Με τα ελληνικά 90s η γενιά μου διατηρεί μια απείρως πολύπλοκη σχέση, για δύο βασικούς λόγους. Κατ’ αρχάς γιατί τότε ήμασταν παιδιά, και άρα τότε διαμορφώθηκαν τα βασικά σημεία συναισθηματικής αναφοράς μας. Επίσης γιατί, για πρώτη φορά σε βάθος γενεών, είχαμε, όχι ακριβώς λεφτά, αλλά διαθέσιμο εισόδημα, και όλα τα παρελκόμενα πολιτιστικά και πολιτιστικά δεινά: έναν εικοσαετή κατακλυσμό του απολιτίκ που ζωγράφισε μια πινακοθήκη τεράτων όταν το διαθέσιμο εισόδημα στέρεψε, μια όξυνση της ανάγκης μας να δείχνουμε ότι το εισόδημα αυτό το είχαμε από πάντα και της ανασφάλειάς μας ότι ίσως το χάσουμε ολότελα, ενδεχομένως μια ενοχή για τις καινούριες μας ανέσεις, και αυτό που μας αφορά κυρίως εδώ: χώρο για να ασχοληθούμε με κάποια πράγματα πέρα από τα βασικά.

Ανάμεσα στα πράγματα που μπορεί να ασχοληθεί κανείς πέρα από τα βασικά δεν υπάρχει πιο γουστόζικο από το να χτίσει ένα πολιτιστικό αφήγημα, μια ταυτότητα, να γίνει κάποιος μέσα από την έκφραση των άλλων, ειδικά δε σε αντιδιαστολή με κάποιους τρίτους άλλους. Πεδίο δόξης για τούτο στην Ελλάδα ήταν πρώτα απ’ όλα η μουσική. Βέβαια, κόντρα των ανθρώπων βάσει μουσικών εμβλημάτων υπήρχε ήδη, αν όχι από τη δεκαετία του ’60 τότε τουλάχιστον από αυτήν του ’70, όταν όσοι μουσάτοι μελαγχολούσαν με τον Μεγάλο Ερωτικό σνόμπαραν εκείνους του νταμπα-νταμπα-ντά, νταμπα-νταμπα-ντά, νταμπα-νταμπα-ντά, ντάμπα σ’ αγαπώ. Ενώ όμως το χάσμα αυτό σκιαγραφούσε, έστω μέσες-άκρες, πολιτικά στρατόπεδα (ή, κατ’ ελάχιστο, επί μέρους επίδικα), στα 90s ο διαχωρισμός μεταμοντερνοποιείται, χάνει τις αναφορές του σε οτιδήποτε εξωτερικό από αυτόν και δημιουργεί αλλόκοτες κατατάξεις. Ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης ήταν και οικουμενικά σύμβολα· ανήκαν δυνάμει σε όλον τον λαό. Αντίθετα, στα 90s θα συμβεί η τελευταία ίσως σαφής τακτοποίηση των ακροατών σε αλληλοαποκλειόμενες μουσικές φατρίες.

Άλλα κόλπα

 

Το 90s μουσικό κοινό θα προσπαθήσει να κατανοήσει και να διαχωρίσει, μεταξύ των άλλων, και τους σορούς μουσικής από διάφορες δεκαετίες που θα φέρει στην πόρτα του το MTV, η βαλβίδα οξυγόνου στη σχέση μας με την δυτική μουσική. Βασικό κριτήριο ποιότητας, όπως έχει γράψει σε άρθρο του στο ΣΚΡΑ-punk ο Φιλ Ιερόπουλος, θα είναι το αν κάτι «ακούγεται σαν ελληνικό» ή όχι – με αποτέλεσμα μια κατηγοριοποίηση-σκέτη παλαβομάρα που συμπεριλαμβάνει στα αριστουργήματά της ελαφρο-ποπ ροκ μπάντες όπως οι U2 ενώ αγνοεί επιδεικτικά ακόμα και τιτάνες της αβαν-γκαρντ όπως ο Bowie. Συγκολλητική ουσία αυτής της αισθητικής θα είναι μια αυστηρή, σοβαροφανής, dress down-act down προσέγγιση, η οποία αποτυπώνεται (κυρίως ενδυματολογικά) ακόμα και σε αρκετά από τα πρώτα, «ελαφριά» κατά τ’ άλλα, σίριαλ της ιδιωτικής τηλεόρασης.

Στην εγχώρια μουσική, ο όρος «έντεχνο», ο οποίος εγκαθιδρύεται μαζικά στα τέλη των 80s, σηματοδοτεί την ιδέα ότι η μουσική δεν είναι σε καμία περίπτωση καλή και κακή, βαρετή και συναρπαστική, αλλά υψηλή και χαμηλή. Υπάρχει μια μουσική που υποστασιοποιεί και κορυφώνει τα στοιχεία της μουσικότητας, που είναι μουσικότερη από τις υπόλοιπες, η οποία εξημερώνει τα ήθη αντί να χαϊδεύει τα ένστικτα. Προσοχή: ο διαχωρισμός σε ελαφρολαϊκούς και έντεχνους δεν γίνεται ούτε βάσει θεματολογίας, ούτε βάσει επεξεργασίας των ανθρώπινων συναισθημάτων που προσφέρει το έργο τέχνης: για τον έρωτα μιλάει η συντριπτική πλειοψηφία και των μεν και των δε, και κατά βάση κάποιον κατηγορεί που του τον στέρησε. Εκείνο που έχει σημασία όσον αφορά το σε ποια πλευρά θα βρεθείς είναι το πόσο υπαρξιακό βάρος αποπνέεις, πόσο συνοφρυωμένος και τσαντίλας είσαι. Τέλος πάντων: ο Μαχαιρίτσας και ο Θηβαίος είναι υψηλή μουσική, η Βανδή και η Γαρμπή είναι χαμηλή, έτσι είναι γιατί έτσι πάει.

Δεν εγείρεται καμία αμφιβολία για το τι άκουγαν τα πραγματικά αλάνια της εποχής

 

Κάτι που ίσως δεν έχει περάσει στον αναγνώστη που τα διαβάζει όλα αυτά σε τρίτο πρόσωπο και από μια χρονική απόσταση είναι το πόση σημασία είχαν όλες αυτές οι κατηγοριοποιήσεις. Δεν ήταν φιλολογίες και flame wars στο Ίντερνετ, ήταν σκαμμένες μέσα στην πραγματικότητα της ζωής, το ένα και το αυτό με τις κοινωνικές και σεξουαλικές προοπτικές του καθενός. Να ξανατονίσουμε εδώ ότι αυτή η ιστορία σαφώς δεν άρχισε τότε. Όσο η μητέρα αδερφικού μου φίλου έλεγε ότι «το να βρεις γκόμενο Πολυτεχνίτη το ’80 δεν προβλεπόταν χωρίς Μαρξ και Ξαρχάκο», όσο ο πατέρας μου δεν μπορούσε να κάνει παρέα άνθρωπο που δεν άκουγε Σαββόπουλο, άλλο τόσο ήταν σαφές για ‘μενα το σε ποια μεριά του προαυλίου ανήκα επειδή άκουγα Πασχαλίδη και Blind Guardian, που ήταν ξέρω ‘γω σοβαρή μουσική (λολ), και ότι με τους απέναντι είχα βαριά μια καλημέρα, γιατί ήταν κάτι άλλο, ίσως απειλητικό για ‘μενα, ίσως απειλητικότερος εγώ για αυτούς, δεν αναρωτήθηκα στ’ αλήθεια ποτέ γιατί δεν μπορούσα να βάλω με το μυαλό μου πώς είναι να είσαι στην άλλη όχθη. Θέλω να πω ότι στην Ελλάδα, από την Μεταπολίτευση και μέχρι την κορύφωση των 90s, όλη αυτή η ιστορία και το ταυτοτικό σχίσμα που την ακολουθούσε ήταν κάτι πολύ σημαντικό, εξυπηρετούσε κάτι κεντρικό στον ψυχισμό όχι μόνο των εφήβων, του κόσμου όλου. Αυτός ο διαχωρισμός δεν ισχύει, απ’ όσο αντιλαμβάνομαι και ελπίζω, σχεδόν καθόλου σήμερα, για πολλούς λόγους που δεν είναι της παρούσης, αλλά είναι όλοι τους καλοί (πιο υβριδικές ταυτότητες συνολικότερα, τεχνολογικά μέσα που παρατάσσουν και μπλέκουν το ένα είδος με το άλλο, εγκατάλειψη των μεγάλων πολιτιστικών αφηγημάτων που ντεμέκ αντικαθιστούν τα πολιτικά κ.ο.κ.).

Κάπου μέσα σε αυτό το τοπίο, το 1993, παρουσιάζεται ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο οποίος για τουλάχιστον μια δεκαετία δεν θα έχει καμία σχέση με την σημερινή του εικόνα. Είναι ανάμεσα στους πρώτους μουσικούς με απήχηση που πάντρεψαν την παραδοσιακή μουσική με, απλοϊκά μιλώντας, το ροκ (ένα λιγότερο γνωστό εξαιρετικό παράδειγμα είναι οι Δάρνακες). Το πολιτικό του υπόστρωμα είναι ξεκάθαρα αντιεξουσιαστικό, ενώ ο ήχος του και περισσότερο οι μουσικές του συγγένειες (Μάλαμας, Κανά κ.λπ.) τον κατατάσσουν στο έντεχνο. Δεν υπάρχει μέχρι εδώ τίποτα που να εμπνέει ανησυχία: ο Θανάσης είναι κάτι προσδιορισμένο, ταυτοτικά συγκεκριμένο, το οποίο μάλιστα, στους επί μέρους διαχωρισμούς του εντέχνου, ακούει ο κόσμος που ενδιαφέρεται Πραγματικά για Καλή Μουσική – για πιο βρώμικο ήχο, πιο πολύπλοκες ενορχηστρώσεις, μουσική φόρμα που ενίοτε αποδομεί επιθετικά την απλοϊκή φόρμα της ροκ ταυτότητας (intro-verse-chorus-bridge-outro) που ακολουθούν ευλαβικά όλοι οι υπόλοιποι. Ώσπου ξαφνικά, για λόγους που σίγουρα ξεπερνούν το ότι όντως κάνει φοβερή μουσική, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 2000 η δημοτικότητα του Θανάση εκτοξεύεται άνευ προηγουμένου, και κλιμακώνεται για τουλάχιστον 15-20 χρόνια και εντελώς ανεξάρτητα από την δισκογραφική του παραγωγή (ο Ελάχιστος Εαυτός κυκλοφόρησε το 2011). Οι συνεργασίες με τον Αγγελάκα και τον Σαββόπουλο είναι άκρως πετυχημένες και θυμίζουν στο διψασμένο ελληνικό κοινό ότι ο Θανάσης είναι η πιο φυσική συνέχεια του τελευταίου, ο κόσμος στις συναυλίες πληθαίνει, δεν υπάρχει άνθρωπος στην ευρύτερη Αριστερά, αλλά και παραέξω, που να μην ξέρει τους πρώτους στίχους του Πεχλιβάνη, και ούτω καθεξής.

Βοηθάει και που είναι έτσι σαν αγαθός μπάρμπας

 

Μέσα στην πορεία αυτή, η μουσική του Θανάση δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο. Αυτό που άλλαξε είναι τα πλήθη που συρρέουν στις συναυλίες του, οι πειρατικές σημαίες και τα καπνογόνα, οι δονήσεις μαζικής θρησκευτικής έκστασης που νιώθει κανείς στα τύμπανα των εισαγωγών. Αυτό τον διαφοροποίησε από τους υπόλοιπους, και όχι κάποια ποιοτική έκπτωση. Όλοι οι μεγάλοι του πεδίου στους οποίους αναφερθήκαμε πιο πάνω είχαν μεγάλη απήχηση, αλλά κανείς με γηπεδικό τρόπο. Με τη σειρά της όμως, αυτή η εικονοκλαστική αποθέωση έφερε τον Θανάση σε ευθεία αντιπαραβολή με το σοβαρό, υπαρξιακό, συνοφρυωμένο κληροδότημα των 90s – πόσο υψηλός μπορεί να είναι κανείς με μια λαοθάλασσα χούλιγκαν από κάτω; Έτσι άλλαξε η γεύση στα χείλη των κάποτε πιστών του, όταν αυτοί ένιωσαν ότι ο αγαπημένος τους γίνεται αντικείμενο οικείωσης από το βδελυρό Πλήθος, ότι πλέον δεν εξυψώνει τα ήθη αλλά χαϊδεύει τα ένστικτα. Ο Θανάσης θόλωσε τις γραμμές, απείλησε τον ιερό ταυτοτικό διαχωρισμό που η διάκριση του υψηλού από το χαμηλό προστατεύει μεθοδικά δυο-τρεις μέρες γενιές τώρα. Και είναι ως εκ τούτου, για να έρθουμε στην αφορμή συγγραφής αυτού του κειμένου, που γίνεται αντικείμενο σκανδαλισμού και παράλογα σκληρών αψιμαχιών τώρα που επήλθε ο συμβολικός του θάνατος – με κάπως αστεία ερωτήματα που αφορούν το αν είναι μεγάλος μουσικός ή μαγνήτης των φασαίων (είναι και τα δύο).

 

Ίσως να φάνηκε πως εξαιρώ τον εαυτό μου από πιθανά την πιο ανόητη διαλεκτική της γνωστής ιστορίας, αυτήν μεταξύ των ιδεών της υψηλής και χαμηλής τέχνης. Τουναντίον! Αν με ρωτάτε θεωρητικά, μου άρεσε αυτός ο χαβαλές που γινόταν στις συναυλίες του Θανάση. Εντούτοις, επειδή είμαι κομπλεξικός με τον τρόπο της εποχής μου από όταν άρχισε να συμβαίνει άρχισα κι εγώ να μην βρίσκω πια τον εαυτό μου εκεί. Κι ενώ κάποτε τον αγαπούσα πολύ, η αγάπη αυτή ξέπεσε σε ένα μουσειακό είδος, και η συγκίνηση που νιώθω τώρα που σταμάτησε μοιάζει με ανώφελη συγκίνηση από παλιά ερωτικά γράμματα. Συνεχίζω να βρίσκω τη μουσική του Θανάση καταπληκτική, να τον εκτιμώ για όλο αυτό το μπέρδεμα που έχει προκαλέσει στην πολιτιστική μας αντίληψη, να του χρωστάω ότι ήταν το σάουντρακ την πρώτη φορά που φίλησα ένα κορίτσι με το οποίο ήμουν πραγματικά ερωτευμένος. Όσον αφορά τα υπόλοιπα, θα έχουμε τον χρόνο να ξεμπερδευτούμε.