Όταν μια τράπεζα χορηγεί ένα δάνειο, δημιουργεί λεφτά από “αέρα κοπανιστό”. Οι τράπεζες είναι απλώς μεσολαβητές, οπότε «για κάθε έναν που δανείζεται, πρέπει ένας άλλος να δανείζει»; Θεωρώ αυτού του είδους τα ερωτήματα όλο και λιγότερο διαφωτιστικά. Ας καταλάβουμε απλώς τι είναι στην πραγματικότητα ένα τραπεζικό δάνειο, στα πλαίσια πραγματικών πόρων και ρίσκου.
Ας υποθέσουμε ότι πάω στην τοπική μου τράπεζα και ζητάω ένα δάνειο. Η τράπεζα λέει «ναι» και ξαφνικά υπάρχουν χρήματα στον λογαριασμό μου, ενώ πριν δεν υπήρχαν. Δηλαδή, τώρα είμαι «δανειολήπτης» και η τράπεζα ο «δανειστής»; Μα όχι βέβαια. Η συναλλαγή που προέκυψε είναι πλήρως συμμετρική. Είναι εξίσου ακριβές ότι η τράπεζα μου χρωστάει, με το ότι εγώ χρωστάω στην τράπεζα. Το πιο σημαντικό που πρέπει να καταλάβει κανείς για τα τραπεζικά είναι ότι τα «λεφτά της τράπεζας», γνωστά και ως «καταθέσεις», δεν είναι τίποτα παραπάνω από IOUs (“σου χρωστάω”). Όταν μία τράπεζα «χορηγεί ένα δάνειο», το μόνο που κάνει είναι να εκδώσει μερικές IOUs στον δανειολήπτη. Εκείνος με την σειρά του, εκδίδει IOUs στην τράπεζα, ως υπόσχεση ότι θα ξεπληρώσει το δάνειο. Ένα «τραπεζικό δάνειο» είναι απλώς μετάθεση –ανταλλαγή ευθύνης: εγώ σου υπόσχομαι κάτι, και εσύ υπόσχεσαι κάτι ίσης αξίας σε εμένα. Οπότε, όταν ξεκινά ένα δάνειο, με καμία λογική έννοια, ο ένας δεν είναι πιστωτής και ο δεν είναι άλλος δανειολήπτης.
Τώρα ας υποθέσουμε ότι, αφού έχω παραλάβει το δάνειο, «κάνω μια αγορά» από κάποιον που τυχαίνει να έχει λογαριασμό στην ίδια τράπεζα. Αυτός ο άνθρωπος με προμηθεύει με ένα πραγματικό αγαθό ή με μια υπηρεσία. Ως αντάλλαγμα, μεταφέρω σε εκείνον τις «καταθέσεις «μου, δηλαδή τις IOUs μου από την τράπεζα. Ξαφνικά, βγάζει νόημα να μιλάμε για πιστωτές και οφειλέτες. Σίγουρα χρωστάω σε κάποιον: εκείνος μου έχει μεταφέρει ένα πραγματικό έσοδο, ενώ εγώ δεν έχω κάνει τίποτα για κανέναν, παρά να σαχλαμαρίζω με τους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς. Αντιθέτως, ο πωλητής είναι σίγουρα και πιστωτής: έχει προσφέρει μια πραγματική υπηρεσία και του οφείλεται μια αντίστοιχη, ως αντάλλαγμα. Οπότε, θα ήταν λογικό να πει κανείς ότι, ο πωλητής είναι ο πιστωτής και ότι εγώ, ο αγοραστής, είμαι ο οφειλέτης. Η τράπεζα είναι απλώς ο μεσολαβητής που διευκολύνει την κατάσταση. Αυτή είναι η μια άποψη, η άποψη των πραγματικών πόρων-εσόδων.
Όμως είναι μια ελλιπής άποψη. Διότι στην πραγματικότητα, ο πωλητής δεν θα δεχόταν το χρέος μου ως αντάλλαγμα για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρει η τράπεζα. Αν της έγραφα μια υπόσχεση, ότι θα της προσφέρω κάποια υπηρεσία ίσης αξίας στο μέλλον (όπως το να παραδώσω δολάρια σε κολλαριστά χαρτονομίσματα), ποτέ δεν θα αποδεχόταν αυτή την υπόσχεση σαν τρόπο πληρωμής. Απλώς παρακάμπτω το φόβο της τράπεζας δίνοντάς της επακριβώς και εγγράφως την υπόσχεση που ο πωλητής δεν θα αποδεχόταν και έτσι η τράπεζα «κουκουλώνει» την υπόσχεση μου πίσω από του πωλητή.
Η δουλειά της τράπεζας δεν είναι να «δανείσει» κάτι για κανένα λόγο. Η τράπεζα είναι απλώς ένα μάτσο “καθάρματα” με λογιστικά φύλλα. Ο ρόλος της τράπεζας είναι απλώς να μετατρέψει αμφίβολες υποσχέσεις σε λογικές. Είναι ένα είδος «μετασχηματιστή» υποσχέσεων, ή, εναλλακτικά, ένας εγγυητής.
Ας υποθέσουμε λοιπόν, ότι οι υποσχέσεις της τράπεζας είναι όντως εξασφαλισμένες. Είναι 100% βέβαιο πως η τράπεζα θα προσφέρει στους κατόχους των IOUs την ικανότητα να αγοράσουν πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες, ίσης αξίας με αυτά που παρέδωσαν για να τα αποκτήσουν. Τώρα, όταν εγώ μεταφέρω σε έναν πωλητή τις IOUs , που μου εξέδωσε η τράπεζα ως αντάλλαγμα για τις κάπως αμφίβολες υποσχέσεις μου, είναι τότε λογικό να θεωρείται ο πωλητής ως «πιστωτής»; Εξάλλου, έχει ήδη παραλάβει κάτι που αναμφισβήτητα είναι εξίσου πολύτιμο με τα αγαθά και τις υπηρεσίες που έχει παραδώσει. Οπότε η κατάσταση είναι επίπεδη, «ίσα βάρκα, ίσα νερά». Σε αντάλλαγμα για τους πραγματικούς πόρους, η τράπεζα έχει λεφτά «στη μπάντα», των οποίων η αγοραστική δύναμη είναι εγγυημένη. Δεν παίρνει κανένα ρίσκο. Όμως η τράπεζα έχει ακόμα τον κίνδυνο αν εγώ δεν θα καταφέρω να τηρήσω την υπόσχεσή μου, ενώ θα απαιτείται να τηρήσει την δική της χωρίς να αποτύχει. Ποιός είναι ο πιστωτής τότε, ο πωλητής ή η τράπεζα; Είναι ζήτημα ορισμού.
Οπότε, ας το διευκρινίσουμε. Ο συμβαλλόμενος που προμηθεύει πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες με αντάλλαγμα μια υπόσχεση μελλοντικής ανταπόδοσης είναι ο πιστωτής από την πλευρά των πραγματικών πόρων. Ο πιστωτής από την πλευρά του ρίσκου είναι ο συμβαλλόμενος που διακινδυνεύει να μην μπορέσει να ανταποδοθεί η μεταβίβαση των πόρων. Όταν εγώ έχω πάρει ένα δάνειο και «ξοδέψω» τα λεφτά, ο πωλητής τότε γίνεται πιστωτής πιστωτής από την πλευρά των πραγματικών πόρων, ενώ η τράπεζα γίνεται πιστωτής από την πλευρά του ρίσκου. Ο ρόλος του πιστωτή γίνεται διττός.
Πιο συγκεκριμένα, ο ρόλος του πιστωτή γίνεται «πολύπλευρος». Αποκλείεται να είναι αλήθεια ότι «η τράπεζα» είναι πιστωτής από την πλευρά του ρίσκου. Θυμηθείτε: η τράπεζα είναι απλώς ένα μάτσο «καθάρματα» με λογιστικά φύλλα, δεν διαθέτει τίποτα πραγματικό που να θέλει κανείς. Ο κίνδυνος που επικαλούμαστε βρίσκεται στο γεγονός ότι, την ευθύνη της τράπεζας πρέπει να έχουν άνθρωποι που ελέγχουν ή έχουν ελέγξει ή ίσως να ελέγξουν τους πραγματικούς πόρους. Είναι απαραίτητο να υπολογίσει κανείς τις «επιπτώσεις» του κινδύνου που διατρέχει η τράπεζα. Ίσως για παράδειγμα τα IOUs της τράπεζας, οι «καταθέσεις» της, στην πραγματικότητα να μην είναι καθόλου αξιόπιστες, έτσι ώστε σε περίπτωση που δεν καταφέρω να ξεπληρώσω το δάνειο, η τράπεζα δεν θα μπορέσει να προσφέρει όσα έχει υποσχεθεί σ’ εκείνους που της προμήθευσαν πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες ως αντάλλαγμα για τα IOUs. Σε αυτή την περίπτωση, οι πιστωτές από την πλευρά του ρίσκου είναι οι καταθέτες, οι άνθρωποι που έχουν προσφέρει πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες με αντάλλαγμα IOUs της τράπεζας. Μόνο όταν οι καταθέτες είναι εκτεθειμένοι- και μόνο τότε- δεν υπάρχει καμία εναλλαγή στην ταυτότητα μεταξύ πιστωτών από την πλευρά του ρίσκου και πιστωτών από την πλευρά των πραγματικών πόρων . Εφόσον οι καταθέτες απορροφήσουν τις απώλειες είναι πια δίκαιο να περιγράψει κανείς την τράπεζα ως απλό μεσολαβητή μεταξύ ομάδων δανειστών και οφειλετών, που απλώς κάνει πιστωτικές αναλύσεις και μοιράζει το ρίσκο για να εξυπηρετεί τις συναλλαγές. Όμως κατά τα άλλα είναι μόνο απλός διαβιβαστής.
Δεν είναι αυτός ο τρόπος που λειτουργεί το σύγχρονο τραπεζικό σύστημα. Οι καταθέτες είναι σχεδόν παντελώς προστατευμένοι. Οι πραγματικές επιπτώσεις των τραπεζικών κινδύνων είναι ,κάπως.. περίπλοκες. Θεωρητικά, ο κίνδυνος μη αποπληρωμής του δανείου περιέρχεται πρώτα στους μετόχους της τράπεζας, μετά στους ομολογιούχους, μετά στους ανασφάλιστους καταθέτες, μετά στο μπερδεμένο κουβάρι των φορολογουμένων και στους stakeholders άλλων τραπεζών που ενισχύουν-προσυπογράφουν το ταμείο εγγύησης των καταθέσεων και τέλος στους κατόχους των υποχρεώσεων που επηρεάζονται από τον πληθωρισμό( που περιλαμβάνουν τους καταθέτες τραπεζών). Στην πράξη, αυτός ο όχι και τόσο απλός απολογισμός των επιπτώσεων του τραπεζικού ρίσκου είναι ανεπαρκής. Δεν μπορεί κανείς να βασιστεί στο ότι οι επιπτώσεις των κινδύνων αυτών, σε ακραίες περιπτώσεις, θα καθορίζονται εκ των υστέρων και για συγκεκριμένο σκοπό από μια πολιτική διαδικασία, που υποστηρίζει ορισμένους δικαιούχους περισσότερο από άλλους, όταν πια οι υποσχέσεις έχει εγγυηθεί η τράπεζα αποδειχτούν αναξιόπιστες.
Όλα αυτά μπορεί να προκαλούν σύγχυση, όμως ένα πράγμα πρέπει να καταστεί απόλυτα σαφές. Υπό τους υπάρχοντες θεσμούς, υπάρχει μικρή ταύτιση των ρόλων των δύο κατηγοριών πιστωτών. Οι τράπεζές μας είναι μηχανές που επιτρέπουν στους πωλητές να παραδώσουν τους πραγματικούς πόρους με αντάλλαγμα υποσχέσεις, τους κινδύνους των οποίων δεν φέρουν οι ίδιοι. Οι κίνδυνοι που σχετίζονται με αυτές τις υποσχέσεις δεν εξανεμίζονται. Μπορεί να αμβλύνονται σε ένα βαθμό από διασπορά και μοίρασμα του ρίσκου. Μπορεί να είναι ελεγχόμενοι , με το ουτοπικό επιχείρημα ότι οι τράπεζες ήταν αφιερωμένες στην προσεκτική credit analysis. Όμως, κάποιος θα πρέπει να σηκώσει το βάρος αυτών των κινδύνων. Η λειτουργία και ο σκοπός του τραπεζικού συστήματος(θα έλεγα εγώ) είναι να εξυπηρετήσει την κοινωνικά χρήσιμη πρακτική της παραγωγής –και-ανταλλαγής –υποσχέσεων, με σκοπό να ενθαρρύνει την ανταλλαγή. Η ουσία της σύγχρονης τραπεζικής είναι η αναδιανομή του κόστους-εξόδων και των κινδύνων μακριά από ανθρώπους που δυσανάλογα αποδίδουν πραγματικούς πόρους με αντάλλαγμα υποσχέσεις. Στην καλύτερη περίπτωση, τα σύγχρονα τραπεζικά συστήματα δημιουργούν μια αφανή επιδότηση για εκείνους που παράγουν και αποδίδουν περισσότερους πραγματικούς πόρους από όσους παίρνουν και καταναλώνουν, εξωτερικεύοντας και ,τελικά, κοινωνικοποιώντας τα κόστη και τους κινδύνους που έχουν αμφίβολες απαιτήσεις.
Δυστυχώς, υπάρχουν πολλοί τρόποι απόκτησεις απαιτήσεων στις τράπεζες εκτός από την παραγωγή και την παράδοση πολύτιμων πραγματικών πόρων. Αυτή η παρέκκλιση του πιστωτή από την πλευρά των πραγματικών πόρων σε πιστωτή από την πλευρά του ρίσκου,ανάμεσα στην πλευρά στην οποία οφείλονται πραγματικοί πόροι και την πλευρά που σηκώνει το βάρος της το κόστος της μη απόδοσης, δημιουργεί απίστευτες ευκαιρίες σε όσους είναι ικανοί να προωθήσουν δάνεια που θα ξοδευτούν απερίσκεπτα προς ίδιον όφελος. Τα δάνεια που ξοδεύονται άσκοπα είναι σχεδόν απίθανο να αποπληρωθούν, όμως οι δανειολήπτες δεν χρειάζεται να νοιάζονται για αυτό. Βιομηχανίες όπως η στέγαση, η παιδεία και ,φυσικά, τα οικονομικά βασίζονται πολύ σε αυτό. Όταν οι βιομηχανίες επιτύχουν να μεγεθύνουν τη μόχλευση που ξοδεύεται ή τζογάρεται για το δικό τους όφελος, δημιουργούν συγκεκριμένα κέρδη για εκείνους, ενώ παράλληλα μετακυλύουν τους κινδύνους και τις δαπάνες στους δανειολήπτες και στον ευρύτερο πληθυσμό.
Οι τράπεζες δεν είναι οικονομικοί διαμεσολαβητές με την απλή έννοια της λέξης. Όταν «χορηγούν» ένα δάνειο ,εξυπηρετούν ως εγγυητές, όχι ως πιστωτές. Ο δανειολήπτης δεν είναι ουσιαστικά οφειλέτης έως ότου δαπανηθεί το δάνειο. Μόνο τότε προκύπτουν οι πιστωτές, όμως ο ρόλος του πιστωτή είναι διττός. Εκείνοι στους οποίους οφείλονται πόροι δεν είναι οι ίδιοι με εκείνους που φέρουν τον κίνδυνο της κακής απόδοσης. Το ερώτημα του ποιος τελικά φέρει το ρίσκο αυτό είναι πια δύσκολο να απαντηθεί, και ,φυσικά, τα κίνητρα εκείνων που παίρνουν τις αποφάσεις στις τράπεζες σχετικά με τον περιορισμό του κινδύνου αυτού έχουν εξασθενήσει, ειδικά σε σχέση με τα οφέλη που έχουν κρατώντας μεγάλο μερίδιο από τα προστατευόμενα έξοδα των δανειοληπτών. Αυτός ο διαχωρισμός του ρόλου του πιστωτή εξηγεί επίσης το λόγο που οι πιστωτές σαν πολιτική τάξη είναι σχετικά αδιάφοροι ως προς την βελτίωση της οικονομίας, όμως είναι εξαιρετικά δυσανεκτικοί στον πληθωρισμό. Μια καλή οικονομία σημαίνει καλύτερες, υψηλότερες αξίες και καλύτερη απόδοση από όσα δάνεια έχουν εκδοθεί, όμως οι πιστωτές στους οποίους οφείλονται πόροι αλλά έχουν απαλλαγεί από τον κίνδυνο, καθόλου δεν νοιάζονται για την απόδοση των δανείων. Αυτές οι διακυμάνσεις, όπως και εκείνες του χρηματιστηρίου, είναι αλλουνού πρόβλημα, αλλά και αλλουνού όφελος. Προστατευόμενοι δικαιούχοι, άνθρωποι που τους χρωστάνε οι τράπεζες ή το κράτος (αν και αυτό είναι τύπος τράπεζας) έχουν μόνο να χάσουν από τον πληθωρισμό. Εύλογα λοιπόν, κινούνται εντός του πολιτικού συστήματος για να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό, ο οποίος θα μπορούσε να τους υποχρεώσει να διακινδυνεύσουν και εκείνοι λίγο από τα «κακά» δάνεια, των οποίων ο προβληματικός χαρακτήρας ήταν ,συλλήβδην η πηγή μεγάλου μέρους του πλούτου τους.
Steve Waldman
Σημείωση:
«Ο καθένας μπορεί να φτιάξει λεφτά, το πρόβλημα είναι να γίνουν αποδεκτά.
Η τραπεζική δεν είναι δανεισμός χρημάτων: ο δανειστής πρέπει να έχει χρήματα για να δανείσει. Η θεμελιώδης τραπεζική δραστηριότητα είναι η αποδοχή, δηλαδή, η εγγύηση ότι ο συμβαλλόμενος είναι φερέγγυος. Η τράπεζα, αποδεχόμενη ένα χρεόγραφο, συναινεί να κάνει συγκεκριμένες πληρωμές αν δεν τις κάνει ο οφειλέτης ή αν αδυνατεί. Ένα τέτοιο accepted or endorsed note μπορεί να πωληθεί κανονικά στην ελεύθερη αγορά.”
Hyman Minsky