Είναι αρκετά δύσκολο να κατατάξεις το Chav: Αλληλεγγύη από τα υπόγεια σε ένα και μόνο συγκεκριμένο είδος. Δοκίμιο, μανιφέστο, κριτική, αυτοβιογραφία,  το Chav συγκεντρώνει τόσα πολλά και ετερόκλητα χαρακτηριστικά ώστε να ταιριάζει απόλυτα στη ριζική αλλαγή που παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια να αναδεύει τις παραδοσιακές μορφές της γραφής, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νέες και υβριδικές αφηγήσεις, όπως είναι για παράδειγμα η αυτομυθοπλασία.

Ντομ Χάντερ:  Μαρτυρίες από το περιθώριο.

Chav, στην αγγλική αργκό, σημαίνει πως κάποιος είναι ρεμάλι, κατακάθι, απόβρασμα και αναφέρεται κυρίως σε νέους ανθρώπους που χαρακτηρίζονται ως αναιδείς, άξεστοι και παραβατικοί, ενώ η έννοια χαρακτηρίζεται έντονα από κοινωνική διαστρωμάτωση, καθώς υποδηλώνει καταγωγή από κατώτερα κοινωνικά. Ο Ντομ Χάντερ υπήρξε ένας chav. Με καταγωγή κατά το ήμισυ ρομά, αποτέλεσμα βιασμού της μητέρας του, κακοποιημένος και κακοποιητής, χρήστης ουσιών, ληστής, έγκλειστος σε ιδρύματα τόσο κατά την εφηβική του ηλικία όσο και αργότερα, έμαθε να διαβάζει στα είκοσι τρία του και λίγο αργότερα οργανώθηκε σε αριστερές συλλογικότητες, οπότε και άρχισε να επεξεργάζεται το έντονο πολιτικό χαρακτήρα των βιωμάτων του παρελθόντος του.

«Θέλω, λοιπόν, να χρησιμοποιήσω τούτες τις σελίδες για να αναδείξω τις πολυπλοκότητες και τις αντιφάσεις, να δείξω ότι οι άνθρωποι που μένουν στα μέρη από όπου προέρχομαι είναι πιο πολύπλοκοι από τα στερεότυπα του εγκληματία ή του θύματος και ως τέτοιοι αξίζουν κάτι παραπάνω από ελεημοσύνη ή τιμωρία … Επιπλέον θέλω να μιλήσω για τα άτομα που με έδειραν, με βίασαν, με βασάνισαν και θα παρουσιάσω το πώς οι ψυχές και τα σώματά τους είχαν γεμίσει πληγές εξαιτίας του οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου στο οποίο γεννήθηκαν»

Η στρατηγική που επιλέγει ο Χάντερ είναι απλή. Σε κάθε ημι-αυτόνομο κεφάλαιο αξιοποιεί κάποια από τις «περιπέτειές» του και αφού την εξομολογηθεί με ωμό και ανεπιτήδευτο τρόπο, τη συνδέει με το προβληματικό κοινωνικό-οικονομικό υπόβαθρο στο οποίο επιβίωσε τόσο αυτός όσο και οι άλλοι εμπλεκόμενοι στη διήγηση, προτού καταλήξει σε μια συνοπτική και καθαρή επίκληση στην αυτοοργάνωση των αφανών εκείνων τάξεων που δραστηριοποιούνται κάτω από τον ηθικό ορίζοντα ακόμα και των πιο συνειδητοποιημένων κινημάτων. Σε μια από τις πλέον συγκινητικές, ανθρώπινες και ταυτόχρονα σκληρές αφηγήσεις, ο Χάντερ περιγράφει τη σχέση του με τη συνομήλική του δεκαεξάχρονη Βάλερι: γνωρίστηκαν σε μια δομή φροντίδας παιδιών, διακινούσαν μαζί κοκαΐνη, κλέβανε ναρκωτικά και αυτοκίνητα, οδηγούσαν σε παράδρομους και ζούσαν διαρκώς μεθυσμένοι, καταναλώνοντας κρακ και κρίσταλ μεθ. Τη Βάλερι τη βίαζε ο πατέρας της με αποτέλεσμα τα βαθιά ψυχικά της τραύματα να εκδηλώνονται σε απόπειρες αυτοτραυματισμού:

«Κάποια στιγμή, ίσως από τις πρώτες μέρες μαζί, σταματήσαμε να αναφερόμαστε στους εαυτούς μας ως ατομικότητες. Λέγαμε απλώς “εμείς” … Το ότι χτυπούσαμε ο ένας τον άλλον και ότι σταμάτησε να αυτοτραυματίζεται με μαχαίρι και άρχισε να χαρακώνει εμένα, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια διαδικασία μοιράσματος του πόνου μεταξύ μας. Είχαμε κάτι που ήταν κοντινότερο σ΄αυτό που λέμε αγάπη και δεν σκοπεύαμε να το μοιραστούμε με κανέναν».

Το απόσπασμα είναι απρόσμενα ευαίσθητο και μοναδικό μέσα στην παραζάλη αδιανόητης βίας που προηγείται και ακολουθεί. Ασέλγεια από τον πατριάρχη παππού, ναρκωτικά, μαχαιρώματα, γροθιές και ληστείες, απόπειρες αυτοκτονίας, εμπρησμοί, ο Ντομ Χάντερ  επιβίωσε από μια άνιση μάχη με οτιδήποτε μπορούσε να του ρίξει ο κόσμος, επιστρέφοντας πίσω στον κόσμο με την ίδια ορμή όλη του την οργή και το μίσος. Πλέον, στα σαράντα του, και αφού κατάφερε να ζει σχετικά άνετα όπως δηλώνει ο ίδιος,  μπορεί να επιστρέψει σε αυτές τις αναμνήσεις, διαγιγνώσκοντας κάποια πρωτόλεια και ασυνείδητα αιτήματα αλληλεγγύης στην π ρ ά ξ η σε όσους ανήκαν σε αυτό το περιθώριο, όπως στην άγουρη και κακοποιητική αγάπη ανάμεσα στην Βάλερι και στον ίδιο ή όταν οι άλλοι κρατούμενοι τον βοηθούν να εκδικηθεί έναν σκληρό δεσμοφύλακα στο αναμορφωτήριο ή –τέλος- όταν με τα υπόλοιπα παιδιά που εκπορνεύονται δημιουργούν ένα δίκτυο προστασίας ο ένας για τον άλλον, ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο τα κλοπιμαία μοιράζονταν ανάμεσα σε όλους στην οικογένειά του (αν και τελικά τα περισσότερα κατέληγαν στα χέρια του παππού του).  Αυτή η αλληλεγγύη είναι ταξική, αλλά δεν είναι ακόμα πολιτική. Θυμίζει έντονα κάστα. Είναι βέβαια μονοκόμματη, αντιδραστική και ενστικτώδης, ωστόσο είναι μια πρώτη ύλη που ακόμα και οι πιο ριζοσπάστες ξεχνούν να συμπεριλάβουν στα προγράμματά τους. Αυτός άλλωστε είναι ο κύριος λόγος που ο Χάντερ ασκεί σκληρή κριτική στις συλλογικότητες, αφού εκτός από το γεγονός πως δεν αφήνουν τους ανθρώπους του περιθωρίου να μιλήσουν, μοιάζουν να επιδεικνύουν ένα φλύαρο μόνο ενδιαφέρον για αυτούς, καθώς το προνόμιο των λευκών, οικονομικά ασφαλών, μεσοαστών Άγγλων δημιουργεί ισχυρές αντιστάσεις και υπαινικτικές ταξικές και ηθικολογικές αξιολογήσεις των απόκληρων.

Αυτοί οι άνθρωποι ενδεχομένως να είναι περισσότεροι από όσοι υπολογίζουμε και υποθέτουμε. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης αρκεί να ανατρέξουμε στα καθ’ ημάς στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με την οποία ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 26,1% του πληθυσμού της Χώρας, με περίοδο αναφοράς το 2022. Προφανώς δεν είναι δυνατόν να ταυτιστεί ένα ποσοτικό μέγεθος με μια περιγραφή, όπως είναι οι chav, και ούτε όλοι οι χαμηλοεισοδηματίες εμφανίζουν chav χαρακτηριστικά. Ωστόσο υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα παραπομπή στη μελέτη της ΕΛΣΤΑΤ που εξηγεί ακριβώς το πρόβλημα και την αφάνεια μιας πολύ συγκεκριμένης υπο-τάξης, η οποία σπάνια αναδεικνύεται ως δυνάμει πολιτικό υποκείμενο: «Σημειώνεται ότι οι πληθυσμιακές ομάδες που κατά τεκμήριο είναι φτωχές, όπως άστεγοι, παράνομοι οικονομικοί μετανάστες, Ρομά που μετακινούνται και αλλάζουν τόπο διαμονής κ.λπ., υπο-αντιπροσωπεύονται στην έρευνα». Η αδυναμία των ερευνητών να συμπεριλάβουν τους ημι-νομάδες και τους κοινωνικά αποκλεισμένους, καθρεφτίζει την αδυναμία μετασχηματισμού ενός κατακερματισμένου περιθωρίου σε μια δυναμική τάση. Ο Χάντερ ποτέ δεν κρύβει στο βιβλίο του τις πολλαπλές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις αυτού του ιδιότυπου κοινωνικο-οικονομικού υπογείου. Στην οικογένειά του για παράδειγμα, όπως και στον ίδιο, υπήρχε έντονο το ρατσιστικό στοιχείο όπως επίσης η έμφαση στην «αρενωπότητα». Η νοοτροπία του συστήματος έχει χαραχτεί βαθιά στα συστήματα αντίληψης των υποκειμένων και είναι τρομερά δύσκολο να ξεπεραστούν κοινωνικά στεγανά και ταξικά ρεφλέξ, ακόμα στις πιο ευαισθητοποιημένες συλλογικότητες. Το «σκάστε» που βροντοφωνάζει ο Χάντερ σε όσους μέσα στην ακτιβιστική Αριστερά προσπαθούν να καθοδηγήσουν τις εξαθλιωμένες κοινωνικές ύλες, χωρίς ποτέ να έχουν αισθανθεί πείνα ή απειλή, σαν τον  λευκό σωτήρα που συναντάμε στην αμερικανική τηλεόραση και στα βιβλία, αφορά μια προστακτική σιωπή ώστε να μειωθεί ο ιδεολογικός θόρυβος και να ακουστούν τα πιο ευάλωτα υποκείμενα του πολιτικού συστήματος. Άλλωστε, όπως και ο Χάντερ υπογραμμίζει, αυτοί που θίγονται περισσότερο από το σύστημα έχουν και το δικαίωμα να αποφασίζουν μόνοι τους πώς θα αντιδράσουν σε αυτό.

Το άκρον άωτον του καπιταλισμού. Η Σοά και οι chav

«Δεν είχε γλώσσα για να περιγράψει τι της συνέβαινε μέσα στο κεφάλι της. Καλά καλά δεν μπορούσε να το κατανοήσει και η ίδια … Αν της μιλούσα μου μούγκριζε. Ύστερα, δευτερόλεπτα αργότερα, την έβρισκα να στέκεται πάλι στα πόδια της. Δεν ήταν σε θέση να μου περιγράψει τι της συνέβαινε, δεν μπορούσε να μου εξηγήσει τίποτα από όσα είχαν προηγηθεί».

Στο απόσπασμα ο Χάντερ περιγράφει την ανικανότητα της μητέρας του να εγγράψει το –κατά πάσα πιθανότητα- σχιζοφρενικό σύμπτωμά της σε μια καθαρή γλωσσική μορφή. Αυτού του τύπου η «δομική σιωπή» διαπερνά διαρκώς το βιβλίο: «Οι άνθρωποι που ήξερα δεν ενώνονταν μεταξύ τους, αλλά έπεφταν με φόρα ο ένας πάνω στον άλλον και πάλευαν για τη ζωή τους. Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι όλου αυτού ήταν μια προγλωσσική έκφραση πόθων, ελπίδας, εμπιστοσύνης, ανάγκης και, ναι, φυσικά, ερωτικής επιθυμίας και αγάπης». Ο ιδιότυπος αυτός γλωσσικός αποκλεισμός είναι –σχεδόν αποκλειστικά- παράγωγο ενός ύπουλου πολιτικού προγραμματισμού. Η σιωπή των απόκληρων, η εξορία από την παραγωγή της δικής τους α φ ή γ η σ η ς, θυμίζει έντονα τη σιωπή των ναζιστικών στρατοπέδων εξόντωσης, μια σιωπή που επικαλείται συνεχώς ο Πρίμο Λεβί μέσω του ακατανόητου που διέπει τη λειτουργία του Άουσβιτς.

Στο Εάν Αυτό είναι ο Άνθρωπος (Άγρα, μτφρ. Χ. Σαρλικιώτη), ο ιταλός συγγραφέας περιγράφει όλους εκείνους τους μηχανισμούς που στερούν την ανθρωπιά, με τη στενή οντολογική σημασία της, από τους φυλακισμένους. «Τα πρόσωπα αυτής της ιστορίας δεν είναι άνθρωποι. Η ανθρώπινη υπόστασή τους θάφτηκε ή αυτοί οι ίδιοι την έθαψαν κάτω από το βάρος της προσβολής που δέχτηκαν ή έστρεψαν στους άλλους». Στην πραγματικότητα , τα στρατόπεδα εξόντωσης συνιστούν μια ιδεατή καπιταλιστική οργάνωση. Άφθονο εργατικό υλικό που παράγει φθηνά και αδιαμαρτύρητα ένα αδιόρατο και συχνά άγνωστο προϊόν, γιατί πιο σημαντική από το πλεόνασμα είναι η απασχόληση. Η «απανθρωποίηση» των κρατούμενων-εργατών τους ωθεί σε ακραίες συμπεριφορές και σε μια κατάσταση κατά την οποία βασικά ένστικτα σιωπούν, αναγκάζοντάς τους να προβούν σε πράξεις που στην κανονική τους ζωή δεν θα επαναλάμβαναν ποτέ.

«Θα θέλαμε τώρα να καλέσουμε τον αναγνώστη να συλλογιστεί ποια σημασία θα μπορούσαν να έχουν οι λέξεις “΄καλό” και  “κακό”, “δίκαιο” και “άδικο”∙ ας κρίνει ο καθένας με κριτήριο το πλαίσιο που διαγράψαμε και τα παραδείγματα που εκθέσαμε, τι από τον κοινό  ηθικό μας κόσμο θα μπορούσε να επιβιώσει πίσω από το συρματόπλεγμα».

Προφανώς ο όλεθρος του Ολοκαυτώματος δεν μπορεί να συγκριθεί με τον περιθωριοποιημένο κόσμο των chav. Απλώς καταδεικνύονται οι ομοιότητες στον τρόπο λειτουργίας της οργανωτικής αρχής του σύγχρονου οικονομικό-πολιτικού συστήματος μέσω των ύστατων άκρων της ταλάντωσής του: ακραία αφομοίωση στην περίπτωση των κρατούμενων στα στρατόπεδα και ακραία απόρριψη στην περίπτωση των chav. Όπως και να έχει το αποτέλεσμα είναι ίδιο. Η δημιουργία μιας «απανθρωπότητας» κάτω από την ίσαλο γραμμή του πολιτισμού.

 

Το προνόμιο. Επίλογος.

Ο Χάντερ βρίσκεται συχνά στη δύσκολη θέση να χρειάζεται να απολογηθεί. Πλέον εργάζεται και δεν ανησυχεί για στέγη και φαγητό. Παραδέχεται πως υπήρξε βίαιος και άδικος, αντιλαμβάνεται πως η λευκότητά και το φύλο του τού προσφέρουν ένα κατ’ αρχάς συμβολικό κεφάλαιο που μπόρεσε να αξιοποιήσει για να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες. Όμως προβαίνει στην αυτοκριτική του και αναγνωρίζει ότι απαιτείται επιπλέον δουλειά που πρέπει να γίνει από όλους ώστε να αποδομηθεί η κουλτούρα που έχει διαμορφώσει τις ψυχές των ανθρώπων, γιατί αυτή η δουλειά με τον εαυτό μας « …θα δώσει περισσότερο βάθος, θα ενισχύσει ό,τι κάνουμε και θα μας προετοιμάσει καλύτερα ώστε να καταστρέψουμε αυτήν την καπιταλιστική, πατριαρχική κοινωνία της λευκής υπεροχής».