Του Χρήστου Λάσκου

Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Στην περίοδο της κεϋνσιανής συναίνεσης, μέχρι και τη δεκαετία του ’90, η χρήση της ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Τότε όλοι μιλούσαν για ανάπτυξη -αποδίδοντάς της, μάλιστα, ποιοτικά χαρακτηριστικά ουσιώδους ευημερίας. Γι’ αυτό και την αντιπαρέβαλαν με την έννοια της μεγέθυνσης.

Όχι growth, αλλά development ήταν η επιδίωξη. Που σήμαινε και κράτος πρόνοιας και ευρέα κοινωνικά δικαιώματα και πλήρη απασχόληση και….

Όλα αυτά, μάλιστα, στην καλύτερη περίοδο του καπιταλισμού από την άποψη της μεγέθυνσης -της growth, που λέγαμε.

Οι λέξεις έχουν σημασία. Οι λέξεις είναι φωνήματα στη σειρά, αλλά είναι και σημασία. Σημασία και αναφορά. Όποιος ελέγχει τις λέξεις ελέγχει τη σκέψη. Με αυτή την έννοια, είναι ηγεμονικός -χρησιμοποιώ την έννοια της ηγεμονίας, έστω κι αν έχει καταντήσει διανοητική τσιχλόφουσκα.

Η ανταγωνιστικότητα, λοιπόν, είναι η κατεξοχήν έννοια, η αποδοχή της οποίας στερεώνει την κεφαλαιοκρατική ηγεμονία. Είναι, ίσως, το κεντρικό σημείο του καπιταλιστικού φαντασιακού.

Σημαίνει ότι όλοι είμαστε -και αυτό είναι εκ φύσεως- σε ανταγωνισμό με όλους. Η ζωή μας είναι παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Ό,τι κερδίζω εγώ, το χάνεις εσύ. Και -σε συνθήκες τέλειου (sic) ανταγωνισμού- αυτό δεν είναι απλώς δίκαιο, είναι θεάρεστο. Είναι οντολογικό δεδομένο, όχι ιστορικό αποτέλεσμα.

Η έννοια της ανταγωνιστικότητας, βέβαια, αποκτάει μια επιπλέον δραστικότητα όταν δεν αφορά άτομα ή επιχειρήσεις, αλλά ολόκληρες εθνικές οικονομίες. Αυτή, άλλωστε, είναι η καινοτομία της νεοφιλελεύθερης περιόδου -με άλλες σημασίες, τα ορθόδοξα economics την είχαν πάντοτε κορώνα στο κεφάλι τους.

Η ανταγωνιστικότητα μεταξύ οικονομιών είναι που χρησιμοποιείται σήμερα πληθωριστικά. Και αφορά πάντοτε, ουσιαστικά, το λεγόμενο μοναδιαίο κόστος εργασίας. Που πάει να πει, δηλαδή, ότι ο κύριος παράγοντας, που καθορίζει την εθνική ανταγωνιστικότητα, είναι το εργατικό κόστος -με όλα τα πολιτικά συμπαρομαρτούντα, φυσικά.

Να το ξαναπώ: αυτή, από την άποψη των όρων της χρήσης της, είναι μια νέα ιδέα, μια ιδεολογική καινοτομία. Ως ιδέα, αν και όχι ως λέξη, είχε εμφανιστεί στους λεγόμενους μερκαντιλιστές, την εποχή της ανόδου της αποικιοκρατίας. Σύμφωνα με αυτούς, ο πλούτος των εθνών προέρχεται από την εξασφάλιση της ροής «θησαυρών», πολύτιμων μετάλλων, ιδίως, προς το εσωτερικό της χώρας. Επομένως, ότι έχανε ο ένας αυτό ήταν που κέρδιζε ο άλλος. Έκτοτε, με τους φυσιοκράτες, τον Άνταμ Σμιθ και την κλασσική Πολιτική Οικονομία, τον Μαρξ και την κριτική του, ο πλούτος των εθνών προέκυπτε από την εσωτερική παραγωγή και την παραγωγικότητα της εργασίας -η οποία εργασία, μάλιστα, ήταν η μόνη παραγωγός της αξίας. Η εργασία δεν ήταν κόστος, αλλά δημιουργός -ο μοναδικός- του πλούτου.

Με την λεγόμενη οριακή επανάσταση και τους νεοκλασσικούς διαμορφώθηκε η σημερινή κυρίαρχη οικονομική ιδεολογία.

Ακόμη και τότε, όμως, η θεμελιώδης αντίληψη σχετικά με το διεθνές εμπόριο, αυτή του συγκριτικού πλεονεκτήματος, βεβαιώνει ότι δυο χώρες, που ανταλλάσσουν μεταξύ τους, όχι μόνο δεν είναι ανταγωνιστικές, αλλά έχουν κάθε δυνατότητα να διασφαλίζουν και οι δύο «κέρδος» από τη διαδικασία.

Η εμμονή στην ανταγωνιστικότητα, λοιπόν, είναι, από «επιστημονική άποψη» αντινομική ως προς τον ουσιώδη πυρήνα της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής «οικονομικής». Η χρήση της, επομένως, αφορά τον εσωτερικό ταξικό συσχετισμό σε κάθε χώρα -πρόκειται για ιδεότυπο της ιδεολογικής χρήσης μιας «επιστήμης».

Ο Πολ Κρούγκμαν -ορθόδοξος, από θεωρητική άποψη, ειδικός στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, νομπελίστας για την σχετική έρευνά του- έχει δείξει πόσο η «ανταγωνιστικότητα», όταν αναφέρεται σε εθνικές , είναι μια ογκώδης ανοησία. Όπως δεν κουράζεται να λέει, εδώ και 30 χρόνια, «οι οικονομίες δεν είναι επιχειρήσεις». Η επιμονή στην ανταγωνιστικότητα, εκτός όσων αναφέρθηκαν ήδη, χρησιμοποιώντας μια μαρξική έννοια, αντιστοιχεί στις βλέψεις, στις επιδιώξεις του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού.

Είναι εντυπωσιακό, επομένως, όταν διαπιστώνεις ότι πολιτικοί οργανισμοί της Αριστεράς κάνουν χρήση αυτής της έννοιας, θέτουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας ως κεντρικό στόχο της προγραμματικής τους πρότασης.

Είναι χαρακτηριστικό, από αυτήν την άποψη, το κείμενο με τίτλο «Συμφωνία για το Μέλλον της Χώρας», που έδωσε αυτές τις μέρες στη δημοσιότητα, παρουσιάζοντας την προγραμματική της πρόταση για την ελληνική οικονομία, η Νέα Αριστερά. Το οποίο θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό από ένα κεντροδεξιό κόμμα, στο μέτρο που δεν θέτει κανένα, μα κανένα, στόχο ταξικής πολιτικής. Θα μπορούσε, επίσης, να γίνει πλήρως αποδεκτό, εφόσον σεμνύνεται για την «τεχνοκρατική επάρκεια και τεκμηρίωση». Δεν τους έχει πει, αλήθεια, κανείς ότι η αποδοχή του τεχνοκρατισμού, και της συνεπόμενης αριστείας και αξιοκρατίας, ως προϋπόθεση για τους αριστερούς «προγραμματιστές» είναι η καλύτερη οδός όχι για κάποιον «έντιμο συμβιβασμό», αλλά για την πλήρη αποδοχή του κεντρικού πυρήνα της αστικής πολιτικής; Θα μπορούσαν, απλώς, να προσφύγουν στον Νίκο Πουλαντζά, που διακηρυκτικά τον έχουν κορώνα στο κεφάλι τους.

Δεδομένων όλων αυτών, η αποδοχή του στόχου της «εθνικής ανταγωνιστικότητας» έρχεται μοιραία. Όπως και η προβολή, ως μεγάλου προσόντος, «κοστολογημένων» προτάσεων. Λες και η «κοστολόγηση» είναι μια ουδέτερη τεχνοκρατική -άντε πάλι- πρακτική και δεν αφορά πρωτίστως ταξικές επιδιώξεις.

Εδώ, πλέον, έχουμε μια σούμπιτη ιδεολογική προσχώρηση, η οποία, νομίζω, στην περίπτωση της ΝεΑρ, χρωστάει πολλά στην ενθουσιώδη κυβερνητική της εμπλοκή, για την οποία είναι ακόμη, λέει, πολύ περήφανη (sic).

Παρόμοιες διαπιστώσεις μπορούν να γίνουν και σε σχέση με άλλες δυνάμεις της ευρωπαϊκής, τουλάχιστον, Αριστεράς.

Είναι σαν, με αυτόν τον τρόπο, αυτοί οι πολιτικοί οργανισμοί να δίνουν συστημικά διαπιστευτήρια «σοβαρότητος» και «ευθύνης». Δεν είναι τυχαίο που οι κυβερνήσαντες με το κόμμα του Τσίπρα διανοούμενοι μας γάνιασαν το κεφάλι να μας εξηγήσουν ότι, σε αντίθεση με τους, απλώς διαμαρτυρόμενους, υπερασπιστές μιας, ατελέσφορης, τελικά, «ηθικής της πεποίθησης» , αυτοί παρουσίασαν μια τελεσφόρα (sic) «ηθική της ευθύνης».

Και δεν τους φάνηκε σόλοικο το γεγονός ότι, για να υπερασπιστούν την επιλογή τους, έπρεπε να προσφύγουν στον Βέμπερ, μια και ο Μαρξ, μάλλον δεν τους «κάλυπτε».

Αυτές οι επισημάνσεις, νομίζω, δεν είναι «περί διαγραμμάτου».  Θα έπρεπε να βρίσκονται στην καρδιά της συζήτησης. Το ό,τι δεν συζητάμε πια τα «θεωρητικά» και τα «ιδεολογικά» είναι ένας από τους πιο προφανείς δείκτες της στρατηγικής μας ήττας. Και αυτό δεν αφορά μόνο την «κυβερνώσα» -για να χρησιμοποιήσω έναν ακόμα σολοικισμό.

https://xristoslaskos.wordpress.com/

* Από τις εκδόσεις Τόπος, κυκλοφορεί το βιβλίο του Χρήστου Λάσκου «Να ξαναμιλήσουμε για την εκμετάλλευση: Απλοϊκά μαθήματα πολιτικής οικονομίας»