Ο φιλελευθερισμός αναφέρεται περισσότερο στην οικονομική ελευθερία των ανοικτών αγορών, ο οποίος συνδέεται με την προστασία των δικαιωμάτων  των ατόμων και των επιμέρους ομάδων. Η δημοκρατία σχετίζεται περισσότερο με τη λαϊκή κυριαρχία και την αρχή του δήμου, του λαού, ως προς τον ορισμό, τον έλεγχο και την απόδοση ευθύνης της εξουσίας. Τα δύο δεν συμπορεύονται αυτονοήτως. Η αρχαία ελληνική (αμεσο-)δημοκρατία είχε τον μέγιστο χαρακτήρα εξουσίας του δήμου με την παρενέργεια ότι οι ηττημένοι εξοστρακίζονταν, ενώ η προστασία των διαφορετικών ομάδων (ετεροτήτων) δεν αποτελούσε προτεραιότητα. Στη νεωτερικότητα, ο καπιταλισμός συνδέθηκε κατά τη φάση της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου πρώτα με τον απολυταρχισμό του συγκεντρωτικού νεωτερικού κράτους και έπειτα με τον φιλελευθερισμό. Τη διαδικασία αυτή τη βλέπουμε ακόμη και σήμερα σε κράτη που διάγουν καθυστερημένα τον εκσυγχρονισμό τους.

Στον Φρέντρικ Τζέιμσον, που χάσαμε το 2024, οφείλουμε πολύτιμες διαγνώσεις για το πώς οι αλλαγές στην υλική βάση του καπιταλισμού μεταμόρφωσαν τη δημοκρατία ως θεσμικό εποικοδόμημα: Μετά τη βιομηχανική επανάσταση, η πρώτη φάση του άναρχου καπιταλισμού τον 19ο αιώνα συνδέεται με τον εθνικισμό ως ιδεολογία της εθνικής ομοιογένειας, του ρομαντισμού και της εθνικής αποικιοκρατίας από τις μητροπόλεις προς την περιφέρεια, η οποία στηρίχθηκε από κυρίαρχες εθνικές αστικές τάξεις. Το μοντέλο αυτό παρά την εφήμερη «μπελ επόκ» κατέρρευσε με πάταγο στα πεδία μαχών του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου. Δεύτερη φάση ήταν ο «φορντισμός», δηλαδή η καθετοποιημένη μαζική παραγωγή. Όμως, οι αντιφάσεις του άναρχου βιομηχανικού καπιταλισμού, που είχε περιγράψει ο Καρλ Μαρξ εξερράγησαν πλήρως το 1929. Ο Μεσοπόλεμος γνώρισε τον «καπιταλισμό σε κρίση», που έφερε τον φασισμό και τον ναζισμό, ως «διορθωτές» από τα «ακροδεξιά» των αντιφάσεων του άναρχου καπιταλισμού, εξ ου και η διάσημη ρήση του Βάλτερ Μπένγιαμιν για τον φασισμό που ανθεί όπου χάνεται η ευκαιρία για μια σοσιαλιστική επανάσταση και μετασχηματισμό. Και στις ΗΠΑ, ωστόσο, είχαμε ένα μεταρρυθμισμένο καπιταλισμό με επεμβάσεις του κράτους, οπωσδήποτε σε ένα πιο δημοκρατικό πλαίσιο από τον ευρωπαϊκό φασισμό με το «New Deal». Κακά τα ψέματα, όμως, ήταν κυρίως η μαζική καταστροφή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αυτή η οποία έλυσε τις αντιφάσεις που είχε ο καπιταλισμός στις πρώτες φάσεις του, οδηγώντας μάλιστα στο σύστημα Bretton Woods και στον κεϊνσιανισμό από το 1944, δηλαδή σε ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών με βάση το δολάριο και τη μετατρεψιμότητα του σε χρυσό, το οποίο κράτησε ως το 1971. Πρόκειται για μια εποχή όπου η δημοκρατία συνδέθηκε με τον φιλελευθερισμό στη Δύση σε ένα συγκείμενο αποκατάστασης των τραυμάτων του πολέμου και δημιουργίας θεσμών, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά και το ΝΑΤΟ και ο ΟΗΕ.

Η καθαυτό ύστερη νεωτερικότητα εκκινείται από το 1971 με την κατάργηση του συστήματος Bretton Woods και την αποσύνδεση του δολαρίου από τον χρυσό. Σε αυτή τη νέα μορφή ο φιλελευθερισμός αποσυνδέεται δραστικά από τη δημοκρατία παρά την ιδεολογική ταύτισή τους. Οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον ο κύριος παραγωγός και εξαγωγέας και δεν δύνανται να στηρίζουν διά της παραγωγής τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Πρόκειται για μια φυγή προς τα εμπρός, όπου οι ΗΠΑ διατήρησαν ηγεμονία διά του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, άνευ σύνδεσης με τον χρυσό. Ο προνομιακός χαρακτήρας του δολαρίου μπορούσε πλέον να επιλύει τα προβλήματα που δημιουργούσαν τα ελλείμματα των ΗΠΑ. Η συνέπεια ήταν η χρηματιστικοποίηση, δηλαδή η απόλυτη προτεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών έναντι των βιομηχανικών και αγροτικών οικονομιών μαζί με την απεδαφικοποίηση που έφερε η νέα ψηφιακή τεχνολογία. Στο πολιτισμικό εποικοδόμημα κατά τον Τζέιμσον έχουμε ακόμα έναν νέο καταναλωτικό τρόπο, μαζί με την πολιτισμική επανάσταση και τον μεταμοντερνισμό. Η πικρή πείρα ήταν πως ό,τι άρχισε ως χειραφετητικό στις δεκαετίες του 1960 και 1970, κατά τις δεκαετίες του 1980 και, κυρίως, του 1990, επανακτήθηκε από τη δεξιά νεοφιλελεύθερη αντίδραση. Αρχικά ο καταναλωτισμός νέου είδους φέρνει τη μαζοδημοκρατία, στη συνέχεια, όμως, η εξέλιξη αυτή επιτείνεται από τη χρήση της φιλελεύθερης δημοκρατίας ως ταυτοτικού λαβάρου μετά την πτώση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», δηλαδή ακριβώς την ίδια στιγμή που φιλελευθερισμός και δημοκρατία αποσυνδέθηκαν λόγω της υλικής βάσης του καπιταλισμού.

Οι νέες αντιφάσεις του καπιταλισμού προκαλούνται από το πρόβλημα ότι νέες εταιρείες της ψηφιακής τεχνολογίας παράγουν κέρδος με πολύ διαφορετικό τρόπο από αυτές της περιόδου του φορντισμού. Ζητούμενο είναι οι «λιτές επιχειρήσεις» (lean firms) με ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής και της σπατάλης. Αυτός ο νέος «καπιταλισμός της πλατφόρμας» κατά τον Νικ Σέρνικ συνδυάστηκε με μία συνειδητή πολιτική επιλογή της κρίσης του 2008 μέσα από την ποσοτική χαλάρωση που προκάλεσε πλεόνασμα χρήματος σε άγρα επενδύσεων. Η ψηφιακή τεχνολογία οδήγησε σε μία εμπορευματοποίηση των πάντων, συμπεριλαμβανομένων του ελεύθερου χρόνου, ο οποίος δεν διακρίνεται πλέον από τον χρόνο της εργασίας, καθώς και κάθε υλικού αγαθού, όπως οικίες, αυτοκίνητα και άλλα, τα οποία διαμοιράζονται στο πλαίσιο της λεγόμενης «sharing economy». Η νέα μορφή καπιταλισμού δεν παράγει νέες θέσεις εργασίας, αλλά οδηγεί σε παραγωγή υπεραξίας μέσα από κάθε δραστηριότητα όλων μας στο διαδίκτυο. Οι νέοι καπιταλιστές είναι οι λεγόμενοι «νεφοκαπιταλιστές» που ελέγχουν τις μεγάλες πλατφόρμες.

Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνει χώρα η λεγόμενη διαμάχη «woke» και «antiwoke», όπου και οι δύο ιδεολογικοί πόλοι βρίσκονται εκ των ένδον της σύγχρονης μορφής καπιταλισμού ως εποικοδόμημά του. Μια κύρια αμφισημία του όρου «woke» έγκειται στο ότι επιτελεί ταυτοχρόνως δύο αντίστροφες λειτουργίες: α) Συναρθρώνει με σχετικά χαλαρό τρόπο διαφορετικά μεταξύ τους αιτήματα, έτσι ώστε κάποιος που έχει λ.χ. ως προτεραιότητά του τον φεμινισμό να επιδεικνύει αλληλεγγύη και για τον αγώνα μιας φυλετικής κοινότητας ή να είναι ευαίσθητος έναντι της ομοφοβίας. Αξιώνει έτσι ως όρος- ομπρέλα μια καθολική ευαισθησία σε πληθώρα διαφορετικών θεμάτων που ξεκινούν από την αξίωση αλλαγής ως προς τη μειονεκτική θέση ευάλωτων ομάδων. β) Ταυτοχρόνως, επιμένει στα προβλήματα επιμέρους κοινωνικών ομάδων, αντί για μια έμφαση σε ένα γενικό υποκείμενο αλλαγής, όπως ήταν παλαιότερα για τη μεν δεξιά το έθνος, για τη δε αριστερά η εργατική τάξη. Κατά τον τρόπο αυτό, η «woke» κουλτούρα συνδέεται αφενός με την υποβάθμιση του έθνους-κράτους και αφετέρου με την οραματική κρίση της αριστεράς μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αποτελεί έτσι σύμπτωμα της κατάτμησης των πρώην ενιαίων πολιτικών προταγμάτων. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε σφοδρές ιδεολογικές συγκρούσεις. Για δεξιούς κριτικούς της woke κουλτούρας, η woke ατζέντα αποσαρθρώνει τον ομογενή χαρακτήρα του έθνους κράτους, το οποίο βέβαια και αυτό είχε ξεκινήσει αρχικά τον 18ο αιώνα ως μια κατάτμηση των θρησκευτικών κοινοτήτων) Για αριστερούς κριτικούς, οδηγεί σε αποπροσανατολισμό και απώλεια ενοπτρισμού ενός ενιαίου επαναστατικού υποκείμενου με ταξικά χαρακτηριστικά. Για τους υπέρμαχους της woke κουλτούρας, πρόκειται για μια νέα ευέλικτη δυνατότητα μοιράσματος διαφορετικών ευαισθησιών, οι οποίες συνιστούν ένα καινούργιο συνολικό ήθος, που καταφάσκει στη ρευστότητα και την ποικιλία, με κοινό ορίζοντα είτε ένα αφήγημα προόδου, είτε μία απλή κοινότητα συναισθήματος.

Το καινοφανές στην πρόσφατη χρήση του όρου «woke» είναι ότι η έμφαση περνάει από την ηθική αφύπνιση στη δυνατότητα δυναμικού αυτοπροσδιορισμού. Αν σε μια πρώτη φάση σήμαινε το αναπαρθενευμένο ηθικό βλέμμα έναντι μιας αδικίας προς έναν ευάλωτο, πλέον υπογραμμίζει μια καινούργια δυνατότητα του καταπιεσμένου να αυτοπροσδιοριστεί με τους δικούς του όρους και όχι με αυτούς που μέχρι πρότινος του επέβαλε η κυρίαρχη πλειονοτική κοινότητα. Η έμφαση σε αυτό το δικαίωμα αποκτά στοιχεία πανηγυρισμού της αυθαιρεσίας κατά τον αυτοπροσδιορισμό. Κατά τους κριτικούς της «woke» κουλτούρας, το φαινόμενο αυτό συνδέεται με τις εξής εξελίξεις του καπιταλισμού της ύστερης νεωτερικότητας στη Δύση: α) Την απογείωση της χρηματιστικοποίησης χάρη και στην ψηφιακή τεχνολογία με υποβάθμιση της προτεραιότητας της βιομηχανικής παραγωγής και ταυτοχρόνως τη σχετική αποβιομηχάνιση της Δύσης, καθώς το επίκεντρο της βιομηχανικής παραγωγής περνάει σε αναπτυσσόμενες χώρες, κυρίως στην Ασία. β) Την επεκτεινόμενη τεχνολογική παρέμβαση στη βιολογία με αποτέλεσμα μια υβριδικότητα ανθρώπου και μηχανής, που τείνει προς τον μετανθρωπισμό. γ) Την κοινωνιολογική έμφαση ότι οι ταυτότητες είναι κοινωνικές κατασκευές και όχι οργανικοί δεσμοί εντός μιας κοινότητας.

Κατά τους αντι-woke, η «woke» κουλτούρα φαίνεται να εδράζεται σε μια τριπλή αυθαιρεσία: του χρηματοπιστωτικού συστήματος έναντι της βιομηχανικής παραγωγής, της τεχνολογικής κατασκευής έναντι της βιολογίας, της κοινωνιολογικής κατασκευής/ επινόησης έναντι των παραδοσιακών κοινοτικών αρμόσεων. Φαίνεται σαν από τη δυνατότητα καταπιεσμένων ομάδων να αυτο-ορίζονται έναντι του βλέμματος της πλειονότητας να έχουμε περάσει σε μια γενικευμένη αποθέωση ενός αυτοπροσδιορισμού αποδεσμευμένου από υλικές βάσεις και αισθητά όρια, σύμφωνα με μια δυναμική της εκδοχής του καπιταλισμού μετά το 1990. Το «woke» είναι πλέον ένα γενικευμένο ήθος εκτεταμένης αδιαφορίας ως προς φυσικούς περιορισμούς.

Υπάρχουν πάντως περαιτέρω αμφισημίες που χρειάζονται διευκρίνιση. Ορισμένες φορές το «woke» σημαίνει έναν ατομικώς αυθαίρετο αυτοπροσδιορισμό. Άλλες φορές σημαίνει μια κρατικώς ή διακρατικώς επιβεβλημένη απόφαση, η οποία μπορεί και να αποτελεί όντως αναγκαιότητα: Λ.χ. τη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ύστερα από ηθική «αφύπνιση» για την ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Ή τον βιγκανισμό ύστερα από «αφύπνιση» στη συνειδητοποίηση ότι η εκτεταμένη κρεοφαγία δεν είναι βιώσιμη για την ισορροπία του πλανήτη. Είτε πάντως πρόκειται για ατομικό, είτε για κρατικό προσδιορισμό, το «woke» προκαλεί συχνά δυσπιστία στη λαϊκή πλειοψηφία ότι πρόκειται για μια αυθαίρετη απόφαση που δεν έχει προέλθει οργανικά μέσα από κοινοτικές ανάγκες, αλλά επιβάλλεται βίαια επί του εαυτού ή επί της κοινωνίας. Ακόμη κι όταν η ανάγκη όντως υπάρχει (λ.χ. η αποφυγή κλιματικής κατάρρευσης), πρόκειται για ανάγκες απομακρυσμένες από την αμεσότητα της λαϊκής καθημερινότητας.

Από την άλλη, ο τρέχων τραμπισμός αξιοποιεί τον αντι-γουοκισμό σε δύο κατευθύνσεις: α) Μέσω ενός πληθωρικού σεξιστικού και ρατσιστικού λόγου με θεατρική επιτέλεση υποδαυλίζει κατώτερα ένστικτα της λαϊκής πλειοψηφίας ενάντια σε προνομιούχες και μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες. Το αποτέλεσμα είναι να υπερκεράζεται διά του θυμικού η προηγουμένως θεωρούμενη ηθική ανωτερότητα του γουοκισμού. β) Ταυτοχρόνως, επικαλείται υλικές βάσεις που έχει αψηφήσει ο γουοκισμός, με αναφορά λ.χ. στην ανάγκη της επαναβιομηχάνισης και της άρσης των υπερβολικών αποτελεσμάτων της χρηματιστικοποίησης, αλλά και υπερβολών σε κοινωνικές επινοήσεις. Ωστόσο, η διαφορά του τραμπισμού από τον παλαιότερο φασισμό του Μεσοπολέμου είναι ότι χρησιμοποιεί περισσότερο το πρόταγμα της άρσης ενός δυτικού εξαιρετισμού, ο οποίος συμπορεύεται με μια στρατιωτική υπερένταση για την προάσπιση της οικουμενικότητας των δυτικών αξιών, ενώ ο φασισμός στήριζε την πολεμική διέξοδο των οικονομικών αδιεξόδων. Ενώ η έμφαση του τραμπισμού στην οικονομική εκδοχή του πολέμου και σε μία αμερικανική εσωστρέφεια οδήγησε κατά την πρώτη τετραετία σε μία σειρά από παλινωδίες και εκκρεμότητες, το νέο στοιχείο κατά τις εκλογές του 2024 ήταν η υποστήριξη του Τραμπ από μια μερίδα και του κοσμοπολίτικου κεφαλαίου, ενώ κατά την πρώτη τετραετία υποστηριζόταν κυρίως από πιο εσωστρεφείς μορφές του, που είχαν συμφέρον από τον νεο-απομονωτισμό. Πλέον τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, καθώς πρωτοπόροι του μετανθρωπισμού, όπως ο Έλον Μασκ, είναι δριμείς κατήγοροι της woke κουλτούρας, με αποτέλεσμα η κριτική σε αυτήν να εξάγεται ταχύτατα και στην Ευρώπη, μαζί με την υποστήριξη ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη από τις νέες δυνάμεις του τραμπισμού.

Ταυτοχρόνως, περιστατικά όπως η ακύρωση των προεδρικών εκλογών στη Ρουμανία δείχνει στην κατεύθυνση μιας δικαστικής μετα-δημοκρατίας, η οποία αναιρεί τη δημοκρατία ως λαϊκή κυριαρχία. Οι δικαστικές αναιρέσεις εκλογών αποτελούν το έσχατο εργαλείο μετά από τους οικονομικούς εκβιασμούς και τα πραξικοπήματα, ενώ πλατφόρμες, όπως το TikTok χρησιμοποιούνται ως εξιλαστήριος χίμαρος, για να αποκρυβούν διαφορετικά προβλήματα. Το βασικό δίλημμα στην Ευρώπη σήμερα μοιάζει να είναι ανάμεσα αφενός σε έναν ακροδεξιό κυριαρχισμό, δηλαδή έμφαση στην εθνική ανεξαρτησία από εθνολαϊκή άποψη, και δη με την υποστήριξη του τραμπισμού και τραμπικών νεφοκαπιταλιστών όπως ο Έλον Μασκ, και, αφετέρου, σε μία μεταδημοκρατία ακραίου κέντρου, που βασίζεται στον δικαστικό πολιτισμό, αλλά και σε οικονομικούς εκβιασμούς. Στο πλαίσιο αυτό, το δίπολο woke- antiwoke είναι αποπροσανατολιστικό, ως μάλιστα εισαγόμενο από τις ΗΠΑ, ενώ χρειάζεται περισσότερο μια μελέτη των σύγχρονων μορφών καπιταλισμού της πλατφόρμας, που οδηγούν ακριβώς σε αυτά τα αποπροσανατολιστικά ιδεολογικά εποικοδομήματα.