Ως γνωστόν στο πανελλήνιο, ο Δημήτρης Κουτσούμπας, γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, είπε από το βήμα της Βουλής, σε πρόσφατη καταγγελία του νομοσχεδίου για τα μη κρατικά ΑΕΙ, μεταξύ άλλων τα εξής:

«Για το ανέκδοτο του σκανδιναβικού μοντέλου, ούτε οι Σκανδιναβοί δεν σας πιστεύουν, αφού κι αυτοί έχουν πάρα πολύ πικρή πείρα από την επιβολή διδάκτρων, που οδηγούν ακόμα και σε αυτή τη σαπίλα: νέες κοπέλες, φοιτήτριες, να οδηγούνται να αναζητούν ‘sugar daddies’ για να χορηγήσουν τις σπουδές τους, με γνωστά ανταλλάγματα, φυσικά».

Την δήλωση αυτήν την σχολίασαν περίπου άπαντες οι δημοσιολογούντες (και τώρα ήρθε η σειρά μας). Ο Νίκος Ρωμανός, εκπρόσωπος τύπου της ΝΔ, δήλωσε πως πρόκειται «για μια κατάπτυστη, απαράδεκτη, σεξιστική και άκρως υποτιμητική για το γυναικείο φύλο δήλωση», ενώ στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η Ζωή Κωνσταντοπούλου, πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας. Η Βούλα Κεχαγιά, εκπρόσωπος τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, δήλωσε πως τα λεγόμενα του Κουτσούμπα προκαλούν έκπληξη και θλίψη, και πως «ο σεξισμός και ο μισογυνισμός δεν χωρούν στην Αριστερά». Κομματικές πηγές του ΠΑΣΟΚ επίσης κατήγγειλαν τον Κουτσούμπα για σεξιστικό παραλήρημα, ενώ στα κανάλια και τις εφημερίδες η είδηση έπαιξε με αρνητικό έως πολύ αρνητικό τόνο.

Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι σχεδόν κανείς δεν μπήκε στον κόπο να μιλήσει πιο συγκεκριμένα – να μας πει δηλαδή ποιο ακριβώς ήταν το σεξιστικό στοιχείο στα λεγόμενα του Κουτσούμπα, και για ποιόν λόγο ήταν σεξιστικό. Εκτός ίσως από τρεις ανθρώπους. Ο πρώτος είναι ο Στέλιος Πέτσας, βουλευτής της ΝΔ, ο οποίος θεώρησε «βαρύτατο ολίσθημα και τραγικό λάθος αυτό το οποίο κάνατε σήμερα, μιλώντας για εκπόρνευση των κοριτσιών τα οποία θα κληθούν να σπουδάσουν, λέτε για πραγματικότητα, αγνοείτε την πραγματικότητα που εσείς φέρατε στο ανατολικό μπλοκ, όλοι ξέρουμε τι συνέβαινε σε αυτές τις χώρες, τις σοβιετικές δημοκρατίες». Ο δεύτερος είναι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος κατηγόρησε τον Κουτσούμπα ότι οραματίζεται «την Ελλάδα ως κομμουνιστική χώρα». Η τρίτη είναι η Πάολα Ρεβενιώτη, η οποία με ανάρτησή της στο Facebook έθεσε τα πράγματα σε μια πιο ενδιαφέρουσα βάση: «Κύριε Κουτσούμπα θα σου πω κάτι που έγραφε το Κράξιμο τον περασμένο αιώνα. Κάθε εργασία με σκοπό το κέρδος είναι πορνεία».

 

Ας αρχίσουμε με κάτι που γίνεται πασιφανές με ελάχιστη μόνο έρευνα πάνω στο ζήτημα. Αντίθετα με τα λεγόμενα του κυρίου Πέτσα, η προβληματικότητα των δηλώσεων Κουτσούμπα σίγουρα δεν έγκειται στην αναντιστοιχία τους με την πραγματικότητα. Το φαινόμενο των φοιτητών, κυρίως φοιτητριών, που στρέφονται στην σεξεργασία για να ενισχύσουν το εισόδημά τους είναι και ευρύτατο και πολύ καλά διαπιστωμένο από ακαδημαϊκές (1, 2, 3) και πολύ σοβαρές δημοσιογραφικές (1, 2) πηγές για τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Σκανδιναβία, και σχεδόν το σύνολο του Δυτικού κόσμου. Οι ίδιες πηγές δείχνουν ότι αυτή η πρακτική εκδηλώνεται περισσότερο από γυναίκες μετανάστριες πρώτης ή δεύτερης γενιάς, και κυρίως χαμηλών εισοδημάτων. Πραγματικά εντυπωσιακό είναι το ποσοστό παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών στο λύκειο που διαπίστωσαν οι Lavoie και συνεργάτες το 2010, το οποίο αγγίζει το 1,4% στην Νορβηγία και το 4% στον Καναδά. Είναι επίσης αυτονόητο ότι η εργασία στο σεξ γενικότερα είναι εξαιρετικά διαδεδομένο φαινόμενο στην Δύση, και σίγουρα δεν αφορά αποκλειστικά ή κυρίαρχα εργαζόμενες/ους από το πρώην ανατολικό μπλοκ.

Το μόνο που μπορεί να τεθεί σοβαρά σε αμφιβολία από όσα είπε ο κύριος Κουτσούμπας είναι το αν τα δίδακτρα των πανεπιστημίων είναι απαραίτητο ή επαρκές κίνητρο για φοιτητική σεξεργασία, και ειδικά στην Σκανδιναβία όπου η τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι δωρεάν σε πολλά και εξαιρετικά υψηλής ποιότητας δημόσια ιδρύματα. Δεδομένου όμως του πόσο μεγάλο ποσοστό του φοιτητικού κόστους ζωής αποτελούν τα δίδακτρα π.χ. στις ΗΠΑ και στον Καναδά, είναι εύλογη υπόθεση ότι εκεί πράγματι η κάλυψή τους αποτελεί σοβαρό κίνητρο για σεξεργασία, όταν αυτή συμβαίνει. Επίσης, όσον αφορά στο Ηνωμένο Βασίλειο για το οποίο υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία, γνωρίζουμε ότι ένας στους δέκα φοιτητές Ιατρικής εξάσκησε πορνεία για να καλύψει τα δίδακτρα της σχολής του το 2012. Σαν πρώτο συμπέρασμα λοιπόν, ο Κουτσούμπας δεν φέρνει στην δημόσια βάσανο κάποια περίεργης καταβολής ονειροφαντασία, αλλά υπογραμμίζει ένα πολύ υπαρκτό φαινόμενο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν το κάνει με έναν εξόχως προβληματικό τρόπο, το οποίο με τη σειρά του δεν σημαίνει ότι αυτοί που τον επικρίνουν δεν λένε ακόμα χειρότερα πράγματα από τον ίδιο. Εκείνο που θέλω να δείξω στη συνέχεια είναι ότι τελικά έχουμε εδώ μια παραδειγματική περίπτωση όπου η ελληνική κοινωνία πανικοβάλλεται και δεν ξέρει πώς να αντιδράσει όταν η λέξη «σεξεργασία» πετιέται στο τραπέζι, με αποτέλεσμα να βάζει τρικλοποδιές στον εαυτό της, με το αυτό να ισχύει δυστυχώς περισσότερο για τις προοδευτικές δυνάμεις.

Πηγή: cosmopolitan.com

 

Ας επιστρέψουμε σε αυτούς που επιτέθηκαν στον Κουτσούμπα και ας αναρωτηθούμε: τι είναι αυτό που ήθελαν να πουν; Τι βρήκαν χυδαία σεξιστικό και ούτω καθεξής στις δηλώσεις του, και γιατί τους ήταν αυτή η χυδαιότητα και αυτός ο σεξισμός πράγματα τόσο αυτονόητα που δεν μπήκαν ούτε ελάχιστα στον κόπο να τα εξηγήσουν; Μπορεί κανείς να επιλέξει μεταξύ δύο ερμηνειών. Η πρώτη ανακατασκευάζει τα όσα είπαν ως εξής: οι γυναίκες (μας) δεν είναι πόρνες, δεν θα γίνονταν ποτέ πόρνες για να τα βγάλουν πέρα, πώς τολμάς να αποκαλείς τις γυναίκες δυνάμει πόρνες, ντροπή σου που το κάνεις. Η δεύτερη, εναλλακτική ερμηνεία λέει πως οι επικριτές του Κουτσούμπα ενόησαν κάτι διαφορετικό: πώς είναι δυνατόν εσύ, ένας ηγέτης της Αριστεράς, να στρέφεσαι ουσιαστικά ενάντια στις εργαζόμενες στο σεξ υποτιμώντας την εργασία τους, και για την ακρίβεια να μην τις λογίζεις καν ως εργαζόμενες – αυτό δηλαδή που είπε και η Πάολα Ρεβενιώτη. Πιστεύω ότι η πρώτη ερμηνεία είναι συγκλονιστικά πιθανότερο να αποδίδει την πραγματικότητα, για τρεις λόγους. Πρώτον, γιατί η δεύτερη, αυτή που έχει να κάνει με την υπεράσπιση της σεξεργασίας, είναι πιο πολύπλοκη και, αν κανείς θέλει να την προωθήσει, τότε θα πρέπει να εξηγήσει τι συγκεκριμένα εννοεί – δεν είναι αυτονόητο. Δεύτερον, γιατί η πρώτη είναι αυτονόητη, ταιριάζει με το πολιτιστικό παράδειγμα της Ελλάδας, χαϊδεύει τα αυτιά του Έλληνα αναφορικά με τα δύο μεγαλύτερες αγωνίες του: να μην γίνει η κόρη του πόρνη και ο γιος του ομοφυλόφιλος. Τρίτον, γιατί και ο Κουτσούμπας στα ίδια αντανακλαστικά στοχεύει. Αυτό που είπε είναι ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα κάνουν μέχρι και τις κόρες σας (μας) πόρνες, και το είπε γιατί πιστεύει πως η Ιστορία οδηγεί τα υποκείμενα. Οι άλλοι, που πιστεύουν ότι τα υποκείμενα οδηγούν την Ιστορία, είπαν: όχι, αποκλείεται, δεν είμαστε εμείς, οι γυναίκες μας, οι μανάδες μας, οι κόρες μας τέτοιοι άνθρωποι.

Όλα αυτά είναι εξαιρετικά λυπηρά πράγματα, κυρίως για τον χώρο της ριζοσπαστικής και προοδευτικής Αριστεράς, και γιατί ειπώνονται καθαυτά όσα ειπώνονται, και γιατί χάνεται η ευκαιρία να ειπωθεί ευρύτερα αυτό που είπε η Πάολα Ρεβενιώτη. Για το γιατί η εργασία στο σεξ οφείλει να αναγνωρίζεται από την Αριστερά ως εργασία με τα όλα της, και το γιατί η παρανομοποίηση της σεξεργασίας έχει δριμείες συνέπειες για τις σεξεργάτριες έχουν ήδη χυθεί τόνοι μελανιού, οπότε δεν θα επεκταθώ παραπάνω, μπορείτε όμως να βρείτε εδώ ένα εξαιρετικά κείμενο στα ελληνικά και εδώ ένα στα αγγλικά από την οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων Human Rights Watch. Επίσης, αν η ιδέα της φοιτητικής σεξεργασίας τόσο σας σκανδαλίζει, σκεφτείτε ότι μια σειρά από φοιτητικές ενώσεις και ενώσεις εργαζομένων σε βρετανικά πανεπιστήμια έχουν αποφασίσει όχι απλά να μην βάλουν στο στόχαστρο την σεξεργασία των φοιτητών, αλλά να προσφέρουν ομάδες υποστήριξης ώστε αυτοί να εργάζονται ασφαλώς και με αξιοπρέπεια. Σκεφτείτε από ποια συντηρητική αρρώστια, από ποια ανάγκη απροϋπόθετης κατάφασης με ό,τι πουν οι πολλοί μπορεί να πάσχει μια εγχώρια Αριστερά που υπολείπεται σε αντανακλαστικά ακόμα και της Βρετανικής Ιατρικής Ένωσης, η οποία πρόσφατα πέρασε ψήφισμα ενάντια στην παρανομοποίηση της φοιτητικής σεξεργασίας.

Πηγή: bma.org.uk

 

Ο κύριος Γενικός του ΚΚΕ σωστά αντιτίθεται στο αυξανόμενο κόστος μιας βασικά ποιοτικής ζωής, το οποίο είναι πέραν πάσης αμφιβολίας αφόρητο για τις λαϊκές οικογένειες. Καλώς έχει κατά νου το δυσβάσταχτο κόστος των διδάκτρων στην εκπαίδευση, το οποίο π.χ. στις Ηνωμένες Πολιτείες αγγίζει αυτή τη στιγμή τα 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή περίπου 7% του ΑΕΠ όλης της χώρας. Καλώς, επίσης, στρέφεται ενάντια στον εκ των πραγμάτων εξαναγκασμό των φοιτητών να δουλεύουν, όχι στην σεξεργασία αλλά σε οποιαδήποτε εργασία κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Και φυσικά, το ζήτημα της σεξεργασίας δεν μπορεί να διευθετηθεί απλά μέσα από μια φιλελεύθερη προσέγγιση που χρησιμοποιεί σαν πασπαρτού την ελευθερία επιλογής. Το ζήτημα της επιλογής στην εξεργασία καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από ανθρώπους που είναι θύματα trafficking μέχρι άλλους που έχουν εξαναγκαστεί να δουλεύουν εκεί από συνθήκες ακραίας φτώχειας, ακόμα άλλους προτιμούν να κάνουν αυτήν την εργασία παρά κάποια άλλη, και διάφορες ενδιάμεσες περιπτώσεις. Όμως αν κάποιος νοιάζεται για αυτούς τους εργαζόμενους, τότε θα πρέπει αφενός να τα βάζει με τις δομικές ανισότητες που παράγει το οικονομικό μας σύστημα, αφετέρου να διασφαλίζει ότι, εφόσον αυτή η εργασία συμβαίνει, τότε να συμβαίνει όχι ποινικοποιημένα, αλλά ασφαλώς και με τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους για τους εργαζόμενους.

Τελικά, αν κανείς θέλει να μιλήσει για όλα τα παραπάνω ζητήματα, να εναντιωθεί στις συνθήκες που τα γεννούν, τότε ας μιλήσει για αυτές τις συνθήκες. Είναι όμως βαθιά απογοητευτικό να βλέπει κανείς έναν, εξαιρετικά συμπαθή εδώ που τα λέμε, αρχηγό ενός κόμματος που (όντως) κόπτεται για τις εργατικές και λαϊκές διεκδικήσεις, να περνάει το επιχείρημά του μέσα από τα χειρότερα λαϊκίστικα και συντηρητικά ένστικτα για να γίνει αρεστός, υποτιμώντας και διαγράφοντας στην πορεία μια μεγάλη μερίδα εργαζομένων, η οποία είναι και από τις πλέον ευάλωτες. Και είναι εξίσου απογοητευτικό να παρακολουθεί κανείς ανθρώπους με μάλλον γνήσια προοδευτικές αγωνίες να προσπαθούν να διορθώσουν αυτό το λάθος με ένα ακόμα, πέφτοντας στην ίδια παγίδα.