«Καταρχάς, το γεγονός ότι καταφέραμε να πετύχουμε συμφωνία σχετικά με τα συμπεράσματα στο κεφάλαιο του μεταναστευτικού είναι μια πολύ θετική εξέλιξη» υποστήριξε αρχικά ο πρωθυπουργός και συνέχισε «αν μου επιτρέπετε μια γενικότερη παρατήρηση, η Ελλάδα από το 2019 υπερασπίζεται μία αυστηρή αλλά δίκαιη μεταναστευτική πολιτική, δίνοντας μεγάλη έμφαση στην εξωτερική διάσταση της μετανάστευσης, δηλαδή στην προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ακόμα, δήλωσε ότι «τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει σήμερα η Πολωνία, με την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού προβλήματος από τη Λευκορωσία και τη Ρωσία, η Ελλάδα τα αντιμετώπισε πρώτη -θέλω να θυμίσω- τον Μάρτιο του 2020. Οπότε δείχνουμε πλήρη συμπαράσταση σε μία χώρα η οποία αντιμετωπίζει αντίστοιχα προβλήματα. Αυτά τα χρόνια, όμως, η πολιτική της Ευρώπης στο μεταναστευτικό άλλαξε και ήρθε πολύ πιο κοντά στις ελληνικές θέσεις. Αυτό αποτελεί πια ένα αυταπόδεικτο συμπέρασμα, το οποίο προκύπτει και από τα ίδια τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η εξωτερική διάσταση της μετανάστευσης, η προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων, το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, αποτελούν επιτυχίες της Ευρώπης και είναι θέσεις οι οποίες είναι κοντά στις ελληνικές θέσεις».

«Η Ευρώπη έχει πάρει μία απόφαση -είναι μία απόφαση η οποία, προφανώς, εξυπηρετεί και τα ελληνικά συμφέροντα- ότι δεν είναι δυνατόν να καθορίζουν οι διακινητές ποιος θα εισέρχεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση» ισχυρίστηκε, προσθέτοντας ότι «αυτό το οποίο ερχόμαστε τώρα να συμπληρώσουμε, ως επόμενο βήμα, είναι να δρομολογήσουμε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για τις επιστροφές. Διότι η επιχειρηματολογία μας θα είναι πλήρης μόνο αν πούμε ότι εμείς καθορίζουμε ποιος θέλει να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά όποιος δεν μπορεί και δεν έχει θέση στην Ευρώπη γιατί δεν δικαιούται άσυλο, πρέπει να επιστρέφει στη χώρα από την οποία προήλθε. Αυτό ακριβώς είναι το αντικείμενο και της οδηγίας που δώσαμε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να επεξεργαστεί γρήγορα νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία γύρω από τα ζητήματα των επιστροφών».

«Άρα, θεωρώ ότι η Ευρώπη με αργά αλλά σταθερά βήματα κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και προς μία κατεύθυνση που εξυπηρετεί σίγουρα και τις ελληνικές θέσεις» έκρινε και αναφερόμενος στην ακροδεξιά πρωθυπουργό της Γαλλίας Μελόνι, σημείωσε ότι «να ξεκαθαρίσουμε τι κάνει και τι δεν κάνει η Ιταλία, γιατί προφανώς κάθε χώρα έχει και τις δικές της ιδιαιτερότητες. Είναι μια καινούργια, ενδιαφέρουσα, θα έλεγα, λύση -εγώ δεν την απέρριψα σε καμία περίπτωση- για τις περιπτώσεις εκείνες των μεταναστών οι οποίοι συλλέγονται σε διεθνή ύδατα -η Ελλάδα κατά τεκμήριο δεν έχει τέτοιου είδους ζητήματα- και των οποίων οι αιτήσεις ασύλου θα τύχουν επεξεργασίας, με βάση το ιταλικό δίκαιο, στην Αλβανία. Όμως, οι άνθρωποι αυτοί, τελικά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα περάσουν πάλι μέσα από την Ιταλία. Και, να το τονίσω αυτό, είναι μια διμερής συμφωνία μεταξύ Ιταλίας και Αλβανίας. Δεν είναι μια απόφαση η οποία, σε αυτό το επίπεδο, έχει ευρωπαϊκή διάσταση. Αυτό το οποίο έχει αξία, είναι ότι στην επιστολή της κυρίας Φον ντερ Λάιεν, για τις επιστροφές υπάρχει μια φράση ότι “θα εξετάσουμε και καινοτόμες λύσεις”. Και μέσα στις καινοτόμες λύσεις που μπορούν να εξεταστούν είναι και αυτή η ιδέα των κέντρων εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα οποία θα αποστέλλονται μετανάστες, των οποίων οι αιτήσεις ασύλου θα απορρίπτονται, εάν αυτοί δεν μπορούν να επιστραφούν κατευθείαν στις χώρες προέλευσής τους».

Σχετικά με τις «επιστροφές» προσφύγων στην Τουρκία, απάντησε στον δημοσιογράφο ότι «έχω τονίσει πολλές φορές ότι έχει βελτιωθεί η συνεργασία μας με την Τουρκία στο επίπεδο του προσφυγικού-μεταναστευτικού, αυτό αφορά όμως την επιχειρησιακή διάσταση και την καλύτερη συνεργασία μεταξύ των κρατικών αρχών Ελλάδος και Τουρκίας και κυρίως την καλύτερη συνεργασία με το Λιμενικό. Όμως, έχετε δίκιο να επισημαίνετε ότι επιστροφές στην Τουρκία δεν γίνονται. Και θα πρέπει να γίνουν. Προφανώς αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο μας απασχολεί, το θίγουμε στην Τουρκία, δεν είμαστε μόνο εμείς αυτοί που το θίγουμε, και πιστεύω ότι είναι ένα ζήτημα στο οποίο πρέπει να επιμείνουμε».

Παραδέχτηκε ότι «η Ελλάδα κάνει επιστροφές, αλλά θέλω να τονίσω ότι οι επιστροφές είναι μία δύσκολη διαδικασία συνολικά, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στατιστικά μόνο ένας στους πέντε από αυτούς που πρέπει να επιστρέψουν στις χώρες προέλευσης, τελικά επιστρέφουν. Γ’ αυτό έχει τόσο μεγάλη σημασία το γεγονός ότι η Ευρώπη και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έρχεται και αναγνωρίζει αυτό το πρόβλημα και λέει ουσιαστικά, για να το πω με πολύ απλά λόγια, ότι “αν δεν δικαιούσαι να μπεις στην Ευρώπη πρέπει να γυρίσεις”. Και αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να στείλουμε ένα μήνυμα και στους διακινητές αλλά και σε αυτούς που γνωρίζουν ότι δεν δικαιούνται άσυλο, ότι αν έρθουν στην Ευρώπη έχουν αυξημένες πιθανότητες να επιστρέψουν στην χώρα από την οποία ήρθαν. Είναι μία απολύτως σωστή πολιτική. Η Ελλάδα επέμενε πολλά χρόνια σε αυτή τη διάσταση, την οποία τονίζω ότι ερχόμαστε να συμπληρώσουμε με συμφωνίες νόμιμης μετανάστευσης, διμερείς, όπως αυτές που κάνει η Ελλάδα. Αλλά εκεί πάλι, τους όρους με τους οποίους θα έρθει κάποιος οικονομικός μετανάστης τους καθορίζουμε εμείς και όχι οι διακινητές».

Συνέχισε ότι «αν μπεις παράνομα στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να υπάρχει τρόπος να γυρίσεις πίσω στη χώρα από την οποία ξεκίνησες. Για να το πω πολύ απλά και πολύ απλοϊκά θα έλεγα, αυτό είναι το νόημα της νέας προσπάθειας που πρέπει να κάνουμε ως Ευρωπαϊκή Ένωση. Η οποία πρέπει να συμπληρώσει και νομοθετικά, όπως ξέρετε, το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, καθώς το κεφάλαιο αυτό το είχαμε αφήσει εκτός των ευρωπαϊκών συζητήσεων. Όπως είπα, δεν είμαι επί της αρχής αντίθετος σε καμία καινοτόμα πρόταση και πρέπει να τις εξετάσουμε, πρέπει να σκεφτούμε έξω από το κουτί. Έχουμε πρόβλημα σήμερα ως Ευρώπη. Έχουμε ένα πρόβλημα το οποίο πρέπει να το αντιμετωπίσουμε και θέλω να θυμίσω ότι πολλά από αυτά τα οποία λέγαμε εμείς πριν από τέσσερα, πέντε χρόνια, φάνταζαν τότε πολύ ξένα. Όταν εμείς είπαμε, τον Μάρτιο του 2020, “αναστέλλουμε προσωρινά τη διαδικασία χορήγησης ασύλου, γιατί δεχόμαστε μία υβριδική απειλή από την Τουρκία”, κάποιοι μας στραβοκοίταξαν. Πολλοί δικαιωματιστές έλεγαν “τι είναι αυτά τα οποία κάνετε τώρα;”».

«Τώρα που η Πολωνία έχει το ίδιο πρόβλημα, όλοι σπεύδουν να τη στηρίξουν. Άρα, η Ευρώπη έχει έρθει πιο κοντά στις εθνικές θέσεις στο ζήτημα του μεταναστευτικού» κατέληξε σχετικά με την αντιμεταναστευτική στροφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στο ζήτημα της ακρίβειας υπενθύμισε την επιστολή που είχε στείλει στην Φον ντερ Λάιεν «η επιστολή αυτή είχε αποτέλεσμα, διότι πια υπάρχει στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μια παράγραφος η οποία δίνει σαφή εντολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διερευνήσει τις στρεβλώσεις που παρατηρήθηκαν στην αγορά ενέργειας, όχι μόνο στην Ελλάδα, σε όλη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, για δύο μήνες το περασμένο καλοκαίρι. Είναι στρεβλώσεις οι οποίες δεν εξηγούνται εύκολα, που έχουν να κάνουν με τον εξαιρετικά περίπλοκο τρόπο που είναι δομημένη η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας. Είναι, όμως, πολύ παράξενο, όχι για κάποιες ώρες ή για κάποιες μέρες, αλλά για δύο μήνες μία ολόκληρη περιοχή της Ευρώπης -δεν αναφέρομαι μόνο στην Ελλάδα- να πληρώνει τιμές ρεύματος πολύ υψηλότερες από την υπόλοιπη Ευρώπη, σε μία υποτίθεται ενιαία αγορά, χωρίς να έχουν αυξηθεί οι τιμές του φυσικού αερίου».

«Άρα, το αίτημά μας έγινε δεκτό από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και αναμένουμε άμεσα τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η στρέβλωση. Όπως ξέρετε, η ΕΛΣΤΑΤ σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα προχωρά σε μία συνολική αναθεώρηση των οικονομικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου και του ΑΕΠ. Και είναι πολύ ενθαρρυντικό το γεγονός ότι τα τελικά στοιχεία του ΑΕΠ δείχνουν ότι η ανάπτυξη την οποία πέτυχε η κυβέρνησή μας ήταν ακόμα υψηλότερη από αυτή την οποία γνωρίζαμε, όπως τουλάχιστον είχε αποτυπωθεί από τα προηγούμενα στοιχεία»

Σημείωσε, επίσης, ότι «δεν αλλάζει κάτι στην οικονομική μας πολιτική, απλά τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει μία ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική, ότι αυτή η αναπτυξιακή δυναμική δεν τροφοδοτείται μόνο από την κατανάλωση, όπως συνέβαινε συχνά στο παρελθόν, αλλά σημαντικό ρόλο σε αυτή τη δυναμική παίζουν και οι επενδύσεις. Και θα έλεγα ότι είναι μια επιβεβαίωση της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης και σίγουρα ένα ενθαρρυντικό μήνυμα, το οποίο, τελικά, επειδή αλλάζει όλη η βάση του ΑΕΠ, θα αποτυπωθεί και στους δείκτες, όπως ο δείκτης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε όλα τα στατιστικά δεδομένα τα οποία λαμβάνουν υπόψη το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Αν αυξάνεται αυτό προφανώς βελτιώνεται συνολικά η θέση της χώρας, και συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σε όλους αυτούς τους δείκτες».