Πρώτα απ’ όλα, η πρόσφατη αποτυχία της ακροδεξιάς δεν αλλάζει το γεγονός πως περισσότεροι από ένας στους τρεις Γάλλους την επιλέγουν και, μάλιστα, σε εκλογές με πρωτοφανή ιστορικά συμμετοχή. Η τρίτη θέση στην κοινοβουλευτική κατανομή οφείλεται, αποκλειστικά και μόνο, στο γαλλικό εκλογικό σύστημα. Αν ίσχυε το ελληνικό, με μια μικρή βοήθεια από τους γκωλικούς, θα είχε την πλειοψηφία τη Βουλή.
Δεύτερο, ίσως και να αποβεί σε καλό της αυτή η αποτυχία, στο μέτρο που μια διακυβέρνηση από μέρους της θα της αφαιρούσε «αντισυστημικά» χαρακτηριστικά, πράγμα όχι ευνοϊκό για τις επόμενες προεδρικές εκλογές.
Τρίτο, η διάσωση των ακροκεντρώων κανίβαλων του Μακρόν δεν είναι καθόλου καλό νέο. Η συμβιωτική τους σχέση, εδώ και εφτά χρόνια, με τη Λεπέν κάνει σαν να παρασιτούν ο ένας επί του άλλου. Με κοινό τόπο το μίσος απέναντι στην Αριστερά, το εργατικό κίνημα και, ευρύτερα, τα κοινωνικά κινήματα. Η από κοινού ψήφιση του ακραίου αντι-μεταναστευτικού νόμου είναι δείκτης αυτής της ισχυρής συνάφειας. Ο δικός μας Πρετεντέρης, με τα σχόλια για «ανισόρροπους ανυπότακτους», υποσημειώνει ανάγλυφα την εύκολη μετάβαση των «φιλελεύθερων» στην ακροδεξιά. Στο μεσοπόλεμο έγινε δεκάδες φορές -και με το Μουσολίνι και με τον Χίτλερ.
Με όλη την φιλολογία, λοιπόν, περί ρεπουμπλικανικού μετώπου, που σταμάτησε τους φασίστες, η μαύρη αλήθεια είναι πως μόνη της η Αριστερά το πέτυχε. Γιατί ήταν οι δικοί της ψηφοφόροι που, σε συντριπτική αναλογία της τάξης του 80%, ψήφισαν τους μη -λεπενικούς υποψηφίους, ποσοστό που ήταν μόλις 1 στους 2 -και ούτε- στους ακροκεντρώους. Αυτό, άλλωστε, εξηγεί τον πολύ μεγάλο αριθμό βουλευτών, σχεδόν ίδιο με αυτόν της Αριστεράς -168 έναντι 182- μ’ όλο που το εκλογικό τους βάρος απείχε σχεδόν 10%. Με απλά λόγια, οι αριστεροί, ως έντιμοι άνθρωποι, ψήφιζαν μονοκούκι μακρονικούς και γκολικούς, ενώ οι τελευταίοι, σε μεγάλους αριθμούς, στάθμιζαν περισσότερο ταξικά τα πράγματα. Αν έκαναν ότι και οι αριστεροί, η Λεπέν θα είχε ακόμη λιγότερους βουλευτές, και η Αριστερά ακόμα περισσότερους.
Έτσι κι αλλιώς, πάντως, ένα από τα κύρια θέματα της συζήτησης, για πολύ καιρό, θα είναι αυτό που αφορά την ραγδαία ενδυνάμωση της μεταφασιστικής, για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Τραβέρσο, ακροδεξιάς, σχεδόν παντού στον κόσμο. Από τη Λεπέν και τη Μελόνι στον Μιλέι και τον Τραμπ, αλλά και πολλές δεκάδες άλλους, από τη Σκανδιναβία και τη Γερμανία μέχρι τη Λατινική και τη Βόρεια Αμερική, οι πολιτικές τερατογενέσεις γίνονται θεμελιώδες στοιχείο της καθημερινότητας. Αν προσθέσουμε πως, στον υπόλοιπο κόσμο, κυριαρχούν δικτατορίες τύπου Σι ή Πούτιν, μάλλον ζούμε σε μια πολύ σκοτεινή καμπή της ιστορίας.
Όπως κάθε φορά, δε, τα αφεντικά, μεγάλα και μικρά, ποσώς ανησυχούν. Ίσα ίσα, οι εξελίξεις αυτές τους παρέχουν ένα πολύ ασφαλές περιβάλλον θάλλουσας κερδοφορίας. Η τοποθέτηση του Γαλλικού Συνδέσμου Βιομηχάνων είναι η ταξικά ενδεδειγμένη. Ψηφίστε φασίστες, κόψτε το δρόμο στην Αριστερά. Είναι δεδομένο ότι οι ακροκεντρώοι και οι παραδοσιακοί δεξιοί αισθάνονται στα σημαντικά ζητήματα, με πρώτα τα «δημοσιονομικά», πολύ κοντύτερα στους, εξίσου με αυτούς, νεοφιλελεύθερους, φασίστες, παρά στους αριστερούς. Το «δημοκρατικό τόξο» προκαλεί ενθουσιασμό μόνο όταν είναι να ψηφιστεί ο Μακρόν, ποτέ ο Μελανσόν.
Άλλωστε, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι νεοφιλελεύθερες και οι σοσιαλφιλελεύθερες πολιτικές, καθώς και η προσχώρηση σημαντικού τμήματος της Αριστεράς, εδώ και σαράντα χρόνια, μαζί με την αποδοχή ενός μεγάλου μέρους της ακροδεξιάς ατζέντας, στο μεταναστευτικό, π.χ., είναι ο βασικός παράγοντας για την κανονικοποίηση και την ανάπτυξη του μεταφασισμού.
Αν είναι έτσι, βέβαια, πράγμα που, μάλλον, δεν αμφισβητείται, τότε η ασυζητητί υποστήριξη ακροκεντρώων προκειμένου να μπει φραγμός στην ακροδεξιά, μάλλον ενισχύει την ακροδεξιά. Για να είναι όλο το «σύστημα» εναντίον της, σκέφτεται ένα μέρος του λαϊκού κόσμου, κάτι τρέχει εδώ.
Νομίζω ότι η πολιτική της Αριστεράς θα πρέπει να διαμορφωθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να παίρνει υπόψη τα παραπάνω σημαντικά δεδομένα. Η σαφής τοποθέτηση του Μελανσόν ότι η Αριστερά θα κυβερνήσει με το δικό της πρόγραμμα ή δεν θα κυβερνήσει καθόλου δείχνει το δρόμο. Οι γενναίες αυξήσεις στους μισθούς, η κατάργηση του νόμου για τις συντάξεις του θεσμικού δικτάτορα Μακρόν, μεταξύ πολλών άλλων, αν μείνουν στα χαρτιά, η Λεπέν θα είναι σίγουρα πρόεδρος το ’27.
Άλλωστε και ευτυχώς, η εργατική τάξη, παρ’ όλα όσα φημολογούνται, δεν υποκύπτει στην ακροδεξιά σαγήνη. Στις γαλλικές εκλογές, το κόμμα της Λεπέν ψηφίστηκε ισχυρότατα στις επαρχίες και από ιδιοκτησιακά μεσοστρώματα, ενώ η Αριστερά κυριάρχησε στις εργατικές συνοικίες των πόλεων. Το κύριο ζήτημα εδώ είναι πως τα νεολαιίστικα εργατικά στρώματα επιλέγουν, σε μεγαλύτερη έκταση από άλλα, την αποχή. Η δουλειά με αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες είναι η λυδία λίθος για μια ανάκαμψη της Αριστεράς -στην Ελλάδα περισσότερο, ακόμα, από ό,τι αλλού.
Θα ήθελα να έλθω, όμως, σε στοιχεία που, συχνότατα, αγνοούνται στη σχετική συζήτηση.
Πρώτα απ’ όλα, οι ακροδεξιοί δεν είναι, ως επί το πλείστον, γραφικά χαϊβάνια. Το αντίθετο. Όποιος έχει παρακολουθήσει, για παράδειγμα, συνεντεύξεις της Μελόνι ή της Λεπέν δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από την επάρκειά τους, τη συγκρότησή τους, την ετοιμότητα να απαντούν, τη ρητορική τους δεινότητα.
Από την άλλη, αυτά που λένε έχουν αρχή, μέση και τέλος. Για ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού μοιάζουν συνεκτικά και πειστικά. Δείχνουν να προσπαθούν, τουλάχιστον, να απαντήσουν σε πραγματικά προβλήματα. Η εθνική προνοιακή προτίμηση, για παράδειγμα, βγάζει νόημα για ανθρώπους, που έχουν δει τα κοινωνικά τους δικαιώματα να γίνονται φύλο και φτερό. Η ιδέα ότι η εξαίρεση των «άλλων» από τις κοινωνικές υπηρεσίες θα βοηθήσει «εμάς», όσο κι αν είναι εντελώς αθεμελίωτη, φαίνεται πειστική. Σε φοβισμένους ανθρώπους, το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» αποτελεί εύλογη προτροπή. Το γεγονός ότι χωρίς τους «άλλους» και τις εισφορές τους δεν θα υπήρχε ούτε αυτό το λυμφατικό κοινωνικό κράτος, δεν τους αγγίζει στο μέτρο που τα πράγματα είναι ήδη πολύ άσχημα και θα πρέπει να υπάρξουν απαντήσεις στα άμεσα προβλήματα. Το «να πληρώσουν οι πλούσιοι», μετά από τόσες αποτυχίες της Αριστεράς, φαίνεται σχεδόν ανόητο από την άποψη του ρεαλισμού.
Η ακροδεξιά καλπάζει σε περιόδους με χαρακτηριστικά «έσχατων καιρών», ακριβώς γιατί ο λόγος της μπορεί να γίνεται εσχατολογικός. Ο φόβος, η απελπισία των μικρών ανθρώπων, η συνθήκη του μοναχικού πλήθους είναι το πιο ευνοϊκό περιβάλλον για την άνθησή της. Η περίοδος της αναπάντητης πολυκρίσης μπορεί εύκολα να γίνει η δική της εποχή.
Αυτός είναι ο λόγος που δυνάμεις αριστερής προέλευσης, όπως το κόμμα της Ζάρα Βάγκενκνεχτ, υιοθετούν τμήματα της αντιμεταναστευτικής και αντι«δικαιωματικής» ατζέντας. Νομίζουν ότι έτσι θα ξαναπροσεγγίσουν τις «μάζες». Μπορεί. Μόνο που θα πρόκειται για «μάζες» καθόλου ευεπίφορες στις αριστερές αξίες.
Η Αριστερά έχει τύχη μόνο ως ταξική δύναμη. Πρώτη της έγνοια, λοιπόν, θα έπρεπε να είναι πώς θα ξαναγίνει ταξική δύναμη. Η ριζοσπαστική γαλλική Αριστερά, ιδίως οι «ανυπότακτοι» το κάνουν αρκετά καλά. Γι’ αυτό η ισχυροποίησή τους στη Γαλλία είναι πολύ καλό νέο για όλον τον κόσμο.