Στο μεταξύ, οι στατιστικές μελέτες δείχνουν ότι οι Δημοκρατικοί έχουν γίνει αφενός το κόμμα των πολύ ευκατάστατων και, αφετέρου, των ακραία φτωχών, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι του Ντόναλντ Τραμπ αντλούν τους ψηφοφόρους τους κυρίως από τα μεσαία στρώματα και από τον κόσμο της εργασίας. Αυτό που κυρίως προβληματίζει τα μεσαία στρώματα δεν είναι η ανεργία ή η έλλειψη ανάπτυξης, αλλά ο πληθωρισμός, ο οποίος αυξήθηκε κατά 20,1% μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των Αμερικανών. Ο πληθωρισμός πλήττει περισσότερο όσους δεν έχουν πόρους, όπως λ.χ. ακίνητα, των οποίων η αξία ενδέχεται να έχει αυξηθεί. Από τους Δημοκρατικούς δόθηκε η εντύπωση ότι μπορούν να διοχετεύουν ατέλειωτα χρήματα σε ιδεολογικά και ταυτοτικά ζητήματα, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, σε βάρος της καθημερινότητας του Αμερικανού πολίτη. Η απάντηση των Δημοκρατικών στην κρίση υπήρξε ένας συνδυασμός χρηματιστικοποίησης και στρατιωτικοποίησης, που είναι χαρακτηριστικό των υπερδυνάμεων σε παρακμή και αποδρομή. Ο τραμπισμός είναι ακριβώς η άρνηση αυτών των δύο «εύκολων» λύσεων, οι οποίες αποτελούν «φυγή προς τα εμπρός», πλην προς ένα όλο και πιο εκρηκτικό ενδεχόμενο κατάρρευσης. Βεβαίως, λόγω της οικονομικής αλληλεξάρτησης σε καιρό παγκοσμιοποίησης, ο απομονωτισμός, ακόμη κι ο ελάχιστος, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Εξ ου και η πολιτική του Τραμπ κατά την πρώτη φορά είχε χαρακτήρα αυτοσχεδιαστικό και μάλλον εκκρεμή ή και αποτυχημένο, εν μέσω μάλιστα των ειδικών συνθηκών της πανδημίας του κορονοϊού Covid-19, την οποία δεν αντιμετώπισε επαρκώς.
Η «woke κουλτούρα» ως το σύγχρονο «παντεσπάνι» της Μαρίας Αντουανέτας
Αλλά και σε ζητήματα ιδεολογίας, αυτό που προσέλαβαν οι Αμερικανοί πολίτες είναι η προσπάθεια των Δημοκρατικών να ασκήσουν λογοκρισία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να συγκαλύψουν σκάνδαλα, όπως αυτό του Χάντερ Μπάιντεν. Κατόρθωσαν έτσι, με τη βοήθεια και των αποπειρών δολοφονίας να κάνουν τον Τραμπ να φαίνεται ως αντισυστημικός υποψήφιος, παρόλο που ο ίδιος έχει αμβλύνει τις αιχμές στον λόγο του. Η «woke» κουλτούρα ενώ είχε ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του 1930 ως ένα χειραφετητικό αριστερό και αντιεξουσιαστικό πρόταγμα, που αφορούσε κατ’ αρχήν στην κοινότητα των Αφροαμερικανών και κατ’ επέκταση σε κάθε αδύναμο και ευάλωτο, υπέστη στη δεκαετία του 2010 έναν σφετερισμό και «επανάκτηση» (récupération κατά την ορολογία του Αλαίν Μπαντιού) από το καπιταλιστικό νεοφιλελεύθερο κράτος επί Δημοκρατικών και απετέλεσε αφενός ένα λάβαρο ιμπεριαλιστικών ταυτοτικών πολέμων της Δύσης και αφετέρου ένα «παντεσπάνι» του Δημοκρατικού Μαριαντουανετισμού προς μη προνομιούχους που δεν είχαν πλέον «ψωμί». Οι Δημοκρατικοί είχαν κυρίως αρνητικό λόγο, κραδαίνοντας το σκιάχτρο του φασισμού, την ίδια στιγμή που πολεμούσαν από φιλελεύθερη σκοπιά την αριστερή πτέρυγα του κόμματός τους και αποξένωναν τις λαϊκές δεξαμενές ψήφων με χρήση απαξιωτικών εκφράσεων, όπως «garbage» (Τζον Μπάιντεν) και «basket of deplorables» (Χίλαρι Κλίντον).
Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι ο Τραμπ κατόρθωσε να αυξήσει τους ψηφοφόρους του σε παραδοσιακές δεξαμενές ψήφων των Δημοκρατικών, όπως οι εργαζόμενοι, οι εθνοτικές μειονότητες και οι ισπανόφωνοι, τάξεις, οι οποίες μάλιστα έχουν αποξενωθεί από τον ελιτισμό των Δημοκρατικών. Κατά τον τρόπο αυτό διέψευσε μία περίφημη πρόβλεψη ότι στο μέλλον θα έχουν προβάδισμα οι Δημοκρατικοί, καθώς οι ΗΠΑ καθίστανται «majority minority country», δηλαδή χώρα όπου οι διαφορετικές εθνοτικές μειονότητες αποτελούν την πλειοψηφία. Ενώ η πρώτη φορά του τραμπισμού βασίστηκε στη δυσαρέσκεια των εργατικών στρωμάτων των λευκών στη «Ζώνη της Σκουριάς» (Rust Belt), πλέον ο τραμπισμός έχει διείσδυση ακόμη και στους ισπανόφωνους και στους Αφροαμερικανούς. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε ότι συχνά οι ήδη αφομοιωμένοι μετανάστες δεν ενοχλούνται από την ξενοφοβία προς μελλοντικούς υποψήφιους μετανάστες. Είναι ένα φαινόμενο που το έχουμε δει και στην Ευρώπη και δη στην Ελλάδα με μετανάστες να ψηφίζουν ακροδεξιά κόμματα με ξενοφοβικό λόγο.
Διαφορές τραμπισμού και Δημοκρατικών ως προς τη Ρωσία
Αξίζει βεβαίως να θυμηθούμε ότι η πρώτη τετραετία Τραμπ δεν ήταν επιτυχημένη ως προς τους στόχους που ο ίδιος είχε θέσει στον εαυτό του. Οι δασμοί στις εισαγωγές είναι «ασπιρίνες» σε σχέση με την εκτίναξη του αμερικανικού χρέους. Η βασική λογική των Δημοκρατικών ήταν να αποξενώσουν τη Ρωσία από τη Γερμανία, πράγμα που επετεύχθη με το ακριβό τίμημα να στραφεί η Ρωσία προς την Κίνα. Δεύτερο λογικό βήμα της πολιτικής των Δημοκρατικών ήταν να ποντάρουν σε μία εξάντληση της Ρωσίας, ώστε μετά από μια κατάρρευσή της να περικυκλώσουν την Κίνα σε δεύτερο χρόνο. Σε αυτό το δεύτερο βήμα απέτυχαν οικτρά κατά την τετραετία Μπάιντεν. Ο τραμπισμός είχε την αντίστροφη τακτική. Μία πιθανή «εγκάρδια συνεννόηση» με τη Ρωσία (κατά το προηγούμενο της entente cordiale) με στόχευση της Κίνας που αποτελεί τον πραγματικό ανταγωνιστή της Αμερικής μακροπρόθεσμα, αλλά και της Ρωσίας λ.χ. στη Σιβηρία. Η στάση αυτή του τραμπισμού φαίνεται πιο σώφρων και λιγότερο άμεσα πολεμοκάπηλη. Η επιτυχία της, όμως, είναι εξίσου δύσκολη για τον λόγο ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση της Αμερικής με την Ασία παραμένει ακόμη μεγάλη (ακόμη κι αν δεν βρισκόμαστε πλέον στην εποχή της «Χιμερικής», δηλαδή της χίμαιρας της παγκοσμιοποίησης ότι είναι δυνατή μία οικονομική συγχώνευση Κίνας και Αμερικής: Chimerica), ενώ η διάγνωση των Δημοκρατικών ήταν ότι πρέπει η επίθεση να είναι στη Ρωσία ως πιο εύκολα απομονώσιμη. (Πέτυχαν θεαματικά ως προς την απομόνωση της Ρωσίας από την Ευρώπη· απέτυχαν παταγωδώς στο πιο κρίσιμο μέρος που ήταν η σκοπούμενη απομόνωση της Ρωσίας από την Ασία).
Τη δεύτερη φορά η στοχοθεσία του τραμπισμού είναι πολύ πιο δύσκολη. Τα μηνύματα που εκπέμπει η ρωσική ηγεσία είναι ότι «κρατά μικρό καλάθι» και δεν μπορεί να εμπιστεύεται τις αμερικανικές παλινωδίες, οι οποίες οφείλονται εν μέρει στην εναλλαγή, που είναι χαρακτηριστικό του δημοκρατικού δικομματισμού, και εν μέρει στην αναξιοπιστία της συλλογικής Δύσης λόγω ακραίας υποκρισίας. Ρωσία και Κίνα ως χώρες με γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό και έλλειψη εναλλαγής κομμάτων στην εξουσία μέσω εκλογών είναι πιο κοντά ιδεολογικώς και παρουσιάζουν μεγαλύτερη αμοιβαία αξιοπιστία στη συμμαχία τους, ακόμη κι αν αυτή η «αξιοπιστία» βασίζεται στην έλλειψη αποτελεσματικού πολυκομματισμού και πλουραλισμού. Από την άλλη, το μειονέκτημα των BRICS είναι ότι αποτελούν έναν συνασπισμό πολύ πιο χαλαρό από ό,τι το ΝΑΤΟ με μεγάλους εσωτερικούς ανταγωνισμούς (λ.χ. Ινδία εναντίον Κίνας, επαμφοτερίζουσα στάση Βραζιλίας κ.ά.). Η Ρωσία, όμως, θεωρεί πλέον ως αναξιόπιστους συνομιλητές τους δυτικούς ηγέτες: Ύστερα από την κατάρρευση των ειρηνευτικών συνομιλιών στην Ουκρανία την άνοιξη του 2022 μετά από προσωπική παρέμβαση του Μπόρις Τζόνσον με την εύνοια των Αμερικανών, η Ρωσία δεν πρόκειται να καθίσει εύκολα σε τραπέζι διαπραγματεύσεων, αν δεν πετύχει στόχους που έχει θέσει η ίδια στον εαυτό της. Η νοσταλγική διάθεση του Τραμπ για μια παραμονή του δολαρίου σε ρόλο παγκόσμιου αποθεματικού μπορεί να τον οδηγήσει σε διάθεση συμβιβασμών στα πολεμικά μέτωπα. Έχει, όμως, να αντιμετωπίσει την ολέθρια αποτυχία των Δημοκρατικών, οι οποίοι προκειμένου να πετύχουν την απομάκρυνση της Γερμανίας από τη Ρωσία και τη νέα δορυφοροποίηση της Ευρώπης, που ήταν το έλασσον, έχασαν το μείζον, δηλαδή την αξιοπιστία του δολαρίου σε παγκόσμιο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένου του παγκόσμιου νότου και ανατολής.
Τι σημαίνει ο τραμπισμός για τη Δυτική Ασία
Από την άλλη, ο διαβόητος σιωνισμός του Τραμπ ενδέχεται να οδηγήσει σε εκπομπή μηνυμάτων προς το Ισραήλ να «ολοκληρώσει» μια καταστροφή των αντιπάλων του. Όμως οι ευρασιατικές δυνάμεις δεν έχουν το περιθώριο να εγκαταλείψουν το Ιράν που βρίσκεται σε κομβικό σημείο στους νέους δρόμους του Μεταξιού. Το αποτέλεσμα είναι ότι ακόμη κι αν αποφευχθεί μία ανεξέλεγκτη κλιμάκωση της παγκόσμιας αναμέτρησης στην Ουκρανία, δεν είναι σίγουρο ότι θα συμβεί κάτι παρόμοιο και στη Δυτική Ασία. Η πραγματιστική και συμβιβαστική στάση του Ντόναλντ Τραμπ (αξίζει να θυμηθούμε ότι είναι ο μοναδικός Πρόεδρος των ΗΠΑ τα τελευταία 45 χρόνια που δεν ξεκίνησε νέο πόλεμο στη θητεία του) δείχνει προς την κατεύθυνση μιας αποφυγής μειζόνων παγκόσμιων αναμετρήσεων, όμως στη Δυτική Ασία πολλά τζίνια έχουν βγει από τα λυχνάρια και η συνέχεια είναι απρόβλεπτη. Δεν είναι άσκοπο να υπομνήσουμε, εξάλλου, ότι η υποβάθμιση του ΝΑΤΟ από τον Τραμπ λόγω «νοικοκυρέματος» της Αμερικής μπορεί να είναι καλή για την παγκόσμια ειρήνη, ενδέχεται, ωστόσο, να οδηγήσει σε νέο άνοιγμα ενδονατοϊκών μετώπων, όπως, καλή ώρα, μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Εδώ βεβαίως υπάρχει μία δυναμική πολυσημία: Η φιλία του Τραμπ με τον Τούρκο ηγέτη Ταγίπ Ερντογάν αντισταθμίζεται από τον σιωνισμό του, σε μία συγκυρία όπου Ισραήλ και Τουρκία αποτελούν ανταγωνιστικές δυνάμεις γεωπολιτικώς (παρά την έντονη οικονομική συνεργασία τους).
Οι δυσκολίες στην επαναβιομηχάνιση των ΗΠΑ
Στο οικονομικό επίπεδο, εξάλλου, η επαναβιομηχανοποίηση των ΗΠΑ είναι δύσκολη, καθώς το ρυθμιστικό πλαίσιο στις ΗΠΑ είναι πολύ πιο απαιτητικό από ό,τι στην Ασία και το ίδιο ισχύει και με τους μισθούς, ενώ χώρες, όπως η Ρωσία, η Κίνα και το Ιράν, που έχουν ταυτιστεί με τους εχθρούς της Αμερικής, διαθέτουν πλουσιότατους φυσικούς πόρους που είναι λιγότερο προσβάσιμοι από τις ΗΠΑ, οι οποίες έχουν αποξενωθεί ακόμη και από την Αφρική. Οι προκλήσεις για την επαναβιομηχάνιση των ΗΠΑ είναι δομικές και είναι δύσκολο να αντιμετωπισθούν. Οι Δημοκρατικοί ώθησαν τις εξελίξεις σε μια μερική αποβιομηχάνιση της Γερμανίας, μέσω της οποίας ήλπισαν να ευνοηθεί μια επίσης μερική επαναβιομηχάνιση των ΗΠΑ, αλλά και σε έναν «πολεμικό κεϊνσιανισμό», που θα έλυνε τις αντιφάσεις του καπιταλισμού μέσω πολεμικής υπερπροσπάθειας. Το αποτέλεσμα έμεινε εκκρεμές για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων αξίζουν να σημειωθούν η πρωτοφανής δραπέτευση της καπιταλιστικής παραγωγής από κρατικούς συντονισμούς στη Δύση, αλλά και το πέρασμα στον λεγόμενο «καπιταλισμό της πλατφόρμας», κατά τον οποίο καπιταλιστές νέας κοπής της ψηφιακής τεχνολογίας υπερκεράζουν τους παραδοσιακούς καπιταλιστές της κλασικής βιομηχανικής παραγωγής. Ενδιαφέρον είναι, εν προκειμένω, ότι ο τραμπισμός του 2024 βασίστηκε στους νέους «μπρολιγάρχες», ήτοι σε καπιταλιστές της πλατφόρμας, όπως λ.χ. ο Έλον Μασκ ή ο Πίτερ Τηλ, και βρίσκεται στην πρωτοποριακή αιχμή της μετάλλαξης του καπιταλισμού.
Το φαύλο δίπολο αριστεροτραμπισμού και τραμποφοβίας
Το γεγονός ότι στη Δύση ο κύριος πολιτικός αγώνας λαμβάνει χώρα μεταξύ ακραίου κέντρου και ακροδεξιάς ή λαϊκής δεξιάς, με την αριστερά να έχει μείνει στον ρόλο του περιθωριακού τριταγωνιστή είναι εύλογο να δημιουργεί ένα αίσθημα συντριπτικής αριστερής κατάθλιψης. Ωστόσο, για πολλούς λόγους είναι σημαντικό να αποφύγουμε δύο αντίστροφους πειρασμούς, αφενός τον αριστεροτραμπισμό και αφετέρου την τραμποφοβία, προκειμένου να επανορίσουμε την αριστερά με δικούς μας όρους χωρίς ετερονομία. Το πρόβλημα τόσο με τον αριστεροτραμπισμό όσο και με την τραμποφοβία είναι ότι οδηγούν σε έναν ετεροπροσδιορισμό της αριστεράς αντιστοίχως από την ακροδεξιά / λαϊκή δεξιά και από το ακραίο κέντρο, με τρόπο που η αριστερά χάνει τη δική της ιδιαίτερη φωνή. Ας δούμε ξεχωριστά τους δύο πειρασμούς.
Το φετίχ της «σαφήνειας»
Ο αριστεροτραμπισμός προκύπτει μέσα από έναν φθόνο ή ζήλεια για το ότι η λαϊκή δεξιά απευθύνεται με επιτυχία στα λαϊκά στρώματα με τρόπο που η αριστερά δεν μπορεί πλέον να επιτύχει. Πολλοί αριστεροί προβληματιζόμαστε έντονα για το ότι η αριστερά έχει χάσει την επαφή με τη λαϊκότητα· συχνά μάλιστα οι αριστεροί είμαστε περισσότερο κοντά στις μορφωμένες ελίτ, όπως και οι φιλελεύθεροι, και όχι κοντά στα χαμηλότερα στρώματα. Ενίοτε ο κλαυθμηρισμός αυτός λαμβάνει τη μορφή μιας αυτομεμψίας γιατί η αριστερά δεν έχει να προτείνει κάτι συγκεκριμένο και εύληπτο, σε αντίθεση με τη λαϊκή δεξιά που είναι πιο σαφής. Αν και ο γενικότερος αυτός προβληματισμός είναι εύλογος στη συνάφεια μιας αποτυχίας και γόνιμος, χρειάζεται να αποφευχθεί μία ζήλεια για την επιτυχία της λαϊκής δεξιάς υπό τη μορφή αριστεροτραμπισμού, μεταξύ άλλων για τους ακόλουθους λόγους.
Ειδικότερα οι πλέον ακραίες μορφές της λαϊκής δεξιάς, στις οποίες εν προκειμένω συγκαταλέγεται και ο τραμπισμός, δίνουν «σαφείς» απαντήσεις μέσω μηχανισμών εξιλαστηρίου χιμάρου (scapegoating), που καταδεικνύουν κάθε φορά έναν αδύναμο άλλο ως υπεύθυνο, λ.χ. τον πρόσφυγα, τον μετανάστη, εν προκειμένω τον Μεξικανό κ.ο.κ., ενώ, όταν ενίοτε στρέφονται ενάντια στις ελίτ, το κάνουν και πάλι υπό τη μορφή ότι οι ελίτ κακώς προστατεύουν αδύναμες ομάδες, λ.χ. μέσω της «woke κουλτούρας», προκειμένου να διαφθείρουν κάποια, φαντασιακή κυρίως, ταυτότητα του λαού. «Σαφείς» απαντήσεις της λαϊκής δεξιάς, εν προκειμένω του τραμπισμού, έχουν συχνότατα αυτόν τον χαρακτήρα καταγγελτικού δακτυλοδειξίματος, αφενός προς τους λάθρα βιούντες ξένους και αφετέρου προς τις ελίτ ως υποθάλπουσες τις ιικές παρουσίες που διαβρώνουν τη λαϊκή ομοιογένεια. Η αριστερά δεν μπορεί να ακολουθήσει σε αυτή τη «σαφήνεια» και ακόμη και η εξουσία δεν θα έπρεπε να είναι αυτοσκοπός, αν το τίμημα είναι η εξομοίωσή μας με το αντίθετό μας.
Αριστεροτραμπικός μπροσιαλισμός και ίνσελ μνησικακία
Ο αριστεροτραμπισμός παίρνει ενίοτε μια μορφή λατρείας του ισχυρού πατριάρχη στο πλαίσιο ενός «μπροσιαλισμού» της λαϊκής (ή ελίτ με επίφαση λαϊκότητας) αντροπαρέας (brocialism εκ των bro και socialism λέγεται στα αγγλικά ο ανδροκρατικός σοσιαλισμός χωρίς ευαισθησία για τα έμφυλα ζητήματα), η οποία αισθάνεται απειλημένη από τη «woke κουλτούρα» που διαρρηγνύει τη στεγανότητα των έμφυλων ρόλων. Ενίοτε μάλιστα ο αριστεροτραμπισμός και ο μπροσιαλισμός γίνεται ένα καταφύγιο της μνησικακίας των ίνσελ (εκ του INvoluntary CELibates, δηλαδή όσοι άνδρες είναι ακουσίως άγαμοι στο πλαίσιο ενός νεοφιλελεύθερου σεξουαλικού δαρβινισμού, όπου ο αδήριτος ανταγωνισμός οδηγεί τις πολλές γυναίκες σε λίγους προνομιούχους άνδρες με αποτέλεσμα τις καταστάσεις που παρουσιάζει γλαφυρά στα μυθιστορήματά του ο Μισέλ Ουελμπέκ, ενώ σε πιο παραδοσιακές ή κεντρικώς συντονισμένες κοινωνίες υποτίθεται ότι ο κάθε άνδρας θα μπορούσε να βρει μία κατάλληλη για αυτόν γυναίκα, εφόσον δεν είχε εκραγεί η άγρια καπιταλιστική επιθυμία).
Εδώ χρειάζονται μερικές λεπτές διακρίσεις. Ασκείται ενίοτε από αριστερή οπτική η κριτική ότι η φιλελεύθερη μορφή της «woke κουλτούρας» (νεοφιλελεύθερη επανάκτηση ενός αρχικώς χειραφετητικού προτάγματος) πανηγυρίζει ένα όλο και πιο υπερτροφικό κράτος δυναμικής εξασφάλισης των δικαιωμάτων επιμέρους ομάδων, γεγονός που συνάδει με τον τρέχοντα «καπιταλισμό της επιτήρησης» κατά την έκφραση της Σοσάνα Ζούμποφ. Η θέση αυτή συνήθως επικαιροποιεί την κριτική του Μισέλ Φουκώ προς το να υπάρχει ταμπελοποίηση ταυτοτήτων λ.χ. σεξουαλικού προσανατολισμού και έμφυλης ταυτότητας, συνδέοντάς τη με κρίσεις του Τζόρτζιο Αγκάμπεν για την επέκταση των ορίων της κρατικής βιοπολιτικής, δηλαδή για την ανάμειξη του κράτους στην ιδιωτική ζωή των πολιτών. Η ταμπελοποίηση, ακόμη κι αν είναι φιλική, θεωρείται έτσι ως μέρος της επιτήρησης. Αν και η αριστερά οφείλει να επαγρυπνεί απέναντι στην επέκταση της κρατικής βιοπολιτικής, μπορεί να παρατηρηθεί επίσης ότι από την άλλη, ο τρέχων αριστεροτραμπισμός σημαίνει μία αντίστροφη συλλήβδην απόρριψη των αιτημάτων της «woke κουλτούρας», μερικά εκ των οποίων είναι όντως σημαντικά (λ.χ. φεμινισμός, δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, χορτοφαγία κ.ά.). Μάλιστα αυτό γίνεται συχνά με έναν τρόπο οριακά ή και απολύτως σεξιστικό, ομοφοβικό κ.ο.κ. με φασίζουσα νοσταλγία για μία ισχυρή αρρενωπή ταυτότητα ηγέτη, ο οποίος θα μας «λυτρώσει» από τις μηχανεύσεις των ελίτ που απειλούν την ομοιογένεια της κοινότητας. Ιδιάζον της αριστεράς είναι το ενδιαφέρον για τη λαϊκότητα της κοινότητας, αλλά σε συνδυασμό με τον σεβασμό στη διαφορετικότητα του αποκλίνοντος ή του ευάλωτου. Και αν είναι πρόβλημα το υπερτροφικό νεοφιλελεύθερο κράτος επιτήρησης, είναι επίσης προβληματική η φαντασίωση του πατριάρχη που μας σώζει εκ των άνω από τις ελίτ (ιδίως αν είναι ο ίδιος ένας μεγιστάνας του πλούτου). Αν δεν είναι αυτοσκοπός η εξουσία, δεν θα έπρεπε να είναι οπωσδήποτε αυτοσκοπός ούτε και η απλότητα του μηνύματος.
Αριστερές κυβιστήσεις, ακροδεξιές εξημερώσεις, τραμπικές παλινωδίες
Χωρίς να καταφεύγει σε εύκολες «σαφήνειες» με καταγγελία εύκολων αντιπάλων, η αριστερά δεν μπορεί βεβαίως παρά να καταρτίζει συνεκτικά οικονομικά προγράμματα που θα ανακουφίζουν τους ευάλωτους, αλλά και θα έχουν ως προτεραιότητα τον κόσμο της εργασίας. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση βεβαίως δεν υπάρχει πλέον σχεδόν καμία δημοκρατική αυτονομία. Η μονοτροπία του ακραίου κέντρου είναι η απολύτως μοναδική εφαρμοζόμενη πολιτική μέσα από κεντρικώς εκπορευόμενες ντιρεκτίβες. Απέναντί της η αριστερά είναι καταδικασμένη στην κυβίστηση και στην κατηγορία για προδοσία· στην καλύτερη περίπτωση επιφυλάσσει για τον εαυτό της τον ρόλο της αγωνιστικής διαπραγμάτευσης. (Ελάχιστες περιπτώσεις συγκριτικής σοσιαλδημοκρατικής επιτυχίας μπορεί να ανιχνεύσει κανείς, όπως λ.χ. στην Ισπανία του Σάντσεθ). Τα πράγματα, όμως, δεν είναι καλύτερα για την ακροδεξιά, η οποία έχει τον κίνδυνο της εξημέρωσης, όπως είδαμε στην περίπτωση της Μελόνι και εν πολλοίς προκαταβολικά της Λεπέν. Η μοναδική περίπτωση να αντισταθεί κάποιος επιτυχώς στη μονοτροπία του ακραίου κέντρου φαίνεται να είναι αν έχει κατορθώσει να στήσει ένα προσωποπαγές καθεστώς κατά κανόνα δεξιού / εθνικιστικού χαρακτήρα, όπως λ.χ. ο Όρμπαν στην Ουγγαρία, ενώ με περισσότερο σοσιαλδημοκρατικό πρόσημο έχει επιχειρήσει κάτι παρόμοιο στη Σλοβακία ο Ρόμπερτ Φίτσο. Η καθαυτό Αριστερά δεν έχει να επιδείξει δικό της παράδειγμα λυσιτελούς αντίστασης σε κεντρικές ντιρεκτίβες του ακραίου κέντρου.
Το δίλημμα, λοιπόν, για την Αριστερά στην Ευρώπη είναι αν θα ακολουθήσει μία λογική θεσμικού διεθνισμού, με κίνδυνο να καταποθεί από το ακραίο κέντρο, ή, αντιθέτως, κυριαρχισμού, δηλαδή έμφαση στην εθνοκρατική ανεξαρτησία, με κίνδυνο να ομοιάσει στη λαϊκή δεξιά. Το δεύτερο βεβαίως είναι πρακτικά αδύνατο σε προοπτική κυβερνησιμότητας, γιατί απαιτεί έλεγχο του βαθέος κράτους μιας χώρας, το οποίο μπορεί κατά κανόνα να επιτευχθεί μόνο από μια δεξιά κυβέρνηση. Αν στην Ευρώπη οι (μη) επιλογές είναι μονοτροπία του ακραίου κέντρου, κυβίστηση της αριστεράς, εξημέρωση της ακροδεξιάς ή καθεστωτικός κυριαρχισμός με αυταρχικά χαρακτηριστικά, στις ΗΠΑ φαίνεται να έχουμε μια επανανάδυση της πολιτικής διαφοράς από τη μονοτροπία και μονοδοξία του ακραίου κέντρου, έστω με δεξιό πρόσημο. Ο τραμπισμός στη μάχη του με το βαθύ αμερικανικό κράτος και τους θεσμούς σκληρής και ήπιας ισχύος, που διαθέτει, θα παλέψει με όλους αυτούς τους πειρασμούς, όπως είναι η κυβίστηση, η εξημέρωση ή ο αυταρχικός προσωποπαγής χαρακτήρας. Η μεγάλη διαφορά, όμως, είναι ότι στις ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ έχει μια νωπή ισχυρή λαϊκή εντολή ενός θεσμικά κυρίαρχου αμερικανικού λαού, ο οποίος δεν μπορεί να υποσκελιστεί από διεθνικούς θεσμούς, όπως συμβαίνει στην Ευρώπη. Τα όρια του τραμπισμού είναι λιγότερο θεσμικά, όπως στην Ευρώπη, και περισσότερο οικονομικά και γεωπολιτικά. Για αυτό και ο τραμπισμός δεν αναμένεται να λάβει τόσο τη μορφή της κυβίστησης ή της εξημέρωσης, όπως αντιστοίχως η αριστερά και η λαϊκή δεξιά στην Ευρώπη, όσο αυτή του αυτοσχεδιασμού και των πραγματιστικών παλινωδιών.
Make America Industrial Again
Ο πυρήνας του τραμπισμού είναι ένα “Make America Industrial Again”. Για τον λόγο αυτό απευθύνεται στην εργατική τάξη που έχει πληγεί από την αποβιομηχάνιση στις κεντρικές μεσοδυτικές πολιτείες και για αυτό έχει σηκώσει το λάβαρο του συντηρητισμού (ενώ ο ίδιος ο Τραμπ ήταν, -ας το θυμηθούμε!- ένας ελευθεριάζων Ντέμοκρατ μέχρι πολύ πρόσφατα). Αυτό σημαίνει την παλινόρθωση μιας νοσταλγικής Αμερικής μέσα από δασμούς και εμπορικούς πολέμους, καθώς και περιορισμό της στρατιωτικής δαπάνης για το ΝΑΤΟ. Αξίζει να υπομνήσουμε ότι οι ΗΠΑ, αν και νέα ήπειρος, διαθέτει συχνά έναν αρχαϊκότερο κοινοτισμό από την παλαιά ήπειρο της Ευρώπης. Οι Ευρωπαίοι μετανάστες συχνά κλείστηκαν σε κοινότητες λευκών που είναι περισσότερο συντηρητικές από την ευρωπαϊκή φιλελεύθερη ανοιχτωσιά. Το βλέπουμε αυτό κατ’ εξοχήν στις κοινότητες του απόδημου Ελληνισμού, αλλά παρόμοια ισχύουν και για άλλες κοινότητες μεταναστών στην Αμερική. Το πρωταρχικό κοινό του Τραμπ ήταν παρόμοιες συντηρητικές κοινότητες λευκών νοικοκυραίων. Αν και η προπαγάνδα του ακραίου κέντρου παρουσιάζει τον Τραμπ ως την ύψιστη παραφροσύνη και παράνοια, οι ψηφοφόροι του τον βλέπουν ως τη φωνή της νοικοκυρεμένης σωφροσύνης και της «κοινής λογικής».
Ωστόσο, η επίτευξη όλων αυτών των στόχων, που θέλγουν το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων του, αντιτίθεται σε πολλές δεκαετίες πρακτικών έμφασης στη χρηματιστικοποίηση, διεθνικής συμβίωσης με την Ασία κ.ο.κ. με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη μία οργανωμένη μετάβαση στο νοσταλγικό όραμα, οπότε κατά συνέπεια αυτό, αν δεν συμβεί μια ευθύς εξαρχής ακύρωση από το αμερικανικό βαθύ κράτος, θα λάβει τη μορφή μιας σειράς αυτοσχεδιαστικών πειραματισμών με απαραίτητες παλινωδίες. Ο τραμπισμός θα είναι μία κυβερνώσα αντιπολίτευση, καθώς θα αποδίδεται συνεχώς σε έναν αγώνα ενάντια στο βαθύ κράτος και στους θεσμούς ήπιας ισχύος που αυτό έχει στήσει, αλλά και στην ίδια τη δυσκολία του απομονωτισμού από τη στιγμή που το τζίνι της συμβιωτικής παγκοσμιοποίησης έχει βγει από το λυχνάρι. Στο συγκείμενο αυτό, ο αριστεροτραμπισμός εμφανίζεται περισσότερο ως ένας πανηγυρισμός του κυριαρχισμού, κατ’ ελπίδα με σοσιαλιστικό πρόσημο, σε βάρος του διεθνισμού του αριστερού οράματος. (Μοναδική περίπτωση να μην έχουμε τραμπικές παλινωδίες, είναι αν ο τραμπισμός γίνει ο ίδιος αντικείμενο σφετερισμού από ένα άλλο μέρος του αμερικανικού βαθέος κράτους Αν λ.χ. χρησιμοποιηθεί ως μια παρένθεση προσωρινής ανακωχής με τη Ρωσία που θα χρησιμεύσει για προετοιμασία για νέο πόλεμο από θέση ισχύος σε μερικά χρόνια. Ή αν γίνει το όχημα για μια επικράτηση του καπιταλισμού της πλατφόρμας ή τεχνοφεουδαρχίας, όπως αυτός που προωθείται λ.χ. από τον Έλον Μασκ).
Η αριστερή τραμποφοβία ως αντιγραφή του φιλελεύθερου κυρίαρχου λόγου
Ένας αντίστροφος πειρασμός της Αριστεράς θα μπορούσε να περιγραφεί ως «τραμποφοβία». Ασφαλώς δεν εννοούμε την απολύτως εύλογη απέχθεια για τη χρήση ρατσιστικών, σεξιστικών, ματσιστικών, ενίοτε και ομοφοβικών στερεοτύπων από τον τραμπικό λόγο, ούτε την ανησυχία για την τύχη προσφύγων και μεταναστών, ούτε τον φόβο για τη διάλυση του κράτους προνοίας και τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν για την κοινωνική συνοχή και για τους πλέον αδύναμους λόγω της έξαρσης ενός κοινωνικού δαρβινισμού. Αυτό που εννοούμε είναι ένας κυρίαρχος λόγος, ο οποίος απλώς αντιγράφει το νεοφιλελεύθερο ντίσκουρς, μεταμφιεζόμενος ως αριστερός, χωρίς να είναι τέτοιος στο βάθος του. Σε αυτόν τον τραμποφοβικό λόγο θα εντάσσαμε θεωρήσεις ότι με τον τραμπισμό για «πρώτη» φορά απειλείται η δημοκρατία, ωσάν να ήταν ιδεώδης η νεοφιλελεύθερη μονοτροπία της «κανονικότητας», που ίσχυε πριν, και ότι ο τραμπισμός αποτελεί έναν απολύτως πρωτοφανή κίνδυνο για τη Δύση και για τον κοινωνικό φιλελευθερισμό. Κατά τη γνώμη μας, ένας περισσότερο γνήσιος αριστερός δεν μπορεί να μην παρατηρήσει και να μη συνεκτιμήσει (όχι απαραιτήτως θετικά) ότι ο τραμπισμός τρέφεται από τις ψήφους του κόσμου της εργασίας, αλλά και της ανεργίας και ότι είναι ένα κίνημα που ανδρώθηκε εν πολλοίς ενάντια στο βαθύ κράτος και τους θεσμούς ήπιας ισχύος του, που υποστηρίζουν την ιμπεριαλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Ακόμη και οι δικαστικές περιπέτειες στις οποίες ενεπλάκη ο Ντόναλντ Τραμπ, η καταδίωξη εναντίον του από τους μηχανισμούς ήπιας ισχύος της εξουσίας, συμπεριλαμβανομένου και του Χόλιγουντ, ακόμη και οι τουλάχιστον δύο απόπειρες δολοφονίας εναντίον του, δεν μπορεί να είναι αδιάφορες.
Πολεμικός κεϊνσιανισμός και χριστιανικός σιωνισμός
Από μία ιδιαζόντως αριστερή άποψη, θα μπορούσε βεβαίως εδώ να γίνει επίκληση σε μια επικαιροποιημένη εκδοχή της αρχής, μεταξύ άλλων, του Βάλτερ Μπένγιαμιν ότι κάθε άνοδος της ακροδεξιάς και του φασισμού, υποκρύπτει μία θεμελιώδη αποτυχία της αριστεράς. Ασφαλώς, και στις ΗΠΑ συνέβη αυτό, μεταξύ άλλων και με τον παραγκωνισμό του Μπέρνι Σάντερς, αλλά και με την αποτυχία μαζικοποίησης ενός αριστερού ριζοσπαστισμού. Ο τραμπισμός φύεται σε περίοδο κρίσης του καπιταλισμού μετά το 2008, όπως και το άνθος του κακού του αρχικού φασισμού είχε ανθίσει στο περιβάλλον της κρίσης του 1929. Υπάρχει, όμως, μία σημαντική αξιοπρόσεκτη διαφορά. Στον Μεσοπόλεμο, ο φασισμός είχε τραφεί από μία προσπάθεια επίλυσης της κρίσης μέσα από την πολεμική προετοιμασία και εντέλει την πολεμική βιομηχανική υπερπροσπάθεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα, αντιθέτως, τον «πολεμικό κεϊνσιανισμό» ως έξοδο από την κρίση τον υποστηρίζουν κυρίως οι δυνάμεις πίσω από τους Δημοκρατικούς, αλλά και μία μη τραμπική μερίδα των Ρεπουμπλικάνων, ενώ ο τραμπισμός χαρακτηρίζεται από κριτική στην έντονη ανάμειξη της Αμερικής στο ΝΑΤΟ και από μία έμφαση σε μια (μη ιδιαζόντως πολεμική) επαναβιομηχάνιση των ΗΠΑ, η οποία θα στηριχθεί περισσότερο σε έναν νεο-απομονωτισμό εμπορικών πολέμων και δασμών.
Ενώ στον Μεσοπόλεμο η φασίζουσα δημαγωγία ήταν φιλοπόλεμη, κατά τη διάρκεια του νέου «καπιταλισμού-σε-κρίση» είναι περισσότερο πολεμοκάπηλες οι φιλελεύθερες ελίτ, ενώ ο τραμπισμός υιοθετεί στοιχεία του «κοινολογικάριου» λόγου της λαϊκής δεξιάς περισσότερο σε απομονωτιστική και φιλειρηνική κατεύθυνση. Σπουδαία εξαίρεση βεβαίως αποτελεί η πλήρης και αφοσιωμένη υποστήριξη του τραμπισμού προς το Ισραήλ στο ιδεολογικό μάλιστα πλαίσιο όχι μόνο ενός σιωνισμού, αλλά και ενός χριστιανικού σιωνισμού, ότι δηλαδή η νίκη και επικράτηση του εβραϊσμού εναντίον των εχθρών του στην ιστορική κοιτίδα του αποτελεί στοιχείο και μιας χριστιανικής εσχατολογίας για την εκπλήρωση του σχεδίου του Θεού επί της γης. Εδώ όντως ο τραμπισμός εγκυμονεί κινδύνους για κλιμάκωση πολέμων στη Δυτική Ασία και για δυναμική πολεμική επέκταση των δυτικών νεο-αποικιοκρατικών σχεδιασμών. Ωστόσο, αυτή η επικοινωνία της νέας δεξιάς με τον χριστιανικό (και μη) σιωνισμό και τις πολεμικές επιπτώσεις του δεν αναιρεί το γεγονός ότι σήμερα η πολεμική διέξοδος του καπιταλισμού σε κρίση μέσω πολεμικού κεϊνσιανισμού ανήκει περισσότερο στα φιλελεύθερα κόμματα και στον ιδεολογικό λόγο τους, ενώ στον τραμπισμό ανήκει περισσότερο η επίκληση μιας φιλειρηνικής ρεπούμπλικας «νοικοκυραίων» που στηρίζονται στην εντόπια βιομηχανική παραγωγή, επιχειρώντας απλώς οικονομική ανάσχεση των αναδυόμενων υπερδυνάμεων της παγκόσμιας ανατολής. Όλα αυτά αφορούν βεβαίως κυρίως στον ιδεολογικό λόγο, γιατί στην πράξη απολύτως τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί, ακόμη και μία παγκόσμια κλιμάκωση των πολεμικών επιχειρήσεων μέσα στη δίνη μιας αυτοτροφοδοτούμενης σπείρας που έχουν λάβει οι νατοϊκές επιχειρήσεις ανά τον κόσμο.
Σε κάθε περίπτωση ως «τραμποφοβία» θα περιγράφαμε μία στάση αριστερών, η οποία απολύτως παραβλέπει διαστάσεις του τρέχοντος παγκόσμιου γίγνεσθαι, όπως λ.χ. ότι τον πολεμικό κεϊνσιανισμό αυτή τη στιγμή τον αξιοποιούν κυρίως οι φιλελεύθεροι, λ.χ. Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ, «Οικολόγοι» (!) στην Ευρώπη, υπέρμαχοι της κανονικότητας, και κατά δεύτερο λόγο φασίζουσες δυνάμεις, ενώ ιδεολογικώς σχεδόν καθόλου ο τραμπισμός. Το ίδιο συμβαίνει όχι μόνο με τον ιμπεριαλισμό, αλλά και με τη νεο-αποικιοκρατία, την οποία στηρίζουν κυρίως οι πολιτικές δυνάμεις που εργαλειοποιούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία στο πλαίσιο ενός ταυτοτικού ιμπεριαλισμού ενάντια στον παγκόσμιο νότο και ανατολή. Βεβαίως, οι παρατηρήσεις αυτές δεν προσφέρουν καμία αμνήστευση στον τραμπισμό για όσα εγκλήματα τυχόν διαπράξει στο μέλλον· και η συμπόρευσή του με τον χριστιανικό (και μη) σιωνισμό ενέχει κινδύνους για περαιτέρω ανάφλεξη των πολεμικών συγκρούσεων στη Δυτική Ασία (ακόμη και πυρηνικών κατά το χειρότερο σενάριο).
Αυτό το οποίο θέλουμε να τονίσουμε είναι ότι όταν η αριστερά αναπαράγει την «τραμποφοβία» της κυρίαρχης ιδεολογίας απλώς αντιγράφει τον νεοφιλελεύθερο λόγο και γίνεται ουραγός του. Ένας αριστερός οφείλει να διαγιγνώσκει μια σειρά από πράγματα. Ένα από αυτά, -ίσως όχι το σημαντικότερο από αριστερή πλευρά, αλλά πολύ καίριο για την κατανόηση του κόσμου μας-, είναι ότι υπάρχει σήμερα ένα διαζύγιο μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας εντός του συμπλέγματος «φιλελεύθερη δημοκρατία». Η τρέχουσα μορφή φιλελευθερισμού τρέφει μίσος ενάντια σε στοιχεία της δημοκρατίας, όπως η λαϊκή κυριαρχία, η σημασία της λαϊκής ψήφου κ.ο.κ., εξ ου και η ύψιστη κατηγορία που εκτοξεύουν οι φιλελεύθεροι κατά των αντιπάλων τους είναι σήμερα ο «λαϊκισμός», δηλαδή με άλλα λόγια λίγο πολύ η δημοκρατία. Αλλά και αντιστρόφως, όσοι τονίζουν τα στοιχεία της λαϊκής κυριαρχίας είναι συχνά δύσπιστοι προς τις προτεραιότητες των φιλελευθέρων. Ο φιλελευθερισμός έχει λάβει σήμερα τον χαρακτήρα της προστασίας των μειονοτήτων ενάντια στη λαϊκή πλειονότητα και το κάνει αυτό στο πλαίσιο μιας επιθυμητής διόγκωσης του νεοφιλελεύθερου κράτους ενάντια στη λαϊκή κοινότητα. Μία γνήσια αριστερά οφείλει να πάρει αποστάσεις και από τα δύο. Ούτε θα επικροτήσει το νεοφιλελεύθερο κράτος του καπιταλισμού της επιτήρησης και της βιοπολιτικής, αλλά ούτε και θα πανηγυρίσει μονομερώς τη λαϊκή πλειοψηφία σε βάρος μειονοτήτων, κάτι που ενίοτε μπορεί να οδηγήσει σε καταπίεση των μειονοτήτων από την πλειοψηφία.