« Κι όποιος γνωρίζει
τι φταίει για όλα αυτά,
ας μου εξηγήσει ΜΕΤΑ. »
   
Λουκιανός Κηλαηδόνης – Αρχίζει το ματς

    

    
Οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι μια πετυχημένη συνταγή με πολλά υλικά. Ένα μέρος αρχαία Ελλάδα, και όχι μόνο για το όνομα και την ιδέα: Η επίδραση βρίσκεται στην ίδια την καταλυτική  κοινωνική νομιμοποίηση του «αγώνα», στη βαθιά βεβαιότητα ότι σχεδόν όλα μπορούν να γίνουν ανταγωνιστικά – άλλωστε ακόμα και οι θεατρικές παραστάσεις στην αθηναϊκή ακμή τους, ήταν αγώνες με πρώτο νικητή και δεύτερο και τρίτο. Ένα μέρος αρχαία Ρώμη, για το μαζικό ρόλο του κοινού, του πλήθους, των θεατών, του θεάματος αλλά και του μεγαλείου του αυτοκράτορα και του κράτους σε όλες τις μορφές του. Ένα μέρος παραδοσιακού ευρωπαϊκού αριστοκρατικού self-possession, όπου όσοι τυχεροί δύνανται,  έχουν το ιερό δικαίωμα να επιχειρήσουν να γίνουν υπεράνθρωποι σε οτιδήποτε (ακόμα και φαινομενικά άχρηστο) τους καπνίσει. Ένα μέρος θυσιαστική σπατάλη και επίδειξη.  Ένα μέρος υπαρκτού καπιταλισμού, με τους σπόνσορες να απολαμβάνουν ονειρικές αποκλειστικότητες αλλά και ένα μέρος ανοιχτής παγκοσμιοποίησης με στιγμιαία αλλά πραγματική αίσθηση πλανητικής κοινότητας. Το κύριο όμως συστατικό τους είναι η Βικτωριανή ανάδειξη του σοβαρού παιγνιδιού σε τρόπο ζωής, γι αυτό και η τελετή έναρξης του Ντάνι Μπόιλ για το Λονδίνο ήταν αλλόκοτα εύστοχη και περίεργα σχετική. Με τους Βικτωριανούς ο κόσμος από ενίοτε παιγνιώδης που ήταν, γίνεται μόνιμο παράλληλο σύμπαν από σπόρτσμεν και πεδίο σοβαρού – όσο η ζωή σου – ανταγωνιστικού και θεατρικού παιγνιδιού: Κάτι σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και των αγώνων.


Στην Αγγλία του 19ου αιώνα, τα σπορ δεν είναι απλά και μόνο ανταγωνιστικά παιγνίδια, δεν έχουν μόνο μια βαθιά, δαρβινικού τύπου, υπαρξιακή σημασία. Αποτελούν και ένα προνομιακό χώρο αυτοδημιουργίας, εκπαίδευσης, προσωπικής ανάπτυξης και ενσωμάτωσης σε μια ανήσυχη και ιεραρχική κοινωνία. Παράλληλα, είναι συγχρόνως και ευκαιρία υπονόμευσης αυτής της τάξης, αλλά και σύμβολο κοινωνικής κινητικότητας και μιας νέας και δυναμικής φαντασιακής ταυτότητας για το άτομο. Την πανταχού παρούσα λογική αυτού του «μεγάλου παιγνιδιού της ζωής», αρνούνται κάποιοι μεμονωμένοι εκλεκτοί, σαν τον Όσκαρ Ουάιλντ – που ενώ θα μπορούσε να διαπρέψει στα κατεστημένα σπορ, αρνείται τη βιασμένη και πομπώδη ανταγωνιστική τους σοβαρότητα. «Δεν κάνω άλλα σπορ στην ύπαιθρο, εκτός από ντόμινο: Μερικές φορές παίζω ντόμινο στον εξωτερικό χώρο των γαλλικών καφέ», γράφει ειρωνικά και ανατρεπτικά. Για τον Ουάιλντ, τα σπορ –ειδικά τα θεσμισμένα και ανταγωνιστικά – είναι το αντίθετο του αληθινού παιγνιδιού, του χιούμορ και της ελεύθερης και ρέμπελης δημιουργικότητας. Για τους ανθρώπους του καιρού του όμως, όπως και του δικού μας, τα επίσημα σπορ έδιναν έναν καθολικά αναγνωρισμένο στόχο – που τόσο έλειπε από την επέλαση του μοντερνισμού, που συχνά δεν αναγνώριζε κανένα στόχο ως άξιο για ολοκληρωτική αφοσίωση και επίμονη ασκητική εξάσκηση. Ναι, ο αθλητής (πραγματικός ή φαντασιακός) βρίσκει ένα θριαμβευτικό και καθαγιασμένο σκοπό. Ο θεατής όμως, αυτός ο πρωταθλητής της συμπάθειας, από πού αντλεί μια τόσο στοχευμένη περιέργεια, μια σχεδόν υπεράνθρωπη και ακούραστη  συγκέντρωση.


Γιατί δηλαδή, ενώ συμβαίνουν μύρια όσα στη χώρα και την οικουμένη, εγώ καίγομαι για το αν ο Μίλοραντ Τσάβιτς θα πάρει τη ρεβάνς του Πεκίνου στα 100 πεταλούδα από τον Φελπς, αν η Σάντρα Ιζμπάσα θα ξανακερδίσει το χρυσό στις ασκήσεις εδάφους, αν θα κινδυνέψει στα 800 μέτρα ο Ρουντίσα (δεν πρόκειται) και αν η απίστευτα εκδηλωτική βραζιλιάνα προπονήτρια στο τζούντο και ο ατάραχος σα βούδας κουβανός συνάδελφός της θα χαρούν ή θα λυπηθούν με τους αθλητές τους; Γιατί οι δικοί τους στόχοι και αγώνες γίνονται τόσο εύκολα αντικείμενο πανηγυρικής και ρομαντικής ταύτισης; Τι ξεχωρίζει αυτό το θέαμα από τα υπόλοιπα; Ακόμα και οι πολιτισμοί και οι κουλτούρες που απεχθάνονται το θεσμικά αγωνιστικό ήθος, υποκύπτουν! Τι πιο ακραία αντιαθλητικό ας πούμε, από τον Βυζαντινό θρησκευτικό ασκητισμό. Και όμως, μια χαρακτηριστική «ιστορία» από τις πηγές, δείχνει τη φοβερή δύναμη της συγκεκριμένης «αμαρτίας»: Ένας σεβαστός ερημίτης, που έχει απαρνηθεί από πολύ καιρό όλες τις εγκόσμιες χαρές, μαθαίνει ότι ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος θεωρείται από το λαό πιο ευσεβής και από τον ίδιο. Όταν συναντά λοιπόν τον αυτοκράτορα τον ρωτά για τις θρυλικές ασκητικές επιδόσεις του. Ο Θεοδόσιος, αρχικά μετριόφρων, δέχεται εντέλει να αποκαλύψει πόσο ευσεβής είναι: Επισκέπτεται κρυφά όλη τη νύχτα νοσοκομεία και βοηθά ως το πρωί τους βαριά ασθενείς, ζει με τη γυναίκα του σαν να ήταν αδελφή του, νηστεύει σχεδόν κάθε μέρα, φορά κάτω από τη στολή του αλυσίδες και τρίχινα φριχτά ρούχα. Ο γέροντας ερημίτης δεν εντυπωσιάζεται, αυτά δεν ξεπερνούν τη δική του στέρηση και ευσέβεια. Τότε ο Θεοδόσιος ομολογεί: « Όταν γίνονται οι ιπποδρομίες, σύμφωνα με το έθιμο του κράτους, κάθομαι στην αυτοκρατορική θέση – όπως ορίζει το καθήκον μου. Αλλά όταν ξεκινά ο αγώνας δεν σηκώνω τα μάτια να κοιτάξω, τα κρατάω πάντα καρφωμένα κάτω, στα κρατικά έγγραφα που έχω για το σκοπό αυτό πάνω μου». Μόλις το ακούει αυτό, ο έκπληκτος γέροντας πέφτει στα γόνατα μπροστά στα πόδια του αυτοκράτορα και αναφωνεί: «Εγώ… εγώ ποτέ… ποτέ δε θα μπορούσα να φτάσω σε τέτοιο ύψος  στέρησης και αρετής». QED.