Μιλώντας στον ΣΚΑΙ, ο υπουργός επικρατείας αναφέρθηκε στο ζήτημα της διαγραφής του Μ. Σαλμά , λέγοντας ότι έχουν κατατεθεί 5.000 ερωτήσεις από τους βουλευτές της συμπολίτευσης στην τετραετία. Η ερώτηση των έντεκα βουλευτών είναι, εξάλλου, «πλήρως διαχωρισμένη» από το θέμα με το διαγραφέντα βουλευτή Μάριο Σαλμά, δεν έχει «καμία σχέση». Άλλωστε, δύο εκ των έντεκα βουλευτών συμμετείχαν και στην επιτροπή δεοντολογίας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, που έκρινε το βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας, προσέθεσε. Εν τέλει, «ενόχλησε πρωτίστως – και κυρίως και γι’ αυτό ελέγχθηκε – η λεγόμενη αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά και η παράβαση των κανόνων δεοντολογίας» ισχυρίστηκε.

Και, στο δια ταύτα, η «σκανδαλώδης», κατά τον κ. Σαλμά, σύμβαση «έχει κριθεί στα διοικητικά δικαστήρια και κρίθηκε νόμιμη» συμπλήρωσε, ενώ υποστήριξε ότι του έχουν δοθεί τα έγγραφα που ζήτησε.

Ενώ, λοιπόν, έχουν προηγηθεί όλα αυτά, «το να επανέρχεσαι στο θέμα με βαρύτατους χαρακτηρισμούς, η εξωτερίκευση αυτής της συμπεριφοράς είναι αυτή που οδηγεί στην αποπομπή». Σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, «ο κ. Σαλμάς, από ένα σημείο και μετά, σε γνώση του επαναλάμβανε συκοφαντικούς ισχυρισμούς. Δεν μπορείς να λες για μια κριθείσα υπόθεση ότι είναι σκάνδαλο» είπε, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά, το επιχείρημα που είχε διατυπώσει και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης. 

Σε ερώτημα για την ακροδεξιά, αφού σημείωσε ότι «η Νέα Δημοκρατία απευθύνεται στο σύνολο των Ελλήνων πολιτών και διεκδικεί την ψήφο τους, και το κάνει με την πολιτική της και τη στάση της», εξειδίκευσε με επιμέρους θέματα της λεγόμενης «δεξιάς ατζέντας». Στο μεταναστευτικό επί παραδείγματι, «όταν εμείς πήραμε την κατάσταση (σ.σ. από την προηγούμενη κυβέρνηση) με 130 κέντρα υποδοχής και αυτή τη στιγμή είναι 30, όταν την πήραμε με 120.000 μετανάστες και σήμερα είναι 30.000, αυτό δεν αρέσει ως διαχείριση; Όταν φτιάχνουμε το φράχτη, δεν αρέσει ως διαχείριση;», ήταν τα ερωτήματα που έθεσε ο Μ. Βορίδης, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι τα προβλήματα είναι ο αντίπαλος της κυβέρνησης και μάλιστα «τα προβλήματα της νέας φάσης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας». Τέτοια προβλήματα είναι η εύρεση εργατικών χεριών, η ακρίβεια, θεωρώντας ότι, σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση δεν είναι χειρότερη, αντιθέτως είναι καλύτερη σε σχέση με πριν.

Σχετικά με την οικονομική πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση, ο κ. Βορίδης απάντησε ότι «έχουμε δεσμεύσεις που πηγάζουν από τη γενικότερη παρουσία μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άρα έχουμε στόχους για τα δημοσιονομικά πλεονάσματα και όρια στην αύξηση των δημοσίων δαπανών» και ότι ο πολίτης λαμβάνει από τη μεγέθυνση της οικονομίας, από τις 400.000 νέες θέσεις εργασίας».

«Πάντα υπήρχαν νοικοκυριά που πιέζονταν» σχολίασε ακόμα στο θέμα της ακρίβειας και συνέχισε ότι «το πρώτο ερώτημα είναι αυτά τα νοικοκυριά που πιέζονται τώρα, είναι περισσότερα ή λιγότερα; Και, αυτά που πιέζονται τώρα, πιέζονται περισσότερο ή λιγότερο;».

Υπενθυμίζεται, στο σημείο αυτό, ότι η νέα έρευνα – κόλαφος του Ινστιτούτου Καταναλωτών δείχνει ότι το 94,3% των ερωτηθέντων είναι επηρεασμένο αρκετά ή πάρα πολύ από την ακρίβεια, ενώ το ίδιο ποσοστό δηλώνει ανικανοποίητο από τα μέτρα της κυβέρνησης. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στις τιμές των τροφίμων με περίπου το 85% να δηλώνει απαισιοδοξία για το μέλλον, προβλέποντας ότι θα ακολουθήσουν χειρότερες μέρες.

Παρόλα αυτά, ο κ. Βορίδης συνέχισε τους ισχυρισμούς τους, δηλώνοντας ότι «κάποτε λέγαμε για τη γενιά των 500 ευρώ, δεν υπάρχει πια η γενιά αυτή. Τώρα, είναι η γενιά των 850 ευρώ. Θυμάστε ότι είχαμε κάποτε 23% ανεργία; Πάρα πολλοί άνθρωποι έπαιρναν 450 ευρώ επίδομα ανεργίας. Από αυτούς 400.000 άνθρωποι βρήκαν δουλειά. Αν βρήκαν δουλειά με τον κατώτατο μισθό, το εισόδημά τους από 450 ευρώ, έγινε 850 ευρώ. Δεν λέω ότι με τα 850 ευρώ είσαι πλούσιος. Εξακολουθείς να είσαι σε μια δύσκολη συνθήκη. Είσαι σε μια λιγότερο δύσκολη συνθήκη».

Και, τέλος, «ακούω την κατηγορία ότι δεν κάνουμε πολιτικές για τους πολλούς, αλλά πολιτικές για τους λίγους. Οι 400.000 θέσεις εργασίας ήταν για τους λίγους;»

Σύμφωνα, πάλι, με την έρευνα του ΙΝΚΑ, ιδιαιτέρως απαισιόδοξοι εμφανίζονται οι ερωτώμενοι για το θέμα της ακρίβειας τη χρονιά που έρχεται. Στο ερώτημα «πώς πιστεύετε ότι θα εξελιχθεί η ακρίβεια στην Ελλάδα τους επόμενους 12 μήνες», οι συμμετέχοντες στην έρευνα απαντούν σε ποσοστό 85,4% ότι θα αυξηθεί, ενώ ένα 6,4% ότι θα παραμείνει σταθερή.