Το βιβλίο του Nick Srnicek Ο Καπιταλισμός της Πλατφόρμας (Τόπος, Αθήνα 2024, μετάφραση- επίμετρο: Γιώργος Μαριάς, Αλέξανδρος Μινωτάκης, τίτλος του πρωτοτύπου: Platform Capitalism, Polity Press, Κέιμπριτζ 2017) προβαίνει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα χαρτογράφηση όρων και τάσεων, η οποία είναι προαπαιτούμενη για πολύ σημαντικές και επίκαιρες συζητήσεις.
Η τρέχουσα μορφή καπιταλισμού βασίζεται στην οικονομία περιστασιακής απασχόλησης (gig economy), έτσι ώστε να αυξάνεται η κερδοφορία του κεφαλαίου. Η μεγάλη αντίφαση, ωστόσο, την οποία αντιμετωπίζει ο καπιταλισμός είναι ότι οι νέες εταιρείες της ψηφιακής τεχνολογίας είναι υπερβολικά μικρές σε σύγκριση με τις προηγούμενες της περιόδου του φορντισμού, η οποία βασιζόταν στη μαζική παραγωγή και την ιεραρχική δομή διοίκησης, αλλά υπήρχε και η δυνατότητα αποτελεσματικής αντιπροσώπευσης από συνδικάτα για τους εργαζόμενους, καθώς και μονιμότητα στις δουλειές. Το μοντέλο είναι η λιτή επιχείρηση (lean firm), η οποία αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση των κερδών μέσα από την ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής και της σπατάλης.
Στην κατεύθυνση του καπιταλισμού της πλατφόρμας έχουν παίξει ρόλο οι αλλεπάλληλες κρίσεις του καπιταλισμού από αυτήν της δεκαετίας του 1970, η οποία «επιλύθηκε» εφήμερα διά της χρηματιστικοποίησης, μέχρι και αυτήν του 2008, με τη φούσκα της αγοράς ακινήτων, η οποία οδήγησε στην ποσοτική χαλάρωση, δηλαδή τη δημιουργία χρήματος από κεντρικές τράπεζες πρώτα των ΗΠΑ το 2008 και εντέλει και της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2015. Αυτή η τελευταία εξέλιξη οδήγησε σε πλεόνασμα αποθησαυρισμένου χρήματος, που αναζητά επενδύσεις, ενώ υπάρχουν χαμηλά επιτόκια. Επικρατεί πλέον η οικονομία διαμοιρασμού (sharing economy), η οποία επιτρέπει σε άτομα και ομάδες να βγάλουν εισόδημα από μη χρησιμοποιούμενους πόρους, όπως τον ελεύθερο χρόνο, τις οικίες, τα αυτοκίνητά τους ή δεξιότητες που δεν χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε.
Η πρόκληση που παρουσιάζεται είναι το φαινόμενο δικτύου (network effect), δηλαδή το γεγονός ότι όσο πιο πολλοί χρήστες χρησιμοποιούν μια πλατφόρμα, τόσο πιο σημαντική γίνεται αυτή για τους επόμενους χρήστες, γεγονός που οδηγεί σε μια εξαιρετικά ισχυρή τάση για μονοπώληση. Ακριβώς για να πετύχουν να κατακτήσουν γρήγορα ένα μονοπώλιο, πολλές ψηφιακές εταιρίες προβαίνουν σε διεπιδοτήσεις, δηλαδή ένας τομέας μιας εταιρείας παρέχει υπηρεσίες δωρεάν ή σε πολύ χαμηλή τιμή, ενώ οι απώλειες καλύπτονται από έναν άλλο, που τις παρέχει σε ακριβές τιμές. Χωρίς τις διεπιδοτήσεις θα ήταν αδύνατο σε μια εταιρεία να καταλάβει ένα μονοπώλιο, για αυτό και είναι πάρα πολύ σημαντική η ισορροπία ανάμεσα σε αυτό που είναι δωρεάν, αυτό που πληρώνεται και αυτό που επιδοτείται. Από την άλλη, οι χρήστες των πλατφορμών στηρίζουν την επιτυχία τους με το να τις χρησιμοποιούν με αποτέλεσμα κατά μια έννοια να είμαστε όλοι «εργαζόμενοι» σε αυτές και να είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ εργασίας και μη εργασίας.
Η εξονυχιστική επιτήρηση όλων μας δεν λαμβάνει πλέον χώρα μόνο για κρατικά συμφέροντα, αλλά έχει ήδη εγγραφεί στον τρόπο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, έτσι ώστε μόνο αν επιτυγχάνει μαζική επιτήρηση να μπορεί μια εταιρεία να έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και να μην υποσκελιστεί. Για τον λόγο αυτό δεν μιλάμε πλέον μόνο για κράτη και υπηρεσίες που επιτηρούν με τα νέα οργουελικά πανοπτικά, αλλά για καπιταλισμό της επιτήρησης (surveillance capitalism). Αυτή τη στιγμή βεβαίως υπάρχει τεράστιος όγκος δεδομένων που είναι δύσκολα διαχειρίσιμος και για αυτό πλέον η έμφαση είναι στην τεχνητή νοημοσύνη, η οποία θα αναπτύσσεται ταχύτατα με σκοπό την ανάλυση και την επεξεργασία των δεδομένων. Το περαιτέρω ζήτημα είναι ότι αν όλοι μας «εργαζόμαστε» για τις εταιρείες αυτές στον «ελεύθερο» χρόνο, αλλά και κατά τη διάρκεια της εργασίας που μπορεί να κάνουμε, τότε δεν προκαλούνται νέες θέσεις εργασίας. Για τον λόγο αυτό η τέταρτη τεχνολογική επανάσταση μετά από αυτές του ατμού και των σιδηροδρόμων, του χάλυβα, της αυτοκίνησης και των πετροχημικών, δηλαδή η ψηφιακή επανάσταση δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας όπως οι προηγούμενες, με αποτέλεσμα μετά από κάθε κρίση να έχουμε ανακάμψεις χωρίς εργασία (jobless recovery).
Μία εταιρεία μπορεί να επικεντρώνει στο να λειτουργεί ως διαφημιστική πλατφόρμα ή ως πλατφόρμα υπολογιστικού νέφους, ενώ υπάρχει και η δυνατότητα οι βιομηχανίες να οργανώνουν την παραγωγική διαδικασία τους με τρόπο ώστε κάθε τμήμα της παραγωγικής διαδικασίας να επικοινωνεί με μηχανές συναρμολόγησης χωρίς να παρεμβαίνουν εργαζόμενοι, γεγονός που μειώνει δραστικά το εργασιακό κόστος. Υπάρχουν επίσης και οι πλατφόρμες προϊόντων, οι οποίες κατέχουν τα προϊόντα, τα οποία παρέχουν στους καταναλωτές μέσω της πλατφόρμας. Η τάση, ωστόσο, είναι οι πλατφόρμες να λειτουργούν ως «λιτές» πλατφόρμες μέσα από εξωτερική ανάθεση σε εργαζόμενους εκτός της εταιρείας, με αποτέλεσμα οι σύγχρονοι εργαζόμενοι να έχουν μορφές επισφαλούς εργασίας, οι οποίες στα αγγλικά είναι γνωστές ως micro–work, micro–task, crowd–work και on call work.
Η εξωτερική ανάθεση βεβαίως θυμίζει τη «δουλειά με το κομμάτι» των αρχών του καπιταλισμού. Η διαφορά είναι ότι σήμερα έχουμε βαρύγδουπες εκφράσεις όπως «μάνατζερ του εαυτού μας», οι οποίες συνάδουν και με τη συνεχή αυτοσκηνοθεσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι εταιρείες αυτές χρησιμοποιούν τα δεδομένα που παράγουν οι χρήστες, είτε ως πόρο για την προσέλκυση διαφημίσεων, είτε για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τους, είτε για τη βελτίωση υποδομών. Σε κάθε περίπτωση η τάση είναι η μεγαλύτερη μονοπώληση. Οι σύγχρονες εταιρείες του καπιταλισμού της πλατφόρμας μοιάζουν με κονκισταδόρες που πρέπει να κατακτήσουν πάρα πολύ γρήγορα άυλους αυτήν τη φορά τόπους, εμποδίζοντας την προσβασιμότητα στους ανταγωνιστές τους. Ο ανταγωνισμός αυτός περιλαμβάνει και μια μάχη για το ποιος θα κατακτήσει τη διεπαφή. Εδώ, όμως, η τάση είναι να δημιουργούνται κλειστά συστήματα, που να μη χρειάζονται πλέον την εξωτερική αναζήτηση στο διαδίκτυο. Μαζί με τη μονοπώληση, επομένως, προχωρά και η τάση οι εταιρείες να συγκροτούν μία στιβάδα (stack), η οποία να περιλαμβάνει τόσο τη συγκέντρωση δεδομένων όσο και την επεξεργασία τους, αλλά ακόμη και το υλισμικό, το λογισμικό, τις πρώτες ύλες, τις υποδομές, και αυτή είναι η τρέχουσα τάση να διαιρείται το διαδίκτυο σε κλειστά συστήματα, η οποία, όμως, τάση ενδέχεται να υπερκεραστεί. Ένα συναφές ζήτημα είναι αν οι εταιρείες θα χρειάζονται τις δημόσιες υποδομές ή αν θα είναι εφικτό ένα απολύτως ιδιωτικοποιημένο διαδίκτυο.
Θα μπορούσε να υπάρξει μία σοσιαλιστική αντίδραση σε αυτές τις εξελίξεις; Οι Γιώργος Μαριάς και Αλέξανδρος Μινωτάκης, βασιζόμενοι στο έργο των Jamie Woodcock, Trebor Scholz και Cory Doctorow βλέπουν τρεις οδούς. Η πρώτη θα μπορούσε να ονομαστεί «ψηφιακός εργατισμός» και συνίσταται σε νέες μορφές απεργίας διά της εγκατάλειψης των εργασιών-παραγγελιών στο πρότυπο των αρκετά επιτυχημένων δράσεων ενάντια στην Ε-food το 2021 στην Ελλάδα και των αντίστοιχα λυσιτελών διεκδικήσεων έναντι της Deliveroo στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2016-2017. Το δεύτερο θα ήταν να περάσουμε σε συνεργατικές πλατφόρμες με produsers, δηλαδή παραγωγούς και χρήστες μαζί, με έμφαση στην προστασία των κοινών αγαθών του ψηφιακού κόσμου. Οι συνεργατικές πλατφόρμες, εφόσον λογοδοτούν σε εργαζόμενους και κοινότητες, θα μπορούσαν να περιορίσουν το ποσοστό κέρδους στο 10%, ώστε να μην υπάρχει εκμετάλλευση. Ως προς τα ψηφιακά κοινά, ο τρόπος λειτουργίας της Wikipedia αποτελεί ένα καλό παράδειγμα που διαφεύγει από την εξορυκτική λογική του κεφαλαίου. Ο σοσιαλισμός της πλατφόρμας θα μπορούσε να περνάει μέσα από την αντίσταση με αγώνες των produsers, έναν αντιμονοπωλιακό αγώνα και ανάδειξη εναλλακτικών, όπως δημόσιες μηχανές αναζήτησης χωρίς εκμετάλλευση των χρηστών.