Ως γνωστόν, υπάρχουν δύο μεγάλοι τρόποι κατανάλωσης την περίοδο των γιορτών. Ο πρώτος βρίσκεται εκεί έξω και εκδηλώνεται ως μια μανιακή σειρά αγορών κάθε λογής εμπορευμάτων: ρούχα, αξεσουάρ, βιβλία, δίσκοι, γλυκά, αλμυρά, σαμπάνιες και μαλτ ουίσκι γίνονται ανάρπαστα. Ο δεύτερος βρίσκεται μέσα στα σπίτια μας και εκδηλώνεται ως μια μανιακή σειρά προβολών: ταινίες, σειρές, ντοκιμαντέρ, παιδικά, ανιμέισον προβάλλονται μέσα από κάθε λογής πλατφόρμα. Συνήθως δε οι δύο τρόποι συνδυάζονται: πρώτα στενάζει η πιστωτική και ακολούθως η τιβί.
Μην αποτελώντας εξαίρεση, πέρασα κι εγώ άπειρες ώρες με φίλους και φίλες μπροστά σε μια οθόνη. Και κάπου ανάμεσα στις τελευταίες χοτ σειρές και τις καινούριες ταινίες του Netflix είχα την φαεινή ιδέα να βάλω να δούμε, μέσα από το ταπεινό Youtube, την μικρού μήκους ταινία Σχετικά με το πέρασμα ορισμένων προσώπων μέσα από μια αρκετά μικρή χρονική μονάδα. Σκηνοθέτης είναι ο περιβόητος Γκυ Ντεμπόρ, χρόνος της ταινίας το 1959 και τρόπος της ο συνδυασμός ενός επιθετικού μοντάζ στατικών και κινούμενων εικόνων με τσιτάτα από συγγραφείς διαφόρων εποχών, συνδυασμός που έχει στόχο την κριτική των κοινωνιών του (τότε αλλά και του τώρα) καταναλωτικού καπιταλισμού και την προπαγάνδα της αναγκαιότητας δημιουργίας νέων παθών.
Παρά την ηλικία της και παρά τη «ρουτινοποίηση» των μεθόδων της (ποιος και ποια δεν είναι πλέον εξοικειωμένοι με την εικονοκλαστική αυτή έκφραση -ειδικά μετά τον Γκοντάρ) η ταινία στα 18 λεπτά της διάρκειάς της διατηρεί την «ενοχλητικότητά» της. Οι «καθιστικοί μικροαστοί» που βρίσκονται στο στόχαστρό της εξάλλου δεν είμαστε εμείς που την βλέπουμε το 2025, όχι στο περιθώριο της επίσημης πραγματικότητας όπως κάποτε ίσως ελπίσαμε, αλλά στον πυρήνα της: στις διακοπές μας;
Μοιάζει παράδοξο αλλά αυτή η παρατήρηση ισχύει γενικά για το έργο και τη δράση του Ντεμπόρ. Η επικαιροποίηση ενός ιδιότυπου εγελιανού μαρξισμού με λουκατσιανή εσάνς, που συνδυάζει την ανάλυση εμπορεύματος και θεάματος, με αποκορύφωμα την Κοινωνία του θεάματος, επιβιώνει σήμερα όχι μέσω του πνεύματός της αλλά μάλλον λόγω της αμεσότητας του γράμματος: η περιβόητη «μεταστροφή», η τεχνική δηλαδή της επαναχρησιμοποίησης αναφορών σε αλλαγμένο πλαίσιο προσφέρει έναν τρόπο κριτικής αρκετά χρήσιμο ως όπλο και εξόχως ενοχλητικό.
«Στην πραγματικότητα, θέλουμε οι ιδέες να ξαναγίνουν επικίνδυνες»: τη φράση από το δεύτερο τεύχος του περιοδικού της Καταστασιακής Διεθνούς (ΚΔ) χρησιμοποιούν οι εκδόσεις Ουαπίτι ως κείμενο του οπισθόφυλλου στην πρόσφατη έκδοση του κομψού τομιδίου με τίτλο Γαμώτο! Δεν είναι η πρώτη φορά που η εκδοτική ομάδα Ουαπίτι, που εδρεύει στα Εξάρχεια, εκδίδει Γκυ Ντεμπόρ. Έχουν προηγηθεί Οι σημειώσεις πάνω στο πόκερ το 2010 και μια επιλεγμένη αλληλογραφία του Ντεμπόρ για τον Μάη του ’68 το 2018. Αν οι πρώτες αποτελούν δείγμα του ύστερου Ντεμπόρ και η δεύτερη το αποκορύφωμα της δράσης της ΚΔ, με τα γεγονότα του Μάη που την μετέφεραν στο προσκήνιο, το Γαμώτο! αφορά την περίοδο ακριβώς που η ΚΔ διαλύεται και ο Ντεμπόρ αναδιαμορφώνει το έργο του σε ατομική δημιουργία.
Το 1972 η ΚΔ αυτοδιαλύθηκε. Ένα χρόνο νωρίτερα ο Γκυ Ντεμπόρ γνωρίζει τον Ζεράρ Λεμποβισί, ιμπρεσάριο κινηματογραφικών ταινιών, πολύ πλούσιο και πολύ πρόθυμο να στηρίξει το σχέδιο του φίλου του. Η ζωή των δύο αντρών θα διαπλακεί έντονα τα επόμενα 15 σχεδόν χρόνια. Ο Λεμποβισί θα ιδρύσει τις εκδόσεις Champ Libre και θα εκδώσει πλήθος αντιθεσμικών βιβλίων. Ιδιαίτερο ντόρο θα προκαλέσει, επί παραδείγματι, η έκδοση του βιβλίου του διαβόητου κακοποιού Ζακ Μεσρίν Το ένστικτο του θανάτου (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τον Ελεύθερο Τύπο). Ο Ντεμπόρ θα επανεκδώσει εκεί την Κοινωνία του θεάματος καθώς και τα επόμενα βιβλία του. Παράλληλα, ο Λεμποβισί θα στηρίξει και το κινηματογραφικό έργο του Ντεμπόρ. Ανάμεσα στα άλλα θα νοικιάσει και έναν κινηματογράφο ώστε να παίζονται αποκλειστικά οι ταινίες του φίλου του.
Η ύπαρξη ωστόσο του πλούσιου μαικήνα θα συνοδευτεί από πληθώρα αντιδράσεων στους κύκλους της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Η συζήτηση για την ενσωμάτωση και την εκποίηση του αγώνα σε εμπορευματική μορφή, καθώς τα βιβλία έχουν τιμή και πωλούνται σε ένα σύστημα εμπορευματικής ανταλλαγής θα προκαλέσει πλήθος πολεμικών.
Οι πολεμικές θα τελειώσουν με οριστικό τρόπο τον Μάρτη του 1984, όταν και ο εκδότης θα πέσει θύμα θανατηφόρας ενέδρας. Η δολοφονία του Λεμποβισί θα κυριαρχήσει για ένα διάστημα και στην επικαιρότητα, με θεωρίες συνωμοσίας να περιλαμβάνουν ακόμα και την εμπλοκή τρομοκρατικών ομάδων, με τις οποίες υποτίθεται ο Ντεμπόρ βρίσκεται σε επαφή. Η καθεστωτική φλυαρία θα προκαλέσει τον θόρυβο εκείνο που θα καταστήσει το πολιτικό γεγονός πηγή κουτσομπολιού. Η δολοφονία δεν θα διαλευκανθεί ποτέ.
Το Γαμώτο! Αποτελεί το τεκμήριο μιας χαρακτηριστικής ακροαριστερής επίθεσης στον Λεμποβισί. Τον Οκτώβριο του 1976 ο Λεμποβισί ανακοινώνει πως προτίθεται να επανεκδώσει την μπροσούρα Για τη μιζέρια των φοιτητικών κύκλων, ένα από τα κομβικά κείμενα που προκάλεσαν τον Μάη του ’68. Γραμμένη το 1966 από την Εθνική Ένωση Γάλλων Φοιτητών στο Στρασβούργο θα προκαλέσει σκάνδαλο. Προσεγγίζοντας κριτικά την νεότευκτη κοινωνιολογική έννοια της νεολαίας, αυτή τη ζωντανή αφαίρεση, στην παρακμή που παρουσιάζει η ενσωματωμένη εκδοχή της των Γάλλων φοιτητών, η μπροσούρα προκάλεσε την αφύπνισή της. Ο Μουσταφά Καγιατί, εκ των συγγραφέων της μπροσούρας, αμέσως θα διαμαρτυρηθεί με επιστολές προς τον Καγιατί, καταλογίζοντάς του την εμπορευματοποίηση του αγώνα τους.
Ο Ντεμπόρ θα αντιδράσει και θα πείσει τον Λεμποβισί ότι χρειάζεται απάντηση. «Ασφαλώς και είναι απαραίτητο να απαντήσουμε σκληρά σε αυτή την αυθάδεια των λακέδων που επιθυμούν να είναι απειλητικοί», γράφει στο «Γράμμα του Γκυ Ντεμπόρ στον Ζεράρ Λεμποβισί, που αποτελεί και το επίμετρο του τομιδίου που μας προσφέρει το Ουαπίτι. Κίνητρο των επιτιθέμενων είναι κατά τον Ντεμπόρ η «δογματική καθιέρωση αυτού του αξιώματος: “οι ΄εμπορικοί’ εκδότες είναι όλοι άτιμοι και γι’ αυτό δεν θα εμφανιζόμαστε σ’ αυτούς με τα πραγματικά μας ονόματα […] και έτσι μασκαρέμενοι με τα ψευδώνυμά μας θα μπορούμε να γράφουμε σε αυτές τις εκδόσεις οποιαδήποτε ατιμία”».
Πάνω στο σχέδιο του Ντεμπόρ θα συνταχθεί η επιστολή-απάντηση του Λεμποβισί στον Καγιατί, με το γνωστό ιοβόλο ύφος του: «είναι άσκοπο να παριστάνετε τον Λούκατς, όταν δεν έχετε καν τη φήμη του, και […] όλες οι σκοταδιστικές απόπειρες λογοκρισίας πάντα θα αντιμετωπίζονται με την ίδια περιφρόνηση» (11). Στο σύντομο βιβλίο που θα γράψει μετά τη δολοφονία του Λεμποβισί, τις Παρατηρήσεις για τη δολοφονία του Ζεράρ Λεμποβισί (μτφρ. Β. Τομανάς, Νησίδες, 1996) ο Ντεμπόρ θα συνοψίσει την ουσία της «υβριστικής επιστολής»:
«Η υβριστική επιστολή είναι ένα λογοτεχνικό είδος που έχει καταλάβει μεγάλη θέση στον 20ο αιώνα, και όχι αναίτια. Πιστεύω πως κανείς δεν μπορεί ν’ αμφιβάλλει ότι εγώ, στο σημείο αυτό, έχω μάθει πολλά από τον Αρτύρ Κραβάν. Η δυσκολία στην υβριστική επιστολή δεν μπορεί να έγκειται στο στυλ. Η μοναδική δυσκολία είναι να είσαι πεπεισμένος πως έχεις δίκιο να γράφεις υβριστικά σε συγκεκριμένες περιστάσεις, σε ορισμένους συγκεκριμένους αλληλογράφους σου. Δεν πρέπει οι υβριστικές επιστολές να είναι άδικες». -Στυλάτο αλήθεια!
Ωστόσο ο Ντεμπόρ δεν θα περιοριστεί εκεί. Εφαρμόζοντας μια γνωστή μέθοδο που οι καταστασιακοί άντλησαν από τον νεαρό Μαρξ θα γράψει μια μπροσούρα με την «μακιαβελική» όπως επιτυχώς χαρακτηρίζει η ελληνική έκδοση, υπογραφή «Προλετάριοι». Όπως ο Σανγκουινέτι ένα χρόνο πριν θα συντάξει μια επιστολή υποκρινόμενος τον μεγαλοαστό, απευθυνόμενη σε υψηλά ιστάμενες φιγούρες του ιταλικού κατεστημένου, με αίτημα την σωτηρία του καπιταλισμού με ανόσια μέσα -αναδεικνύοντας έτσι την δομική ανοσιότητά του, έτσι και ο Ντεμπόρ θα υπερθεματίσει στις θέσεις του Καγιατί. Υπερθεματίζοντας στον ύψιστο βαθμό θα κάνει τα επιχειρήματα να πέσουν υπό το ίδιο τους το βάρος της γελοιότητας, καταδεικνύοντας έτσι τη σαθρότητά του. Μετρ της πολεμικής, ο Ντεμπόρ γράφει ένα κείμενο που το χαίρεται, και φαίνεται:
«Πραγματικά, τι είναι πιο συγκλονιστικό από έναν εργάτη που απεργεί για να αυτοδιευθύνει την παραγωγή ρολογιών, μολονότι το ρολόι είναι ουσιαστικά το όργανο μέτρησης του σκλαβωμένου χρόνου; Είναι προφανώς ένας πλούσιος πλεϊμπόι που επιδίδεται στον σνομπισμό να ξοδεύει τα χρήματά του εκδίδοντας κριτικές αλήθειες, μολονότι το χρήμα είναι απαραίτητο όργανο της κοινωνίας του ψεύδους». (21)
Κατακεραυνώνοντας έτσι τον πλούσιο κανάγια που μαζεύει λεφτά με το τσουβάλι πωλώντας μπροσούρες -ενώ δεν έχει καμιά ανάγκη γι’ αυτό, ο Ντεμπόρ γελοιοποιεί τον Καγιατί με υποδειγματικό τρόπο για κάθε μελλοντική πολεμική.
Η έκδοση της μπροσούρας του Ντεμπόρ είναι πολλαπλά χρήσιμη. Καταρχάς μας καλεί να δούμε μια στιγμή στην ιστορία των αντιμαχιών που συνοδεύουν ως επαναλαμβανόμενη ασθένεια την πορεία του επαναστατικού κινήματος. Έπειτα αποτελεί μια καλή ευκαιρία να αναστοχαστεί κανείς παρόμοιες «επαναστατικές» αιτιάσεις του σήμερα. Που τίθεται το όριο ανάμεσα στη συμμετοχή σε «συστημικές» διαδικασίες και «ξεπούλημα» του (όποιου) αγώνα –με την επισήμανση φυσικά πως η κόντρα Καγιατί – Ντεμπόρ εντάσσεται -αντικειμενικά μιλώντας- στο περιθώριο. Και τέλος είναι μια θαυμάσια ευκαιρία να απολαύσουμε ένα υπόδειγμα πολεμικού ύφους. Αν εγκαταλείψουμε κυνικά κάθε σκέψη περί δυνατότητας να ξαναγίνουν οι ιδέες επικίνδυνες, μπορούμε να απολαύσουμε τη γραφή του Ντεμπόρ, αφημένοι απλώς στην «κρυφή γοητεία της αφομοίωσης».