Η λέξη, ως γνωστόν, έγινε διάσημη μετά την χρήση της από τον Λένιν στη μπροσούρα του με τον τίτλο “Αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού”. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για ένα από τα πιο φτωχά κείμενά του, στο οποίο η επιχειρηματολογία επιτίθεται σε μια ν άποψης. Ο Γκόρτερ ή ο Πάνεκουκ έλεγαν πολύ σοβαρότερα πράγματα από αυτά που τους απέδιδε ο Λένιν. Ο λίβελλος, λοιπόν, δεν ήταν το κατάλληλο είδος λόγου, για να τους αντιμετωπίσει κάποιος.
Στην πραγματικότητα, το ουσιώδες σημείο της «αριστερίστικης» αντίληψης ήταν πως, χωρίς την θεσμική πρωτοκαθεδρία των εργατικών συμβουλίων, δεν νοείτο σοσιαλισμός. Αυτό σήμαινε η μαρξική διατύπωση ότι «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης θα είναι έργο της ίδιας -ούτε κομμάτων ούτε συνδικάτων ούτε, ιδίως, αντιπροσώπων οποιουδήποτε είδους.
Δεδομένου, μάλιστα, ότι η επικράτηση της εργατικής δημοκρατίας δεν θα έλθει από το πουθενά σε μια μεταβατική κοινωνία, τα συμβούλια πρέπει ήδη από σήμερα να είναι η βασική μορφή οργάνωσης των κατώτερων τάξεων. Αυτή έγινε η άποψη και του Γκράμσι, άλλωστε, με αφορμή τη ιταλική “Κόκκινη Διετία” των καταλήψεων – με επίκεντρο τα εργοστάσια του Τορίνου. Ενώ εύκολα μπορεί να ανιχνευτεί πρωτύτερα στη Λούξεμπουργκ και αργότερα στον Κορς.
Συνδεδεμένη με αυτήν την αντίληψη ήταν και η απόρριψη, από μέρους πολλών αριστεριστών, της παρέμβασης των αντικαπιταλιστικών συλλογικοτήτων στα κυρίαρχα συνδικάτα και στο κοινοβούλιο. Έβλεπαν τη συμμετοχή σε αυτούς τους θεσμούς ως ανταγωνιστική στην αναγκαία θεσμική δημιουργικότητα της εργατικής τάξης, που αποτελούσε την θεμελιώδη προϋπόθεση για ένα ριζικό μετασχηματισμό του κόσμου.
Ποτέ δεν έβρισκα ως ασήμαντη ή ανόητη αυτήν την τοποθέτηση. Όπως και τις μετέπειτα αναλύσεις του περιοδικού “Socialism ou Barbarie”, του Πάουλ Μάτικ ή και του Πάνεκουκ, που συνέχισε, καιρό μετά από την «Εποχή των Επαναστάσεων» του 20ου αιώνα, να επεξεργάζεται μια συμβουλιακή εκδοχή του κομμουνισμού. Η Ουγγρική Επανάσταση του 1956 επανέφερε έμπρακτα αυτούς τους προβληματισμούς στο προσκήνιο. Το παγκόσμιο ’68, από την άλλη, τους θεματοποίησε με έναν καινούργιο τρόπο, όπου το πολιτισμικό και ιδεολογικό στοιχείο βρήκε, επίσης, την θέση του. Πλέον, ο αριστερισμός, από «παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» έγινε «φάρμακο στη γεροντική [του] ασθένεια». Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο αριστερισμός ήταν καθοριστικός παράγοντας της εκρηκτικής δυναμικής αυτών των κινημάτων.
Δεδομένου ότι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη σοβαρότητα των ανθρώπων, που προαναφέρθηκαν ούτε και τη σημαντική παρουσία του αριστερισμού σε όλες τις εξεγερσιακές στιγμές, αλλά και στα κινήματα δικαιωμάτων και πολιτικής ανυπακοής, η μπροσούρα του Λένιν, με όλο τον σεβασμό, δεν αξίζει και πολλά. Όχι γιατί έχει, κατ’ ανάγκη, άδικο στα επιμέρους, αλλά γιατί δεν βασίζεται σε πειστική επιχειρηματολογία απέναντι στους «αντίπαλους» συντρόφους.
Υπάρχει, σήμερα, συγκροτημένος και συνεκτικός αριστερισμός στον κόσμο; Μάλλον όχι. Δείχνει αυτό πως κυριάρχησε, στο πλαίσιο του χειραφετητικού κινήματος, η «σοβαρότητα»; Αν κρίνουμε από τις επιδόσεις της σημερινής Αριστεράς, μάλλον δύσκολα μπορεί να στοιχειοθετηθεί μια τέτοια εκτίμηση.
Στην Ελλάδα τι γίνεται; Υπάρχει ιθαγενής αριστερισμός;
Η απάντηση είναι προφανής, νομίζω: δεν υπάρχει.
Σε ό,τι αφορά την κοινοβουλευτική Αριστερά, από τον Κασσελάκη έως τον Χαρίτση, έχουμε εκδοχές δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας, στην καλύτερη περίπτωση. Ίσως ο σοσιαλφιλελευθερισμός είναι πιο ακριβής όρος. Το ΚΚΕ, δε, δεν μπαίνει καν στην αναζήτηση στο μέτρο που είναι σταλινικό κόμμα, δηλαδή, καταστατικά ενάντια στη χειραφέτηση.
Το εξωκοινοβούλιο, όμως; Όλοι οι άλλοι του αποδίδουν αριστερισμό. Η αυτοαντίληψη, δε, του ίδιου, στις περισσότερες περιπτώσεις, ως άκρας ή επαναστατικής Αριστεράς, δείχνει στην ίδια κατεύθυνση. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, σε κάποιες πρακτικές του, θυμίζει αριστερισμό.
Θυμίζει, αλλά δεν είναι.
Δεν απορρίπτει, καθόλου, τη συμμετοχή σε όλων των ειδών τις εκλογές ούτε την παρουσία, όποτε δίνεται η δυνατότητα, στους αστικούς θεσμούς.
Όσο, δε, και αν επικαλείται τη διαλεκτική, το να υποστηρίζει την μαζική εκπαίδευση για όλους την ίδια στιγμή που τη θεωρεί ως θεμελιώδη ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, μάλλον σε λογική αντίφαση παραπέμπει. Και μπορώ να δώσω δεκάδες ακόμη τέτοια παραδείγματα.
Από την άλλη, το πρόγραμμά του είναι μια παραλλαγή ιδεών και αιτημάτων, που, ιστορικά, συνδέθηκαν με τον αριστερό ευρωκομμουνισμό, ακόμα και την αριστερή σοσιαλδημοκρατία.
Από το ΜΕΡΑ25 έως τις «αριστερότερες» εκδοχές της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, η προγραμματική πρόταση είναι, μέσες άκρες, η ίδια, ή, πάντως, εύκολα συμβιβάσιμη.
Στο πλαίσιο του ελλαδικού εξωκοινοβουλίου ο αριστερισμός, με την ιστορική έννοια, δεν υφίσταται. Πιστεύω ότι αυτό συνιστά δυστύχημα και είναι ενδεικτικό -και αυτό- της συντριπτικής ήττας της Αριστεράς. Η συνεισφορά του υπήρξε πλούσια και, ακόμα, η στρατηγική του «ιδιορρυθμία» αποτελεί στοιχείο παραγωγικό.
Λείπει, λοιπόν, ο αριστερισμός. Όχι γιατί «είχε δίκιο», γενικώς, αλλά γιατί, ιστορικά, είχε μεγάλη συμβολή στην αναζήτηση των όρων ενός ριζικού μετασχηματισμού.
Δεδομένων των παραπάνω, θεωρώ εντελώς παράλογο το γεγονός ότι η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά στην Ελλάδα δυσκολεύεται τόσο να αποκτήσει κοινό βηματισμό. Τα προγραμματικά δεδομένα, η, πρωταγωνιστική, πολύ συχνά, σχέση με τα ποικίλα κινήματα, η σχετικά ισχυρή διείσδυση στη νεολαία, η ζωηρότητά της, το έμπρακτο ενδιαφέρον για εναλλακτικούς θεσμούς και πρωτοβουλίες είναι υπεραρκετά, νομίζω.
Ας παραδεχτούμε πως είμαστε λίγο πέρα από την αριστερή σοσιαλδημοκρατία. Δεν είναι κακό σημείο εκκίνησης, όπως είναι τα πράγματα σήμερα. Είναι αδύνατο, όμως, να πάμε παραπέρα αν μαζί δεν επιδιώξουμε τη διαμόρφωση ενός δημόσιου χώρου της Αριστεράς, ο οποίος θα καταργήσει την συνήθεια των παράλληλων μονολόγων και των «αυτόνομων» πρωτοβουλιών.