Έντονη αντίδραση προκάλεσε στον νομικό κόσμο η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης να κατονομάσει στη Βουλή τέσσερις γυναίκες-θύματα βιασμού, στο πλαίσιο πολιτικής αντιπαράθεσης με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, με επίσημη ανακοίνωσή του στις 23 Ιουνίου 2025, χαρακτήρισε την ενέργεια αυτή «απόλυτα αποδοκιμαστέα».
Ο ΔΣΑ τόνισε ότι τα θύματα βιασμού αξίζουν απόλυτο σεβασμό και προστασία, και δεν πρέπει να γίνονται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης. Η δημόσια αναφορά στα ονόματά τους, όπως επισημαίνεται, όχι μόνο δεν προσέφερε τίποτα ουσιαστικό στον κοινοβουλευτικό διάλογο, αλλά και υπονόμευσε την αξιοπρέπειά τους, ανεξαρτήτως των ζητημάτων προστασίας προσωπικών δεδομένων.
Η ανακοίνωση υπενθυμίζει, επίσης, τον ρόλο και τις δεοντολογικές υποχρεώσεις του δικηγόρου, ο οποίος σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, δεν ταυτίζεται με τον εντολέα του και οφείλει να σέβεται το λειτουργηματικό του καθήκον. Παράλληλα, επισημαίνεται ότι οι καθυστερήσεις στην ποινική δικαιοσύνη δεν βαρύνουν τους δικηγόρους, αλλά σχετίζονται κυρίως με τις δικαστικές αποφάσεις και τις ελλείψεις υποδομών στη Δικαιοσύνη.
Καταλήγοντας, ο ΔΣΑ τονίζει ότι τα δημόσια πρόσωπα οφείλουν να δίνουν το παράδειγμα και να υπόκεινται σε αυστηρή δημόσια κριτική για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους.
Ολόκληρη η ανακοίνωση του ΔΣΑ:
«Το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, κατά τη σημερινή του συνεδρίαση (23.6.2025), εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
Η επιλογή του υπουργού Δικαιοσύνης να κατονομάσει δημόσια, στο πλαίσιο πολιτικής αντιπαράθεσης στη Βουλή, τέσσερις γυναίκες θύματα βιασμού τυγχάνει απόλυτα αποδοκιμαστέα από το ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
Τα θύματα βιασμού αξίζουν απόλυτου σεβασμού και προστασίας, δεν πρέπει να εμπλέκονται σε πολιτικές διαμάχες και μάλιστα με αδόκιμο και αλυσιτελή τρόπο, δεδομένου ότι, η αναφορά των ονομάτων τους, και ανεξάρτητα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ουδέν προσέφερε στη σχετική συζήτηση.
Ο δικηγόρος, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, εκπροσωπεί τον εντολέα του και ουδέποτε ταυτίζεται με αυτόν. Έχει υποχρέωση να αναλαμβάνει κάθε υπόθεση, εκτός αν αυτή είναι προδήλως αβάσιμη, δεν είναι δεκτική υπεράσπισης, έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα άλλων εντολέων του ή αντιβαίνει στις αρχές του και οφείλει, κατά την άσκηση του λειτουργήματός του, να τηρεί απαρέγκλιτα τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Δικηγόρων και στον Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος.
Οι αναβολές/ματαιώσεις και εν γένει καθυστερήσεις στην ποινική διαδικασία δεν αποτελούν ευθύνη των δικηγόρων αλλά πρωτίστως των δικαστικών συνθέσεων που λαμβάνουν τις σχετικές αποφάσεις όσο και των εν γένει ανεπαρκειών και ελλείψεων υποδομών της Ελληνικής Δικαιοσύνης.
Τέλος, τα δημόσια πρόσωπα για πράξεις ή παραλείψεις τους υπόκεινται στη σφαίρα της δημόσιας κριτικής και δη αυστηρής και οφείλουν να αποτελούν παράδειγμα υποδειγματικής συμπεριφοράς, σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες που διέπουν την εκάστοτε δράση τους».