Στη σκηνή βρίσκονται πολλά νεαρά άτομα, αγόρια και κορίτσια, που λικνίζονται, κινούνται νωχελικά, χορεύουν εκστατικά στους rave ρυθμούς μιας εκκωφαντικής μουσικής, ενώ γύρω τους προβάλλονται ζωντανά ψηφιακές εικόνες, video art. Από το πλήθος, βγαίνει ένα αγόρι και αρχίζει την αφήγηση της ιστορίας: ο Σάσα, ένας άντρας από μια ρώσικη επαρχιακή πόλη σκότωσε τη γυναίκα του με ένα φτυάρι και την έθαψε στον κήπο του, διότι ερωτεύτηκε παράφορα την κοκκινομάλλα Σάσα, μία αστή κοπέλα από τη Μόσχα. Με αφορμή τη δολοφονική αυτή πράξη, Αυτός και Αυτή (τα δραματικά πρόσωπα), αποκόβονται από τον χορό και ξεδιπλώνουν, μέσα από τρεις μονολόγους και επτά διαλόγους, τις σκέψεις τους πάνω σε πολλαπλά και ετερογενή ζητήματα. Η αφήγηση μοιράζεται σε δέκα σκηνές και παρουσιάζεται ως μουσική «σύνθεση» με τη δομή τραγουδιού: κουπλέ, ρεφραίν, κουπλέ, φινάλε. Το κείμενο είναι σπονδυλωτό, και σε κάθε σκηνή δίνεται ένας τίτλος -που φαίνεται στο videowall- ο οποίος συσχετίζεται με κάποια από τις δέκα εντολές ή με κάποια ευαγγελική ρήση. [1]
Τα σκηνικά δρώμενα απαρτίζονται, έτσι, από: α. διαλογικά μέρη ανάμεσα σε διαφορετικά ζευγάρια ηθοποιών που αποσπώνται από το πλήθος και μονολογούν ή συνομιλούν∙ β. κινησιολογικά μέρη όπου νέοι/νέες χορευτές/ηθοποιοί κινούνται ποικιλοτρόπως, άλλοτε με περίτεχνες και ενδιαφέρουσες κινήσεις και χορό, ατομικό ή σε ζευγάρια ή σε μικρές ομάδες, κι άλλοτε με επαναλαμβανόμενη κινησιολογία, που απηχεί αφενός μία ομαδοποίηση αφετέρου μια παρέα που «υπερασπίζεται» με τον ανάλογο χειρονομιακό κώδικα κάποιον/αν από τους ομιλητές (χορογραφία: Αλ. Σταυρόπουλος, κίνηση: Άλκ. Πολυχρόνη)∙ γ. ζωντανή προβολή video art, όπου απεικονίζονται αφηρημένες εικόνες, ήπιων και διαυγών χρωματικών τόνων, διαφορετικών συμπαγών σχημάτων και σχηματισμών, που ρέουν και αναδιαμορφώνονται διαρκώς, προσομοιάζοντας σε αφηρημένα τοπία, στη λειτουργία του εγκεφάλου, στις σκέψεις, στη ροή των συναισθημάτων, είτε σε μια ροή καταστάσεων υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, ψυχοτρόπων χαπιών κλπ. Ένας σκηνικός τόπος, μουσικός, χορευτικός, ψηφιακός∙ τόπος διασκέδασης και ψυχαγωγίας, όπου ξεχειλίζει ηδονισμό, λαγνεία, ντοπαμίνη και αδρεναλίνη∙ ίσως και τόπος καταφυγής των νέων, σε έναν «έσω» κόσμο, απρόσβλητο από τον έξω. Η σκηνική αυτή σύνθεση αποτυπώνει ανάγλυφα, τόσο μέσω της μουσικής (σύνθεση/ ηχητικός σχεδιασμός: Jeph Vanger και DJs Reign of Time) όσο και μέσω του σκηνικού (Κων/νος Σκουρλέτης) την ατμόσφαιρα αυτής της μορφής ψυχαγωγίας, ενώ ο εξαιρετικός ψηφιακός σχεδιασμός (Uncharted Limbo Collective) δίνει βάθος στη σκηνική συνθήκη. Όλοι οι ηθοποιοί υπηρετούν με συνέπεια, σκηνική άνεση και δυναμισμό τον αφηγηματικό τους ρόλο∙ είναι δύσκολο όμως σε έναν τόσο πολυπληθή θίασο να γίνουν διακριτές αναφορές. Αξίζουν συγχαρητήρια σε όλους/ες.
Το μεταδραματικό κείμενο Οξυγόνο (2002, Μόσχα) [2] του Ρώσου συγγραφέα και σκηνοθέτη Ιβάν Βιριπάγιεφ, αποτυπώνει τον τρόπο που σκεφτόταν και συμπεριφερόταν η γενιά των νέων, γενιά Ζ, στην αρχή του 21ου αιώνα: μία γενιά σε σύγχυση, μέσα στον ορυμαγδό των νέων συνθηκών, με τον κόσμο του διαδικτύου να κυριαρχεί, με τις τρομοκρατικές επιθέσεις (9/11), με τον πολιτισμικό διαχωρισμό, με τις κοινωνικές αναταραχές. Το κείμενο μορφολογικά και υφολογικά αποπνέει αυτό το μπέρδεμα και τη σύγχυση, κι αυτό είναι το θετικό του στοιχείο. Ωστόσο, αναφορικά με το περιεχόμενο, το κείμενο υιοθετεί έναν αποφθεγματικό λόγο [3], μία στείρα ρητορική [4] και μία ανακόλουθη συλλογιστική [5], που το καθιστά βαθιά αποπροσανατολιστικό και του δίνει τον χαρακτήρα του συνονθυλεύματος.
Όλα αρχίζουν, με την ερωτική ιστορία του Σάσα και της Σάσα, και τη δολοφονία που προηγήθηκε, η οποία και οδηγεί στη διερώτηση για τη «νομιμότητα» της δολοφονίας. Έκτοτε, το κείμενο αναπτύσσεται υιοθετώντας τη λογική του συμφυρμού, μία λογική δηλαδή όπου συμπαρατίθενται συμπεριφορές, γεγονότα, καταστάσεις, φαινόμενα, ατάκτως ερριμμένα, τα οποία ΔΕΝ συγκροτούνται ούτε ως συνειρμική ροή, ούτε ως ρεαλιστικό, ούτε ως ανατρεπτικό πλαίσιο σκέψης. Μέσω μιας ανερμάτιστης αναφοράς διασυνδέονται αποφθεγματικά καταστάσεις όπως: τρέλα, λατρεία, αγάπη, φόνος, σεξουαλικότητα με γεγονότα και συνθήκες όπως: επαρχιακή ζωή, αστικός πολιτισμός, χρήση ναρκωτικών, τηλεόραση κατανάλωση, χρήμα, απληστία, και με φαινόμενα όπως: «μπάτσοι» και βία, Τζιχαντιστές, θρησκευτική επιβολή, Ιράν, τρομοκρατία, Παλαιστινιακό, Ρώσικη πολιτική, αποπλάνηση ανηλίκων από Καθολικούς ιερείς, υποβρύχιο Κουρσκ, τέχνη, καλλιτέχνες και κοινωνία κ.ο.κ. Σε ένα μίγμα, τύπου μίξερ, συμφύρονται τα παραπάνω, και θέματα, με βαρύγδουπο και επιτηδευμένο ύφος, ενώ τίθενται προβληματισμοί υπό τύπον διλλήματος και «ηθικής», ήτοι ατομικής επιλογής και πράξης. Καμία νύξη ή απόπειρα ανάδειξης των μηχανισμών και των εξουσιαστικών πρακτικών που δημιουργούν και διαμορφώνουν τα παραπάνω ζητήματα και τις σχέσεις μεταξύ τους. Πρόκειται για ένα κείμενο που αποτυπώνει ανερμάτιστα, λεκτικά και «καλειδοσκοπικά», εν είδει ροής τραγουδιού, τους προβληματισμούς της γενιάς Ζ, σε μια σειρά από κατ’ επίφαση διαλόγους. Τα πρόσωπα (αντι)παρατίθενται με ανούσιους συλλογισμούς, και με στερεοτυπικές προσεγγίσεις. Το κείμενο αποτύπωσε τη σύγχυση που επικρατούσε στην αυγή του 21ου αιώνα, με έναν άγονο και σχηματοποιημένο τρόπο.
Καθώς έχουν παρέλθει 20 και πλέον χρόνια από την πρώτη παράσταση του Οξυγόνου, κι έχουμε σχεδόν περάσει στην επόμενη από τη Ζ γενιά, θα περίμενε κανείς ότι ο παραστασιακός κώδικας (Γιώργος Κουτλής – σκηνοθεσία, μετάφραση και διασκευή, Βασίλης Μαγουλιώτης – δραματουργία και διασκευή) θα αναγνώριζε, θα ανέλυε και θα ανέτρεπε την επιφανειακότητα του παραπάνω κειμένου στην πραγμάτευση των γεγονότων, και θα επεδίωκε να αναδείξει τα νοηματικά άλματα που καθιστούν το κείμενο του Οξυγόνου ασφυκτικά συντηρητικό!
Στην παράσταση, όμως, αναμασώνται και πάλι οι στερεοτυπικοί και κλισέ προβληματισμοί, προβάλλεται μια επιχειρηματολογία κενή περιεχομένου, ακολουθούνται συλλογισμοί που διαιωνίζουν τον διπολισμό, τον δυισμό, τις στείρες αντιθέσεις άντρας/γυναίκα, καλό/κακό, πόλη/επαρχία, Ισλάμ/Αμερική κ.ο.κ. διαμορφώνοντας μια επιδερμική και ισοπεδωτική μαζικοποίηση των κοινωνικών φαινομένων, που οδηγεί σε βραχυκύκλωμα οποιαδήποτε απόπειρα πρόσληψης του σύγχρονου κόσμου συνολικά αλλά και οποιαδήποτε απόπειρα κριτικής σκέψης επί των λεχθέντων!
Θα περίμενε κανείς, λοιπόν, από τη σύγχρονη παράσταση να υπονομεύσει τον αποσπασματικό τρόπο παράθεσης των συλλογισμών, να απογυμνώσει τη ρητορική τής κούφιας κριτικής αμφισβήτησης [6] κατά παντός [7], αλλά ουσιαστικά κατά ουδενός, και να αναδείξει τους βιοπολιτικούς, κοινωνικοποιητικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς που μεθοδικά κατασκευάζουν τα ηθικά διλλήματα και την «ατομική ευθύνη»[8], ενώ υποδορίως είναι οι αυτουργοί των προβλημάτων. Το «απαραίτητο» στοιχείο της ζωής, όπως αναφέρεται στο κείμενο [9], είναι η συνείδηση, η οποία όμως δε αναπτύσσεται εν κενώ, αλλά διαμορφώνεται μέσα στις κοινωνικο-πολιτικές και τις διανθρώπινες συνθήκες, μέσα από μία σχεσιακή διαδικασία, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί με τη σειρά της να (ανα)διαμορφώσει το τοπίο, συνειδητά! Τίποτα στην παράσταση, ούτε και στο κείμενο, δεν αναφέρεται σε αυτό. Αντιθέτως, εγκαθιδρύεται το ιδεολόγημα του ότι «δεν υπάρχει νόημα» [10] και ότι «κάθε άνθρωπος που σκέφτεται, σκέφτεται πάντα προς όφελός του» [11].
Η παράσταση αυτή όχι μόνο δεν αναδεικνύει, έστω ακροθιγώς, τα αίτια του τέλματος της γενιάς Ζ, αλλά παρουσιάζοντας το τέλμα αυτό ξανά, απαράλλαχτο, διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την κανονικοποίησή του και τη θεσμοθέτησή του ως «ίδιον» της σύγχρονης εποχής. Ο εντυπωσιακός, θεαματικός και ψηφιακός μανδύας της παράστασης δεν κατορθώνει να αποκρύψει τη νεοσυντηρητική σκηνική της προσέγγιση, που διαιωνίζει το (νεο)φιλελεύθερο αφήγημα ότι «τίποτα δεν αλλάζει». Πώς αλλιώς να εκλάβουμε το γεγονός ότι στην παράσταση παρουσιάζεται η σύγχρονη νεολαία να σκέφτεται, να μιλά και να συμπεριφέρεται πανομοιότυπα με την νεολαία του 2000;
«Το παρόν είναι μια ΠΡΑΞΗ, που πρέπει να συμβεί εδώ και τώρα.» [12] Πώς όμως να συμβεί το παρόν, όταν απλώς αναμασάται το παρελθόν; Οι γενιές δεν αναπαράγονται πανομοιότυπα, οι νέοι έχουν διαφυγές και ρωγμές, γνωρίζουν τα παρελθόντα και διαμορφώνουν τα μέλλοντα. Η παράσταση είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει αυτή τη δυναμική της νεολαίας, αλλά δεν το έπραξε. Βύθισε, σκηνικά, και τη σύγχρονη νεολαία στη σύγχυση, στο αδιέξοδο και την απελπισία. Κι έτσι, η παράσταση, συμβάλει στην δικαιολόγηση του υπάρχοντος εξουσιαστικού και κοινωνικού συστήματος και των (υπο)δομών του, και επιτρέπει στην καμπάνια της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών να χρησιμοποιεί ευφάνταστους, νεοπαγείς όρους του τύπου «ψυχοπολιτική ασφυξία» [13] για να τη διαφημίσει!
Τί είναι όμως το «οξυγόνο»;
Το οξυγόνο είναι ένα χημικό μόριο απαραίτητο για τη ζωή. Λίγα μόλις λεπτά χωρίς αυτό ο εγκέφαλος παύει να λειτουργεί και το ανθρώπινο σώμα πέφτει σε κώμα. Συνεπώς, η μερική (υποξία) ή η ολική στέρησή του (ανοξία) οδηγεί κάθε ανθρώπινο οργανισμό σε ολέθριες βλάβες και στον θάνατο. Το οξυγόνο είναι η κοινή συνισταμένη όλων των έμβιων οργανισμών -όλων των ανθρώπων, εν προκειμένω. Ο μηχανισμός της αναπνοής και το οξυγόνο δεν είναι ζήτημα υποκειμενικό, ή ζήτημα προς «διαπραγμάτευση», αλλά κοινός όρος του ζην για την ανθρώπινη ύπαρξη. Έστω και αν αξιοποιηθεί μεταφορικά, όπως στο κείμενο και την παράσταση, το «οξυγόνο» θα πρέπει να διατηρήσει το οντολογικό του χαρακτηριστικό, εκείνο της «κοινότητας» ανάμεσα στους ανθρώπους. Η συλλογιστική, όμως, του κειμένου/παράστασης αναδεικνύει το «οξυγόνο», ως ένα διαφοροποιητικό στοιχείο για τον καθένα/μία, καθιστώντας το μία διακριτή ατομική συνιστώσα που υπόκειται σε ατομικές επιθυμίες, ατομικές ανάγκες, ηδονές, επιλογές κ.ά. [14] Γεγονός που αντιστρέφει την έννοια του «οξυγόνου», από ενοποιητικό στοιχείο σε στοιχείο διαφοροποίησης ανάμεσα στους ανθρώπους. Κι έτσι προκύπτουν και τα αποπροσανατολιστικά ερωτήματα που διαφημίζουν παντού την παράσταση:
Τί είναι για σένα «οξυγόνο»;
Η νέα αυτή αντίστροφη σημασιολόγηση του «οξυγόνου» που εισάγεται με την παράσταση, δίνει τη δυνατότητα στον καθένα/μία από μας να δικαιολογήσει τις πράξεις και την απραξία μας, τη συμμετοχή και την αδράνειά μας, την ευθύνη και την ανευθυνότητά μας, τη μνήμη και την επιλεκτική αμνησία μας, απέναντι σε κοινωνικά, πολιτικά και καλλιτεχνικά γεγονότα. Και επιτρέπει στη φράση «οξυγόνο για μένα είναι …» να γίνει η προμετωπίδα της εποχής στην οποία ζούμε, δίνοντας άλλοθι σε όλα τα φαινόμενα που ταλανίζουν την κοινωνία.
Επιτρέπει, όμως, και στον δημιουργό της παράστασης να πει:
«Κι αν με ρωτήσουν ποιο είναι το νόημα αυτής της παράστασης και τί ήθελες να πεις», τότε θα πω: «Δεν καταλαβαίνω, καν τί με ρωτάτε» [15].
Επιτρέπει, επίσης, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, να ισχυριστεί ο καλλιτέχνης ως κατακλείδα στο έργο του:
«Αυτοί είναι ο Σάσα και η Σάσα, είναι οι άνθρωποι της τρίτης χιλιετίας. Κρατήστε τους ζωντανούς στη μνήμη σας, όπως είναι. Είναι μια ολόκληρη γενιά. Κρατήστε τους στη μνήμη σας σαν μια παλιά φωτογραφία. Είναι η γενιά που στα κεφάλια της πέφτει από το παγωμένο διάστημα με ιλιγγιώδη ταχύτητα ένας γιγαντιαίος μετεωρίτης.» [16]
Και τότε εμφανίζεται με θεαματικό τρόπο στη σκηνή ένας μετεωρίτης, ο οποίος επικρέμαται πάνω από τα νεαρά κορίτσια και αγόρια που χορεύουν και απειλεί να τα καταπλακώσει! Κι αν διερωτάσθε τί συνέβη ή τί συμβαίνει τώρα … τότε η απάντηση είναι ότι από το σύμπαν, έρχεται ένα φυσικό φαινόμενο, ένας μετεωρίτης, που ευθύνεται τελικά για την καταστροφή της γενιάς Ζ, ίσως και της σύγχρονης, ίσως και της επόμενης…! Ας κλάψουμε, λοιπόν, μπροστά στο εικονοστάσι των χαμένων γενεών, ακούγοντας μουσική rave, χορεύοντας άλλοτε νωχελικά, άλλοτε δυναμικά, φλυαρώντας με φληναφήματα, μέσα στην «ψυχοπολιτική μας ασφυξία» … σαν να μην υπήρξαν … σαν να μην υπάρχουν αυτή τη στιγμή… εξουσίες, πολιτικές, στρατηγικές που… αναπνέουν το οξυγόνο μας!
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Πάνος Κέφαλος
Οξυγόνο | Γιώργος Κουτλής, Κείμενο: Ivan Vyrypaev, Στέγη Ιδρύματος Ωνάση.
Παίζουν οι Γαβριέλα Αντωνοπούλου, Αναστασία Βαλσαμάκη, Νοεμή Βασιλειάδου, Ιάσονας Βροχίδης, Χαρά Γιώτα, Νίκος Γονίδης, Ελευθερία Ηλιοπούλου, Θοδωρής Θεοδωρακόπουλος, Πάνος Κλάδης, Δέσποινα Λαγουδάκη, Μαριάννα Μαθιά, Ηλέκτρα Μπαρούτα, Ιωάννης Μπάστας, Αλέξανδρος Νούσκας Βαρελάς, Εβίνη Παντελάκη, Αντωνία Πιτουλίδου, Γκαλ Α. Ρομπίσα, Κατερίνα Σαμαρά, Ναταλία Σουίφτ, Γιάννης Τομάζος, Κώστας Phoenix, Μάριος Χατζηαντώνη, Νικόλας Χατζηβασιλειάδης.
[1] Καινή Διαθήκη, Κατά Ματθαίον Ε΄, ΣΤ΄ και Ζ’ με σειρά που παρουσιάζονται στη σκηνή, αυτολεξεί είναι: Ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις, ουκ επιορκήσεις, μην αντιστέκεσαι στο άδικο, κι αν κάνεις το καλό μην απαιτείς τυμπανοκρουσίες, ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, μην κρίνετε για να μην κριθείτε, μη δώτε το άγιον τοις κυσί, μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, το καλό δέντρο, καλούς καρπούς δίνει ενώ το σάπιο δέντρο σάπιους καρπούς.
[2] Στην Ελλάδα το έργο ανέβηκε πρώτη φορά σε σκηνοθεσία Μαρίας-Λουίζας Παπαδοπούλου, στο θέατρο ΑΜΟΡΕ (2007)
[3] «Αγάπη και ασφυξία είναι στην ουσία το ίδιο πράγμα»
[4]«Γιατί μόνο με την παράφορη αγάπη μπορείς να δικαιολογήσεις το παράφορο μίσος και το ανάποδο»
[5] «Αν και στην τελική όλα σ’ αυτή τη ζωή από δύο πράγματα προέρχονται: απ’ την παράφορη αγάπη, δηλαδή μια αγάπη τόσο δυνατή που κάνει τον άνθρωπο τρελό και από τη δίψα για αέρα», «(…) Εξαρτάται τί θεωρείς αποπλάνηση. Γιατί όταν η Νίνα Τσαβσταβάντζε παντρεύτηκε τον Γκριμπαέντοφ ήταν δεκατριών χρονών, κι αν τώρα πεις, ότι αυτή η γενιά διαφέρει από την αριστοκρατική γενιά του ΧΙΧ αιώνα, τότε σταματάω κάθε διάλογο μαζί σου».
[6] «Και χέστηκες για όλα τα παιδιά αυτού του κόσμου γιατί δεν έχεις δικά σου»
[7] «Έχω σιχαθεί τη Δημοκρατία»
[8] Εσύ η ίδια ρε, γαμώτο, πώς ζεις; Για κάνε ρε αυτή την ερώτηση στον εαυτό σου! Αυτή την ερώτηση και μόνο. Κάθε άνθρωπος πρέπει να κάνει στον εαυτό του μία και μόνο ερώτηση: “Πώς ζω; Πώς στο διάολο ζω τη ζωή μου;”
[9] «Τι είναι λοιπόν, για σένα απαραίτητο; Η συνείδηση.»
[10] Όπως αναφέρεται στο κείμενο
[11] Η φράση αυτή λειτουργεί ως κατακλείδα του κειμένου και της παράστασης.
[12] Φράση από το κείμενο
[13] Άραγε ποια είναι η έννοια αυτού του όρου;
[14] «Και αγαπάς, και μισείς και σκοτώνεις μόνο για χάρη αυτού του απαραίτητου αγαθού πάνω στη γη.»
[15] Φράσεις από την παράσταση
[16] Με αυτές τις προτάσεις κλείνει η παράσταση Οξυγόνο