Θα έλεγα πως δεν είναι πρέπον να αξιολογείς ως καίρια τη δική σου επιλογή -το ευγενικό είναι να το κρίνουν άλλοι. Ας το αποδώσουμε στον ενθουσιασμό της εκκίνησης.
Το πράγμα, λοιπόν, είναι καίριο και πολυσήμαντο γιατί, μεταξύ άλλων, κάνει «συγκεκριμένο και κατανοητό το σύνθημα “σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα”», ενώ αφήνει έξω «τη λογική της “ανάθεσης”». Λειτουργεί, δε, αντισυστημικά, έχοντας ως αφετηρία το σύνθημα «δεν φταίει το κλίμα αλλά το σύστημα» -χωρίς να διευκρινίζει, δυστυχώς ποιο σύστημα εννοεί, στο μέτρο που από το ’15 κι ύστερα η μόνη αναφορά ήταν στο «σύστημα της διαπλοκής».
Δεν θα επιμείνω. Γενικότερα, νομίζω, ότι το αρχικό «οραματικό» τμήμα της διακήρυξης είναι αυτολεξεί επανάληψη των συνεδριακών κειμένων του ΣΥΝ μετά την αριστερή στροφή του 2004 και μετέπειτα του ΣΥΡΙΖΑ. Είκοσι χρόνια μετά εκπέμπουν μια νοσταλγική υπενθύμιση, ίσως, της εποχής που τα νιάτα «έδειχναν πως θα γινόμ[ασταν] άλλοι» -και αυτό μας αφορά, δυστυχώς, όλους. Θεωρώ, όμως, ότι δεν φτάνει πια.
Χρειαζόμαστε όλοι νέες επεξεργασίες, που θα μαθαίνουν από όσα, πολλά και διάφορα, έχουν μεσολαβήσει.
Δίνω ένα παράδειγμα. Η Διακήρυξη, για το αντικειμενικά anus horribilis 2015, έχει να πει τα εξής: «Αυτοί που μέχρι και σήμερα βλέπουν “προδοσία του λαού” και “ξεπούλημα της λαϊκής εντολής” το καλοκαίρι του 2015, δεν αντιλαμβάνονται ότι στην πολιτική υπάρχει και η ήττα και ο συμβιβασμός. Πόσο δε μάλλον σε συνθήκες τόσο άνισου συσχετισμού δύναμης, σε διεθνές επίπεδο, για την Αριστερά».
Καθαρίζει, λοιπόν, πολύ εύκολα. Είναι σα να λέει: “Αυτοί μας λένε προδότες και ξεπουληματίες. Εκτός του ό,τι δεν έχουν τη σύνθετη ανάλυση, που απαιτείται, για να αντιληφθούν ότι «στην πολιτική υπάρχει και η ήττα και ο συμβιβασμός» -ή, ίσως, ακριβώς γι’ αυτό- δεν αντιτάσσουν σοβαρά επιχειρήματα, αλλά βρισιές και αναθέματα”.
Μάλιστα! Προσωπικά, δεν τους έχω πει ποτέ προδότες -ούτε μαλακοπίτουρες, για να χρησιμοποιήσω μια διάσημη λέξη του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Ωστόσο, αξιοποιώντας μια διατύπωση από το συνεδριακό κείμενο, που θα σχολιάσω και παρακάτω, τους θεωρώ αναμφισβήτητα αμοραλιστές. Κυρίως, γιατί συμμετείχαν, χωρίς να υπολογίσουν κανένα από τους κοντινούς τους συντρόφους, στο πραξικόπημα του καλοκαιριού του 2015, όταν η τότε προεδρική φράξια αποφάσισε, χωρίς καμιά κομματική συλλογική διαδικασία -ούτε καν η ΠΓ συνεδρίασε-, ό,τι αποφάσισε. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην λειτουργήσει η εσωκομματική δημοκρατία, παρά μόνο γιατί θα δυσκόλευε πολύ τη λήψη των συγκεκριμένων αποφάσεων.
Επιπλέον, το να καθαρίζεις με το ό,τι «στην πολιτική υπάρχει και η ήττα και ο συμβιβασμός» είναι σχεδόν λήψη του ζητουμένου. Τα καθοριστικά ερωτήματα βρίσκονται πριν. Γιατί φτάσαμε εκεί; Τι έφταιξε, κυρίως; Ακόμη κι αν η ήττα ήταν αναπόφευκτη γιατί επιλέχθηκε αυτή η μορφή ήττας και όχι κάποια άλλη; Ποιος ανάγκαζε στην πάσῃ θυσίᾳ και παντί συμβιβασμῷ παραμονή στην κυβέρνηση σε συνεργασία με ένα ακροδεξιό κόμμα; Γιατί εκτιμήθηκε τόσο πλημμελώς (sic) η επίπτωση της επιλογής στα ελληνικό και διεθνές κίνημα -καταστροφική εκ του αποτελέσματος, τουλάχιστον; Και, για να επανέλθω στα «αμοραλιστικά», γιατί θεωρήθηκε ότι το κόμμα με τις συλλογικές του δομές δεν είχε να προσφέρει τίποτε σε όλα αυτά;
Μόνο ευκολίες έχει να μας δώσει το συνεδριακό κείμενο της Νέας Αριστεράς αναφορικά με αυτά τα πολύ μεγάλα ζητήματα. Γι’ αυτό, άλλωστε, τα στελέχη της διακηρύσσουν, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν, την περηφάνεια τους για τη διαχείριση του «συμβιβασμού». Που ήταν, μάλλον, άνευ όρων εξανδραποδισμός, αλλά ας μην το κάνω θέμα γιατί, όπως μου εξηγήθηκε κάποτε, «δεν ξέρω τα πραγματικά γεγονότα» -μόνο οι υπουργοί και οι συγγραφείς των νον -πέιπερς τα ήξεραν. Κι ας μην πω, επίσης, «κούνια που σας κούναγε».
Θα πω, όμως, ότι το άλλο «επιχείρημα», σύμφωνα με το οποίο γίνανε και πολλά θετικά, είναι απολύτως αβάσιμο. Απόδειξη το γεγονός πως στις προτάσεις περιλαμβάνεται περιφανώς ο διαχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος, η νομοθέτηση του πολιτικού γάμου ως μοναδικού με νομική ισχύ και η μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών από ομολογιακό σε θρησκειολογικό. Ως εκπαιδευτικός, μεταφέρω ότι, στη διάρκεια της διακυβέρνησης, δεν λύθηκε καν το ζήτημα της απαλλαγής από τη διδασκαλία για τα παιδιά που την θέλανε -και, προς μεγάλη ντροπή, φρόντισε ο Πιερρακάκης να προσφέρει τη δυνατότητα, στη θέση των θρησκευτικών, να παρακολουθούν ηθική φιλοσοφία!
Τους εμπόδιζε σε αυτά -και άλλα χίλια ίδια- ο Σόιμπλε; Ή επέβαλλε ο «συμβιβασμός» την εκπαραθύρωση του Φίλη, για την οποία δεν θυμάμαι να ψέλλισαν το παραμικρό; Ή,…;
Αυτή η έλλειψη του απειροελάχιστου, έστω, ψελλίσματος κάνει εντελώς αναξιόπιστη, νομίζω, όλη την «αυτοκριτική» του κειμένου.
Δείτε τι λέγεται:
«Ο αμοραλισμός από υποκειμενικό χαρακτηριστικό κατέστη δομικό χαρακτηριστικό της κουλτούρας του ΣΥΡΙΖΑ που δεν επέτρεπε να γίνει ουσιαστική συζήτηση και αντιπαράθεση στο πλαίσιο μιας οριοθετημένης πολιτικής διαδικασίας που να διέπεται από κάποιες βασικές αρχές».
«Η απονέκρωση της εσωτερικής ζωής του κόμματος, που είχε ξεκινήσει την περίοδο 2015-2019, επιταχύνθηκε την περίοδο 2019-2023. Τα κεντρικά όργανα δεν συνεδρίαζαν ή συνεδρίαζαν τυπικά για να εγκρίνουν προειλημμένες αποφάσεις, ενώ οι οργανώσεις μελών οδηγήθηκαν σε σταδιακή αποδυνάμωση και σε έναν διακοσμητικό ρόλο […] Ο μεσσιανισμός και η αποθέωση του ηγέτη δεν αποτελούν σημερινά φαινόμενα με την εκλογή του Σ. Κασσελάκη. Προϋπήρχαν και επί Α. Τσίπρα και έστρωσαν τον δρόμο στη σημερινή διαλυτική κατάσταση. Άλλωστε στο κομματικό Συνέδριο του 2022 η ροπή αυτή πήρε και θεσμικά χαρακτηριστικά με την αναθεώρηση του Καταστατικού του ΣΥΡΙΖΑ που επέτρεψε στον εκάστοτε Πρόεδρο να εκλέγεται από τα μέλη, ακόμα και αν αυτά εγγράφονταν με την εμφάνιση στην κάλπη».
Αυτό, προφανώς, δεν συνιστά «αυτοκριτική». Η οποία, άλλωστε, δεν θα έπρεπε να απαιτείται από κανένα. Αλλά, να! Γίνονταν τόσο τερατώδη πράγματα για ένα κόμμα της Αριστεράς και κανείς να μη λέει τίποτε -και δε μιλάω για τις παρέες στα μπαράκια; Έτσι όπως λέγεται είναι σαν να φταίει ο Τσίπρας. Είναι ο τελευταίος που θα υπερασπιζόμουνα, αλλά όσοι ήταν σε απευθείας σύνδεση με τον «Αλέξη», επί τόσα χρόνια, δεν έχουν κάτι καλύτερο να πουν;
Όλα -μα, όλα και πολύ περισσότερα-όσα λέγονται έχουν ειπωθεί στην ώρα τους. Και ό,τι λέγεται, ενώ δεν έχει ειπωθεί στην ώρα του, δεν είναι άδικο να θεωρείται προσχηματικό.
Η γνώμη μου είναι ότι η επιλογή του ’15 υπήρξε η πλέον καθοριστική για όσα τώρα κρίνεται πως οδήγησαν στον Κασσελάκη. Αλλά το όσο δίκιο μου δεν πρόκειται να το βρω από ανθρώπους που έχουν καθαρίσει «με αυτά τα παλιά». Για σκεφτείτε! Εδώ δεν έχουμε καθαρίσει με τη σοβιετική εμπειρία και αυτοί τα κατάφεραν πολύ πριν όλα αυτά γίνουν ιστορία!
Μια και αναφέρθηκε ο Κασσελάκης, αυτό που συμβαίνει τώρα στο κόμμα του Τσίπρα δεν είναι ποιοτικά διαφορετικό από τα προηγούμενα. Αναβαθμός του ίδιου πράγματος είναι. Ο ραν-ταν-πλανισμός δεν χαρακτηρίζει μόνο τον αντ’ αυτού, μέχρις χθες, Φάμελλο, τον λεβεντάνθρωπο, που ήταν, λίγες μέρες πριν, το πρωτοπαλίκαρό του, ούτε την τελευταία εκδοχή της «φρουράς Τσίπρα» με τη Γεροβασίλη υπαρχηγό. Οχτώ χρόνια είναι αρκετά για να αξίζει ο τίτλος και στους φευγάτους του 2023 -το εννιά δεν κάνει διαφορά.
Πολύ περισσότερο όταν, ακόμη και τώρα, στελέχη του χώρου κατηγορούν τον Κασσελάκη ότι… προτείνει αλλαγή καθεστώτος! Έχει χαθεί κάθε μέτρο. Ο Κασσελάκης ως ριζική επανάσταση εναντίον του αστικού κράτους! Συνταγματολόγος, σε κάποιο από τα αθηναϊκά κανάλια, που δεν βλέπουμε κανονικά στη Θεσσαλονίκη, ισχυρίστηκε ότι ο αδιαμεσολάβητος αμφισβητεί το καθεστώτος της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, γιατί είναι, λέει, υπέρ της άμεσης!
Οι σημερινές κασσελακειάδες είναι ώριμα τέκνα της αλεξιάδος. Όσα συμβαίνουν σήμερα είναι πρωτοφανή παγκοσμίως, γελοία μέχρι θρηνωδίας.
Δεν είναι, όμως, επίσης, πρωτοφανές -ιδίως για οργάνωση της Αριστεράς- να είναι μια κοινοβουλευτική ομάδα που μετατρέπεται σε κόμμα; Ίσως απαιτεί κι αυτό κάποια σκέψη.
Τελειώνω με την εξής σημαντική παράγραφο, που εξηγεί πολλά πράγματα, κατά τη γνώμη των συντακτών της:
«[…] [Ε]πικράτησε τελικά η άποψη της επιβεβαίωσης της γραμμής της ανερμάτιστης διεύρυνσης προς ένα θολό “Κέντρο” με την πρακτική των μεταγραφών, η αποκοπή από τα ριζοσπαστικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας και η λογική ενός κυβερνητισμού χωρίς πολιτική πυξίδα και ιδεολογικό προσανατολισμό».
Δεν ξέρω αν θα ήταν καλύτερος ένας κυβερνητισμός «με πολιτική πυξίδα και ιδεολογικό προσανατολισμό». Αυτό που ξέρω είναι ότι η ιδέα της «διεύρυνσης» ήταν πανδήμως αποδεκτή, η επιδίωξη ενδυνάμωσης της «δημοκρατικής παράταξης» δεν αμφισβητήθηκε, όχι τώρα, αλλά όταν είχε πραγματική αξία, ακόμη. Και δεν ήταν λίγες οι λοιδορίες που έπεσαν από τις στήλες, για παράδειγμα, της «Εποχής» για όσους «δεν καταλάβαιναν» ότι «η εργατική τάξη δεν φτάνει», ότι «η μεσαία τάξη είναι ραχοκοκαλιά (sic) της οικονομίας -και όχι μόνο», ότι χωρίς το «Κέντρο» δουλειά δεν γίνεται -αν όχι με το «Κέντρο», άλλωστε, με ποιόν θα συμμαχήσεις «για να πέσει ο Μητσοτάκης»; Το κίνημα θα τον ρίξει;
Δεν ξέρω, επίσης, αν η αριστερή πολιτική επιστρέφει.
Άλλωστε, πού είχε ταξιδέψει, για να επιστρέψει τώρα;