του Κωνσταντίνου Πουλή
Ξεκινώ από τον Αντώνη Λιάκο. Το δέος προς τη νεότητα είναι κακός σύμβουλος μερικές φορές – το λέω ως μεσήλικας. Εντυπωσιάζεται από το πώς οι νέοι άνθρωποι ασχολούνται με τον Κασσελάκη και θεωρεί ότι αυτό είναι πολιτικό όφελος, σαν να συζητάμε το τοπίο των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης τον καιρό της Αραβικής Άνοιξης. Αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά αμφίβολο σε ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο παράγεται πολιτική από τα κάτω στα social media, και η άνοδος Κασσελάκη συνέβη με την ισχυρότατη συνδρομή των τηλεοπτικών καναλιών. Η ιδέα, που στη συνέχεια συμμερίζεται και ο Κασσελάκης, ότι θα σαρώσει στις εκλογές με την ψηφιακή προσέλκυση νέων ψηφοφόρων, δοκιμάστηκε στις τελευταίες εκλογές, όπου είδαμε πώς ακριβώς ο ψηφιακός κόσμος ζει το δικό του όνειρο και ο κόσμος πορεύεται χωριστά. Αυτό επαναλαμβάνεται τώρα, σε ένα πεδίο όπου γυρίζονται βιντεάκια που αποθεώνουν οι οπαδοί και κανείς δεν ξέρει ούτε και νοιάζεται για ποιο πράγμα μιλάμε. Ο Κασσελάκης διαφημίζει ως θέσεις την αναπαραγωγή ενός σύντομου κειμένου με ένα συμπίλημα γενικοτήτων και κάποιων θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, και κατά τα λοιπά οι θέσεις σπανίως απασχολούν πια κανέναν.
Όταν λοιπόν αναρωτιέται ο Αντ. Λιάκος «Τι είναι εκείνο το οποίο έκανε αυτά τα νέα παιδιά τα οποία δεν διαβάζουν εφημερίδα, δεν ακούνε ειδήσεις, δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική και είναι όλη την ώρα κολλημένα στο κινητό τους να ενδιαφερθούν για τον Στέφανο Κασσελάκη» η απάντηση βρίσκεται εν μέρει στο συζητούμενο βιβλίο, δηλαδή το αδιέξοδο όσων είχαν προηγηθεί πολιτικά στον ΣΥΡΙΖΑ, και εν μέρει στην τηλεόραση, τουτέστιν στη διαπλοκή.
Λέει ότι αυτά τα παιδιά τα ενδιαφέρει η πολιτική, αλλά όχι με τη γλώσσα με την οποία ασκείται ως σήμερα. Εξηγεί ότι εδώ έρχεται η «ταυτοτική συζήτηση “εγώ είμαι ο Στέφανος Κασελάκης”, απέναντι στις αφηρημένες ιδέες. Πώς δηλαδή η ταυτότητα ενσωματώνει και επικοινωνεί ιδέες που αλλιώς θα τις λέγαμε με αφηρημένο τρόπο».
Δηλαδή απλώς αλλάξαμε μέσο, αλλά το περιεχόμενο είναι το ίδιο; Η ίδια η παρουσία του Κασσελάκη στη βιβλιοπαρουσίαση μας έδειξε σαφέστατα ότι είμαστε στον αντίθετο πόλο των αφηρημένων ιδεών. Καμμία αφηρημένη συζήτηση δεν μπορεί να γίνει εδώ. Ο Λιάκος φαίνεται να πιστεύει, και το λέει πιο καθαρά στη συνέχεια, ότι θα πρέπει να διαχωρίσουμε το μέσο από το μήνυμα. Πιστεύει ότι συζητήθηκαν αφηρημένες ιδέες με τον Κασσελάκη στην παρουσίαση; Θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την πραγματικότητα που βρισκόταν μπροστά στα μάτια του αυτή η ανάλυση;
Στη συνέχεια σχολιάζει μια ανάρτηση του Ευκλείδη Τσακαλώτου και αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να κάνουμε αναφορά σε βιβλία και απόψεις πριν από μισό αιώνα, και να τις χρησιμοποιούμε ως τρόπο για να εξηγούμε και τις συμπεριφορές τις σημερινές και να προσπαθούμε να καταλάβουμε τον σημερινό κόσμο.
Αυτό μάλλον του ξέφυγε, δεν μπαίνω καν στον κόπο να το αναιρέσω, ούτε να πω ότι ακολουθήθηκε από αναφορά στον Γκράμσι. Θεωρώ ότι είναι ένα μικρό επιχειρηματολογικό γλίστρημα, το οποίο προσπερνώ. Δεν μπορώ να φανταστώ καθηγητή πανεπιστημίου που να αναρωτιέται τι θέλουμε και διαβάζουμε παλιά βιβλία. Λέγεται υποθέτω στο πλαίσιο μιας αντιπαράθεσης με τον Τσακαλώτο, αλλά δεν έχουμε λόγο να το πάρουμε τοις μετρητοίς.
Στη συνέχεια συζητά την έννοια της απόλαυσης, της ευχαρίστησης και της ηδονής, της γιορτής.
Επιλέγει ως παράδειγμα τον εθνικισμό για να πει ότι η δουλειά δε γίνεται μόνο με τα κείμενα αλλά και με τη συγκίνηση, τη γιορτή, και είναι παράξενο ότι δεν αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι πολύ θετικό ότι χρειάζεται να καταφύγει στο παράδειγμα του εθνικισμού. Δεν βρήκε ένα προσφορότερο παράδειγμα; Πώς και αναγκάστηκε να καταφύγει στο κατεξοχήν παράδειγμα που το συναίσθημα χρησιμοποιείται προκειμένου να φανατίζει τις μάζες ενάντια στα συμφέροντά τους; Να κάνει τον κόσμο πρώτα να διαδηλώνει για τη Μακεδονία ή να ψηφίζει τον Μητσοτάκη επειδή είναι πολύ καλός στη διαχείριση των ελληνοτουρκικών (τι συνέβη ακριβώς στα ελληνοτουρκικά που χειρίστηκε ο Μητσοτάκης στη θητεία του;) και μετά να παρακολουθεί άφωνος την ίδια κυβέρνηση να οδηγεί στο κλείσιμο τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις;
Αναφέρεται λοιπόν επιδοκιμαστικά στην απόφαση του Κασσελάκη να προσπεράσει αυτό που ονομάζει και ο ίδιος «γκρίνια εναντίον της κυβέρνησης» και να μιλήσει για το ελληνικό όνειρο.
Λέει στη συνέχεια ας μην μπερδεύουμε την επικοινωνία με το ίδιο το μήνυμα, (ο ΜακΛούαν έγραψε την περίφημη φράση “το μέσο είναι το μήνυμα” τέσσερα χρόνια πρίν το βιβλίο στο οποίο αναφέρθηκε ο Τσακαλώτος, οπότε ας αποφύγω κι εγώ την περιήγηση στο μακρινό παρελθόν). Ο Τραμπ, εξηγεί, είναι απεχθής για τις ιδέες του αλλά ο τρόπος ήταν καλός!
Φαντασιώνεται ότι θα έχει μια Αριστερά που θα διατηρεί τις ιδέες της αλλά θα τις πλασάρει μέσω TikTok, ξεχνώντας ότι αυτή τη στιγμή οι πλατφόρμες των Social Media δεν είναι ουδέτερες (το παράδειγμα των φωνών υπέρ της Παλαιστίνης είναι διδακτικό), οι υποτιθέμενοι “αντισυστημικοί” παίκτες δεν προκύπτουν από το πουθενά, και ο Κασσελάκης ο ίδιος δεν ξέρουμε τι εξέλιξη θα είχε χωρίς τηλεοπτική στήριξη. (Ξέρω ότι οι οπαδοί του πιστεύουν ότι τα κανάλια τον πολέμησαν, αλλά είναι γνωστό ότι ο φανατισμός δυσκολεύει την επαφή με την πραγματικότητα).
Αυτή η πρόσκληση στη γιορτή δηλαδή είναι η φωνή ενός πανεπιστημιακού που θεωρεί καλή ιδέα να αναφερθεί με ουδέτερο τρόπο στη μεταφορά της συζήτησης στο πεδίο του Νίκου Σούλη και προφανώς δεν κάνει ποτέ τον κόπο να μας πει ποιο θα είναι το περιεχόμενο αυτής της πολιτικής. Θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από τα πατριδίζοντα παλαιοελληνικά φληναφήματα του Κασσελάκη; Δεν ξέρω, αλλά προς το παρόν αυτό αφήνεται στο περιθώριο, για να δούμε κι εμείς την πολιτική ως γιορτή της επικοινωνίας, όπου θα προσκαλούμε τους νέους να γιορτάσουν, να απολαύσουν και να χαρούν το ελληνικό όνειρο. Ποιο θα είναι αυτό δεν ξέρω πότε και από ποιους θα συζητηθεί.
Αν σας φαίνεται υπερβολή η αναφορά στον σκηνοθέτη των βίντεο-κλιπ του Κασσελάκη, να προσθέσω ότι ο Νίκος Σούλης ένιωσε απαραίτητο να διευκρινίσει ότι το κείμενο του Κασσελάκη στη Μακρόνησο δεν το έγραψε ο σκηνοθέτης, αλλά ο ίδιος ο Κασσελάκης (Το “φαινόμενο Κασσελάκη”, σ. 138). Πάλι καλά, ας προσθέσουμε.
Συνεχίζει στο πιο εντυπωσιακό κομμάτι της ομιλίας του ο Λιάκος και λέει ότι υπάρχει μία τάση να αντιμετωπίζουμε με αρνητισμό στην Ελλάδα οτιδήποτε ξεκινάει με το “μετα” όπως μεταπολιτική. Προχωρά στη διάκριση metapolitics και postpolitics:
«Η μεταπολιτική εκφράζει την έννοια του γενικού consensus, της ενιαίας σκέψης, δηλαδή ότι έχουν περάσει οι μεγάλες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και επομένως για μια σειρά από ζητήματα υπάρχει μια κοινή σκέψη. […] Αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να μας ξενίζει. Κοιτάξτε τα νομοσχέδια που περνάνε και δείτε ότι η αντιπολίτευση σπανίως τα απορρίπτει στο σύνολο τους».
Αυτό που περιγράφει ο Λιάκος εδώ είναι η συνθηκολόγηση της Αριστεράς, την οποία περιγράφει με αυτόν τον ουδέτερο τρόπο, χωρίς να μπορεί να αντιληφθεί κανείς πώς αυτό θα ταίριαζε με οποιαδήποτε αριστερή τοποθέτηση στον δημόσιο διάλογο. Είναι μια ωμή απολογητική υπέρ της εξουσίας, μεταμφιεσμένη σε ψύχραιμες διαπιστώσεις για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Με ενδιαφέρει αυτή η πτυχή της συζήτησης διότι ο Λιάκος είναι μάλλον ο μόνος διανοούμενος που έχει ενδιαφερθεί να υπερασπιστεί αναλυτικά την πολιτική Κασσελάκη. Ισχυρίζεται όμως ότι ο Κασσελάκης βρίσκεται πιο κοντά στη δεύτερη έννοια της μεταπολιτικής, και εκεί λέει ότι χρειαζόμαστε περισσότερη metapolitics, μεταπολιτική, γιατί αυτή βάζει το πρόσωπο και τις ιδέες μέσα στην κοινωνία και αναφέρεται στην κατά Γκράμσι ηγεμονία, λέγοντας ότι και η αριστερά πρέπει να αποκτήσει την δική της μεταπολιτική, εκφρασμένη με σύγχρονους όρους.
Υπάρχει ένα ισχυρό και διεξοδικά μελετημένο ρεύμα δεξιού γκραμσιανισμού που αναφέρεται στην πολιτισμική ηγεμονία με την έννοια του “πολιτισμικού πολέμου”, που δείχνει δηλαδή την κυνική, επικοινωνιακή ερμηνεία αυτών των ιδεών. Το ερώτημα είναι τι έχουμε να κερδίσουμε εναποθέτοντας τις ελπίδες μας στον Νίκο Σούλη, σε αυτό το πλαίσιο της νέας εποχής όπου προσελκύουμε νέους για να ασχοληθούν με την πολιτική μέσω των σύντομων βίντεο, όπου κανείς, ούτε ο Λιάκος, δεν συζητά το τι θα λέμε.
Όσον αφορά τον ίδιο τον Κασσελάκη, είναι εντυπωσιακή η αδυναμία του να αντιληφθεί τι συζητούσαν οι άλλοι δύο συνομιλητές του. Τα επιχειρήματα τον προσπερνούσαν σαν την πάπια το νερό.
Κάνει μία τοποθέτηση ο Κοντιάδης για την μεταπολιτική, λέγοντας ότι το βιογραφικό έχει αντικαταστήσει τη μάχη των ιδεών, και απαντά ο Κασελάκης λέγοντας χαμογελαστά ότι πολλοί με ρωτούν πώς αντέχω αλλά δεν είναι δύσκολη “δουλειά” είναι δύσκολο “λειτούργημα” η πολιτική, και συμπληρώνει ότι δύσκολη δεν είναι η δική μας δουλειά, το δικό μας λειτούργημα, δύσκολη είναι η ζωή του κόσμου εκεί έξω, και μετά γελάει.
Στο ξεκίνημα λέει πως «Μεταδημοκρατία ή μεσσιανικό θα ήταν να μην εμφανιζόμουν καθόλου, να έβγαζα ένα βίντεο και να έλεγα τι βλακείες είναι αυτά». Και μετά περιγράφει ως προσωπική μεγαλοψυχία ότι πάντα επιτρέπει στους πολίτες να τραβάνε βίντεο με τα κινητά τους. Τι θα έκανε δηλαδή; Πώς θα το απαγόρευε; Και τι σχέση έχει η παρουσία του εκεί με τη “μεταδημοκρατία”;
Ο Κόλιν Κράουτς στο βιβλίο του για τη μεταδημοκρατία περιέγραφε τις εκλογές ως «ένα πλήρως ελεγχόμενο θέαμα που ενορχηστρώνεται από ανταγωνιστικές ομάδες επαγγελματιών ειδικευμένων στις τεχνικές της πειθούς και επικεντρώνει στενά σε ένα μικρό φάσμα θεμάτων που επιλέγονται από τις συγκεκριμένες ομάδες. Η πλειοψηφία των πολιτών κράτα μια παθητική, ήσυχη ή και απαθή στάση, και απλώς αντιδρά σε ερεθίσματα που άλλοι προκαλούν. Πίσω από το θέαμα του προεκλογικού παιχνιδιού, η πολιτική διαμορφώνεται ουσιαστικά στον ιδιωτικό χώρο, με διαπραγματεύσεις και συνδιαλλαγές ανάμεσα στις εκλεγμένες κυβερνήσεις και τα κυρίαρχα στρώματα που εκπροσωπούν σχεδόν αποκλειστικά τα συμφέροντα των επιχειρήσεων».
Αυτό δεν ανατρέπεται επειδή εμφανίστηκε ο Κασσελάκης στην βιβλιοπαρουσίαση. Αντιθέτως, μοιάζει ανησυχητικά με αυτό που παρακολουθούμε τον τελευταίο καιρό.
Ο Κασσελάκης συνεχίζει στο σταθερό του μοτίβο: ποτέ δεν μπορεί να μιλήσει για κάτι άλλο από τον εαυτό του. Αυτό σε κάποιες περιπτώσεις είναι ενδιαφέρον, όταν πρόκειται για καλλιτέχνες που μπορούν να αγγίξουν τον κόσμο μιλώντας με αφετηρία τον εαυτό τους, αλλά επειδή εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τη «στροφή στο εγώ» στην ποίηση του Αρχίλοχου, αλλά για πολιτικό αρχηγό, είναι αδιανόητο το επίπεδο της άγνοιας των θεμάτων που συζητά. Επαίρεται ότι δεν είναι κλασικός πολιτικός με ξύλινο λόγο, αλλά σε ποιο σύμπαν είναι θετικό να μην έχεις την παραμικρή ιδέα και παρ’ όλ’ αυτά να μιλάς δημόσια για θέματα που αγνοείς; Στο βιβλίο του Κοντιάδη είδα ένα τέτοιο παράδειγμα που μου είχε διαφύγει: ο Κασσελάκης μιλούσε για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και έλεγε ότι «δεν νομίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι πρέπει να είναι μόνο δημόσια τα πανεπιστήμια». Υπό ποιους όρους αυτό είναι αδιάφορο για τους ψηφοφόρους του, να εκτίθεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ο αρχηγός τους;
Στη συνέχεια αναρωτιέται για τις επιθέσεις που δέχεται και αναφωνεί «ποιον έχω βλάψει σε αυτή τη χώρα;» Και πάλι το πρόβλημα είναι ότι επιμένει να αντιλαμβάνεται την πολιτική σαν μια προσωπική βεντέτα, όπου τον συμπαθούμε ή τον αντιπαθούμε, τον πιστεύουμε ή δεν τον πιστεύουμε, σαν να πρόκειται για την αξιολόγηση ενός ατόμου.
Όταν προσπάθησε να μιλήσει για απόψεις, επανέλαβε την αναφορά του στον φράχτη του Έβρου λέγοντας ότι αυτή ήταν η στιγμή κατά την οποία αποφάσισε ότι θα ασχοληθεί με την πολιτική. Βεβαίως, όταν τον ρώτησε ο Νίκος Χατζηνικολάου αν διαφωνεί με τον φράχτη, είπε θα κάνω ό,τι μου λένε οι στρατιωτικοί, δηλαδή δεν θα κάνει τίποτα, αλλά τι σημασία έχουν οι απόψεις; Τι σημασία έχει τι θα γίνει; Περπατάμε στην έρημο της σημασίας, τίποτε, ποτέ δεν έχει σημασία.
Είπε ότι υπάρχει κενό σε επίπεδο θέσεων και το παράδειγμα που σκέφτηκε ήταν τα οικονομικά προνόμια των βουλευτών στη φορολόγηση, δηλαδή ένα κλασικό επιχείρημα δεξιού λαϊκισμού.
Το βιβλίο του Κοντιάδη, όπως λέγαμε στην αρχή αυτού του κειμένου, δεν εστιάζει στην κριτική στον ίδιο τον Κασσελάκη, αλλά στις πολιτικές προϋποθέσεις που επέτρεψαν να συμβεί αυτό το αδιανόητο γεγονός, να πάρει την ηγεσία του κόμματος ένας άνθρωπος για τον οποίον δεν γνωρίζουμε τίποτα. Γράφει ο Κοντιάδης:
«Η μεταμόρφωση του ΣυΡιζΑ από κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς με ρηξικέλευθες προτάσεις σε ένα κόμμα εξουσίας με φθίνοντα, ελλειμματικό πολιτικό λόγο, υπήρξε μία από τις βασικές αιτίες για την εκδήλωση του “φαινομένου Κασσελάκη”».
Επειδή παρουσιάζεται ενίοτε ως αμφιλεγόμενο το ζήτημα της στάσης του Κοντιάδη απέναντι στο φαινόμενο Κασσελάκη, αντιγράφω ένα σημείο από την εισαγωγή:
Αναρωτιέται «τι οδήγησε στην ηγεσία του ΣυΡιζΑ ένα νέο άνθρωπο με μέτριες εκφραστικές δυνατότητες στην ελληνική γλώσσα, υποτυπώδες πολιτικό πρόγραμμα, άγνοια βασικών ζητημάτων που απασχολούν την πολιτική στην Ελλάδα και περιορισμένη επαφή με την κουλτούρα και τις ιδέες της αριστεράς».
Δεν νομίζω ότι είναι ιδιαίτερα κολακευτικά όλα αυτά.
Η εμφάνιση Κασσελάκη στην παρουσίαση είχε χαρακτήρα τουιτεροχουλιγκάνικο: ήρθε, είπε μερικές επιθετικές ατάκες για να αποστομώσει τον συγγραφέα και έφυγε. Δεν θα πείσουμε βεβαίως κανέναν από τους υποστηρικτές του για το τι σημαίνουν όλα αυτά. Όμως αν η καλύτερη εκδοχή της πολιτικής του, η μόνη που έχει μπορέσει να αρθρωθεί στον λόγο ενός ανθρώπου με συγκροτημένη θεωρητική σκευή, είναι αυτή που άρθρωσε ο Λιάκος, ο μόνος διανοούμενος που έχει μείνει δίπλα στον Κασσελάκη, τα πράγματα δεν είναι πολύπλοκα, είναι πολύ απλά. Όσοι υποστηρίζουν τον Κασσελάκη δεν πείθονται με τις διαφωνίες για τις απόψεις, γιατί δεν ενδιαφέρουν οι απόψεις. Αν ενδιέφεραν, δεν θα είχαν αρχηγό τον Κασσελάκη. Η εκλογή αυτή είναι θρίαμβος της πραγματικότητας, του ωμού ρεαλισμού των γεγονότων ως έχουν, απέναντι σε οποιονδήποτε προγραμματικό λόγο, που θα επιχειρούσε να διακινδυνεύσει μια συζήτηση στο πεδίο του τι ζητάμε και πώς το επιδιώκουμε. Προς το παρόν ζυγίζουμε την τεράστια αλλαγή που έχει συντελεστεί στην πλήρη αποσύνδεση του ΣΥΡΙΖΑ από το πεδίο αυτής της πολιτικής διεκδίκησης, με τον πιο ακραίο, γκροτέσκο ενίοτε, τρόπο.