Τα περίφημα τεκμήρια, που έβαλε η κυβέρνηση στους ελεύθερους επαγγελματίες και τους μικρομεσαίους εργοδότες, σήκωσαν σκόνη πολλή. Σημειωτέον ότι η κυβερνητική επιλογή έγινε μπροστά στο φαινόμενο μια κατηγορία του πληθυσμού, μάλλον η λιγότερο πληττόμενη, αν εξαιρεθούν οι μεγαλοκαρχαρίες, που αριθμεί περίπου ένα εκατομμύριο ανθρώπους, να δηλώνει σε ποσοστό 85% εισόδημα μικρότερο αυτού των εργατών με κατώτατο μισθό, ενώ περίπου το 60% εισόδημα μικρότερο του ανέργου!

Και τελικά, μάλλον, τα κατάφεραν! Τα τεκμήρια θα «επιδιορθωθούν» καταλλήλως!

Έκαναν, όμως, κάτι τα τεκμήρια; Απειροελάχιστα. Το όφελος για τα κρατικά ταμεία ήταν γύρω στο μισό σκάρτο δισεκατομμύριο -για σύγκριση, τα δημόσια έσοδα συνολικά ήταν 62 δισεκατομμύρια. Από την άλλη, τα δηλωμένα εισοδήματα ήταν και πάλι στο όριο της κοροϊδίας. Ποιος πιστεύει, αλήθεια, ότι ο μέσος ιδιοκτήτης μπαρ έχει μηνιαίο εισόδημα 638 ευρώ, ο μέσος κτηνίατρος 885 ευρώ, ο μέσος οδοντίατρος 903 ευρώ, ο μέσος ιδιοκτήτης συνεργείου αυτοκινήτων 665 ευρώ, και πολλές άλλες κατηγορίες κάτω από 360 ευρώ;

Είναι τα τεκμήρια λύση; Όχι (1), αλλά αυτό δεν οφείλεται στους «προφανείς» λόγους. Τα τεκμήρια δεν είναι λύση γιατί, με αυτά, πληρώνουν (πολύ) περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε τα στρώματα, που έχουν τα μικρότερα εισοδήματα, όπως αυτοί που εμφανίζονται ως επαγγελματίες, αλλά είναι κρυφοί μισθωτοί, ή όσοι κάνουν «επιχειρηματικότητα» επιβίωσης. Ενώ, την ίδια ώρα, τα πραγματικά «μικρομεσαία» αφεντικά όχι μόνο ευνοούνται φορολογικά, αλλά μπορεί και να παίρνουν επιδόματα φτώχειας ή να προηγούνται, λόγω απορίας, π.χ., στις μεταγραφές των παιδιών τους στα πανεπιστήμια!

Η αντικοινωνικότητα αυτής της τάξης είναι, κυριολεκτικά, παροιμιώδης.

Κι όμως, η Αριστερά θεωρεί ότι αποτελεί βασικό σύμμαχο των μισθωτών!

Η προσπάθεια να διευρυνθεί το μέτωπο για την υποστήριξη μιας εναλλακτικής πολιτικής βλέπει προνομιακά προς τους αυτοαπασχολούμενους και τους «μικρομεσαίους» εργοδότες.
Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι αυτοί δεν συνιστούν μια ενιαία κατηγορία. Αν δεν γίνει αντιληπτή η εσωτερική τους διαστρωμάτωση, στην ουσία, είναι σαν να μην ξέρουμε τίποτε ουσιώδες. Αυτό που, πάντως, είναι βέβαιο είναι ότι, σε αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες, βρίσκεται ένα μεγάλο μέρος εργοδοτών, για τους οποίους η εκμετάλλευση των εργαζομένων τους παίρνει ακραία χαρακτηριστικά. Εξευτελιστικές αμοιβές, συχνά κάτω και από αυτό το άθλιο νόμιμο, αδήλωτη και μαύρη εργασία, ασυδοσία στην άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, εργοδοτική τρομοκρατία είναι συνθήκες συχνότατες στις «μικρομεσαίες» επιχειρήσεις. Η μεγιστοποίηση του κέρδους δεν είναι κίνητρο λιγότερο γι’ αυτούς, από ό,τι για το «μεγάλο κεφάλαιο». Δεδομένου, μάλιστα, ότι δεν βασίζονται στην τεχνολογία, αλλά είναι ως επί το πλείστον επιχειρήσεις έντασης εργασίας, η επίταση της απόλυτης υπεραξίας είναι πολύ εντονότερη από ό,τι στις μεγάλες επιχειρήσεις.

Τα ίδια περίπου, όπως προείπα, ισχύουν για την φοροδιαφυγή, την φοροκλοπή και την εισφοροκλοπή. Ένα μεγάλο μέρος τους οφείλεται στη φορολογική ασυδοσία αυτών των στρωμάτων. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το πραγματικό εισόδημα αυτών των κατηγοριών είναι από 75% έως 84% περισσότερο από αυτό που δηλώνουν. Όποιος θέλει μπορεί να πιστέψει ότι το εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα μεταξύ 2011 και 2020 έπεσε πολύ περισσότερο από αυτό των σφαγμένων μισθωτών, από 13 δις. σε 3.5 δις., δηλαδή κατά 75%. Φανερά, όμως, δεν στέκει.
Γενικότερα, το χάιδεμα αυτών των ομάδων, στο όνομα του κοινού μετώπου με τους μισθωτούς ενάντια στο 1%, ή λίγο περισσότερο, συνιστά εθελοτυφλία ασύγγνωστη. Χωρίς καμιά αμφιβολία, αποτελούν διαχρονικά τις τάξεις στηρίγματα του άρχοντος συγκροτήματος -και δεν το κάνουν από παρεξήγηση. Δεν έχουν κανένα λόγο να υποστηρίξουν μια πολιτική που θα αυξάνει το εισόδημα των μισθωτών, θα βελτιώνει δραστικά τις εργασιακές συνθήκες ή που θα επιδιώξει την κατάργηση της φορολογικής εκμετάλλευσης. Η ασυδοσία είναι προϋπόθεση της καλής ζωής για τους ίδιους. Είναι, από την άλλη, λογικά αντίθετοι σε ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο, που θα τους στερούσε τα τωρινά τους σπουδαία κεκτημένα. Το μοντέλο συσσώρευσης στη χώρα μας έχει διαμορφωθεί ώστε να βασίζεται σε ένα και μόνο συγκριτικό πλεονέκτημα: την πάμφθηνη και τρομοκρατημένη εργασιακή δύναμη.

Ο «λαός της ιδιοκτησίας», ένα 30% -όχι 1% ούτε 10%- του πληθυσμού ξέρει πολύ καλά τα συμφέροντά του. Δουλειά της Αριστεράς είναι να δουλέψει, ώστε το υπόλοιπο 70% να αντιληφθεί τα δικά του ανταγωνιστικά συμφέροντα. Αυτή η κοινωνική πλειονότητα είναι υπεραρκετή για την επιδίωξη λύσεων για τους φτωχούς, τις νέες με απολυτήριο λυκείου ή ούτε, το επιστημονικό -πολύ ευφυέστερο από τους γόνους και τους κληρονόμους, χαρβαρδιανούς ντενεκέδες συχνά- προλεταριάτο, τις εργάτριες, τις πωλήτριες, τους διανομείς, τους δημόσιους γιατρούς, τους εκπαιδευτικούς, όλους όσους, αν πάψει ο μισθός, δεν αντέχουν ούτε λίγους μήνες. Αυτούς, δηλαδή, που δεν κατέχουν τίποτε εκτός της εργατικής τους δύναμης -που, παλιότερα λέγαμε εργατική τάξη και πάψαμε να το κάνουμε (2).

Η Αριστερά καθεύδει δολίως. Η αντιμετώπιση των νοικοκυραίων ως προνομιακών συμμάχων ναρκοθετεί οποιαδήποτε προσπάθεια άσκησης μιας πραγματικά φιλολαϊκής πολιτικής.

ΥΓ. Δέχομαι ότι μπορεί να κάνω λάθος, να μου διαφεύγει κάτι ή να είμαι «υπερβολικός». Το μείζον είναι ότι η σχετική αναγκαία συζήτηση δεν γίνεται καθόλου. Ας την κάνουμε κι ας είμαι λάθος.

Χρήστος Λάσκος

xristoslaskos.wordpress.gr

* Από τις εκδόσεις Τόπος, κυκλοφορεί το βιβλίο του Χρήστου Λάσκου «Να ξαναμιλήσουμε για την εκμετάλλευση: Απλοϊκά μαθήματα πολιτικής οικονομίας».

(1) Υπάρχει λύση; Υπάρχει και θα απέφερε πολύ περισσότερα στα κρατικά ταμεία. Η σύγκριση των ετήσιων δαπανών με τα ετήσια εισοδήματα δείχνει, στις περισσότερες περιπτώσεις, πολυτελή βίο με ιδιωτικά σχολεία και ταξίδια στο εξωτερικό για πένητες επιχειρηματίες των 300 -500 ευρώ το μήνα. Η μεγάλη ενίσχυση του ελεγκτικού μηχανισμού, αποτέλεσμα μιας ταξικής πολιτικής βούλησης, θα έκανε θαύματα. Ακόμη και η πολύ εύκολη σύγκριση περιουσίας και εισοδήματος θα έδινε πολλαπλάσια από τα σημερινά αποτελέσματα.

(2) Η συμπερίληψη των γιατρών ή των εκπαιδευτικών του δημόσιου τομέα στην εργατική τάξη
μπορεί να ξενίζει. Ο Πουλαντζάς, για παράδειγμα, μιλούσε για «νέα μικροαστική τάξη». Νομίζω,
όμως, ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει -βοηθούσης και της κρίσης- δραστικά.