Συγκεκριμένα, ο κ. Φλωρίδης σε συνέντευξή του στο Σκάι ότι «σηκώθηκε μία φασαρία για το τίποτα», καθώς όπως είπε σε διάταξη που ισχύει από το 2002 «προσθέσαμε την απαγόρευση της μετάδοσης μέσω ίντερνετ, με διάφορα συστήματα και πλατφόρμες που υπάρχουν».
Μάλιστα, πρόσθεσε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και το ΠΑΣΟΚ την είχαν ψηφίσει» ενώ πρόσθεσε ότι «δεν έχει καμία σχέση με τα παρατηρητήρια η διάταξη. Τα παρατηρητήρια εάν θέλουν να κάνουν μία αναμετάδοση κατά παράβαση του νόμου, προφανώς το δικαστήριο τα αποβάλει», ενώ είπε ότι θα μπορούν να μεταδίδουν με τους προβλεπόμενους όρους.
Αναφορικά με την ανακοίνωσή του ΣΥΡΙΖΑ που ασκούσε κριτική στη συγκεκριμένη διάταξη, αναφέροντας ότι ρίχνει «μαύρο» στην ενημέρωση, ο κ. Φλωρίδης ανέφερε ότι τελικά αποδείχθηκε ότι οι βουλευτές του κόμματος την είχαν ψηφίσει. «Έγινε φασαρία για το τίποτα. Όπως έχουν γίνει μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ δεν συνεννοούνται», είπε ο υπουργός Δικαιοσύνης.
Στη συνέχεια επιτέθηκε ξανά στον ΣΥΡΙΖΑ λέγοντας ότι αποφυλάκισε όλο το βαρύ έγκλημα: «Την τελευταία 10ετία η μεγάλη ζημιά στο νομοθετικό σύστημα έκανε ο νόμος Παρασκευόπουλου με τις διατάξεις του οποίου αποφυλακίστηκε όλο το βαρύ έγκλημα» και διευκρίνισε ότι «αυτό που αλλάξαμε είναι ότι το δικαστικό συμβούλιο εκτός από τις προϋποθέσεις του νόμου κρίνει αν θα αποφυλακιστεί με βάσει τον άνθρωπο που έχει μπροστά του».
Για τα μέχρι τώρα αποτελέσματα του νέου ποινικού νόμου ο κ. Φλωρίδης είπε ότι από 1η Μαΐου έχει τελειώσει η περίοδος ατιμωρησίας. «Ο σκοπός είναι να συνειδητοποιήσουν όσοι κάνουν παρανομίες ότι θα πάνε φυλακή» και κατέληξε ότι «ένα σύστημα πετυχαίνει όταν σου δημιουργεί τη βεβαιότητα ότι θα πας φυλακή».
Για την υπόθεση Νovartis και για το αν θα αποκαλυφθούν οι προστατευόμενοι μάρτυρες, ο υπουργός είπε «ότι βάσει του νέου κώδικα ο εισαγγελέας μπορεί να αξιολογεί το καθεστώς με το οποίο δόθηκε η προστασία και να κρίνει αν πρέπει να υπάρχει ή όχι» ενώ αναφέρθηκε στη δήλωση του Κ. Βελόπουλου στη Βουλή που υποστήριξε ότι βουλευτής του κόμματός του έλαβε βαλίτσα με 30 εκατ δολάρια για να παράσχει πληροφορίες, σημειώνοντας ότι πρέπει να διερευνηθεί τι υπηρεσίες παρείχε.
Τέλος, ο υπουργός είπε ότι το ζητούμενο είναι η επιτάχυνση της δικαιοσύνης. «Με την ενοποίησή των ειρηνοδικείων έχουμε αύξηση 50% των δικαστών στη χώρα και αυτό θα οδηγήσει στη μείωση του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης».
Επίσης, αναφέρθηκε στο ΣτΕ και στον τρόπο με τον οποίο θα παίρνει τις αποφάσεις του, οι οποίες πολύ σπάνια θα επιδέχονται αναβολή.