Σε επιστολή του προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που είδαν οι Financial Times, ο Μητσοτάκης αναφέρει ότι οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος αυξήθηκαν τον Αύγουστο από 60 ευρώ ανά μεγαβατώρα σε 130 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Στο πλαίσιο αυτό ζητά από την ΕΕ να αναλάβει δράση για την αύξηση των δυνατοτήτων διασυνοριακής μεταφοράς ενέργειας, δηλαδή την ενίσχυση των διασυνδέσεων ανάμεσα στα κράτη-μέλη, ενώ τονίζει τη σημασία της καλύτερης εποπτεία της ευρωπαϊκής αγοράς, την οποία χαρακτηρίζει «μαύρο κουτί» που είναι «ακατανόητο ακόμα και για ειδικούς».
Σύμφωνα με τους FT, ο πρωθυπουργός υποστήριξε πως ανάμεσα στους παράγοντες εκτίναξης των τιμών σε Ελλάδα, Ουγγαρία και Ρουμανία, εκτός από τον ζεστό καιρό, τις διακοπές στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τις χαμηλές βροχοπτώσεις, ο πιο βασικός ήταν οι επιθέσεις της Ρωσίας κατά του δικτύου της Ουκρανίας, που είχε συνέπεια το Κίεβο εισάγει μεγάλες ποσότητες ρεύματος από την ΕΕ, ενώ παλαιότερα εξήγαγε ενέργεια. «Πρόκειται για ένα ακόμα κόστος που ο καταστροφικός πόλεμος της Ρωσίας επιβάλλει στις οικονομίες μας», αναφέρει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Νιώθουμε ότι υπάρχει μια μίνι ενεργειακή κρίση για την οποία κανείς δεν μιλάει», δήλωσε αξιωματούχος της ελληνικής κυβέρνησης, ενόψει της αποστολής της επιστολής στις Βρυξέλλες την Παρασκευή. «Υπάρχει μια θεμελιώδης στρέβλωση στην αγορά ενέργειας της νοτιοανατολικής Ευρώπης», δήλωσε ο Μητσοτάκης, στη συνέντευξη Τύπου τη ΔΕΘ. «Κάτι δεν λειτουργεί σωστά. Δεν περιμένω άμεσες λύσεις, αλλά τουλάχιστον ας ασχοληθεί κάποιος με αυτό».
Η επιστολή του Κυριάκου Μητσοτάκη έρχεται λίγες ημέρες αφότου ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τέως πρωθυπουργός της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι, πρότεινε ριζικές αλλαγές στην ενεργειακή αγορά και στο σύστημα καθορισμού τιμών, στην έκθεσή του για την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ που υπέβαλε στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Υπενθυμίζεται πως τον Μάιο ο πρωθυπουργός έστειλε επιστολή στην Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναδεικνύοντας την ανάγκη δυναμικότερης παρέμβασης της Ευρώπης για τα ζητήματα της ακρίβειας και της διαφοροποιημένης τιμολογιακής πολιτικής των πολυεθνικών κολοσσών.