Τα διηγήματα της Ο’ Κόννορ μοιάζουν να ξεπηδούν από έναν μαύρο κόσμο, στον οποίο κάθε πνευματικό αντέρεισμα συντρίβεται στο μονοκόμματο κακό που βρίσκεται στην καρδιά των πραγμάτων. Το έλεος, η αυτεπίγνωση, η λύτρωση απουσιάζουν και στη θέση τους αναδύεται μια διαρκής πτώση. Αυτή η αποτυχία του ανθρώπου να γίνει καλύτερος από αυτό που είναι παρουσιάζεται μέσω μιας γκροτέσκας υπερβολής: ανισόρροποι κατά συρροή δολοφόνοι, διαβολικοί πωλητές Βίβλων, άγ(ρ)ιοι ιεροκήρυκες. Στον Νότο της Ο΄ Κόννορ η αληθοφάνεια υποσκάπτεται από μια εσωτερική διάβρωση, ηθική και ταυτόχρονα μεταφυσική. Ωστόσο το ο’κοννερικό γκροτέσκο είναι παραμορφωτικό, αλλά όχι τρομακτικό. Είναι σαρκαστικό, αλλά ποτέ γελοίο. Απωθεί, χωρίς να γίνεται αποκρουστικό. Μοιάζει με μια ρυτίδα στην υφή της πραγματικότητας η οποία μαρτυρά πως κάτι δεν πάει καλά, δίχως όμως δεν καθίσταται αρκετά σαφές τι είναι αυτό.
Το γκροτέσκο. Η καθολική συγγραφέας.
«Ανακάλυψα πως οτιδήποτε έρχεται από τον Νότο, θα ονομαστεί γκροτέσκο από τον αναγνώστη του Βορρά, εκτός αν είναι γκροτέσκο, οπότε και θα το ονομάσει απλώς ρεαλιστικό». [1] Η ίδια η Ο’ Κόννορ αναγνωρίζει τον γκροτέσκο χαρακτήρα του έργου της και μάλιστα επιχειρεί να δώσει μια σύντομη περιγραφή του: «Στα γκροτέσκα έργα ο συγγραφέας ζωντανεύει εμπειρίες τις οποίες είτε δεν συνηθίζουμε να παρατηρούμε στην καθημερινότητά μας είτε δεν βιώνονται από τους ανθρώπους κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Συνδέσεις που είναι αναμενόμενες στα οικεία ρεαλιστικά έργα αγνοούνται, ενώ υπάρχουν [στα γκροτέσκα έργα] παραλείψεις και χάσματα ανεπίτρεπτα για όποιον επιχειρεί να περιγράψει τρόπους και έθιμα». [2]
Για την Ο’ Κόννορ, το γκροτέσκο είναι ένα αίσθημα, ένας τρόπος∙ αυτό που θα ονομάζαμε παράξενο. Και όντως, στα διηγήματα της συλλογής, αυτό που θεμελιώνει το αλλόκοτο είναι η υποψία πως κάτι λείπει ή πως κάνει την εμφάνισή του κάτι που δεν έπρεπε. Αυτό δεν σημαίνει πως απουσιάζουν φιγούρες που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως συμβατικά γκροτέσκες, π.χ. ο γύψινος καθιστός μαύρος στο «Ο Ψεύτικος Αράπης», όμως δεν είναι τόσο η μορφή τους πια που ανησυχεί τον αναγνώστη όσο το ανοίκειο βίωμα του θεμελιώδους κακού που μαστίζει το σύμπαν των χαρακτήρων της Ο’ Κόννορ.
«Στο φτωχό μου μυαλό, η Κόλαση φαίνεται πιο πραγματική από τον Παράδεισο. Το δίχως άλλο επειδή θυμίζει περισσότερο τα εγκόσμια. Μπορώ να συλλάβω τα μαρτύρια των κολασμένων, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ ασώματες ψυχές που, λουσμένες σ΄ένα κρυστάλλινο φως, αιωρούνται αιωνίως υμνώντας τον Θεό». [3] Για την Ο΄Κόννορ η Κόλαση είναι πιο απτή σε σχέση με τον Παράδεισο. Αν ο τελευταίος είναι υπερβατικός, πέρα από τις νοητικές μας ικανότητες, η Κόλαση ανήκει στο άμεσο πεδίο της εμπειρίας μας. Ωστόσο είναι οξύμωρο πως μια τόσο -κατά δήλωσή της- πιστή, καθολική συγγραφέας αφήνει τα διηγήματά της χωρίς Θεό. Γιατί οι κόσμοι της είναι σκοτεινοί και ανορθόδοξα βίαιοι. Όπως όμως η στεγνή κοίτη μαρτυρά την ύπαρξη χειμάρρων, έτσι και η Κόλαση συνεπάγεται την ύπαρξη του Θεού: «Η αμαρτία, εφόσον αναγνωρίζεται, είναι σπουδαίο πράγμα. Οδηγεί στον Θεό πολλούς που αλλιώς δεν θα πλησίαζαν … Αν δεν υπάρχει η αμαρτία σε αυτόν τον κόσμο, τότε δεν υπάρχει Θεός στον Ουρανό». [4]
To κακό στα διηγήματα της Ο’ Κόννορ παραμένει εν πολλοίς ανεξήγητο. Δεν υπάρχει κάποια γενεσιουργός αιτία για τις πράξεις που το προκαλούν, όσο ακραίες και αν είναι αυτές. Ακριβώς αυτό το «ανεξήγητο» είναι που υπαινίσσεται κάτι άλλο, κάτι ανώτερο, μια δύναμη η οποία δρα στα παρασκήνιο και κάνει την εμφάνισή της σαν μια στρέβλωση εντός του οικείου, ως μια σιλουέτα με μαύρη τήβεννο, π.χ., σαν αυτή που διέκρινε ο στρατηγός πριν τον θάνατό του στην «Καθυστερημένη συνάντηση με έναν εχθρό». Το αλλόκοτο βίωμα, «οι παραλείψεις και τα χάσματα», το μυστήριο, δεν διογκώνουν τις αρθρώσεις της πραγματικότητας. Τα διηγήματα της Ο’ Κόννορ δεν έχουν υπερφυσικά στοιχεία, το περίεργο δεν παραπέμπει σε μια άλλη εκδοχή της πραγματικότητας, όσο στη διαστροφή του κοινότοπου και στην αξιοποίηση της ανοικείωσης (defamiliarization), της τεχνικής με την οποία αντικείμενα μετατρέπονται σε ξένα μέσω της άρσης της συνήθειας, ανατρέποντας τους καθιερωμένους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα.
Η ανοικειωτική δύναμη του γκροτέσκου αναλύεται εκτενώς στην εργασία του Μιχαήλ Μπαχτίν για τον γάλλο συγγραφέα Ραμπελαί. Σύμφωνα με τον Μπαχτίν, κύριο γνώρισμα του γκροτέσκου συνιστά η «υποβάθμιση» κάθε τι ιερού, Υψηλού, πνευματώδους και πνευματικού στο γήινο και στο σωματικό, κάτι που συνέβαινε στις μεσαιωνικές τελετές όπου αποκαθηλωνόταν η καθεστηκυία τάξη και εγκαθιδρυόταν μια παροδική, χιουμοριστική και εξαμβλωτική νέα. Αυτού του τύπου «υποβάθμιση» δεν συλλαμβάνεται μόνο αρνητικά, αλλά και θετικά, καθώς ό,τι χωνεύεται στο γήινο επίπεδο, αναγεννιέται και ανθίζει ξανά. Προφανώς μια ακριβής σύγκριση του ο’ κοννερικού με το μπαχτινικό γκροτέσκο δεν είναι εύκολα επιτρεπτή, παρά τις ορισμένες ομοιότητες (το κακόηθες έμβρυο στο «Ευτυχές γεγονός» και το ξύλινο πόδι της Χούλγκα στους «Καλούς Επαρχιώτες», συνηγορούν σε μια καταρχάς κοινή αναγνώριση του αφύσικου και τρομακτικού σώματος, το οποίο αποτελεί βασική αναφορά του γκροτέσκου). Ωστόσο ο Μπαχτίν προχωρά και σε μια σύντομη περιγραφή αυτού που ονομάζει ρομαντικό γκροτέσκο (romantic grotesque), στο οποίο μπορούμε να αναγνωρίσουμε αρκετά από όσα επεξεργάζεται η Ο’ Κόννορ στα διηγήματά της.
Το ρομαντικό γκροτέσκο, σε αντίθεση με τον λαϊκό και καρναβαλικό χαρακτήρα του μεσαιωνικού και αναγεννησιακού γκροτέσκου, θάλλει στην ιδιωτικότητα και στην απομόνωση, στην ανάδυση του βαθέος υποκειμένου. Το βέβηλο χιούμορ και το γελοίο των μεσαιωνικών τελετών μετατρέπεται σε σαρκασμό και ειρωνεία. Και τέλος, στο ρομαντικό γκροτέσκο, ο οικείος κόσμος γίνεται ξένος. Υποκρύπτεται κάτι το κακό και το τρομακτικό σε ό,τι λογαριάζουμε ως ασφαλές και συνηθισμένο, και όποια συμφιλίωση μπορεί να υπάρξει με αυτό το εκφοβιστικό άλλο, λαμβάνει χώρα με έναν τρόπο εσωτερικό, ακόμα και μυστικό. [5]
Πράγματι, ένα συχνό μοτίβο που συναντάμε στα διηγήματα της συλλογής, είναι η σταδιακή διάλυση ενός περίκλειστου και ασφαλούς χώρου καθώς εισβάλλει σε αυτόν ένας ξένος. Ένας ξένος όχι φίλιος, αλλά βιβλικός, ένας γνήσιος εχθρός, που το όνομά του είναι Σατανάς. [6] Ο Σίφτλετ στη «Ζωή που σώζεις μπορεί να είναι η δική σου», αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα ξένου ο οποίος ως ολετήρας εφορμά στη ζωή και στο αγρόκτημα της γριάς και της κόρης επιφέροντας την Πτώση. Και μόνο μέσω της αναγνώρισης τούτης της πτωτικής κίνησης και της αντιμετώπισης αυτού του βίαιου, παράλογου, ξένου κόσμου, μπορεί ο αναγνώστης, διαμέσου μιας αρνητικής ταύτισης, να ανακαλύψει τον Θεό που κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Το αλλόκοτο. Το απόκοσμο.
Τα διηγήματα του τόμου μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες. Από τη μια πλευρά -και όπως ήδη αναφέραμε- υπάρχει μια εξωτερική απειλή η οποία εισβάλλει στην καθημερινή ζωή των χαρακτήρων [7] και από την άλλη υπάρχει η αντίστροφη πορεία από το «μέσα» προς το «έξω», από τον οικείο τόπο προς το άγνωστο και το ξένο. [8] Παρά τις ελαφριές παραλλαγές των δύο θεματικών, οι κινήσεις παραμένουν ίδιες. Μία προς τα μέσα και άλλη μια προς τα έξω. Ωστόσο όποια και αν είναι η κατάληξη της δράσης, στις σελίδες του τόμου εμφανίζονται έντονα δυο διαστάσεις που σχετίζονται άμεσα με το παράξενο και τη σαγήνη που ασκεί αυτό στους αναγνώστες. Αυτό το παράξενο που διαπνέει της συλλογή χαρακτηρίζεται από μια ιδιόμορφη διαλεκτική παρουσίας/απουσίας. Η παρουσία, όποτε εμφανίζεται, είναι απειλητική και επικίνδυνη. Η απουσία από την άλλη είναι εκκωφαντική και αναπάντητη. Οι διάφοροι ξένοι που διαρρηγνύουν το οικείο ανήκουν στην πρώτη κατηγορία. Η έλλειψη της φωνής του Θεού συνιστά τη βασικότερη απουσία.
Ο Μαρκ Φίσερ, στο δοκίμιο του για το Αλλόκοτο και το Απόκοσμο, ορίζει πως το αλλόκοτο συνίσταται σε παρουσίες που θα έπρεπε να είναι απουσίες, ως κάτι που δεν είναι αυτού του κόσμου, και ως απόκοσμο προσδιορίζει την αποτυχία μιας παρουσίας ή μιας απουσίας. [9] Ειδικά για το απόκοσμο εξηγεί πως αφορά το άγνωστο και προϋποθέτει μορφές γνώσεις που βρίσκονται πέρα από την κοινή εμπειρία. Είναι γεγονός πως αν το αλλόκοτο αφορά μια μορφή, το απόκοσμο παραμονεύει στα ερείπια, στους άδειους χώρους, στα εγκαταλελειμμένα κτίσματα ή στις στοιχειωμένες κραυγές που ακούγονται εκεί όπου θα έπρεπε να υπάρχει σιωπή. Και ενώ υπάρχουν σαφέστατες αλλόκοτες φιγούρες στο έργο της Ο’ Κόννορ, η συστηματική απουσία της παρουσίας στα διηγήματά της αφορά συνήθως μια θεμελιακή απώλεια.
Το αλλόκοτο το συναντάμε σε διηγήματα όπως ο «Ένας κύκλος στη φωτιά». Οι ανήλικοι που εμφανίζονται ξαφνικά στο αγρόκτημα της κυρίας Κουπ, στην αρχή δημιουργούν μια ευμενή αντίδραση. Νεαροί, σχετικά άγνωστοι, γεμάτοι ζωή, με θαυμασμό για τη φύση. Ωστόσο δεν αργούν να δείξουν το σκληρό πρόσωπό του. Η συστηματική «μόλυνση» του αγροκτήματος με την σχεδόν διαβολική υπερκινητικότητά τους, οδηγεί στο τέλος στην ολική καταστροφή. Παρόμοιο μοτίβο του αλλόκοτου ξένου συναντάμε και αλλού, π.χ. στο «Καλοί επαρχιώτες» και στον «Πρόσφυγα».
Από την άλλη το απόκοσμο στην Ο’Κοννορ προκύπτει από το διαρκές παιχνίδι παρουσίας/απουσίας του Θεού στις ιστορίες της. Υπάρχουν χαρακτηριστικά απόκοσμοι τόποι όπως τους ορίζει ο Φίσερ, ενδεικτικά τα κατεστραμμένα αγροκτήματα, τα μεταφορικά διαλυμένα σπιτικά (π.χ. στον «Ποταμό») και η Ατλάντα στον «Ψεύτικο Αράπη». Ωστόσο αν κάτι χαρακτηρίζει τα διηγήματα της Ο’ Κόννορ είναι μια προσδοκία, μια αναμονή για εμπρόθετη δράση η οποία όμως συνήθως ματαιώνεται. Είναι τόσο απέλπιδα τα διηγήματά της που από μόνα τους λειτουργούν απόκοσμα, καθώς ο αναγνώστης επιζητά εναγωνίως την ύπαρξη μιας ρανίδας φωτός, η οποία όμως ποτέ δεν διαφαίνεται και αυτή η «αποτυχία» είναι ακόμα πιο συνταρακτική αν ληφθεί υπόψη η έντονη θρησκευτικότητα της συγγραφέα. Στο πιο διάσημο διήγημα της συλλογής, το «Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος», ο Ανισόρροπος, ένας κατά συρροή δολοφόνος, μοιάζει να συγκεράζει με το θρησκευτικό του παραλήρημα την αντινομία της παρουσίας και της απουσίας. Η γιαγιά της ιστορίας αναζητά αυτό που θα έπρεπε να είναι εκεί, αλλά αυτό που βρίσκει δεν είναι ακριβώς αυτό που έψαχνε. Στη θέση μια θέασης βρίσκεται μια απόκοσμη συνειδητοποίηση.
«Η Κόλαση, μια κυριολεκτική Κόλαση, είναι η μόνη μας ελπίδα» [10]
Οι μέθοδοι της Ο’ Κόννορ αποσκοπούν σε κάτι περισσότερο από την αναγνωστική απόλαυση. Το γκροτέσκο, το απόκοσμο και το αλλόκοτο επιτρέπουν μια αποσύνδεση από το οικείο, «μουδιάζει» την επαφή μας με τα πράγματα και αφήνει να εννοηθεί πως υπάρχει κάτι ακόμα, κάτι παραπάνω, ασαφές, μα επιβλητικό. Όταν εμφανίζεται κάτι που δεν πρέπει ή όταν απουσιάζει κάτι που κανονικά θα ήταν παρόν, τότε ο κόσμος μας γέρνει ελαφρώς κάτω από τη στάθμη της λογικής μας. Και είναι σε αυτές τις περίεργες μοίρες που βρίσκονται οι συντεταγμένες της υπόνοιας και της πίστης. Η Ο’ Κόννορ απλώς στρέβλωσε τον αμερικανικό Νότο τόσο ώστε φανεί ελάχιστα το ασύλληπτο πίσω από το καθημερινό.
[1] Το παράθεμα μεταφράστηκε από το συγγραφέα του παρόντος άρθρου από την κάτωθι διαδικτυακή πηγή: https://www.themarginalian.org/2014/03/25/flannery-o-connor-grotesque-reading
[2] Ό. π.
[3] Φλάννερυ Ο’ Κόννορ, Ημερολόγια Προσευχής, μτφρ. Γ. Παλαβός, Αντίποδες: 2015, σελ. 20
[4] Ό. π., σ. 38-9.
[5] Bakhtin M., Rabelais and his World, Indiana University Press: 1984, σ. 37-39
[6] «My Devil has a name, a history and a definite plan. His name is Lucifer, he’s a fallen angel, his sin is pride, and his aim is the destruction of the Divine plan»
https://www.dappledthings.org/nonfiction/180/a-case-for-the-devil
[7] Η Ζωή που σώζεις μπορεί να είναι η δική σου, Ευτυχές γεγονός, Ναός του Αγίου Πνεύματος, Ένας κύκλος στη φωτιά, Καλοί επαρχιώτες και Ο Πρόσφυγας
[8] Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος, Ο Ποταμός, Καθυστερημένη συνάντηση με τον Εχθρό
[9] Φίσερ Μ., Το Αλλόκοτο και το Απόκοσμο, μτφρ. Α. Παπαγεωργίου, 2023: Αντίποδες, σελ 120-121
[10] Ημερολόγιο Προσευχής, σ. 38