφέας και δημοσιογράφος που υπήρξε ξένος ανταποκριτής για δεκαπέντε χρόνια για τους New York Times.