Παιδί μιας πολυμελούς φτωχής οικογένειας τσαγκαράδων με καταγωγή από την Πρέβεζα και στενούς δεσμούς με την αριστερά και την αντίσταση στους Γερμανούς και τους Άγγλους. Γεννημένος το 1955, η τελευταία χρονιά της Χούντας τον βρίσκει φοιτητή στη Θεσσαλονίκη. Εντάσσεται στην «Κομμουνιστική Οργάνωση Μαχητής». Εμπνέεται από τον αγώνα του Παλαιστινιακού λαού, αποχτάει στενούς δεσμούς με το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και συμμετέχει ενεργά στην υποστήριξη του Παλαιστινιακού αγώνα. Από το 1974 συμμετέχει σε όλες τις διεργασίες εκείνης της αριστεράς που συνέχισε έμπρακτα να επιδιώκει την ανεξαρτησία από το δυτικό σύστημα και μετά την πτώση της χούντας. Έχει οργανική επαφή με όλες τις πολιτικές και οργανωτικές πρωτοβουλίες που αντιλαμβάνονταν το ιστορικό συνεχές μεταξύ μετεμφυλιακής περιόδου-χούντας-μεταπολίτευσης και είχαν συνείδηση της κόκκινης κλωστής που το διαπερνά: Της αμερικανοκρατίας.
Ο Μάκης υπήρξε αυτός ο τύπος λαϊκού αγωνιστή που ενώ δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο θεωρητικό υπόβαθρο, είχε οξύτατη πολιτική διαίσθηση, εδραιωμένη βιωματικά στην αντιιμπεριαλιστική-ανεξαρτησιακή παράδοση της ελληνικής αριστεράς. Ανέπτυξε όλα εκείνα τα ταλέντα και τις δεξιότητες που απαιτούνται για την πολιτική δουλειά στην παρανομία, πρώτα απ’ όλα την ικανότητα να αξιολογεί ρεαλιστικά τις καταστάσεις. Αυτά τον κράτησαν ζωντανό, ελεύθερο και δημιουργικό για 17 ολόκληρα χρόνια παρανομίας. Βαθιά ηθικό και έντιμο άτομο, με συναίσθηση του χρέους απέναντι σε όσους όφειλε το παραμικρό. Η στάση του απέναντι στα πολιτικά και οργανωτικά του περιβάλλοντα διαπνέονταν, ακόμα και στους ύστερους απολογισμούς, από μια ανώτερη πολιτική ηθική, σεβασμό απέναντι στους συντρόφους του ιδιαίτερα σ’ αυτούς που έφτασαν μέχρι το τέλος με ψηλά το κεφάλι. Μετά τη σύλληψή του αντιμετώπισε με σταθερότητα και καθαρό βλέμμα όλους τους διακριτικούς και μη εκβιασμούς και υποσχέσεις. Δεν δίστασε να ρισκάρει την ελευθερία του για να μείνει ακέραιος και δικαιώθηκε γι’ αυτό. Έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του πειθαρχημένος, με έντονη απέχθεια στα περιττά, την έπαρση, την επίδειξη.
Έγινε γνωστός το 1982 όταν κατηγορήθηκε για μια απόπειρα ανθρωποκτονίας αστυφύλακα. Τα επόμενα χρόνια αποδόθηκαν σε αυτόν και στο Χρήστο Τσουτσουβή όλες οι ενέργειες της Οργάνωσης « Αντικρατική Πάλη». Φυγοδίκησε για πολλά χρόνια στο εξωτερικό κυρίως στη Λατινική Αμερική και αργότερα στη Ολλανδία.Τελικά συνελήφθη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 23.12.1999.
Μέσα σε τρία χρόνια από τη σύλληψή του, αντιμετώπισε κάθε είδους κατηγορία, από ανυποταξία μέχρι σειρά από ανθρωποκτονίες. Παραθέτω παρακάτω ένα σύντομο άρθρο μου στην «Εποχή» γραμμένο το καλοκαίρι του 2002, λίγες μέρες πριν την τελευταία του δίκη στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών που νομίζω ότι περιγράφει τη δικαστική διαδρομή του.
«Οι κατηγορίες που αποδόθηκαν στον Αβραάμ Λεσπέρογλου στα δεκαεπτά χρόνια της φυγοδικίας του κατέρρευσαν γρήγορα και μάλλον εύκολα. Αθωώθηκε σε διαδοχικές δίκες από όλες τις κακουργηματικές κατηγορίες και είναι ελεύθερος από το Νοέμβρη του 2001. Το μόνο πλημμέλημα για το οποίο καταδικάστηκε σε επτά μήνες φυλάκιση με αναστολή, είναι η χρησιμοποίηση ενός ξένου διαβατηρίου για να μπορέσει να έρθει να δει την ετοιμοθάνατη μάνα του.
»Η εξέλιξη προφανώς δεν ήταν γενικώς αρεστή. Η κατάρρευση ενός μύθου, η διάψευση αστυνομικών σεναρίων που τροφοδότησαν την αντιτρομοκρατική επικαιρότητα επί μιάμιση 10ετία, δεν ήταν ότι καλύτερο για τους πιεζόμενους προς επίδειξη αντιτρομοκρατικού έργου. Έτσι με αίτηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου συζητήθηκε στις 19.4.2002 η αναίρεση της απόφασης του μικτού ορκωτού Εφετείου με την οποία αθωώθηκε για την απόπειρα ανθρωποκτονίας εναντίον ενός αστυφύλακα, το 1982, στην προσπάθεια διάρρηξης του εργαστηρίου κάποιου οδοντοτεχνίτη. Στην τριήμερη δίκη, που είχε γίνει το Μάρτιο του 2001, αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε κανένα σοβαρό στοιχείο που να μπορεί να οδηγήσει στην καταδίκη του. Οι αστυνομικοί και ένας πολίτης που ήταν παρόντες στο γεγονός, επί 17 χρόνια δεν αναγνώρισαν το πρόσωπο που πυροβόλησε στις φωτογραφίες του Λεσπέρογλου, αν και αυτές υπήρχαν στα χέρια της αστυνομίας από την πρώτη ημέρα και δημοσιεύθηκαν επανειλημμένα στον τύπο. Μάλιστα ο ένας αστυνομικός τότε κατέθεσε ότι δεν είχε δει καθόλου το δράστη. Για πρώτη φορά στη δίκη, 18 χρόνια αργότερα, οι δύο αστυνομικοί ισχυρίζονται ότι αναγνωρίζουν τον Α. Λεσπέρογλου, σαν το πρόσωπο που πυροβόλησε. Πέρα από αυτή την αλλαγή της κατάθεσης των αστυνομικών, δεν παρουσιάστηκε κανένα στοιχείο σε βάρος του πχ δακτυλικά αποτυπώματα κλπ, παρόλο που οι ίδιοι αστυνομικοί κατέθεσαν ότι ο δράστης άφησε αποτυπώματα. Μετά από αυτά οι ένορκοι τον κήρυξαν αθώο. Οι τακτικοί δικαστές – εφέτες- είχαν τη γνώμη ότι τα παραπάνω ήταν επαρκείς αποδείξεις για να κηρυχθεί ένοχος.
»Η αθώωση δεν ήταν βεβαίως έκπληξη, η έκπληξη ήρθε μετά, όταν συντάχθηκε από τον πρόεδρο του δικαστηρίου το κείμενο της απόφασης.
Διαπιστώσαμε ότι από την απόφαση έλλειπε εντελώς το αθωωτικό σκεπτικό των ενόρκων. Είχε μάλιστα την πρωτοτυπία να προτάσσει το καταδικαστικό σκεπτικό της μειοψηφίας, στο οποίο αφιέρωνε οκτώ δακτυλογραφημένες σελίδες, ενώ για τις αθωωτικές σκέψεις της πλειοψηφίας, αφιέρωνε μόλις δέκα σειρές, στο τέλος του κειμένου, στις οποίες αναφερόταν μόνο ότι οι ένορκοι αμφιβάλουν αν το πρόσωπο που πυροβόλησε ήταν ο κατηγορούμενος, χωρίς να αναφέρεται ούτε μία λέξη από την αιτιολόγηση της αθωωτικής γνώμης. Ο συντάκτης της απόφασης, Πρόεδρος Εφετών, έχει πίσω του δεκαετίες δικαστικής εμπειρίας και προφανώς γνωρίζει να διατυπώνει δικαστικές αποφάσεις….
»Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι το κείμενο της απόφασης συντάχθηκε μέσα σε ένα δίμηνο από την έκδοσή της, όταν ο συνηθισμένος χρόνος είναι πολλαπλάσιος.
»Μετά από αυτά ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου,την τελευταία ημέρα πριν τη συνταξιοδότησή του, άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης,για έλλειψη αιτιολογίας της αθωωτικής απόφασης…
»Αυτό που αξιώνεται σήμερα από τον Α. Λεσπέρογλου, είναι να (ξανα)αποδείξει ότι είναι αθώος. Αντιστρέφεται δηλαδή η θεμελιώδης αρχή του ποινικού δικαίου,κατοχυρωμένη στην Ευρωπαϊκή σύμβαση για τα δικαιώματα του ανθρώπου, ότι κανείς δεν είναι ένοχος μέχρι να αποδειχθεί σε μιά δίκαιη δίκη η ενοχή του.
»Από το δικαστήριο – στην ακρίβεια από την πλειοψηφία-απαιτείται να αιτιολογεί την αθωωτική απόφαση σαν να ήταν καταδίκη και επιπλέον αξιώνεται από τους ενόρκους να εποπτεύουν αν καταχωρείται σωστά από τον πρόεδρο του δικαστηρίου η γνώμη τους στην απόφαση, που συντάσσεται μήνες αργότερα από τη δίκη, όταν αυτοί έχουν γυρίσει στις δουλειές τους.
»Κατά τα λοιπά έγκυροι κύκλοι δικαστών, υπουργών και πρέσβεων … αμφιβάλλουν για τη δυνατότητα των ενόρκων να κρίνουν αντικειμενικά και αμερόληπτα και απαιτούν να αφεθεί το καθήκον αυτό σε έμπειρους επαγγελματίες δικαστές…
»Η προσπάθεια να συνεχισθεί η ομηρία του Α. Λεσπέρογλου με δικονομικούς χειρισμούς είναι περισσότερο από ολοφάνερη»
ΥΓ /2024: Λίγες μέρες αργότερα, το Σεπτέμβρη του 2002 τέσσερις θαρραλέοι ένορκοι τον (ξανα)αθώωσαν αμετάκλητα πλέον, σε μια δίκη που η επιθετικότητα των τακτικών δικαστών και του εισαγγελέα απέναντι στον κατηγορούμενο, τους συνηγόρους και τους μάρτυρες είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Βέβαια στις δίκες για τη 17Ν και για τον ΕΛΑ που ακολούθησαν οι αντιδημοκρατικές και αντιδικονομικές τεχνικές που εφαρμόστηκαν έκαναν τις δίκες κατά του Λεσπέρογλου να μοιάζουν απλά προσχέδια του αυταρχικού πογκρόμ που ακολούθησε και συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας.
Καλό σου ταξίδι σύντροφε!