«Έσκαψες καλά, γεροτυφλοπόντικα!». Η παραφρασμένη σαιξπηρική φράση που χρησιμοποιεί ο Καρλ Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, απευθύνοντάς την στον Χέγκελ, ισχύει σήμερα περισσότερο από ποτέ και για τον ίδιο. Στην Ελλάδα, βέβαια, η μαρξιστική και μαρξιστογενής παράδοση σκέψης ουδέποτε πέρασε κρίση, αλλά τα τελευταία χρόνια ένα νέο κύμα εκδόσεων έρχεται όχι απλώς να μας γνωρίσει τον τυφλοπόντικα αλλά και το λαγούμι του.
Καταρχάς, τα ίδια τα μαρξικά κείμενα επανακυκλοφορούν σε εκδόσεις που ακολουθούν τις σύγχρονες, έγκυρες και κριτικές επιστημονικές εκδόσεις των χειρογράφων του. Έπειτα, οι προσθήκες στη δευτερεύουσα βιβλιογραφία είναι τέτοιες που κινητοποιούν αναγνώσεις προς παραμελημένες ως τώρα κατευθύνσεις. Πρόσφατα παραδείγματα, η έκδοση της Αθλιότητας της φιλοσοφίας (μτφρ. Θανάσης Γκιούρας, Καστανιώτης), που θέτει τη βάση για μια εκ νέου ανάγνωση της σχέσης Μαρξ και Προυντόν (και με τους αναρχικούς γενικότερα), καθώς και η εργογραφία των τελευταίων της ζωής τού «Μαυριτανού» από τον Μαρσέλο Μούστο (Τα τελευταία χρόνια του Καρλ Μαρξ 1881-1883. Μια εργογραφία, μτφρ. Ορ. Στυλιανίδης, νήσος), όπου μαθαίνουμε το άνοιγμα που έκανε ο Μαρξ στη μελέτη, μεταξύ άλλων, «προκαπιταλιστικών κοινωνιών» (προς τούτο, και οι παρατηρήσεις του Κώστα Γαλανόπουλου στο βιβλίο του Ο κόσμος όλος ήταν Αμερική [εκδ. Πλήθος] προσφέρουν πολλά στη διασάφηση αυτής της κατεύθυνσης).
Το σύντομο κείμενο της Άρεντ που παρουσιάζουν οι εκδόσεις Έρμα στη σειρά versus, σε εισαγωγή και μετάφραση του Νίκου Κατσιαούνη, ανοίγει άλλο ένα πολύτιμο παράθυρο διαλόγου με τη σκέψη του Μαρξ. Για να το πούμε εξαρχής, η συγκεκριμένη μετάφραση είναι ιδιαίτερα σημαντική για την Ελλάδα, όπου την τελευταία δεκαετία το Ακραίο Κέντρο χρησιμοποιεί άκριτα την (υποτιθέμενη) σκέψη της Άρεντ για να ενισχύσει το ιδεολόγημα των δύο άκρων πάνω στη βάση της κοινής ολοκληρωτικής ρίζας του ναζισμού και του κομμουνισμού. Οι πραγματικές σκέψεις της Άρεντ έρχονται να ξεγυμνώσουν αυτό το αφήγημα, ανοίγοντας έναν σοβαρό κριτικό διάλογο με το μαρξικό έργο.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο Νίκος Κατσιαούνης στην κατατοπιστική εισαγωγή του περιγράφει τις συνθήκες συγγραφής του κειμένου και τη θέση του στο αρεντιανό corpus. Έχοντας δημοσιεύσει το 1951 τις Απαρχές του ολοκληρωτισμού, η Άρεντ προσανατολίζεται προς τη μελέτη αυτού που η ίδια αποκαλεί την «πιο σημαντική παράλειψη στις Απαρχές»: την ανάλυση του ιδεολογικού υπόβαθρου του μπολσεβικισμού, από τον οποίο αναδύθηκε ο σταλινικός ολοκληρωτισμός. Προς τούτο, καταθέτει στο ίδρυμα Guggenheim πρόταση για χρηματοδότηση υπό τον τίτλο «Τα ολοκληρωτικά στοιχεία του μαρξισμού». Προχωρώντας, ωστόσο, την έρευνά της θα την αναπροσαρμόσει, βάζοντας στο κέντρο την μελέτη του ίδιο του μαρξικού έργου. Έτσι, ο τίτλος θα γίνει πλέον «Ο Καρλ Μαρξ και η παράδοση της δυτικής πολιτικής σκέψης». Το «Marx Project» που θα την απασχολήσει επί μακρόν δεν θα τελεσφορήσει. Οι περίπου χίλιες σελίδες που θα ανευρεθούν στα κατάλοιπα της συγγραφέως δεν θα οδηγήσουν σε κάποιο βιβλίο. Δεν θα μείνουν ωστόσο και αναξιοποίητες, καθώς μεγάλο μέρος τους θα χρησιμοποιηθεί στα μεταγενέστερα έργα της, σημαδεύοντας μια στροφή από την έως τότε μελέτη του ολοκληρωτισμού προς το opus magnum της Ανθρώπινης κατάστασης. Η αναμέτρηση της Άρεντ με τον Μαρξ θα σημαδέψει έτσι έκτοτε την πορεία του στοχασμού της.
Ο Χέγκελ γράφει κάπου (παραθέτω από μνήμης) ότι είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να ξεπεράσει την εποχή του. Για να προσθέσει ότι το ανώτερο που μπορεί κάποιος να πετύχει είναι να γίνει η εποχή του. Η Άρεντ διαβάζει τον Μαρξ ακριβώς ως την κορύφωση της εποχής του, μια κορύφωση που επηρεάζει άμεσα και τη δική μας. Η σημασία του Μαρξ έγκειται στο ότι είναι αυτός που ολοκληρώνει την παράδοση της δυτικής σκέψης, η έναρξη της οποίας τοποθετείται στον Πλάτωνα και χαρακτηρίζεται από την παρακμή της αρχαίας πόλης-κράτους. Υπό αυτό το πρίσμα η παράδοση της δυτικής πολιτικής σκέψης φέρει μέσα της ως γενέθλιο τόπο την κρίση του πολιτικού.
Σε τι συνίσταται η συνεισφορά του Μαρξ; Στο ότι αποκρυσταλλώνει στο έργο του τρεις θεμελιώδεις αντινομίες:
«Πρώτον, η Εργασία είναι ο Δημιουργός του Ανθρώπου· δεύτερον, η Βία είναι η Μαμή της ιστορίας (και δεδομένου ότι η Ιστορία είναι για τον Μαρξ μια παρελθούσα πολιτική πράξη, αυτό σημαίνει ότι η βία καθιστά την πράξη αποτελεσματική και αποδοτική)· τρίτον, και σε προφανή αντίθεση με τις άλλες δύο, κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος όταν υποδουλώνει τους άλλους» (σ. 47).
Οι τρεις αυτές βασικές θέσεις, στη βάση των οποίων βρίσκεται η έννοια της ισότητας, προκύπτουν από τις ιστορικές συγκυρίες που καθόρισαν αμετάκλητα τη φύση της νεωτερικότητας. Η βιομηχανική επανάσταση, και σε πολιτικό επίπεδο η Γαλλική και Αμερικανική, κατέστησαν ιστορικό προηγούμενο αυτό που κυοφορούταν στη δυτική σκέψη από την έναρξή της. Το προηγούμενο αυτό αποτελεί μια πλήρη αντιστροφή του προτύπου της πόλεως-κράτους.
Ας δούμε πώς διαφοροποιείται το αρχαίο πρότυπο σε κάθε έναν από τους τρεις βασικούς μαρξικούς πυλώνες κατά την Άρεντ. Η ανάδειξη της εργασίας ως κεντρικής κατηγορίας είναι κάτι απόλυτα ξένο με την κλασική πολιτική αντίληψη της αρχαίας Ελλάδας. Στην πόλιν η πολιτική ξενικά εκεί όπου αποκλείεται η εργασία, η οποία αποτελεί μέριμνα των δούλων και των μετοίκων τεχνητών. Οι δούλοι με τον μόχθο τους φροντίζουν για την άμεση επιβίωση του πληθυσμού της πόλης. Οι μέτοικοι αναλαμβάνουν την εργασία ως κατασκευή αντικειμένων. Τόσο το ένα σκέλος όσο και το άλλο, ο μόχθος και η εργασία, κατά την καταστατική διάκριση της Ανθρώπινης κατάστασης, αποτελούν προπολιτικό στάδιο, αποτελώντας κατ’ ουσία της προϋποθέσεις του. Η πράξη, που είναι το ίδιον της πολιτικής, αρχίζει μετά την εκπλήρωση των βασικών αναγκών. Η αναβάθμιση της εργασίας στη νεωτερικότητα συνιστά μια εισβολή της οικονομίας (αυτού που είναι μια ιδιωτική υπόθεση, κατά την Άρεντ) στην πολιτική: «Η κοινωνική επανάσταση της εποχής μας συνίσταται στο απλό γεγονός ότι, ενώ μέχρι πριν από έναν αιώνα οι εργάτες στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων, σήμερα δεχόμαστε ως αυτονόητο πως όποιος δεν είναι εργάτης δεν δύναται να έχει ακόμα και το δικαίωμα στη ζωή».
Η εισβολή της εργατικής δύναμης στην πολιτική αρένα θέτει το ζήτημα της βίαιης κατάληψης της εξουσίας. Αντίθετα, στην αρχαιότητα η πολιτική δεν ήταν ζήτημα βίας αλλά πειθούς. Αυτή η αποκοπή της πολιτικής από τον λόγο, σύνδεση της οποίας την τελευταία αναλαμπή συναντάμε στον Αριστοτέλη, δεν είναι επίσης επινόηση του Μαρξ, αλλά κομμάτι της δυτικής παράδοσης. Η Άρεντ θα επισημάνει μια γενεαλογία διαχωρισμού, που υποβαθμίζει την πολιτική σε σχέση με τον Λόγο που διεκδικεί είτε η φιλοσοφία είτε η θεολογία, η οποία αφήνει εντέλει ως μόνο χώρο της πολιτικής αυτόν του πολέμου όλων εναντίον όλων. Η δυτική πολιτική σκέψη είναι κατ’ ουσία μια σκέψη εναντίον της πολιτικής, και υποβάθμισής της είτε σε θεραπαινίδα της φιλοσοφίας είτε σε αναγκαίο διαχειριστικό κακό.
Ο τρίτος πυλώνας είναι η καθολική ισότητα, ως έκφραση του αξιώματος ότι κανείς που υποδουλώνει τους άλλους δεν είναι ελεύθερος. Σε αντίθεση με την πόλιν, όπου η ισότητα ξεκινά ακριβώς με την υποδούλωση του προπολιτικού στοιχείου (των δούλων που εξασφαλίζουν στον πολίτη την υπέρβαση του μόχθου), η νεωτερική κοινωνία κινείται από μια τάση υπέρβασης των συνόρων/ορίων προς μια γενική ομογενοποίηση, η οποία καταργώντας τις διαφορές θα καταργήσει και την υποδούλωση. Η α-κρατική κοινωνία που ονειρεύεται ο Μαρξ παράγει ωστόσο διαχείριση αντί διακυβέρνησης. Είναι εντυπωσιακές οι σελίδες που η Άρεντ αφιερώνει στην ετερογονία των σκοπών που παράγει αυτή η επιθυμία για υπέρβαση της ανισότητας:
«Η διαχείριση υποτίθεται πως δεν θα παρήγε εξουσία αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να παράγει την εξουσία του κανενός, δηλαδή τη γραφειοκρατία, μια μορφή διακυβέρνησης χωρίς ευθύνη. […] Αντί για τις αυθαίρετες αποφάσεις του τυράννου, συναντάμε τις τυχάρπαστες διευθετήσεις των γενικών διαδικασιών -διευθετήσεις χωρίς τα στοιχεία της υστεροβουλίας και της αυθαιρεσίας, μια και δεν υπάρχει κάποιου είδους βούληση από πίσω, αλλά στις οποίες δεν υπάρχει επίσης και καμία δυνατότητα προσφυγής».
Αν οι τρεις αυτοί πυλώνες της μαρξικής σκέψης, ως απογείου της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης, τονίζουν την σημασία της εργασίας και της ιστορίας, η επίλυση που προσφέρει ο Μαρξ στις αντιφάσεις του συστήματος της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας κείνται εκτός. Η ελευθερία που οραματίζεται ο Μαρξ προϋποθέτει την υπέρβαση της εργασίας, σε ένα μέλλον που βρίσκεται έξω από την ιστορία, καθώς όταν αυτό πραγματοποιηθεί καμία αλλαγή δεν θα επισυμβαίνει. Για την Άρεντ ωστόσο μια τέτοια αποσύνδεση της ελευθερίας από τον λόγο, όπως προκύπτει μέσα από τον χαρακτήρα της αναγκαιότητας που προσδίδεται στη διαδικασία, θα άφηνε τον απελευθερωμένο στο τέλος της άνθρωπο απαλλαγμένο από «τη θεμελιωδέστερη των ανθρώπινων ικανοτήτων του».
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο η Άρεντ θα χαιρετίσει εγκάρδια την έμφαση που γίνει ο Μαρξ στο πάντρεμα της σκέψης με την πράξη, ένα πάντρεμα που είχε διακόψει η παραδοσιακή δυτική σκέψη, από τον Πλάτωνα και μετά. Με μόνη εξαίρεση τη Ρώμη -το παράδειγμα της οποίας υπήρξε καθοριστικό για τη συγκρότηση του αρεντιανού πολιτικού φαντασιακού- η δυτική σκέψη εξοβέλισε την πράξη έναντι της θεωρίας, υποβαθμίζοντας τη σημασία της στο ρόλο της τυχαιότητας. Με την «11η θέση για τον Φόιερμπαχ» ο Μαρξ αναποδογύρισε την εικόνα, δίδοντας εκ νέου το πρωτείο σ’ αυτήν:
«Το συμπέρασμα που άντλησε ο Μαρξ από τη φιλοσοφία της Ιστορίας του Χέγκελ (ολόκληρο το εγελιανό φιλοσοφικό έργο, ακόμα και η Λογική, πραγματεύεται ένα και μόνο θέμα: την Ιστορία) ήταν πως η πράξη, σε αντίθεση με τη φιλοσοφική παράδοση, απέχει τόσο πολύ από το να συνιστά το αντίθετο της σκέψης, ώστε τελικά αποτελεί τον πραγματικό κινητήριο μοχλό της, και πως η πολιτική, μακριά από το να στέκει απείρως υποδεέστερη της φιλοσοφίας, αποτελεί τη μόνη δραστηριότητα που είναι εγγενώς φιλοσοφική» (σ. 97).