Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, πρόκειται για την απόφαση (ακυρωτικός σχηματισμός) του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (αρ. απόφασης, 1597/2001), σύμφωνα με την οποία ο αρχικελευστής του αντιτορπιλικού «Θεμιστοκλής» Παύλος Γκόγκας, δεν έχει διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα, επειδή δημοσιεύθηκε επιστολή του, τον Ιούνη του 1999 στον ημερήσιο καθημερινό Τύπο, με την οποία εξηγούσε τους λόγους που δεν δεχόταν να εισπράξει χρήματα που του αναλογούσαν από τη συμμετοχή του σε ΝΑΤΟϊκή άσκηση. Ο Π. Γκόγκας ζητούσε να ακυρωθεί πειθαρχική ποινή φυλάκισης 10 ημερών που του επιβλήθηκε από τον κυβερνήτη του, στις 20.6.1999. Διαβάστε το σχετικό δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» με ημερομηνία 22 Ιανουαρίου 2001, όπου αντλούνται τα παρακάτω στοιχεία.

Η απόφαση αυτή φανερώνει ότι διατάξεις του στρατιωτικού κανονισμού, αλλά και ειδικοί περιορισμοί που υπάρχουν για τους δημοσίους υπαλλήλους, στο ότι δεν μπορούν να δημοσιοποιήσουν τις απόψεις τους, χωρίς προηγούμενη έγκριση από την υπηρεσία, είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Συντάγματος.

Υπενθυμίζεται ότι ο αρχικελευστής Π. Γκόγκας, στις 25 Μάη 1999 από το Μπάρι όπου και βρισκόταν με το αντιτορπιλικό «Θεμιστοκλής» έστειλε επιστολή προς την Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Υφεση και Ειρήνη, με την οποία εξηγούσε – όπως είχε κάνει προηγουμένως και σε έγγραφη αναφορά του προς τους ανωτέρους του – ότι για λόγους θρησκευτικούς και πατριωτικούς ζητούσε να μην εισπράξει το ποσό της πρόσθετης αποζημίωσης ενόψει της επιχείρησης του ΝΑΤΟ (Standard Force of Mediterranean sea) και έδινε τα χρήματα αυτά στα παιδικά χωριά SOS στη Βάρη. Το αίτημά του δεν ικανοποιήθηκε τότε και μετά από πιέσεις, όπως ο ίδιος ανέφερε στην επιστολή του, έλαβε την αποζημίωση παρά τη θέλησή του. Στη συνέχεια, ο ίδιος, μέσω της επιστολής, ζητούσε από την ΕΕΔΥΕ, να δεχτεί τα χρήματα και να τα διαθέσει συμβολικά για τις ανάγκες του αγωνιζόμενου γιουγκοσλαβικού λαού.

Μετά τη δημοσιοποίηση της επιστολής, ο κυβερνήτης του Α/Τ «Θεμιστοκλής», επέβαλε στον αρχικελευστή πειθαρχική ποινή φυλάκισης 10 ημερών. Σύμφωνα, με το κείμενο της απόφασης του δικαστηρίου, η ποινή επιβλήθηκε βάσει των διατάξεων των άρθρων 1508 παρ. 2 και 1703 παρ. 3 του Προεδρικού Διατάγματος 210/1993 με τις οποίες «προβλέπεται ότι δεν επιτρέπεται στους στρατιωτικούς να δίνουν συνεντεύξεις ή δημοσιεύματα προς τον Τύπο χωρίς την έγκριση της Υπηρεσίας έκφρασης γνώμης για υπηρεσιακά θέματα διά του Τύπου ή άλλων μέσων».

Σύμφωνα, όμως με το δικαστήριο, οι διατάξεις αυτές «είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Συντάγματος», στο οποίο αναφέρεται: «Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και διά του Τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του κράτους». Συνεπώς, πάντα όπως καταγράφεται στη δικαστική απόφαση, «ο πειθαρχικός κολασμός του αιτούντος, κατά το μέρος που στηρίζεται στις ως άνω διατάξεις, δεν είναι νόμιμος». Σε ό,τι αφορά τέλος, τη συγκεκριμένη απόφαση για την υπόθεση του αρχικελευστή, το δικαστήριο παράλληλα έκρινε ότι δεν υπάρχει πειθαρχική παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 1703, αφού οι εκφράσεις του αρχικελευστή στην επιστολή του, δεν μπορούν να θεμελιώσουν ένα πειθαρχικό αδίκημα.

Το αξιοσημείωτο της συγκεκριμένης δικαστικής απόφασης, είναι ότι γίνεται λόγος και για τους ειδικούς περιορισμούς που υπάρχουν και για τους δημοσίους υπαλλήλους, σε ό,τι αφορά τη δημοσιοποίηση της σκέψης ή της γνώμης, χωρίς να έχει προηγηθεί ειδική άδεια. Οπως αναφέρεται στο κείμενο της απόφασης: «Τέτοιο ανεπίτρεπτο περιορισμό που συνιστά και η θέσπιση διάταξης με την οποία εξαρτάται η άσκηση του δικαιώματος τούτου – δηλ. της δημοσιοποίησης σκέψης και γνώμης – από τους δημοσίους υπαλλήλους, από προηγούμενη άδεια της προϊστάμενης ή άλλης αρχής, δεδομένου ότι σε περίπτωση άρνησης της αρχής για την παροχή της άδειας, καθίσταται ανενεργές το βασικό για την έννοια της δημοκρατίας ατομικό τούτο δικαίωμα».

Η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (αρ. απόφασης, 1597/2001) στον Ημερόδρομο.