Λίγα λόγια για το φαινόμενο «τραμπισμός»

Ο τραμπισμός φαίνεται να συνιστά ένα νέο σύστημα εξουσίας στο οποίο καινούργιοι βασικοί παίκτες εισέρχονται στην άσκηση της εξουσίας. Όπου, δηλαδή, μεγάλοι επιχειρηματίες (οι δισεκατομμυριούχοι) τείνουν να ασκούν ευθέως την πολιτική εξουσία αντί να την επηρεάζουν με έμμεσο τρόπο. Φυσικά, σε αναγκαστική συνεργασία με το κλασικό επαγγελματικό πολιτικό προσωπικό των δομών εξουσίας. Για να πετύχουν την κατάληψη της εξουσίας διαμορφώνουν έναν λόγο ‘εξεγερτικό’ έναντι της παραδοσιακής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τονίζοντας ιδιαίτερα τη διαφθορά των επαγγελματικών πολιτικών ελίτ και την αποστασιοποίησή τους από τα αληθινά συμφέροντα των λαϊκών τάξεων και των απλών πολιτών.

Με αυτή την έννοια, η ιστορική εκκίνηση του παγκόσμιου τραμπισμού μπορεί να αναγνωριστεί στον ιταλικό μπερλουσκονισμό της δεκαετίας του 1990. Ο δισεκατομμυριούχος μεγαλοεπιχειρηματίας που καλείται να ‘νοικοκυρέψει’ την εθνική οικονομία κυβερνώντας τη χώρα «με τη συνέπεια και την αποτελεσματικότητα που διοικεί τις επιχειρήσεις του … ».  Σταθερά μοτίβα αυτού του ‘νοικοκυρέματος’ (που αποδεικνύεται πολύ αποτελεσματικό για την επιδίωξη προσωπικών συμφερόντων) είναι -κυρίως στην αμερικανική του εκδοχή- το λιγότερο κράτος, η μείωση των φόρων κυρίως προς όφελος των πλουσίων, η δαιμονοποίηση των μεταναστών σε συνάρτηση με τη θυματοποίηση των γηγενών πληθυσμών, η ρητορική εναντίον μιας μορφής ανεργίας που προκαλείται από τη διακρατική οικονομική αλληλεξάρτηση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και τα σκληρά μέτρα κατά της εγκληματικότητας που απειλούν ολόκληρες κοινωνικές ομάδες. Γύρω από αυτή τη δυναμική κινητοποιούνται και άλλοι παίκτες οι οποίοι για τον σκοπό αυτόν διευθετούν κατάλληλα τις στρατηγικές τους. Αυτό σημαίνει ότι το παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό (δηλαδή το στρώμα των επαγγελματιών της πολιτικής που νέμεται με περιοδικές εναλλαγές κομματικών σχηματισμών και ατόμων τις θέσεις εξουσίας) αναπροσαρμόζεται πολιτικά και ιδεολογικά, βρίσκοντας νέους μηχανισμούς σύνδεσης, διάδρασης και συνεργασίας στο πλαίσιο της διαδικασίας ‘εισβολής’ των νεοφερμένων στην πολιτική.

Εδώ όμως δεν έχουμε απλώς τη μεταδημοκρατική στενή διαπλοκή πολιτικής εξουσίας και οικονομικής δύναμης που ανέλυσε ο Κόλιν Κράουτς [1] στις αρχές του αιώνα και στο πλαίσιο της οποίας διαμορφώνονται αυτοαναφορικές οικονομικές και πολιτικές ελίτ που λειτουργούν χωρίς αξιόλογο δημόσιο έλεγχο.  Έχουμε ένα βήμα παραπάνω: το πέρασμα σε μια καθοριστικής σημασίας συμβολική θέσμιση της δυνατότητας να ασκεί πολιτική αυτός που δεν είναι πολιτικός, ή μάλλον να πρέπει να ασκεί πολιτική αυτός που δεν είναι πολιτικός. Αυτό το φαινόμενο, τουλάχιστον στην αμερικανική του εκδοχή, ευνοεί μεταξύ άλλων την ανάπτυξη ενός δεξιού λαϊκισμού που από τη μια αμφισβητεί ‘αντισυστημικά’ την αξία του τυπικού επαγγελματικού πολιτικού προσωπικού και από την άλλη θωρακίζει το σύστημα με νέες πιο καινοτόμες εξουσιαστικές πρακτικές που αντλούν από πρωτόγνωρες δυναμικές μαζικής υποστηρικτικής αφοσίωσης. Αυτό είναι ένα από τα παράδοξα του τραμπισμού: οι βασικοί και πιο φανατικοί υποστηρικτές της ιδέας ότι το νέο πολιτικό μόρφωμα πρέπει να εγκατασταθεί επιχειρησιακά στην καρδιά του κράτους είναι εκείνοι που ‘ιδεολογικά’ δείχνουν να απεχθάνονται το κράτος.

 

Ιδεολογικές πτυχές του τραμπισμού

Γενικότερα, ακόμη και στο στενά αμερικανικό πλαίσιο, ο τραμπισμός είναι από ιδεολογική άποψη ένα ανομοιογενές πολιτικό φαινόμενο πλήρες αντιφάσεων. Θα μπορούσαμε να το εντάξουμε στο ευρύτερο φαινόμενο του «μεταφασισμού», το οποίο, σύμφωνα με τον Enzo Traverso, είναι «ένα ιδιαίτερο καθεστώς ιστορικότητας που εξηγεί το άστατο, ασταθές και συχνά αντιφατικό ιδεολογικό του περιεχόμενο, στο οποίο ανακατεύονται αντιθετικές πολιτικές φιλοσοφίες» [2]. Ένα φαινόμενο, επομένως, στο οποίο συνυπάρχουν, σε κάθε φορά ασταθή δοσολογία, στοιχεία φασιστοειδών αντιλήψεων, δεξιού λαϊκισμού, ποικίλων μορφών σοβινισμού και καπιταλιστικής πατριαρχίας, καθώς και ακραίας συνωμοσιολογίας.

Υπαινίχθηκα προηγουμένως μια αντίφαση του τραμπισμού ανάμεσα στη ρητορική απόρριψη του πολιτικού κατεστημένου και τη χρησιμοποίησή του ως εργαλείου διακυβέρνησης. Μια άλλη ιδεολογική αντίφαση του τραμπισμού είναι το γεγονός ότι η απόλυτη απόρριψη της woke κουλτούρας, στις περιπτώσεις που αυτή αφορά σκιρτήματα των ταυτοτήτων των μαύρων, των Λατίνων, των ΛΟΑΤΚΙ και άλλων κοινοτήτων, δεν εμποδίζει (τουναντίον) την πλήρη εφαρμογή αυτής της κουλτούρας, με το να την εγκαθιστά στον πολιτικό πυρήνα μιας ‘εξεγερμένης’ λευκής κοινότητας που διεκδικεί τη χαμένη της υπεροχή. Βασικό μέρος του MAGA είναι η αποκατάσταση της λευκής υπεροχής. Μια τρίτη ιδεολογική αντίφαση του τραμπισμού αφορά τη σχέση του με τον νεοφιλελευθερισμό.  Ενώ δηλαδή φαίνεται να σέβεται βασικά νεοφιλελεύθερα συστατικά (όπως η δραστική μείωση της φορολογίας και η απίσχνανση του κράτους), από την άλλη πλευρά περιέχει στοιχεία που αντιτίθενται στον νεοφιλελευθερισμό, όπως η απόρριψη της παγκοσμιοποίησης και η πολιτική των δασμών.

Ο τραμπισμός όμως, παρόλες τις αντιφάσεις του, διευρύνεται ιδεολογικά ακολουθώντας τη διακύμανση των γενικότερων κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων. Αν και διατηρεί μέχρι σήμερα βασικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά που πρωτοεμφάνισε το 2016, στη σημερινή συγκυρία τα απευθύνει σε νέους αποδέκτες. Ας πούμε, στη ρητορική του Τραμπ (πάντα σύμφωνα με τον Τραβέρσο) η λέξη «κατεστημένο» αναπαράγει και αντανακλά το παλιό αντισημιτικό στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο υπάρχει μια ενάρετη, αρμονική και ειρηνική κοινότητα ριζωμένη στην ύπαιθρο, η οποία απειλείται από την ανώνυμη, διανοούμενη, κοσμοπολίτικη και διεφθαρμένη μητρόπολη» [3]. Με αυτή την έννοια, αυτή η έμφορτη ιδεολογικών στερεοτύπων έννοια του κατεστημένου που χρησιμοποιήθηκε αρχικά το 2016 επανέρχεται σήμερα, μόνο που τώρα η σημασία της έχει διαφοροποιηθεί, έχει προσαρμοστεί στα σύγχρονα δεδομένα.

Σήμερα, δηλαδή, η λέξη «κατεστημένο» εξακολουθεί μεν να ‘λογχίζει’ συναισθηματικά και να παρακινεί την επιθετική αντίδραση πολλών ανθρώπων των αγροτικών κοινοτήτων (κυρίως στις κεντρικές και στις μεσοδυτικές πολιτείες των ΕΠΑ)  έναντι των ‘κέντρων διαφθοράς’ που είναι οι μεγάλες πόλεις, ωστόσο τώρα πείθει και άλλα κοινά, είτε περισσότερο μορφωμένα και συνδεδεμένα με αστικές συνθήκες ζωής, είτε περισσότερο πρόθυμα να ‘λάβουν το μήνυμα’ προσαρμοσμένο στα δικά τους δεδομένα. Για παράδειγμα, δεν θα ήταν δυνατό να εξηγηθεί διαφορετικά το παράδοξο (που περιγράφει ο Δημήτρης Αναστασίου, καθηγητής Πανεπιστημίου Νότιου Ιλινόι) ότι ενώ οι πολιτικές ταυτοτήτων στοχεύουν στην ενδυνάμωση των μειονοτήτων, σημαντικό τμήμα αυτών των ομάδων, όπως οι Λατίνοι και οι θρησκευόμενοι Αφροαμερικανοί, ανασύρουν παραδοσιακές αρχές που έρχονται συχνά σε σύγκρουση με καινοφανείς πολιτισμικές αξίες και πρακτικές που προώθησε ή ανέχθηκε το Δημοκρατικό Κόμμα τα τελευταία χρόνια [4]. Με άλλα λόγια, ο κατεστημένος χειραφετητικός λόγος των Δημοκρατικών, π.χ. για τις γυναίκες και τα άτομα μη δυαδικού φύλου, βρίσκει τα κοινωνικά του όρια σε ισχυρές αντιστάσεις μειονοτήτων που φαίνονται να προτιμούν έναν ‘εξωτερικό’ ρατσισμό που τις αντιμετωπίζει συνολικά ως απειλή για την αμερικανική κοινωνία, παρά να βιώσουν μια διάσπαση της εσωτερικής τους συνοχής που θα μπορούσε  να διαρρήξει τις παραδοσιακές σχέσεις εξάρτησης στην οικογένεια και στην κοινότητα.  Στα σημερινά δεδομένα, αυτό εξηγεί σε έναν βαθμό γιατί, πώς και ποιες εθνοτικές ομάδες των λαϊκών τάξεων έγιναν ευάλωτες στον δεξιό λαϊκισμό, ειδικά σε συνδυασμό με το επίπεδο μόρφωσης.

 

Για ποιους λόγους επικράτησε ο Τραμπ (και ο τραμπισμός)

Ο μεταφασισμός (και σε αυτό προσομοιάζει στον ιστορικό φασισμό) στηρίζεται στη δύναμη των ‘εξεγερμένων συναισθημάτων’. Όμως, δεν έχει (και σε αυτό διαφοροποιείται σαφώς από τον φασισμό) ισχυρές αξίες ή έστω μια στοιχειωδώς λογικά συγκροτημένη και συνεκτική κοσμοθεωρία. Επομένως, ενδιαφέρεται κάθε φορά να συνασπίσει, μέσω της απόρριψης του ‘κατεστημένου’, ταξικές και κοινωνικές ομάδες που θα τον στηρίζουν, έστω και βραχυπρόθεσμα. Περισσότερο νοιάζεται να αποκτήσει και να διατηρήσει την πολιτική εξουσία ασκώντας ασύνδετες και αποσπασματικές πολιτικές επιλογές, συνοδεύοντάς τις πάντα με υψηλή επιθετική ρητορική έναντι του ‘συστήματος’. Το δυνατό του σημείο είναι η αξίωση να γεμίσει δυναμικά το πολιτικό κενό που όντως αφήνει μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία η οποία ιστορικά αποξενώνεται όλο και περισσότερο από τους απλούς ανθρώπους. Οι λόγοι της εκλογικής κατίσχυσης του Τραμπ πρέπει να εξεταστούν ψύχραιμα. Δεν ήταν ένα σαρωτικό ιδεολογικό κύμα γενικευμένου νεοσυντηρητισμού που επικράτησε στην αμερικανική κοινωνία, ούτε απλώς ένας εκλογικός ρεβανσισμός της αγροτικής και αμόρφωτης λευκής ανωτερότητας. Αν και υπήρξαν όντως μια συντηρητική στροφή και ένας λευκός ρεβανσισμός, αυτά από μόνα τους δεν καθόρισαν το εκλογικό αποτέλεσμα. Πολλοί ετερογενείς παράγοντες συνέδραμαν σημαντικά σε αυτό. Ας δούμε μερικούς από αυτούς.

Η οικονομία και ο πληθωρισμός έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Σε αυτό συμφωνούν ψύχραιμες αναλύσεις που προέρχονται από πολιτικά και ιδεολογικά διαφορετικές πηγές. Σύμφωνα με τον Lance Selfa, στέλεχος του International Socialist Projec, το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων στις ΗΠΑ μειώθηκε επί κυβέρνησης Μπάιντεν. Η Χάρις το 2024 τα πήγε καλύτερα από ό,τι το 2020 ο Μπάιντεν με τους πιο εύπορους Αμερικανούς, όμως ο Τραμπ παρουσίασε βελτίωση σε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες ψηφοφόρων [5]. Σύμφωνα με τον καθηγητή Αναστασίου, «παρά τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης (περίπου 3%) και τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας (3-4%), η καθημερινότητα των ψηφοφόρων διέφερε αισθητά. Η αύξηση του κόστους ζωής, οι υψηλές τιμές στα σουπερμάρκετ και τα καύσιμα αποτέλεσαν βασικές ανησυχίες, ιδιαίτερα για τους χαμηλόμισθους. Παρότι η οικονομία ήταν το κεντρικό ζήτημα που επηρέασε την ψήφο, η κυβέρνηση Μπάιντεν απέτυχε να λάβει μέτρα κατά της αισχροκέρδειας ή/και να φορολογήσει τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων. Το 81% όσων δήλωναν ότι η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους ήταν χειρότερη με τη διακυβέρνηση Μπάιντεν – Χάρις σε σχέση με πριν από τέσσερα χρόνια. Το ίδιο φαινόμενο με παρόμοια ποσοστά αλλά αντίστροφους κομματικούς πόλους είχε παρατηρηθεί το 2020, όταν ψήφισαν υπέρ του Μπάιντεν. Παράλληλα, η εκστρατεία της Κάμαλα Χάρις δεν είχε σαφές οικονομικό μήνυμα υπέρ των λαϊκών τάξεων» [6].

Η εκλογική δυναμική του Τραμπ έγινε ιδιαίτερα πολυσυλλεκτική, επιτρέποντάς του θεαματικές επιδόσεις και καθορίζοντας το εκλογικό αποτέλεσμα. Είναι εντυπωσιακό πως τον Τραμπ ψήφισαν περίπου το 46% των Λατίνων (αύξηση 13% σε σχέση με το 2020), ενώ στους Αφροαμερικανούς κατέγραψε αύξηση 3 μονάδων, φτάνοντας το 13%, που είναι το υψηλότερο ποσοστό για Ρεπουμπλικάνο τις τελευταίες δεκαετίες. Στους ψηφοφόρους ασιατικής καταγωγής κέρδισε 5 επιπλέον μονάδες και στους Ιθαγενείς Αμερικανούς 10 μονάδες, φτάνοντας το 65%. Η μόνη εθνοτική ομάδα στην οποία ο Τραμπ δεν σημείωσε αύξηση ήταν οι λευκοί, όπου το ποσοστό του μειώθηκε ελαφρώς. Επιπλέον, σημείωσε αύξηση και στις προτιμήσεις των γυναικών (από 42% σε 45%.) Το Δημοκρατικό Κόμμα πλέον εκπροσωπεί κυρίως τα μορφωμένα μεσαία στρώματα, ειδικά στους λευκούς πληθυσμούς. Στην ιστορική ήττα τους το 2024, οι Δημοκρατικοί για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες έχασαν τη λαϊκή ψήφο και, επιπλέον, την πλειονότητα των χαμηλόμισθων ψηφοφόρων, ενώ αντίθετα αύξησαν τα ποσοστά τους στα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Αυτό ακριβώς επισήμανε ο Μπέρνι Σάντερς στη γνωστή παρέμβασή του μετά τις εκλογές. Συμπερασματικά, η ερμηνεία που με πείθει είναι εκείνη του Αναστασίου, ο οποίος εκτιμά πως η νίκη του Τραμπ οφείλεται περισσότερο σε μια επανατοποθέτηση κοινωνικών τάξεων και λιγότερο σε ρατσιστικό ρεβανσισμό.

Για να φανεί πόσο πιο σύνθετες από τις απλές ιδεολογικές θέσεις ή τα δημογραφικά χαρακτηριστικά είναι οι ανάγκες που οδηγούν τους ανθρώπους στις πολιτικές τους επιλογές, αξίζει να κάνουμε μια εσωτερική σύγκριση σε τρεις ‘τραμπικές’ πολιτείες. Η σύγκριση γίνεται ανάμεσα στις ‘τραμπικές’ ψήφους, αυτές δηλαδή που πήρε ο Τραμπ στις ομοσπονδιακές εκλογές για την εκλογή του σε πρόεδρο των ΕΠΑ (δηλαδή, αυτές που σταθερά και στερεότυπα ‘φωτίζουν’ τα ΜΜΕ) και στις ‘αντιτραμπικές’ ψήφους, δηλαδή εκείνες που στις πολιτειακές εκλογές των λαϊκών δημοψηφισμάτων επέλεξαν τη διεύρυνση του δικαιώματος στην άμβλωση (και που, φυσικά, δεν έτυχαν αντίστοιχης προβολής). Στην Αριζόνα, λοιπόν, ο Τραμπ έλαβε το 52% των ψήφων (και το σύνολο των εκλεκτόρων), ενώ η αντιτραμπική επιλογή υπέρ των αμβλώσεων έλαβε το 61,6% των ψήφων. Στο Μιζούρι, αντίστοιχα, το ποσοστό που ψήφισε Τραμπ για πρόεδρο ήταν της τάξης του 60%, ενώ η απόφαση για υπεράσπιση του δικαιώματος στην άμβλωση έλαβε το 51,5%. Τέλος, στη Μοντάνα ο Τράμπ έφτασε το 58% των ψήφων, ενώ η ‘αντιτραμπική’ δημοψηφισματική επιλογή της διατήρησης του δικαιώματος στην άμβλωση έλαβε το 57,8% (σχεδόν το 58%!) [7]. Αλλά και στη Φλόριντα, που είναι εκλογικό προπύργιο του Τραμπ, και όπου το δημοψήφισμα για την άμβλωση απέτυχε, η σύγκριση  δείχνει την ίδια τάση. Στις ομοσπονδιακές εκλογές ψηφίστηκε ο Τραμπ (με το 56% των ψήφων) ενώ το πολιτειακό δημοψήφισμα για την άμβλωση υπερψηφίστηκε από τους εκλογείς (με το 57,2% των ψήφων). Εκεί το δημοψήφισμα δεν πέρασε εξαιτίας της συντηρητικής πρόβλεψης σε αυτή την πολιτεία να χρειάζεται ένα δημοψήφισμα το 60% των ψήφων για να περάσει!

Ούτε βεβαίως μπορούν να γίνουν αυτοματικές αναγωγές στα δημογραφικά δεδομένα των ψηφοφόρων για να εξηγηθεί η επιλογή τους. Χαρακτηριστικά, αν τα χαμηλού κύρους και χειρωνακτικά επαγγέλματα ήταν πράγματι προϋπόθεση για την ψήφο στον Τραμπ, τότε πώς εξηγείται ότι η πολιτεία του Όρεγκον, παραδοσιακά κατοικημένη από συντριπτική πλειοψηφία υλοτόμων, ψαράδων και αγροτών, έβγαλε ένα 56% υπέρ της Χάρις, αφήνοντας τον Τραμπ στο 41%; Τέτοιες αναγωγές αμιγούς ιδεολογικού χαρακτήρα και δημογραφικών χαρακτηριστικών είχαν περισσότερο νόημα το 2016, αλλά όχι σήμερα. Επομένως, περισσότερο από επιτυχία του Τραμπ, ήταν ιστορική αποτυχία της ηγεσίας των Δημοκρατικών. Αυτό ήταν το νόημα της μετεκλογικής δήλωσης του Μπέρνι Σάντερς.

 

Επιπτώσεις του τραμπισμού στη δημοκρατία

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η νίκη του Τραμπ θα μετατοπίσει προς τα δεξιά τον παγκόσμιο πολιτικό χάρτη. Όμως, στο αγωνιώδες ερώτημα «ποιες επιπτώσεις θα έχει η εκλογή του Τραμπ και η παγκόσμια ενίσχυση του τραμπισμού στη διακυβέρνηση των χωρών της Αμερικής και της Ευρώπης και ειδικότερα στην ανάπτυξη των δικαιωμάτων των πολιτών τους;» η απάντηση εξαρτάται από την περίπτωση.  Εξηγούμαι: με δεδομένο ότι δεν υφίσταται ούτε διαφαίνεται πιθανή η δημιουργία μιας ‘διεθνούς του τραμπισμού’, το μέγεθος της επιρροής του τραμπισμού θα εξαρτηθεί από τις πρακτικές αντίστασης που θα προβάλλουν οι κινηματικές συλλογικότητες των χωρών αυτών σε συνδυασμό με την αρχιτεκτονική του εκάστοτε πολιτικού συστήματος και τις εμπειρικές δυνατότητες αποτροπής που αυτή η αρχιτεκτονική προσφέρει έναντι των παραβιάσεων των δικαιωμάτων.

Η διαφορά, εν προκειμένω, μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής είναι ότι ενώ η πρώτη σε γενικές γραμμές και λόγω έλλειψης θεσμικών αμεσοδημοκρατικών πρακτικών μπορεί να σηκώσει μόνο τα αναχώματα των κοινωνικών κινημάτων έναντι του αυταρχισμού και της παραβίασης των δικαιωμάτων, η Αμερική διαθέτει μια σύνθετη δομή πολιτικού συστήματος της οποίας η αρχιτεκτονική είναι σχεδιασμένη για να προσφέρει πολλαπλά σημεία βέτο από διαφορετικούς παίκτες και σύνθετες διαδικασίες διαβούλευσης και διαπραγμάτευσης που οδηγούν νομοτελειακά σε συμβιβασμούς συμφερόντων. Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι ΕΠΑ φαίνονται να διαθέτουν μηχανισμούς πιο κατάλληλους για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο του τραμπισμού. Μηχανισμούς, δηλαδή, μέσω των οποίων οι διαδικασίες απόφασης επαφίενται σε πολλαπλούς παίκτες που έχουν λόγο στο πολιτικό παιχνίδι διακυβέρνησης της χώρας.

 

Το αμερικανικό πολιτικό σύστημα

Πράγματι, στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα υπάρχουν τα ‘θεσμικά αντίβαρα’ (γνωστά ως ‘checks and balances’), μηχανισμοί ελέγχου και εξισορρόπησης των συμφερόντων και των πιέσεων που ασκούνται κατά περίπτωση. Η βασική αρχή της πολιτικής φιλοσοφίας του Τζέιμς Μάντισον (γνωστού ως «Πατέρα του Συντάγματος») ήταν η ιδέα ότι η σύγκρουση εντός της διαδικασίας διακυβέρνησης είναι προτιμότερη από τη σύγκρουση μεταξύ της κυβέρνησης ως συνόλου και των διαφωνούντων [8]. Για τον σκοπό αυτόν, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα κατασκευάστηκε προσεκτικά και εξελίχθηκε για να διευκολύνει ή μάλλον να εξαναγκάζει σε συνεργασίες, να απορροφά τις διαφωνίες και να θεσμοποιεί τις συγκρούσεις.

Τρία είναι τα κύρια εργαλεία αυτών των αντίβαρων. Ο φεντεραλισμός, τα δημοψηφίσματα και η ανακλητότητα. Ο φεντεραλισμός είναι μια πολύπλοκη σύζευξη θεσμικών μηχανισμών με σκοπό τον αμοιβαίο έλεγχο των εξουσιών και την κατά το δυνατό εξισορρόπησή τους, ενώ τα δημοψηφίσματα και η ανακλητότητα συνιστούν απευθείας μηχανισμούς άμεσης δημοκρατίας και αντίρροπης δυναμικής έναντι των ‘σφαλμάτων’ της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Το πρώτο θεσμικό αντίβαρο είναι ο «φεντεραλισμός», λοιπόν, δηλαδή η συνταγματική κατανομή εξουσίας μεταξύ των κυβερνήσεων των πολιτειών και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ιστορικά, είναι τόσο πολύπλοκη και διαμφισβητούμενη (ίσως και εσκεμμένα) αυτή η κατανομή  των εξουσιών στο πλαίσιο του φεντεραλισμού ώστε, αν εξαιρέσουμε κάποια πεδία πολιτικής (όπως η ανάπτυξη του στρατού, η εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής και το τύπωμα του χρήματος) που ανήκουν καθαρά στις αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, για σχεδόν όλα τα υπόλοιπα πεδία τόσο οι πολιτείες όσο και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση διεκδικούν να έχουν την πρωτοκαθεδρία στη λήψη των αποφάσεων [9].

Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Γράφτηκε πρόσφατα ότι ο Τραμπ στην εσωτερική πολιτική, μεταξύ των άλλων, θα αναδιαμορφώσει το εκπαιδευτικό σύστημα με βάση έναν προσανατολισμό συντηρητικών αξιών. Ποια είναι η αλήθεια; Η εκπαίδευση στις Ενωμένες Πολιτείες είναι πρωτίστως πολιτειακή και τοπική ευθύνη. Η δομή της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης στη χώρα αντικατοπτρίζει αυτόν τον κυρίαρχο πολιτειακό και τοπικό ρόλο. Χαρακτηριστικά, από περίπου 1,15 τρισεκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν σε εθνικό επίπεδο για την εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα κατά το σχολικό έτος 2012-2013, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος προήλθε από πολιτειακές, τοπικές και ιδιωτικές πηγές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα τη στοιχειώδη και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου περίπου το 92% των κεφαλαίων προήλθαν από μη ομοσπονδιακές πηγές. Αυτό σημαίνει ότι η ομοσπονδιακή συνεισφορά στη δημοτική και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι περίπου 8%. Πόσο, λοιπόν, μπορεί να επηρεάσει την εκπαίδευση σε μια καπιταλιστική χώρα ένα οργανισμός που τη χρηματοδοτεί κατά 8%; Χαρακτηριστικό της σχέσης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τα ζητήματα εκπαίδευσης είναι το γεγονός ότι επί της προεδρίας του ο Ρόναλντ Ρέιγκαν σκεφτόταν στα σοβαρά να καταργήσει εντελώς το υπουργείο παιδείας! Αυτό το παράδειγμα, μας δίνει και ένα μέτρο της ανάγκης να αποτιμήσουμε τον τραμπισμό με μια ψύχραιμη ανάλυση,  χωρίς να μας παρασύρουν οι συναισθηματικές εκρήξεις, οι μεγαλοστομίες και οι απειλές του Τραμπ.

Το δεύτερο εργαλείο των θεσμικών αντίβαρων είναι τα δημοψηφίσματα. Υπάρχουν δύο κατηγορίες δημοψηφισμάτων, εκείνα που προκαλούνται από λαϊκές πρωτοβουλίες (με συλλογή υπογραφών) και εκείνα που παραπέμπονται από νομοθετικά σώματα των πολιτειών (αναφερόμενα μέτρα) για να αποφασίσουν οι πολίτες. Στις ΕΠΑ, 26 πολιτείες προβλέπουν, μεταξύ άλλων, λαϊκά παρακινημένες πρωτοβουλίες δημοψηφισμάτων. Υπάρχουν 24 πολιτείες που δεν προβλέπουν τέτοιες πρωτοβουλίες και περιορίζονται περισσότερο σε δημοψηφίσματα τα οποία παραπέμπουν στους πολίτες τα πολιτειακά νομοθετικά σώματα. Ωστόσο, οι δημοτικές και τοπικές κυβερνήσεις προβλέπουν τοπικές πρωτοβουλίες σε ορισμένες από αυτές τις πολιτείες. Τα λαϊκά παρακινημένα δημοψηφίσματα περιλαμβάνουν τρεις τύπους δημοψηφισμάτων: Πρώτον τις συνταγματικές τροποποιήσεις, που ξεκινούν με πρωτοβουλία πολιτών που συλλέγουν υπογραφές αναφοράς από έναν ορισμένο ελάχιστο αριθμό εγγεγραμμένων ψηφοφόρων σε μια πολιτεία για να τροποποιήσουν το σύνταγμα μιας πολιτείας. Δεύτερον, τα πολιτειακά καταστατικά, που ξεκινούν με πρωτοβουλία πολιτών και τροποποιούν το νομοθετικό πλαίσιο της πολιτείας. Και τρίτον, τα δημοψηφίσματα αρνησικυρίας, που είναι πρωτοβουλίες πολιτών με υπογραφές από έναν ορισμένο ελάχιστο αριθμό εγγεγραμμένων ψηφοφόρων σε μια πολιτεία για να υποστηρίξουν ή να καταργήσουν έναν θεσπισμένο νόμο. Αυτός ο τύπος ονομάζεται επίσης δημοψήφισμα καταστατικού, λαϊκό δημοψήφισμα, βέτο του λαού ή βέτο του πολίτη.

Η αξιοποίηση των δημοψηφισμάτων σε πολιτικό επίπεδο είναι σημαντική. Χαρακτηριστικά, 0ι New York Times ανέφεραν ότι μέχρι τον Μάιο του 2021 οι Ρεπουμπλικανοί είχαν εισαγάγει 144 νομοσχέδια για τον περιορισμό των δημοψηφισματικών πρωτοβουλιών σε 32 πολιτείες, 19 από τα οποία είχαν υπογραφεί σε νόμο από εννέα Ρεπουμπλικανούς κυβερνήτες. Αν και ιστορικά είχαν χρησιμοποιηθεί πρωτοβουλίες και από τα δύο κόμματα, οι Δημοκρατικοί αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί, χρησιμοποιώντας τη διαδικασία τα τελευταία χρόνια σε πολιτείες των οποίων δεν ελέγχουν τις κυβερνήσεις. Τα τελευταία χρόνια, οι προοδευτικοί που σκοπεύουν να μειώσουν τη νομοθετική εξουσία των Ρεπουμπλικανών έχουν δώσει νέα έμφαση στις λαϊκές πρωτοβουλίες. Τα μέσα ενημέρωσης στην Ευρώπη επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στις προεδρικές αναμετρήσεις και στις αναμετρήσεις του Κογκρέσου, αλλά αυτή η έμφαση αγνοεί άλλες σημαντικές αποφάσεις που θα λάβουν οι ψηφοφόροι.

Στον κύκλο του 2024, οι ψηφοφόροι σε 41 πολιτείες είχαν τουλάχιστον ένα δημοψήφισμα να ψηφίσουν το οποίο είτε προκλήθηκε από πολίτες είτε παραπέμφθηκε σε αυτούς από τα νομοθετικά σώματα. Συνολικά, οι ψηφοφόροι αποφάσισαν περίπου 160 λαϊκές πρωτοβουλίες. Πολλές από αυτές, εν μέσω εκλογικού θριάμβου του Τραμπ, πέτυχαν  τη διεύρυνση των δικαιωμάτων των πολιτών κόντρα στον τραμπισμό. Την ίδια μέρα που ο τραμπισμός γινόταν και πάλι κεντρική πολιτική εξουσία, σε επτά από τις δέκα πολιτείες που διενήργησαν δημοψηφίσματα με αντικείμενο την άμβλωση διευρύνθηκε το δικαίωμα στην ελεύθερη αναπαραγωγική επιλογή. Και μάλιστα με την εγγραφή αυτού του δικαιώματος στα συντάγματα των αντίστοιχων πολιτειών. Από το 2010 έως το 2022, ο μέσος αριθμός δημοψηφισμάτων σε εθνικό επίπεδο σε ένα ζυγό έτος ήταν 161. Μέχρι το 2006, πραγματοποιήθηκαν 2.231 λαϊκές πρωτοβουλίες σε επίπεδο πολιτειών στις Ηνωμένες Πολιτείες, από τις οποίες οι 887 ήταν επιτυχείς [10]. Μεταξύ 1996 και 2022, υπήρξαν 28 δημοψηφίσματα για την αύξηση του κατώτατου μισθού μιας πολιτείας. Οι ψηφοφόροι ενέκριναν 26 από αυτές τις πρωτοβουλίες (92,86%) και απέρριψαν δύο (7,14%).

Το τρίτο εργαλείο των θεσμικών αντίβαρων είναι η ανακλητότητα, ιστορικά κλασικό αμεσοδημοκρατικό εργαλείο από την Αθηναϊκή Δημοκρατία, μέχρι την Κομούνα του Παρισιού και τα Σοβιέτ της πρώιμης περιόδου. Προβλέπονται δημοψηφίσματα ανάκλησης σε όλη τη χώρα για όλα τα πολιτειακά και τοπικά αιρετά αξιώματα. Με τις πρωτοβουλίες ανακλητότητας μπορούν να ανακληθούν οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι των πολιτειών, των δήμων, των κομητειών, δηλαδή κυβερνήτες, γερουσιαστές, βουλευτές, δήμαρχοι, γενικοί εισαγγελείς, δημοτικοί σύμβουλοι, αξιωματικοί της αστυνομίας, σχολικοί σύμβουλοι κοκ. Το 2011, έγιναν τουλάχιστον 150 εκλογές ανάκλησης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από αυτές, 75 αξιωματούχοι ανακλήθηκαν και εννέα υπάλληλοι παραιτήθηκαν υπό την απειλή ανάκλησης. Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο του 2024, οι αξιωματούχοι που αντιμετώπισαν προσπάθειες ανάκλησης και απομακρύνθηκαν στις εκλογές ανάκλησης έως τα μέσα του έτους ήταν περισσότεροι από οποιοδήποτε άλλο μετά το 2014. Η επιτυχής ανάκληση 38 εκλεγμένων αξιωματούχων μέχρι τον φετινό Ιούνιο ξεπερνά τον δεύτερο υψηλότερο αριθμό των 29 ανακλημένων το 2016.

Συμπερασματικά, μέσα από την παραπάνω αδρή αναφορά στο πολιτικό σύστημα των ΕΠΑ γίνονται σαφείς οι κρίσιμες διαφορές στις δομές των πολιτικών ευκαιριών της χώρας σε σύγκριση με τη Γηραιά Ήπειρο. Τόσο οι θεσμικές ευκαιρίες εξισορρόπησης των εξουσιών, αλλά κυρίως οι ευκαιρίες αμεσοδημοκρατικής παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα στο πολιτικό σύστημα των ΕΠΑ προοιωνίζονται κατά την γνώμη μου μια δυσχερέστερη ‘εισχώρηση’ και μια λιγότερο αποτελεσματική πολιτική διαδρομή των μεταφασιστικών καθεστώτων στην Αμερική σε σύγκριση με την Ευρώπη. Υπό την προϋπόθεση ότι οι λοιποί όροι θα παραμείνουν αμετάβλητοι, η Ευρώπη θα χρειαστεί όσο ποτέ άλλοτε την ισχυροποίηση των συλλογικών δράσεων των κοινωνικών κινημάτων ως μοναδικών αναχωμάτων για να αντιμετωπιστούν οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων των πολλών, ενώ στις ΕΠΑ τα κινήματα, πέρα από τη δύναμη της διαμαρτυρίας στην κοινωνία, διαθέτουν ήδη μια ‘προίκα’  θεσμικών συνάψεων με σημαντικές θεσμικές δυνατότητες λαϊκής παρεμβατικότητας.

 

[1] Κράουτς, Κ. (2006). Μεταδημοκρατία. Αθήνα: Εκκρεμές.

[2] Τραβέρσο, Ε. (2017). Τα νέα πρόσωπα του φασισμού. Αθήνα: Εκδ. του Εικοστού Πρώτου, σελ. 15.

[3] Στο ίδιο: 31.

[4] Αναστασίου, Δ. (2024). “Εκλογές ΗΠΑ: Μισά ψέματα και άβολες αλήθειες: Documentonews, 18 Νοεμβρ. (https://www.documentonews.gr/article/eklogeshpamisapsematakaiavolesalitheies/)

[5] Ζερβού, Η. (2024). Η νίκη Τραμπ είχε εύρος – Όχι βάθος» – Μέλος της αμερικάνικης Αριστεράς αναλύει στο TPP τους παράγοντες, τις πιέσεις και τις προκλήσεις που προκύπτουν. (https://thepressproject.gr/i-niki-trab-eiche-evros-ochi-vathos-melos-tis-amerikanikis-aristeras-analyei-sto-tpp-tous-paragontes-tis-pieseis-kai-tis-prokliseis-pou-prokyptoun/?fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTEAAR2y4KSv8y2vkLLsaI6CSdKDewJLssUiG-qRnl1Kqzj43C0fBDCaFOenWoY_aem_Pp6vqnLvOisKXwoMJVXMPw)

[6] Αναστασίου, ό.π.

[7] NYT, (2024). “Presidential Election Results: Trump Wins”. New York Times(https://www.nytimes.com/interactive/2024/11/05/us/elections/results-president.html).

O’Kruk, A., Choi, A., Mascarenhas, L., Iyer K. and Hudspeth Blackburn, P. (2024). “7 states vote to protect abortion rights, while efforts to expand access in Florida, Nebraska and South Dakota fail”. CNN, November 6.(https://edition.cnn.com/2024/11/05/politics/abortion-state-ballot-measure-dg/index.html)

[8] Meyer, S. D. (2007). The politics of protest. Social movements in America. New York: Oxford Univ. Press, σελ. 19.

[9] Στο ίδιο, σελ. 16.

[10] https://ballotpedia.org/2024_ballot_measures

Το άρθρο είναι μια συνοπτική εκδοχή εισήγησης που έγινε στην επιστημονική ημερίδα με τίτλο: «Οι εκλογές στις ΗΠΑ, η νίκη του Trump και η Ευρωπαϊκή Ακροδεξιά», που διοργάνωσε το Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης στις 4 Δεκεμβρίου 2024.

O Μιχάλης Ψημίτης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου