Ρεπορτάζ της Ηλιάνας Ζερβού
Η συζήτηση του πολυνομοσχεδίου με τίτλο «Ρυθμίσεις για την Ψηφιακή Εκπαιδευτική Πύλη και το Ψηφιακό Φροντιστήριο, επαγγελματικός προσανατολισμός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μέτρα στήριξης του εκπαιδευτικού συστήματος στις απομακρυσμένες περιοχές και λοιπές ρυθμίσεις» στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων ξεκίνησε, χθες 18/07, με εισηγητή επί του Σχεδίου Νόμου τον πρώην υφυπουργό Παιδείας, Άγγελο Συρίγο. Το Πολυνομοσχέδιο είχε τεθεί στη δημόσια διαβούλευση με 108 άρθρα.
Με την εκπαιδευτικό και συνδικαλίστρια Ντίνα Ρέππα, ενεργή στα κινήματα και στις διεκδικήσεις στον χώρο της εκπαίδευσης και όχι μόνο εδώ και χρόνια, επικοινωνήσαμε προκειμένου να σχηματίσουμε μία καλύτερη εικόνα για τις αλλαγές που θα συναντήσουν γονείς, παιδιά κι εκπαιδευτικοί απο Σεπτέμβρη στην λειτουργεία των σχολείων.
«Μέχρι τώρα την τηλεκπαίδευση την είχαμε γνωρίσει μόνο ως παράπλευρο αποτελέσματα του κορονοϊου – Η παιδαγωγική δεν έβαλε ποτέ την λογική του ψηφιακού, του εξ αποστάσεως, αυτά τα έβαλε η πολιτική».
Τα δύο σημαντικότερα μέτρα στα οποία εστιάζει η κα. Ρέππα είναι το «ψηφιακό φροντιστήριο» και οι «αυτόνομες τάξεις». Σχετικά με το πρώτο, εξηγεί ότι «από το 2020 με την πανδημία που το υπουργείο εισήγαγε την σύγχρονη και ασύγχρονη διδασκαλία με τηλεκπαίδευση μέχρι τώρα, δεν είχαμε ένα νομοθέτημα που θα έφτιαχνε μία δομή που θα ήταν αποκλειστικά «τηλε», τώρα αυτό συμβαίνει». Ο κ. Πιερρακάκης έχει αναγγείλει ότι θα δημιουργηθεί μία δομή ψηφιακά που θα παρέχει φροντιστηριακή εκπαίδευση, με αποσπάσεις εκπαιδευτικών που θα εργάζονται αποκλειστικά διαδικτυακά, στο πλαίσιο του digital school που λειτουργεί, ήδη, με βιντεάκια που εξηγούν ορισμένα μαθήματα.
«Αξιοποιούμε τα νέα μέσα και ορίζουμε μία νέα στρατηγική» είπε συγκεκριμένα ο Υπουργός σε συνέντευξη του. Σύμφωνα με τον ίδιο, το ψηφιακό φροντιστήριο θα διακρίνεται σε δύο σημεία: Το πρώτο θα αφορά την διαθεσιμότητα όλης της ύλης από την πρώτη δημοτικού μέχρι την τρίτη λυκείου όλων των μαθημάτων σε σύντομα βίντεο στο ίντερνετ, δωρεάν. Το δεύτερο σημείο, θα αφορά ζωντανά φροντιστήρια για τις τάξεις του λυκείου τα απογεύματα από εκπαιδευτικούς που θα συνδέονται διαδικτυακά με τους μαθητές.
Το νομοσχέδιο έρχεται να καθιερώσει την εξ αποστάσεως εκπαίδευση που μέχρι τώρα παρουσιαζόταν μόνο ως έκτακτο-βοηθητικό μέτρο, όπως στην περίοδο της πανδημίας και σε περιπτώσεις δύσκολων καιρικών φαινομένων ή χρησιμοποιούνταν «εκβιαστικά» όταν, για παράδειγμα, οι μαθητές κινητοποιούνταν ενάντια στην παράκαμψη του άρθρου 16.
Η Ντίνα Ρέππα, ξεκαθαρίζει, αρχικά, ότι «για μας (το τηλε μάθημα) δεν ήταν ποτέ ένα βοηθητικό εργαλείο, ακόμα κι αν εμφανιζόταν έτσι», καθώς, αναφέροντας ότι κι η ίδια έχει εργαστεί υποχρεωτικά στην τηλεκπαίδευση την περίοδο της πανδημίας, «ξέρουμε ότι τα μαθησιακά κενά των μαθητών μας τα εκτόξευσε το τηλε σχολείο σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο τρόπο που εμείς δεν μπορούσαμε, όταν γυρίσαμε στην τάξη, να τα αντιμετωπίσουμε». Υπογραμμίζει, έτσι, ότι «δεν είναι εκπαίδευση το ψηφιακό μάθημα, η απουσία του δια ζώσης είναι τεράστια».
Αναλύοντας, τις δυσκολίες που προκύπτουν μέσα από τα εξ αποστάσεως μαθήματα, συνεχίζει:
«Εδω μιλάμε για παιδιά νηπιαγωγείου, γυμνασίου, λυκείου, δηλαδή μιλάμε για ανήλικα, δεν μιλάμε για διαλέξεις και ενήλικες που χρησιμοποιούν το ψηφιακό εργαλείο ως διάλεξη. Εμείς δεν κάνουμε διάλεξη στα παιδιά, εμείς κάνουμε εκπαίδευση, έχει τεράστια διαφορά» τονίζει. «Εμείς όταν γυρίσαμε στο σχολείο μετά την καραντίνα και τα τηλε μαθήματα συναντήσαμε αυτό που συνηθίζουμε οι εκπαιδευτικοί να λέμε ότι «καλύτερα να μου δώσεις ένα παιδί που δεν ξέρει τίποτα σ’ ένα συγκεκριμένο αντικείμενο παρά ένα παιδί που τα ξέρει λάθος». Η δυσκολία που είχαμε οι εκπαιδευτικοί να αποδομήσουμε την αρχική τους γνώση από το λάθος στο σωστό είναι πολλαπλά μεγαλύτερη από ένα παιδί που απλώς δεν ξέρει τίποτα». Σχετικά με τα συμπεράσματα από την εμπειρία της εκπαίδευσης κατά την περίοδο της καραντίνας, δηλώνει ότι «εμείς μέσα από το τηλεσχολείο που είδαμε την περίοδο της πανδημίας καταλάβαμε ότι πολλά από αυτά που διδάξαμε στα παιδιά τα κατάλαβαν λάθος εξαιτίας του ψηφιακού εργαλείου». «Έχουμε θέματα ακόμα από τότε, που τα θέτουμε στο υπουργείο παιδείας» σημειώνει.
«Το κύριο είναι ότι φτιάχνει φροντιστήριο, ας αφήσουμε για λίγο το «ψηφιακό», είναι έξω από τη λογική που θα έπρεπε»
Ο υπουργός Παιδείας σε συνεντεύξεις του, ισχυρίζεται ότι το μέτρο του ψηφιακού φροντιστηρίου θα λειτουργεί «επικουρικά», τονίζοντας ότι η σχέση εκπαιδευτικού – μαθητή είναι το κέντρο της πολιτικής του. Όμως, ένα ερώτημα που προκύπτει, σχετικά με την ίδια την σύλληψη του μέτρου είναι ότι «το υπουργείο Παιδείας αναγνωρίζει ένα πρόβλημα, δηλαδή την ανάγκη ενισχυτικής διδασκαλίας», αλλά «αντί να κάνει παρεμβάσεις, όπως θα όφειλε ως υπουργείο Παιδείας, και εκείνες τις διορθωτικές κινήσεις στο σχολείο, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει τα ζητήματα σχετικά με την κατανόηση και την εμπέδωση της βασικής ύλης των αναλυτικών προγραμμάτων του σχολείου, φτιάχνει μία ακόμα δομή» σχολιάζει η κα. Ρέππα.
«Το υπουργείο, λοιπόν, αντί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που δημιουργεί το ίδιο το σχολείο και το αναλυτικό του πρόγραμμα, τα εγχειρήματα, οι διδακτικές μέθοδοι κλπ. έρχεται και δομεί μία λογική φροντιστηρίου» σημειώνει το μέλος της ΔΟΕ. Προσθέτει ότι «δεν υπερασπιζόμαστε τα φροντιστήρια». Σχετικά με το αφήγημα που ρίχνει το φταίξιμο στις εκπαιδευτικές ικανότητες των εργαζομένων για τα παιδιά που οδηγούνται στα φροντιστήρια, η ίδια απαντάει «εμείς λέμε ότι δεν φταίνε οι εκπαιδευτικοί αλλά οι κοινωνικές ανισότητες, το εκπαιδευτικό σύστημα, η εξετασιοκεντρική λογική, αλλά πάντως κάτι φταίει και τα παιδιά οδηγούνται στην παραπαιδεία. Το ίδιο το κράτος υιοθετεί, με τον τρόπο αυτό, τη νομιμοποίηση της παραπαιδείας. Δηλαδή, είναι μια αντίληψη βαθιά νεοφιλελεύθερη και συντηρητική που επιδιώκει, αντί να λύσει τα προβλήματα που δημιουργεί το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα και οι κοινωνικές, ταξικές ανισότητες, αντίθετα να φτιάξει τέτοιου τύπου εργαλεία».
Σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του ψηφιακού φροντιστηρίου, ο ίδιος ο υπουργός έχει εξηγήσει ότι θα φτιάξει μία ειδική υπηρεσία, όπου εκεί θα αποσπάσει εκπαιδευτικούς μετά από αίτηση τους από το μόνιμο προσωπικό, και ανάλογα με τις εξελίξεις, δηλαδή τις διαθεσιμότητες, νομοθετεί από τώρα την δυνατότητα του να προσλάβει μέχρι και 40 αναπληρωτές για να υπηρετήσουν σε αυτή τη δομή κατ’ αποκλειστικότητα. Η κα. Ρέππα συμπληρώνει στο TPP ότι το υπουργείο «βάζει 9 ώρες τη βδομάδα φροντιστηριακό μάθημα στους/ στις εκπαιδευτικούς οι οποίοι/-ες θα προσληφθούν (εμάς όταν μας είχε το τηλε σχολείο μας είχε 25 ώρες τη βδομάδα) και ο υπόλοιπος χρόνος τους μέχρι την κάλυψη του διδακτικού κι εργασιακού τους ωραρίου θα διατίθεται για την προετοιμασία τους για τα τηλε μαθηματα τη διόρθωση γραπτών κλπ., όπως αντιστοιχεί σε ένα φροντιστήριο».
«Το «μπόνους» στους/ στις εκπαιδευτικούς του τηλε-σχολείου δείχνει ποιος είναι ο προσανατολισμός της κυβερνητικής πολιτικής».
Οι εκπαιδευτικοί που θα υπηρετούν στο Ψηφιακό Φροντιστήριο θα λαμβάνουν για τη διδακτική υπηρεσία τους δύο μονάδες, ανά έτος, οι οποίες προσμετρώνται στη διαδικασία επιλογής και τοποθέτησης στελεχών εκπαίδευσης.
Σε περίπτωση, μάλιστα, μη κάλυψης των αναγκών σε εκπαιδευτικό προσωπικό για το ψηφιακό φροντιστήριο, δύναται να προσλαμβάνονται έως σαράντα (40) προσωρινοί αναπληρωτές εκπαιδευτικοί, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι διαθέτουν πενταετή διδακτική υπηρεσία σε σχολική μονάδα, σύμφωνα με το υπουργείο.
Η Ντίνα Ρέππα σχολιάζει ότι «η εκπαιδευτική πολιτική και ο τρόπος που το Υπουργείο στέκεται σε τέτοια θέματα νομιμοποιεί η απονομιμοποιεί στάσεις. Το να δουλεύω στο ψηφιακό φροντιστήριο και διαδικτυακά σημαίνει ότι διοικητικά έχει μεγαλύτερη αξία από ότι το να δουλεύω δια ζώσης στο σχολείο με τα παιδιά. Άρα δείχνει ποιος είναι ο προσανατολισμός της κυβερνητικής πολιτικής».
Με τον τρόπο αυτό, συνεχίζει η εκπαιδευτικός, δημιουργούνται εκπαιδευτικοί δύο ταχυτήτων, ενώ ενισχύεται ο μεταξύ τους ανταγωνισμός. Ταυτόχρονα, μέσω τη τηλεργασίας επιδιώκεται η επίθεση στους αγώνες των εκπαιδευτικών, καθώς «μέσω αυτών των μεθοδεύσεων, επιχειρείται η ηλεκτρονική συνθήκη κι έτσι χτυπιέται και το εκπαιδευτικό κίνημα, γιατί όλα τα κινήματα κρίνονται από τις συνελεύσεις και τη μαζική συμμετοχή τους». Η χρήση των ψηφιακών μέσων για την αποδυνάμωση του εκπαιδευτικού κινήματος έχει ξεκινήσει, ήδη, με την πρώην υπουργό Παιδείας, Νίκης Κεραμέως, που εφάρμοσε τις αποκλειστικά ηλεκτρονικές εκλογές στον τομέα της εκπαίδευσης, όπως δηλώνει η κα. Ρέππα:
«Το εκπαιδευτικό κίνημα είναι ένα πολύ ριζοσπαστικό κίνημα που έχει καταφέρει να έχει νίκες, να μπλοκάρει και να ανασχέσει σχέδια με τελευταίο πρόσφατο παράδειγμα την αξιολόγηση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο χώρος της εκπαίδευσης είναι ο μοναδικός χώρος στο Δημόσιο, όπου οι εκλογές για τους αιρετούς είναι μόνο ηλεκτρονικές με απόφαση Κεραμέως. Στους υπόλοιπους χώρους του δημοσίου είναι είτε μόνο δια ζώσης, είτε υβριδικές». «Πέρα από το μπαράζ διώξεων σε εκπαιδευτικούς που έχουμε δει το τελευταίο διάστημα, έχουμε μία συνολική αυταρχική επίθεση» σημειώνει επίσης.
Ο κ. Πιερρακάκης, επίσης, παρουσιάζει το πολυνομοσχέδιο και, κυρίως, το «ψηφιακό φροντιστήριο» ως ένα φιλολαϊκό μέτρο, καθώς τονίζει επίμονα ότι η πρόσβαση θα είναι δωρεάν και έτσι θα βοηθήσει τις φτωχότερες οικογένειες.
Η Ντίνα Ρέππα επιχειρηματολογεί γιατί «το ίδιο το εργαλείο από μόνο του ενισχύει τις ταξικές ανισότητες» λέγοντας ότι «σε αυτά τα τηλε σχολεία δεν θα πάνε ποτέ αυτοί που έχουν τα χρήματα, θα πάνε τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών και των χαμηλότερων κομματιών της ταξικής διαστρωμάτωσης. Εκείνοι είναι που δεν έχουν χρήματα για να πάνε σ’ ένα φροντιστήριο, να κάνουν ιδιαίτερα κλπ. οπότε αυτά τα παιδιά είναι που θα επωμιστούν και αυτήν τη “μη εκπαίδευση” που συζητάμε». Επισημαίνει ότι «αυτά έχει σημασία να τα βλέπει κανείς στο σύνολο τους. Βρισκόμαστε σε μία φάση που έχουμε Τράπεζα Θεμάτων και Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής. Δηλαδή, αυτή η ψηφιοποίηση έρχεται σ’ ένα πολύ υπονομευμένο ταξικά περιβάλλον μέσα και από αυτά τα δύο πάρα πολύ ταξικά μέτρα. Κάτω από αυτό το βάρος των προβλημάτων, το ψηφιακό φροντιστήριο στην ουσία δεν βοηθάει τα παιδιά να μπορέσουν να τα ξεπεράσουν. Άλλωστε, υπήρχε και η δυνατότητα της ενισχυτικής διδασκαλίας, η οποία δεν ήταν ψηφιακό φροντιστήριο, αλλά δια ζώσης και στα πλαίσια της σχολικής μονάδας και του σχολείου. Ασχολιόταν με τον κάθε μαθητή και μαθήτρια με βάση το διδακτικό αντικείμενο με συγκεκριμένο τρόπο. Αυτά θα τα καταργήσει τώρα. Θα καταργήσει όλες τις πραγματικά υποστηρικτικές δομές ενισχυτικής διδασκαλίας».
Ψηφιακές τάξεις: «Για πρώτη φορά εντάσσει μέσα σε ένα νομοθετικό πλαίσιο στα πλαίσια του κανονικού σχολείου την κατά αποκλειστικότητα διδασκαλία τηλε μαθημάτων».
Με απόφαση του υπουργού Παιδείας, μετά από εισήγηση του αρμόδιου Περιφερειακού Διευθυντή Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, δύναται, σε απομακρυσμένες – ορεινές περιοχές, όπου δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ίδρυσης Γυμνασίου, κατά παρέκκλιση της διαδικασίας που προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθρου 11 του ν. 1966/1991 (Α’ 147), να λειτουργεί αυτόνομη τάξη, η οποία υπάγεται στο πλησιέστερο προς αυτό Γυμνάσιο.
«Σε περιοχές εξαιρετικά απομακρυσμένες θα πρέπει να παρέχουμε την ψηφιακή εκπαίδευση» δήλωσε ο κ. Πιερρακάκης, δίνοντας το παράδειγμα της Γαύδου. «Θα στέλνουμε δηλαδή τρείς εκπαιδευτικούς δια ζώσης και όλα τα υπόλοιπα μαθήματα θα γίνονται διαδικτυακά» συνέχισε ο ίδιος. Το σημαντικότερο στην συγκεκριμένη ρύθμιση είναι το γεγονός ότι στην αυτόνομη τάξη του Γυμνασίου τοποθετούνται κατ’ ελάχιστον τρεις εκπαιδευτικοί.
Για το ζήτημα αυτό, η Ντίνα Ρέππα αναλύει στο TPP ότι «βρίσκει την ευκαιρία να περάσει το ψηφιακό και στο κανονικό σχολείο. Σε περιοχές που θεωρεί, δηλαδή, ότι είναι απομακρυσμένες και ότι δεν μπορεί να φτιάξει συνολικό σχολείο πχ. ένα νησί η ένα ορεινό μέρος, θα φτιάξει τις αυτόνομες τάξεις. Αυτές θα συνδέονται με ένα σχολείο της ευρύτερης περιοχής. Εκεί, θα έχει τη δυνατότητα να στείλει δια ζώσης εκπαιδευτικούς περιορισμένα». Δηλαδή, εξηγεί ότι «τα παιδιά αυτά δεν θα κάνουν όλα τα μαθήματα δια ζώσης, δεν θα στείλει εκπαιδευτικούς για όλα τα μαθήματα, αλλά με τέσσερις ιδιότητες (φιλολόγους, μαθηματικούς,φυσικές επιστήμες και πληροφορική) και όλα τα υπόλοιπα μαθήματα διαδικτυακά. Έτσι, για πρώτη φορά εντάσσει μέσα σε ένα νομοθέτημα, στα πλαίσια του κανονικού σχολείου την κατά αποκλειστικότητα διδασκαλία τηλε μαθημάτων, μόνο ως τηλε μαθήματα για μια σειρά μαθημάτων. Για παράδειγμα, ο εξ αποστάσεως θα είναι ο μοναδικός τρόπος που τα παιδιά θα κάνουν γεωγραφία».
Παράλληλα, σημειώνει ότι «με αφορμή τις αυτόνομες τάξεις δίνεται πολύ μεγάλη δυνατότητα στον αρμόδιο υπουργό, με το εύρος που στην πραγματικότητα έχει επιτρέψει να υπάρχει όπως το τοποθετεί στο νομοσχέδιο (το κατ’ ελάχιστον τρεις εκπαιδευτικοί), προοπτικά να έχει τη λογική της «φυσαρμόνικας» στις προσλήψεις αναπληρωτών, γιατί, έτσι, όποτε κρίνει θα μπορεί να μειώνει το εκπαιδευτικό προσωπικό δια ζώσης, σε τέτοιο εύρος που θα αφήνει ισχυρό αποτύπωμα στην οικονομική πολιτική».
Ως μέλος της ΔΟΕ, η εκπαιδευτικός απαντάει στα σχέδια του υπουργείου, ότι «εμείς λέμε ότι το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να αντιμετωπίζει με ίσους όρους όλα τα παιδιά. Καταρχήν, θεωρούμε ότι πρέπει να στείλουμε δασκάλους οπουδήποτε, δεν υπολογίζουμε με βάση το κόστος, και κατα δευτερον, όπου οι αποστάσεις είναι λογικές, πούλμαν». Ως παράδειγμα, δίνει την Υγεία: «Θα πούμε ότι αυτοί οι 500 κάτοικοι ενός νησιού δεν έχουν δικαίωμα στη νοσοκομειακή περίθαλψη;» διερωτάται και συμπληρώνει ότι «οι πρωτοβουλίες αυτές συμβάλλουν και στην περαιτέρω ερημοποίηση αυτών των περιοχών».
«Αλλά, κυρίως» συμπεραίνει ότι «με διάφορες δικαιολογίες επιδιώκουν, αν το δούμε μακροπρόθεσμα, να εγκαθιδρύσουν αυτό το υβριδικό σύστημα με δια ζώσης και ψηφιακό μάθημα, στοχεύοντας να το επεκτείνουν. Αντί να στοχεύουμε να φτιάξουμε τις προϋποθέσεις για να μπορεί να πάει ο εκπαιδευτικός σε αυτές τις περιοχές, λέμε ότι θα το αντικαταστήσουμε με το τηλε σχολείο».
Εφαρμογές παρακολούθησης της σχολικής παρουσίας των παιδιών από τους γονείς: «Αντίληψη της εκπαίδευσης ως ατομικό καθήκον»
Ένα από τα υπόλοιπα μέτρα που φέρνει το συγκεκριμένο πολυνομοσχέδιο, είναι, σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου του κ. Πιερρακάκη, μία εφαρμογή, ένα app που θα δίνει την δυνατότητα στους γονείς να παρακολουθούν συστηματικά την παρουσία των παιδιών τους στο σχολείο. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή «E parents», που η πρώτη της έκδοση είναι ήδη έτοιμη, σύμφωνα με τον Υπουργό, θα αναγράφει, για αρχή, τους βαθμούς του παιδιού, αλλά και τις απουσίες και τις ανακοινώσεις του σχολείου. Η επόμενη έκδοση, θα περιλαμβάνει τη δυνατότητα να κλείνουν οι γονείς ψηφιακά ραντεβού για συνάντηση είτε δια ζώσης, είτε βιντεοκλήση, με τους/ τις καθηγητές/ -τριες.
«Θέλει να φτιάξει ένα πανοπτικό σύστημα ελέγχου εκπαιδευτικής διαδικασίας, σχολικών μονάδων, μαθητών και γονέων ταυτόχρονα, δηλαδή και της απόδοσης της οικογένειας σε σχέση με το μαθησιακό. Το υπουργείο έχει τη βασική λογική ότι όλη η εξέλιξη στα ζητήματα της εκπαίδευσης είναι ατομικό καθήκον κι έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο ατομικά η καθεμία κι ο καθένας λαμβάνει τις έξυπνες επιλογές και ανταποκρίνεται σε αυτές». Η ίδια κρίνει ότι στόχος είναι το στήσιμο «μιας μορφής εποπτείας του εκπαιδευτικού συστήματος και των εμπλεκομένων στην εκπαιδευτική διαδικασία».
Πολλοί γονείς θα σκεφτούν και «γιατί να μην έχω την επίβλεψη του παιδιού;», όπως αναγνωρίζει και η ίδια η κα. Ρέππα, αλλά «στην πραγματικότητα με αυτόν τον τρόπο μεταφέρεται η επικοινωνία του σχολείου με τους γονείς, που πρέπει να είναι εκπαιδευτική, παιδαγωγική, επιστημονική, σε μία ψηφιακή πλατφόρμα παρακολούθησης αριθμών που δεν αποτυπώνουν τίποτα στην πραγματικότητα. Τα παιδιά δεν είναι βαθμοί, η σχέση η δική μας με τα παιδιά δεν είναι βαθμοί. Η βελτίωση της επικοινωνίας των γονέων με το σχολείο θα έπρεπε να ενδιαφέρει το υπουργείο παιδείας και όχι η εξ αποστάσεως παρακολούθηση των παιδιών από τους γονείς».
Αναλύοντας ότι οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί αντιλαμβάνονται απόλυτα τις δυσκολίες των γονέων να επισκέπτονται συστηματικά το σχολείο, ώστε να ενημερώνονται για την πρόοδο και τις ανάγκες των παιδιών τους, δηλώνει στο TPP ότι:
«Εμείς είμαστε εκπαιδευτικοί και τα ζούμε από μέσα, ολα τα αποτελέσματα της τελευταίας μνημονιακής 15ετίας και πιο πριν, τα οικονομικά προβλήματα και την σκλήρυνση των εργασιακών συνθηκών των γονέων την ζήσαμε εμείς μέσω των παιδιών τους. Εμείς πάντα λέγαμε να ενισχυθεί η δυνατότητα των γονέων να λαμβάνουν γονεϊκές άδειες για να μπορούν να έχουν επικοινωνία με το σχολείο και, μάλιστα, με υποχρεωτικό τρόπο, έτσι ώστε να είναι πραγματική η επικοινωνία γονέα και σχολείου με μία γνώση των δυνατοτήτων, των ευκαιριών,της απόδοσης… πάντα με παιδαγωγικό τρόπο».
Ακόμα, με τον τρόπο αυτό «εντείνεται η ήδη υπάρχουσα βαθμοθηρία. Για μας δεν ήταν ποτέ τα διαγωνίσματα, ούτε η βαθμολογία η μέθοδος αποτύπωσης και βοήθειας προς τα παιδια».
Σε σχετική ερώτηση του TPP, η Ντίνα Ρέππα ξεκαθαρίζει ότι «εμείς θα βγούμε το επόμενο διάστημα και με άρθρα και με ανακοινώσεις, ακριβώς επειδή θεωρούμε ότι είναι πραγματικά πολύ σοβαρή αρνητική εξέλιξη που κινδυνεύει να υποτιμηθεί, εξαιτίας του καλοκαιριού και εξαιτίας του γεγονότος ότι διαχέεται μια αντίληψη ότι κάθε τι που λέγεται ψηφιακό εργαλείο είναι και κάτι θετικό».
Επίσης, αναφερόμενη και στις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν, υπογραμμίζει ότι «επειδή βρισκόμαστε στην εποχή της ακρίβειας, των χαμηλών μισθών, της κρίσης, που πάρα πολλές οικογένειες αντιμετωπίζουν πάρα πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα, είναι πιθανό να αισθάνονται ότι ίσως τα μέτρα αυτά δώσουν μία ανάσα, καθώς το υποργείο υπόσχεται ότι θα μειωθούν τα έξοδα των φροντιστηρίων. Εμείς οφείλουμε εκπαιδευτικά, παιδαγωγικά, επιστημονικά, από κάθε άποψη να το καταγγείλουμε, γιατί πραγματικά κινδυνεύει το δημόσιο σχολείο και γιατί πρόκειται να λειτουργήσει ως κρατική απάτη».
Το πολυνομοσχέδιο φέρνει πολλές και μεγάλες αλλαγές στο τοπίο της εκπαίδευσης, όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Η ίδια η Ντίνα Ρέππα το μεταφράζει ως προσπάθεια αντικατάστασης της δια ζώης με την διαδικτυακή εκπαίδευση, ενώ προειδοποιεί ότι, με βάσει δηλώσεις του υπουργού από όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του, περιμένουμε μέτρα ακόμα πιο διαλυτικά για την δημόσια Παιδεία. Μάλιστα, καταγγέλλει στο TPP ότι «ο κ. Πιερρακάκης μας συνάντησε μία φορά, ήμουν κι εγώ εκεί με την ιδιότητα μου ως μέλος του ΔΣ της ΔΟΕ ,τον Ιούλιο του ‘23, μόλις ανέλαβε. Τότε μας είπε ότι θα μας τρελάνει στον διάλογο, επειδή του καταγγείλλαμε ότι την κα. Κεραμέως δε τη βλέπαμε ποτέ. Μας ζήτησε θέσεις για όλα και δεν μας συνάντησε ποτέ ξανά, δεν τον έχει ξαναδεί ούτε το ΔΣ της ΔΟΕ ούτε το ΔΣ της ΟΛΜΕ από τότε που ανέλαβε και δεν θα τον δει ούτε και τώρα». Επομένως, αντιλαμβανόμαστε ότι όλες αυτές οι πρωτοβουλίες που λαμβάνει η κυβέρνηση δεν έχουν συζητηθεί, αναλυθεί η επεξεργαστεί με τους αρμόδιους παιδαγωγούς και τους επιστήμονες στην Εκπαίδευση.