Η συνάφεια είναι μια περίοδος, όπου στη Δύση η αριστερά λαμβάνει συχνά τον ρόλο ενός τριταγωνιστή πίσω από τη φιλελεύθερη δεξιά και τη λαϊκιστική δεξιά, καθώς η λαϊκιστική δεξιά είναι αυτή που κυρίως συντονίζεται με το συναίσθημα λαϊκών στρωμάτων, που δυσανασχετούν με τη μονοτροπία από τις ντιρεκτίβες των ελίτ, ενώ η αριστερά αποτυγχάνει να προσφέρει μία ανατρεπτική υπέρβαση ή μία γόνιμη μεταρσίωση. Τα ίδια τα βιβλία περιγράφουν περισσότερο μια κατάσταση και λιγότερο προσφέρουν λύσεις, αποτελώντας μάλλον, παρά το μεγάλο ενδιαφέρον τους, συμπτώματα μιας κρίσης παρά προσφορές διεξόδου.
Υπάρχει θετικός συναισθηματικός λαϊκισμός;
Η Σαντάλ Μουφ στο έργο Προς μια Πράσινη Δημοκρατική Επανάσταση: Ο αριστερός λαϊκισμός και η δύναμη των συναισθημάτων [Εκκρεμές, Αθήνα 2024, μετάφραση: Αντώνης Γαλανόπουλος, τίτλος του πρωτοτύπου: Towards a green democratic revolution, Verso, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 2022] αμφισβητεί τη χαμπερμασιανή έννοια της δημοκρατίας ως ορθολογικής επικοινωνίας και διαβούλευσης και τονίζει τον ρόλο που έχει το συναίσθημα στην πολιτική μέσα από ισχυρές διαδικασίες ταύτισης, καθώς η δημοκρατία απαιτεί κυρίως μια συναισθηματική δέσμευση στις αξίες της. Το δημοκρατικό πολίτευμα είναι αυτό που κατ’ εξοχήν βασίζεται στον θεσμοθετημένο ανταγωνισμό και στη σύγκρουση, οι οποίες δεν διέπονται μόνο από ορθολογικότητα. Στην πρώιμη νεωτερικότητα συνέβη μια μεταξίωση των αξιών, η οποία ήταν εξόχως συναισθηματική, όταν αίφνης η φιλαυτία από ύψιστη αμαρτία του χριστιανισμού θεωρήθηκε ως αρετή που συμβάλλει στην κοινωνική πρόοδο. Για τον Μπαρούχ Σπινόζα, αντιστοίχως, η πολιτική είναι μια τέχνη των παθών (ars affectandi) και βασίζεται στο πώς θα μπορέσει κανείς να προβάλει επιδραστικές ιδέες.
Βασικός λόγος της επιτυχίας των λαϊκιστικών δεξιών κομμάτων στην Ευρώπη είναι ότι παρέχουν μία αίσθηση ότι δίνουν στον λαό μια φωνή που δεν του έχουν επιτρέψει οι ελίτ. Η απώθηση των συναισθημάτων εκδικείται με μορφές έκρυθμες, καθώς η λαϊκιστική δεξιά προσφέρει διέξοδο στην οργή και στον φόβο. Αλλά και γενικότερα η πολιτική κινητοποίηση την τελευταία δεκαετία λαμβάνει χώρα περισσότερο επί τη βάσει συναισθηματικών κινήτρων, όπως βλέπουμε σε κινήματα, καθώς οι «Αγανακτισμένοι», οι «Nuit Debout» και τα «Κίτρινα Γιλέκα», επειδή οι πολιτικές ταυτίσεις διαμορφώνονται βάσει και υποσυνείδητων διεργασιών. Οι ταυτίσεις προέρχονται από τα ελλείμματα και τη μερικότητα των υποκειμένων και έχουν κατ’ αρχήν έναν φαντασιακό χαρακτήρα, όπως τονίζει η Σαντάλ Μουφ, βασιζόμενη σε πολιτικώς ψυχαναλυτικές αναλύσεις του Γιάννη Σταυρακάκη που εφαρμόζουν τις θεωρίες του Ζακ Λακάν στο πολιτικό σώμα. Η αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δημιουργήσει δεσμούς που να αντέχουν, υπερκεράζοντας τους εθνικισμούς, βασίζεται εν πολλοίς στο ότι άρχισε ως ένα οικονομικό εγχείρημα στηριζόμενο μονόπλευρα στον ορθολογισμό.
Η απώλεια ευκαιριών για την αριστερά, η οποία οδηγεί στην ενίσχυση της λαϊκιστικής Δεξιάς, οφείλεται στο ότι δεν βρίσκεται τρόπος για την οργή, με αποτέλεσμα αυτή να οδηγείται στη μνησικακία. Η λαϊκιστική δεξιά απευθύνεται στις ματαιώσεις των λαϊκών τάξεων και αντλεί από αυτές την επιδραστικότητά της. Η αριστερά, ασφαλώς, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τη λαϊκιστική δεξιά στη δημαγωγία, αλλά θα μπορούσε, κατά τη Σαντάλ Μουφ, να αναγνωρίσει τον κεντρικό ρόλο που παίζουν τα συναισθήματα στη διαμόρφωση της πολιτικής. Η αριστερά οφείλει να αφουγκράζεται τα συναισθήματα του λαού, συμπλέκοντάς τα με νοήματα.
Οι σκέψεις αυτές της Σαντάλ Μουφ εντάσσονται στο γενικότερο πρόγραμμά της να δοθεί ένας θετικός χαρακτήρας στον αριστερό λαϊκισμό, με άλλα λόγια η αριστερά να μη ντρέπεται για το σημαίνον «λαϊκισμός», αλλά να το αναλάβει ασμένως, προσδίδοντάς του, όμως, το δικό της νόημα που είναι η αντίσταση προς τις ελίτ και όχι προς τον αδύναμο και εξοστρακιζόμενο άλλο. Για τη Σαντάλ Μουφ, η δημοκρατία βασίζεται στην εξημερωμένη εχθρότητα, που είναι η θεσμοθετημένη αντιπαλότητα και αυτή είναι η διαφορά της τόσο από τον φασισμό, όπου η εχθρότητα αναδύεται εκ νέου στη γυμνή μορφή της, όσο και από κάθε ολοκληρωτισμό, ο οποίος καταπνίγει τη διαφορά και τον πλουραλισμό για χάρη επιβαλλόμενης συναίνεσης. Η θεσμοθετημένη αντιπαλότητα συμβαίνει σε άξονες ταυτίσεως (εμείς) και διαφοράς (αυτοί), όπου η αριστερά δεν θέτει στη διαφορά τον αδύναμο άλλο. Παρ’ όλα αυτά, ο τρόπος με τον οποίο η Σαντάλ Μουφ μιλά με όρους στρατηγικού σχεδιασμού, ακόμη κι όταν πρόκειται για την αξιοποίηση του συναισθήματος, οδηγεί μερικές φορές το συναρπαστικό έργο της να μοιάζει με έναν πατερναλισμό του συναισθήματος, όπου τρόπον τινά η αριστερά θα προσπαθεί να υποβάλει στον λαό τα συναισθήματα που θα όφειλε να νιώθει. Δεν υπάρχει επιπλέον μία λεπτομερέστερη συγκεκριμένη ανάλυση του συναισθηματικού φάσματος. Λ.χ. στη δεκαετία του 2010 η αριστερά βασίστηκε πολλές φορές στην αξιοποίηση του συναισθήματος της αγανάκτησης και το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν ετερόκλητες λαϊκές συνομαδώσεις, τις οποίες μακροπρόθεσμα τις καρπώθηκε η λαϊκιστική δεξιά, όταν η αριστερά δεν έπεισε για τη δυνατότητά της να εφαρμόζει αντιπροτάσεις, αλλά και να καλλιεργεί εναλλακτικά περισσότερο θετικά συναισθήματα. Η ιστορική αποτυχία της χρήσης του συναισθήματος της αγανάκτησης δεν αναλύεται επαρκώς στο έργο, προκειμένου να βγουν διδάγματα για το τι μπορεί να αποφευχθεί στο μέλλον ή για το τι μπορεί να γίνει με περισσότερο θετικά μεταρσιωτικό τρόπο. Στις μεγάλες αξίες του βιβλίου πάντως αξίζει να σημειωθεί η πρόταση θετικών οικολογικών συναισθημάτων ως αναγκαία βάση για τις μελλοντικές οικολογικές δημοκρατικές πολιτικές.
Υπάρχει πολιτικώς σημαντική ανιδιοτελής ηδονή;
Ο Μικαέλ Φεσέλ στο έργο του Κόκκινα Φανάρια. Η Ηδονή και η Αριστερά [Πόλις, Αθήνα 2023, μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, τίτλος του πρωτοτύπου: Michaël Foessel, Quartier Rouge: Le plaisir et la gauche, Presses Universitaires de France, Παρίσι 2022] ανιχνεύει την παραδοσιακώς από τον 19ο αιώνα ιδιάζουσα στην αριστερά ηδονή στο αίσθημα του να μη θεωρείται ως προτεραιότητα η ιδιοκτησία του σώματος, σε αντίθεση με την αστική επιμονή στην ηθική ως συνοδό της κατοχύρωσης της ατομικής ιδιοκτησίας. Το γεγονός ότι το χρήμα επεκτείνει στον καπιταλισμό διαρκώς το πεδίο των ηδονών αλλά και των εμπειριών, που μπορεί να αγοράσει κανείς, σημαίνει ότι μένει ως απωθημένο πάντα η εντέλει μη προσβασιμότητα στις απολαύσεις που προσφέρονται δωρεάν. Ενώ η εποχή μας είναι εξόχως επιτρεπτική, ο Φεσέλ επικαιροποιεί το ήθος αυτό ως προς τον νέο ηθικισμό που προκύπτει σήμερα από την κρατική βιοπολιτική, προκειμένου να αναζητηθεί μια νέα χειραφετητική διάσταση της ηδονής, σε μια εποχή όπου η πολιτική υπεράσπιση της ηδονής έχει αναληφθεί από την ακροδεξιά. Είναι εν προκειμένω χαρακτηριστικό ότι το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία ξεκίνησε ακριβώς από μια διεκδίκηση περισσότερης ηδονής απέναντι σε κρατικά μέτρα περιορισμού της χρήσης ορυκτών καυσίμων και μείωση των ορίων ταχύτητας στον δρόμο. Η ηδονή θεωρείται από τον Φεσέλ ως αίσθημα κορεσμού αντίθετο της επιθυμίας, η οποία βασίζεται στο έλλειμμα, με τη χαρά να σημαίνει μία πληρότητα συμβατή με τη διατήρηση της επιθυμίας και για αυτό ένα πνευματικότερο φαινόμενο.
H φιλελεύθερη δεξιά εκφράζει σήμερα ένα νέο πνεύμα εγκράτειας, που θυμίζει τις αντίστοιχες πνευματικές διεργασίες στην πρώιμη νεωτερικότητα, όταν χρειαζόταν στον καπιταλισμό η πρωταρχική συσσώρευση. Απέναντι σε αυτό το πνεύμα η λαϊκιστική δεξιά, αλλά και μια οιονεί νεο-νιτσεϊκή ελιτίστικη δεξιά, επαναδιεκδικούν την ηδονή. Ποια θα μπορούσε να ήταν η θέση της αριστεράς; Ο σύγχρονος νιτσεϊσμός ανακαλύπτει στη woke κουλτούρα την ηθική των δούλων. Ο Μικαέλ Φεσέλ προτείνει στο έργο του την ηδονή ως συμβάν και όχι ως αναπαράσταση. Βασιζόμενος στον Μισέλ Φουκώ, θεωρεί ότι «καθήκον» της αριστεράς είναι η εφεύρεση νέων ηδονών, των οποίων δεν προηγείται προϋπάρχουσα επιθυμία. Οι καινοτόμες ηδονές δημιουργούν επιθυμίες εκ των υστέρων, όπως συμβαίνει λ.χ. με τη χαρά των εργατών που χορεύουν στα εργοστάσιά τους ή με την ανακάλυψη σχέσεων με το φυσικό περιβάλλον που δεν εμπεριέχουν βία. Η διέξοδος της αριστεράς είναι η δημιουργία της δυνατότητας να επιθυμούμε κάτι άλλο.
Και σε αυτό το βιβλίο δεν υπάρχει μία λεπτομερέστερη εξέταση του φάσματος των ηδονών. Λ.χ. οι γαστριμαργικές ηδονές βασίζονται σήμερα στον βασανισμό των ζώων και στον εκμηχανισμό της ζωής τους, που αφαιρεί την ιδιάζουσα σε αυτά ζωικότητα, τη δυνατότητά τους να κινούνται ελεύθερα και να πραγματώνουν τη φύση τους. Μπορεί να γίνει δεκτή μια ηδονή που βασίζεται σε μια παρόμοια οδύνη άλλων ζωών αλλά και σε μαζική φονικότητα; Από την άλλη, μια ενδεχόμενη θεμιτή και επιθυμητή προσπάθειά μας να ανακαλύψουμε καινοτόμες ηδονές στον βιγκανισμό, δεν απαιτεί έναν ορθολογικό σχεδιασμό και μια ηθική αφύπνιση που είναι πέραν της ηδονής καθ’ αυτήν; Εξάλλου, η υπερβολή της ηδονής αντιτίθεται σήμερα στο πεπερασμένο των πόρων της φύσης που βρίσκεται στην καρδιά του οικολογικού προβλήματος. Η αντίσταση στον νεοπουριτανισμό της σύγχρονης βιοπολιτικής που επιβάλλουν άνωθεν οι ελίτ είναι έως ένα βαθμό θεμιτή ως αντίδραση σε πολιτικές που ενδέχεται να λάβουν ολοκληρωτικό χαρακτήρα. Δύσκολα, όμως, θα μπορούσε να λάβει χώρα απλώς και μόνο στο όνομα της ηδονής των λαϊκών στρωμάτων, και μάλιστα της Δύσης, όταν αυτό μπορεί να είναι τόσο καταστροφικό για όλον τον πλανήτη και μάλιστα για τις πλέον ευάλωτες κοινωνίες.
Το βιβλίο δεν είναι απαλλαγμένο από κάποιους αναχρονισμούς που υπονομεύουν την κατανόηση των ιδιαζόντων χαρακτηριστικών που έχουν σήμερα οι κοινωνίες μας. Κατά την περίοδο της πρωταρχικής καπιταλιστικής συσσώρευσης, όντως η ηθική ήταν χαρακτηριστικό της αστικής τάξης και ένα είδος κοινοτικών χαρών και ηδονών μπορεί να προσιδίαζε περισσότερο στα λαϊκά στρώματα. Και όντως σήμερα, σε μία περίοδο κρίσης του καπιταλισμού, υπάρχουν πειρασμοί επιστροφής σε έναν νεοπουριτανισμό, ο οποίος λαμβάνει κυρίως χαρακτηριστικά βιοπολιτικής και όχι αστικής ηθικής, όπως παλαιότερα. Τα λαϊκά στρώματα, όμως, είναι εν πολλοίς αστικοποιημένα και έχει απωλεσθεί, στη Δύση τουλάχιστον, εκείνος ο παλαιός κοινοτικός χαρακτήρας των χαρών και ηδονών, που περιγράφει λ.χ. ο Εμίλ Ζολά, και οι οποίες ήταν αντίθετες στην προτεραιότητα της ιδιοκτησίας που προέβαλλε η αστική τάξη. Σήμερα είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς στη Δύση την ηδονή αποχωρισμένη από την ιδιοκτησιακή ιδιοτέλεια. Θυμικώς, το έργο στηρίζεται εν πολλοίς στη χειραφετητική ευφορία του Μάη του 1968 και θα επιθυμούσε μια επικαιροποίηση του πνεύματός του. Αποτυγχάνει έτσι να συνειδητοποιήσει τις νέες υβριδικότητες που έχουν υπονομεύσει τα παλαιότερα ιδεολογικά σχήματα.
Οι νέες υβριδικότητες
Ένα μεγάλο μέρος του πνεύματος του Μάη του 1968 έχει υποστεί επανάκτηση (récupération) από τη δεξιά, που αποτελεί κύριο φορέα της ελευθεριότητας στα ήθη. Εξάλλου, αν και τα δύο βιβλία βασίζονται στη διαπίστωση του όντως υπαρκτού γεγονότος ότι η λαϊκιστική δεξιά έχει καρπωθεί την αντίδραση των λαϊκών στρωμάτων στη φιλελεύθερη δεξιά, ενώ η αριστερά δεν έχει παρουσιάσει μια πετυχημένη πειστικότητα, ωστόσο, χρειάζεται να δούμε τις αντιφάσεις και τη νέα υβριδικότητα σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Λ.χ. σήμερα πολλά κόμματα της άλλοτε λαϊκιστικής δεξιάς, ιδίως στη Γαλλία, παρουσιάζουν στοιχεία ταυτοτισμού, στα οποία εμπεριέχεται τόσο η ρεπουμπλικανική όσο και η φιλελεύθερη παράδοση. Κατά τον τρόπο αυτό, δεν έχουμε αμιγή δυτικό συντηρητισμό, αλλά πολύ συχνά μια επίκληση είτε του ρεπουμπλικανισμού, είτε ακόμη και της φιλελεύθερης παράδοσης, στο πλαίσιο ταυτοτικών πολιτικών έναντι των μη δυτικών, όπως το Ισλάμ. Σε αυτές τις ιδεολογικές συναρθρώσεις, παρατηρείται συχνά συμφυρμός ανάμεσα στη συντηρητική, τη ρεπουμπλικανική και τη φιλελεύθερη παράδοση στο όνομα ενός δυτικού ταυτοτισμού, ο οποίος, όμως, είναι ανοικτός σε φιλελεύθερα στοιχεία. Από την άλλη, η καθαυτό φιλελεύθερη δεξιά υπερασπίζεται έναν «καπιταλισμό κρίσης», ο οποίος βασίζεται σε έναν πολύ εκτεταμένο ρόλο του κράτους, είτε πρόκειται για έναν «πολεμικό κεϊνσιανισμό», όπου γίνεται προσπάθεια οι αντιφάσεις και οι κρίσεις του καπιταλισμού να επιλυθούν μέσω μιας πολεμικής στράτευσης με όχημα την ολική κρατική παρέμβαση, είτε πρόκειται για υγειονομικές κρίσεις, όπου και πάλι το κράτος αναλαμβάνει μεγάλο ρόλο στη ρύθμιση της ζωής των πολιτών υπό τις επευφημίες των φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων. Άλλωστε, η σημασία που έχει το διαδίκτυο και οι πλατφόρμες του στον τρέχοντα καπιταλισμό έχουν οδηγήσει σε νέες μορφές «καπιταλισμού των πλατφορμών», που έχουν νοθεύσει τον κλασικό ανταγωνισμό του παλαιού καπιταλισμού, με το κράτος να παίζει και πάλι αποφασιστικό ρόλο με τις όχι αθώες πολιτικές αποφάσεις του στην εδραίωση υπέρογκων μονοπωλίων.
Σημειωτέον, επίσης, ότι η αριστερά ως χειραφετητική δύναμη στη Δύση μπορεί να έχει υποχωρήσει και να βρίσκεται συχνά στον άχαρο ρόλο τριταγωνιστή, γεγονός που έχει υπάρξει κίνητρο και της συγγραφής των δύο βιβλίων, όμως αριστερά στοιχεία είναι εν γένει παρόντα στις νέες υβριδικότητες. Λ.χ. η woke κουλτούρα στην τρέχουσα μορφή της αποτελεί εν πολλοίς μια φιλελεύθερη-δεξιά και κρατική επανάκτηση (récupération) αριστερών προοδευτικών αιτημάτων, τα οποία, όμως, έχουν χάσει τη διαθεματικότητά τους και έχουν καταστεί επίσης ταυτοτικές πολιτικές. Εδώ έχουμε έναν συμφυρμό αριστεράς και φιλελευθερισμού, που είναι πολύ χαρακτηριστικός της εποχής μας, και είναι ταυτοτικός, όπως και ο δεξιότερος αντίστοιχος συμφυρμός συντηρητισμού, ρεπουμπλικανισμού και φιλελευθερισμού, με τη διαφορά ότι εδώ ο ταυτοτισμός έγκειται σε επιμέρους ταυτότητες κοινωνικών ομάδων και όχι σε ταυτότητες εθνών ή πολιτισμών. Ταυτοχρόνως, η άνοδος της Κίνας ως παγκόσμιας οικονομικής υπερδύναμης παρουσιάζει την πρωτοφανή υβριδικότητα να είναι η πλέον πετυχημένη με καπιταλιστικούς όρους μία χώρα στην οποία εξακολουθεί να κυριαρχεί ένα κομμουνιστικό κόμμα και η οποία δεν γνώρισε το άνοιγμα του πολιτικού συστήματος που είχε συμβεί στη δεκαετία του 1990 στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της ανατολικής Ευρώπης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, νέες υβριδικότητες καθιστούν εν μέρει παρωχημένες τις παραδοσιακές ιδεολογικές οριοθετήσεις και χρειάζεται επικαιροποίηση των εννοιολογικών εργαλείων μας.
Συναισθηματικός διεθνισμός, συναισθηματική διαθεματικότητα
Αν ακολουθήσουμε τους πολύ ενδιαφέροντες ορισμούς της Σαντάλ Μουφ για το ποια είναι η διαφορά του δεξιού λαϊκισμού (εμείς ως λαός εναντίον αυτών ως ξένων) από τον αριστερό λαϊκισμό (εμείς ως λαός εναντίον αυτών ως ελίτ), τότε θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε και το θετικό συναίσθημα που προσιδιάζει περισσότερο στην αριστερά: Είναι το συναίσθημα της διαθεσιμότητας στην αδυναμία και την ευαλωτότητα, στην ανθρωπιά και την ανθρωπινότητα. Πάνω σε αυτό το θετικό συναίσθημα μπορεί να βασιστεί ένας γνήσιος συναισθηματικός διεθνισμός. Κάτι που ήταν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία το ζητούμενο των Στωικών φιλοσόφων, δηλαδή η παγκόσμια συμπάθεια, η οποία θα μπορούσε να στηρίξει συναισθηματικά την οικουμένη και που εντέλει οι χριστιανοί τη βρήκαν στην αγάπη, είναι επίκαιρο και στην παγκοσμιοποίηση της εποχής μας, εξ ου και όλο και περισσότεροι φιλόσοφοι από τον Αλαίν Μπαντιού και τον Σλάβοϊ Ζίζεκ μέχρι τον Αντόνιο Νέγκρι, θέτουν την αγάπη στο επίκεντρο του πολιτικού στοχασμού. Βεβαίως, οι σχηματοποιήσεις έχουν τα όριά τους, καθώς υπάρχουν και στον δεξιό λαϊκιστικό λόγο έντονα αντι-ελίτ στοιχεία, κάτι που η Σαντάλ Μουφ δεν ενσωματώνει αρκούντως στη σκέψη της, ενώ βεβαίως γενικότατα συναισθήματα, όπως η αγάπη ή η ανθρωπιά διατρέχουν ασφαλώς όλες τις πολιτικές δυνάμεις ενός κοινωνικού σώματος. Η αριστερά, όμως, είναι κυρίως αυτή που έχει το καθήκον να συμπηγνύει ένα διεθνιστικό ανατρεπτικό υποκείμενο και αυτό στην εποχή μας όντως δεν μπορεί να συμβεί χωρίς έντονα αντίστοιχα συναισθήματα διάθεσης στην ευαλωτότητα και στην καθολική ανθρωπινότητα. Μια κύρια αξία του έργου του Μικαέλ Φεσέλ είναι ότι τονίζει πώς αυτά τα συναισθήματα μπορούν να αποτελέσουν και μια καινοτομία στον τρόπο της ηδονής και της χαράς, όταν είναι κοινοτική και μη βασιζόμενη στην ιδιοκτησία.