
Η πιο χιουμοριστική ανάμνηση που έχω από μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις, είναι πριν από 15 χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι τον ήχο της ντουντούκας ενός αριστερού μπλοκ να τρυπάει αφτιά με τον κλασσικό αργόσυρτο ρυθμό που σέρνει την τελευταία συλλαβή κάθε στίχου: “Θα γίνειειει χαμόοος, θα γίνει πανικόοος…” και στη συνέχεια το σύνθημα να διακόπτεται βίαια και η φωνή να λέει: “Ε, ε! Μην πετάτε πέτρες!”. Για μένα αυτή η ηχητική εικόνα συνοψίζει τις αντιφάσεις της συλλογικής ψυχολογίας του δρόμου.
Ξεκινάω με την παραδοχή ότι τα κεντρικά δελτία των μεγάλων καναλιών εστιάζουν στα επεισόδια, παρασέρνοντας κι εμάς σε μια κουβέντα από την οποία ποντάρουν ότι θα βγούμε χαμένοι. Χαμένοι είτε γιατί δεν καταφέραμε να κρατήσουμε ειρηνική τη διαδήλωση αποκλείοντας τους “κακούς” προβοκάτορες, είτε γιατί έχουμε παραδώσει στην κυβέρνηση το μονοπώλιο της βίας, θεωρώντας ικανούς μόνο τους ασφαλίτες να τα βάλουν με τις δυνάμεις καταστολής. Ας δοκιμάσουμε λοιπόν να κρατήσουμε -για λίγο μόνο- τη συζήτηση που θέλουν, αλλά με τρόπο γόνιμο, ώστε μας φανεί χρήσιμη. Άλλωστε πρόκειται για μια αναπόφευκτη εσωτερική διαμάχη σε περιόδους κοινωνικής αναταραχής.
Σίγουρα υπάρχουν αστυνομικοί με πολιτικά ανάμεσά μας σε κάθε πορεία, που παριστάνουν φιλήσυχους διαδηλωτές ή πιο εξεγερμένους. Ο βασικός σκοπός είναι να έχουν άμεση εικόνα του πού γίνεται τι και -ιδανικά- από ποιους. Είναι όντως αρκετά πιθανό σε ορισμένες περιπτώσεις να έχουν ξεκινήσει οι ίδιοι κάποιο επεισόδιο για στρατηγικούς λόγους, όμως αυτό είναι η εξαίρεση του κανόνα και δεν αποτελεί άξιο θέμα επικέντρωσης μπροστά στη μεγάλη εικόνα. Η σιγουριά μου προκύπτει από το γεγονός ότι η κυβέρνηση διαλύει επανειλημμένα ειρηνικές συγκεντρώσεις, δεν της χρειάζεται λοιπόν κανένα πρόσχημα. Στις 28 Φλεβάρη, σε μια κινητοποίηση με πιο ετερόκλητο κόσμο από ποτέ, κάθε μπάχαλο που έτυχε να βρίσκεται κάποιος δίπλα και να τρομάξει, ονομάστηκε ασφαλίτικο. Πολύ φοβάμαι ότι ο κόσμος κρύβεται πίσω απ’ το δάχτυλό του, γιατί θα ήταν προτιμότερο να υπάρχει μια εύκολη εξήγηση κι ένας απλός τρόπος λύσης. Όμως αν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε έστω και σε ένα πράγμα όλοι, θα βαδίζαμε προς την Αναρχία.
Ένα τσουχτερό παράδειγμα αυτού που προσπαθώ να εξηγήσω είναι η περίπτωση της Μαρφίν, όπου μεγάλη μερίδα κινηματικού κόσμου κόβει την κλειτορίδα του ότι ήταν σχεδιασμένο προκειμένου να διαλυθεί η μεγαλειώδης πορεία. Εντάξει, δεν αποκλείεται. Δεν το ξέρουμε όμως και μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ. Η δύσκολη αλήθεια είναι ότι δεν έχει τόση σημασία ποιος έκαψε τη Μαρφίν, καθώς είναι κάτι πιθανό να συμβεί έτσι κι αλλιώς όταν παίζεις με τη φωτιά στην κυριολεξία. Νιώθω ότι όσοι βροντοφωνάζουν για προβοκάτσια, απλώς δεν θα άντεχαν να ξανακοιτάξουν τον αγώνα ΑΝ ΔΕΝ ήταν ασφαλίτικο χτύπημα. Μου φαίνεται απαραίτητο να τολμήσουμε να κοιτάξουμε την περιπλοκότητα και τις αντιφάσεις της κατάματα, από όποια τάση κι αν προερχόμαστε. Γιατί κανείς δεν πήγε μπροστά με στρουθοκαμηλισμό.
Τότε λοιπόν διαδηλώναμε για να μην μπούμε στα μνημόνια, τα οποία σχεδιάστηκαν για να σώσουν το τραπεζικό σύστημα εις βάρος των ζωών μας. Σε αυτή τη συνθήκη, κάποιοι θεωρούσαν συμβολικό στόχο τα κτήρια των τραπεζών. Δεκαπέντε χρόνια μετά, το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ αναφέρει ως ένα από τα βασικά αίτια του δυστυχήματος στα Τέμπη “τα μνημόνια, που είχαν ως αποτέλεσμα την αποψίλωση του ΟΣΕ από προσωπικό, το οποίο ήταν κρίσιμο για την ασφάλεια“. Μπορούμε λοιπόν να διαφωνήσουμε στο πότε, το πού και το πώς έχει νόημα η πιο επιθετική στάση μας, αλλά ας προσπαθήσουμε μην μπερδεύουμε ποιος είναι εχθρός και ποιος σύμμαχος (έστω και ενοχλητικός) σε κάθε περίσταση. Είναι αστείο να επικαλούμαστε τη νομιμότητα σε συνθήκες που το ίδιο το κράτος την αναιρεί.
Και τελικά ποιος δικαιούται να ορίσει αν και από ποιον αμαυρώνεται μια συγκέντρωση;
Διαδηλώνουμε γιατί τα τρένα μας δεν είναι ασφαλή ούτε σήμερα, δύο χρόνια μετά τα Τέμπη. Γιατί οι ζωές μας είναι κατώτερες από τα κέρδη. Αυτό μας αφορά όλους άμεσα, άρα ο καθένας κάνει ο,τι καταλαβαίνει. Από τον χουλιγκάνο που, χωρίς συγκεκριμένο πλάνο για το μετά, θα επιτεθεί αυθόρμητα στις διμοιρίες που φρουρούν τη Βουλή, μέχρι τον νοικοκυραίο που, φορτισμένος από τα σπαρακτικά ηχητικά των θυμάτων, θα χειροκροτήσει την ομιλία των συγγενών και θα ψηφίσει τον πρώτο ακροδεξιό λαϊκιστή που θα υποσχεθεί καθαρά χέρια. Αυτά είναι δύο παραδείγματα που βρίσκονται μακριά από τη θέση μου, με την υποσημείωση ότι μου φαίνεται πιο ελπιδοφόρο να ασχολούνται οι οπαδοί με την κοινωνική αλλαγή, παρά με την ομάδα του κάθε ολιγάρχη. Τα μπάχαλα είναι συχνά επικίνδυνα και αδιέξοδα, αλλά επικίνδυνα και αδιέξοδα είναι επίσης πολλές φορές το κίνημα, ο αγώνας, η ίδια η ζωή. Θα πρότεινα λοιπόν να μην ξοδεύουμε άκριτα τους αφορισμούς μας σε διαφορετικές μορφές αντίστασης και να μην τσουβαλιάζουμε στον ίδιο κάδο απορριμάτων όλες τις περιπτώσεις που βρίσκονται μακριά μας.
“Το κάνουν σε μια ειρηνική διαδήλωση, ανάμεσα σε κόσμο που δεν έχει καμία διάθεση γι’ αυτό.”
Είναι σημαντικό να ορίσουμε μεταξύ ποιων γίνεται αυτή η συζήτηση και να καταλάβουμε ότι τίποτα δεν κερδήθηκε γράφοντας καλές απόψεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αν δεν κατεβαίνεις στο δρόμο συχνά, δεν έχει χρειαστεί να σε απασχολήσουν ερωτήματα όπως Τι κάνουμε όταν μας επιτίθενται οι δυνάμεις καταστολής για να μας διώξουν; Πώς κρατάμε όταν μας σπάνε; Ο κόσμος που προσπάθησε να προσεγγίσει ξανά την συγκέντρωση στις 28 Φλεβάρη το μεσημέρι, δεχόταν αλλεπάλληλες επιθέσεις για να αποτραπεί. Όσοι κατάφεραν να παραμείνουν έξω από τη Βουλή, εκδιώχθηκαν αργότερα με χημικά και κρότου λάμψεις χωρίς καμία αφορμή, ανήμποροι απέναντι στα ΜΑΤ που πήραν εντολή να σταματήσει επιτέλους η κινητοποίηση. Πώς γίνεται λοιπόν να εστιάζουμε στα μπάχαλα ως πρόβλημα; Θα είχε νόημα μόνο αν υποστηρίζαμε ότι ζούμε σε Δημοκρατία, άρα κανείς δεν θα μας πειράξει όσο παραμένουμε ειρηνικοί. Ο κόσμος διστάζει να κατέβει στο δρόμο -ή έστω να παραμείνει- λόγω της καταστολής, η οποία (λυπάμαι που χαλάω το αφήγημα κάποιων) έρχεται με ή χωρίς μπάχαλα.
Η άρνηση να αποχωρήσεις από τη συγκέντρωση όταν διατάξουν τα γκλοπ, ορίζει τη διαφορά μεταξύ διαμαρτυρίας και διεκδίκησης. Οι πέτρες μπορούν να λειτουργήσουν και ως μέσο αυτοπροστασίας από τις επιθέσεις της αστυνομίας, απλώς χρειάζεται να έχουν σπαστεί από πριν. Την ώρα της αναταραχής ο περισσότερος κόσμος φοβάται -κι εγώ πρώτη απ’ όλους, δεν μιλάω δηλαδή από τη θέση του ατρόμητου. Όμως στην πράξη, το πιο τρομακτικό είναι η παραδοχή ότι ζούμε σε μια χώρα όπου όλες οι υποδομές της βάζουν το κέρδος πάνω από τις ζωές μας. Το σύστημα υγείας διαλύεται, τα ταβάνια των σχολείων γκρεμίζονται, ο μισθός τελειώνει πριν το τέλος του μήνα. Μπορεί τα μαύρα μπαλόνια στον ουρανό να δημιουργούν συγκινησιακή φόρτιση, αλλά δεν αλλάζουν την κοινωνική ανισότητα από μόνα τους. Αν κάνω λάθος σε αυτό, είναι πραγματικά κρίμα που το 1886 οι άνθρωποι στο Σικάγο δεν σκέφτηκαν έναν λιγότερο αιματηρό τρόπο για την κατάκτηση του οκταώρου.
Από την άλλη, χρειάζεται να αποφύγουμε τις παγίδες που κρύβονται στο μονοπάτι όσων δεν καταδικάζουν τη βία “απ’ όπου κι αν προέρχεται”. Σε περιπτώσεις που το βαθύτερο κίνητρο των επεισοδίων είναι ο φετιχισμός της αναταραχής, κινδυνεύουμε από αποπροσανατολισμό του σκοπού. Όπως ακριβώς με τα μαύρα μπαλόνια, ούτε η εικόνα φλεγόμενων ΜΑΤ θα φέρει από μόνη της την ασφάλεια στα τρένα, όσο ένοχη απόλαυση κι αν δημιουργεί. Θεωρώ υγιές να μην σταματήσει ποτέ να μας κοστίζει ψυχολογικά η χρήση της βίας, γιατί θα είναι αδύνατο να καταφέρουμε να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο αν κατά τη διαδικασία έχουμε μετατραπεί οι ίδιοι σε τέρατα.
Τα “καλά” και τα “κακά” μπάχαλα.
Η καθόλου ειρηνική εξέγερση του 2008 δημιούργησε μια πίεση που οδήγησε στην τιμωρία του Κορκονέα. Τότε οι μαγαζάτορες διαμαρτύρονταν για τις βιτρίνες και το ΚΚΕ κουνούσε το δάχτυλο για προβοκάτσια. Δεν ισχυρίζομαι πως κάθε μπάχαλο εκείνης της περιόδου ήταν πολιτικά στοχευμένο, ούτε ότι δεν συνέβησαν πλιάτσικα -είναι αδύνατον άλλωστε να ελεγχθούν τα πράγματα σε συνθήκες εξέγερσης. Όμως η ποινή του Κορκονέα αποτελεί σπάνια εξαίρεση ανάμεσα σε αναρίθμητα περιστατικά αστυνομικής ατιμωρησίας -ακόμα και σε περιπτώσεις δολοφονιών. Οι δολοφονίες του Ζακ Κωστόπουλου, του Νίκου Σαμπάνη, του Κώστα Μανιουδάκη, του ναυαγίου της Πύλου κλπ, δεν απαντήθηκαν με αντίστοιχη ένταση και τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Σε ποιον λοιπόν πέφτει το βάρος της ευθύνης, όταν χρειάζεται να καεί μια πόλη για να συμβεί ως εξαίρεση το αυτονόητο;
Την ώρα μιας σημαντικής διεκδίκησης, αν τα ΜΑΤ είναι ο φράκτης που πρέπει να πηδήξουμε για να μπούμε στα ανάκτορα, τα μπάχαλα είναι αναπόφευκτα. Και μετά τι; θα μου πείτε. Δεν έχω απάντηση δυστυχώς, ούτε εκπροσωπώ τους ανθρώπους της πρώτης γραμμής. Όταν όμως διακυβεύονται οι ζωές μας, κάποιοι θα απαντούσαν Οτιδήποτε εκτός απ΄ το πριν. Και δεν μου φαίνεται καλή ιδέα να υποτιμούμε τις χαμηλές αντοχές απέναντι στην αδικία, χρειαζόμαστε τέτοιους ανθρώπους στη δική μας όχθη. Σε αυτά τα αδιέξοδα, συνήθως θυμάμαι το κλασσικό απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη:
“Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμε την επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη την εδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα όπου ενικήσαμε, όπου ετελειώσαμε με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάρες, αναθέματα. Ομοιάζομεν σαν να είναι εις ένα λιμένα πενήντα-εξήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλειά του με μεγάλη φορτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν: «Ιδού άνθρωπος, ιδού παλληκάρια, ιδού φρόνιμος, και όχι σαν εμείς οπού καθόμεθα δειλοί, χαϊμένοι», και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι, ήθελε ειπούν: «Μα τι τρελλός να σηκωθεί με τέτοια φορτούνα, με τέτοιο άνεμο, να χαθεί ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις τον λαιμό του».”
Δυστυχώς το πόρισμα για το αν τα μπάχαλα ήταν καλά ή κακά κρίνεται εκ των υστέρων, σε σχέση με τη διεύρυνση και το αποτέλεσμα. Τα μεγάλης έντασης επεισόδια του 2021 στη Νέα Σμύρνη κέρδισαν την κοινωνική αποδοχή, ως δίκαιη απάντηση στην αστυνομική αυθαιρεσία που βιώναμε σε όλη την περίοδο της καραντίνας (με αποκορύφωμα το βίντεο “Πονάω”, που έγινε viral). Δεν είναι δίκαιο λοιπόν να φορτώνουμε την ευθύνη στους μπαχαλάκηδες, που δεν κάνουν δημοψήφισμα πριν από κάθε πορεία. Ταυτόχρονα, πρέπει να θυμόμαστε ότι τα παραπάνω δεν αποτελούν κοινή παραδοχή, άρα το να επιβάλλονται στους τρομαγμένους με όρους θαρραλέου και φλώρου, αποτελεί τερατώδη βαρβαρότητα. Ο φόβος είναι ανθρώπινο ένστικτο και χρειάζεται να αντιμετωπίζεται με φροντίδα αντί απαξίωση. Θάρρος δε σημαίνει ότι δε φοβάμαι. Θάρρος σημαίνει ότι φοβάμαι αλλά κάνω κουράγιο, ή έστω το παραδέχομαι και ζητάω βοήθεια. Δεν μπορούν και ούτε χρειάζεται να είναι όλοι στην πρώτη γραμμή. Ας βρει ο καθένας μας τον δικό του τρόπο.
Θα πρότεινα λοιπόν τώρα, να αφήσουμε τα κανάλια και την κυβέρνηση στη δική τους συζήτηση και να επικεντρωθούμε σε ο,τι είναι χρήσιμο για εμάς. Το ερώτημά τους είναι αν συμφωνούμε με τα μπάχαλα. Το ερώτημα που μας νοιάζει είναι αν συμφωνούμε με τις ιδιωτικοποιήσεις. Πολύ φοβάμαι ότι όταν αρχίσουμε να απαντάμε σε αυτό, θα μείνουμε σημαντικά λιγότεροι. Δεν είναι λοιπόν τα μπάχαλα το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε κοινή απάντηση στο τι ζητάμε από την επόμενη μέρα. Αν είχαμε μια τέτοια, οι πέτρες και τα μπαλόνια θα χόρευαν παρέα στον ουρανό. Τώρα τσακωνόμαστε για τον τρόπο που διεκδικούμε, χωρίς να έχουμε συμφωνήσει στο ελάχιστο πάνω στο τι. Ας στρέψουμε λοιπόν την κουβέντα στο μόνο ερώτημα που έχει σημασία να μας καίει.