Το δικαστήριο του Λουξεμβούργου αποφάνθηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2020 ότι η Ουγγαρία δεν είχε συμμορφωθεί με τους κανόνες σχετικά με τη μεταχείριση των μεταναστών, καθώς «κρατούσε παράνομα» αιτούντες άσυλο και τους απέλασε προτού μπορέσουν να ασκήσουν έφεση κατά της απόρριψης των αιτήσεών τους.
Με την απόφαση, το δικαστήριο καλούσε τη Βουδαπέστη να προβεί σε αλλαγές της πολιτικής της.
Η Ουγγαρία αγνόησε την απόφαση με το δικαστήριο να κάνει λόγο στην ανακοίνωσή του την Πέμπτη για «εσκεμμένη αποφυγή της εφαρμογής της κοινής πολιτικής της Ε.Ε».
Η αδράνεια της Βουδαπέστης «συνιστά πρωτοφανή και εξαιρετικά σοβαρή παραβίαση του δικαίου της Ε.Ε.», ανέφερε το δικαστήριο.
Μαζί με το πρόστιμο των 200 εκατ. ευρώ, η Ουγγαρία θα τιμωρείται με πρόστιμο επιπλέον 1 εκατ. ευρώ για κάθε ημέρα που μη συμμόρφωσης με την απόφαση του δικαστηρίου. Εάν η Βουδαπέστη αρνηθεί να καταβάλει τα πρόστιμα, αυτά μπορούν να αφαιρεθούν από το μερίδιό της στον προϋπολογισμό της Ε.Ε., όπως συνέβη με την Πολωνία.
Ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν καταφέρθηκε εναντίον της απόφασης της Πέμπτης, χαρακτηρίζοντάς την «εξωφρενική και απαράδεκτη» σε ανάρτησή του στο X.
«Φαίνεται ότι οι παράνομοι μετανάστες είναι πιο σημαντικοί για τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών από τους δικούς τους Ευρωπαίους πολίτες», πρόσθεσε.
Η Ουγγαρία έχει υιοθετήσει σκληρή γραμμή απέναντι στους αιτούντες άσυλο που εισέρχονται στη χώρα, με την κυβέρνηση Ορμπαν να ψηφίζει νόμο το 2020 που υποχρεώνει τους μετανάστες να υποβάλλουν πρώτα αίτηση για προστασία σε πρεσβείες εκτός των συνόρων της.