του Θάνου Καμήλαλη

Θεωρητικά, το έργο των βουλευτών/τριών της κυβερνητικής πλειοψηφίας την Τετάρτη στη Βουλή ήταν πολύ απλό. Θα εμφανίζονταν, θα απέρριπταν τα αιτήματα της αντιπολίτευσης, όπως τόσες και τόσες άλλες φορές και η συνεδρίαση θα έληγε με το καλό, παραδοσιακό πλέον, ξέπλυμα Υπουργών του Κυριάκου Μητσοτάκη. Θα μαζεύονταν δηλαδή περίπου 160 ψήφοι κατά της Προανακριτικής, από Νέα Δημοκρατία συν μερικούς «ανεξάρτητους», πρώην Σπαρτιάτες που στηρίζουν την κυβέρνηση εδώ και καιρό. Θα έβγαινε ένα μήνυμα συνοχής της κυβερνητικής πλειοψηφίας, πειθήνιας υπεράσπισης των Βορίδη – Αυγενάκη αλλά και σε τελική ανάλυση, στήριξης του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Δεν συνέβη όμως αυτό. Στην αίθουσα κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης ήταν ελάχιστοι βουλευτές της πλειοψηφίας. Ο ανεκδιήγητος Υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης εμφανίστηκε, πέταξε την ακροδεξιά συνωμοσιολογική αθλιότητα για «αντιπολίτευση που υπονομεύει τη συμμαχία Ελλάδας – Ισραήλ υπέρ της Τουρκίας» κι έφυγε. Βλέποντας τα άδεια έδρανα της ΝΔ, η αντιπολίτευση έθεσε θέμα αναβολής της ψηφοφορίας, λόγω έλλειψης απαρτίας. Όταν αυτό δεν έγινε δεκτό (από τον αντιπρόεδρο της Βουλής, Γ.Γεωργαντά και όχι τον Πρόεδρο, Ν.Κακλαμάνη, που επίσης απουσίαζε), η αντιπολίτευση σύσσωμη αποχώρησε, αρνούμενη να νομιμοποιήσει τη διαδικασία – φιάσκο. Μετά την αποχώρηση της αντιπολίτευσης, η Νέα Δημοκρατία εμφάνισε περίπου 70 επιστολiκές ψήφους βουλευτών της, που καταψήφιζαν την Προανακριτική, έτσι ώστε να μπορεί να υποστηρίξει ότι στην ψηφοφορία συμμετείχαν πάνω από 75 βουλευτές, ο, κατά την ίδια, «ελάχιστος αριθμός για τη λήψη απόφασης».

Εύλογα, αυτές οι κυβερνητικές πρακτικές έχουν προκαλέσει τις βαρύτατες καταγγελίες της αντιπολίτευσης, που βάσιμα θεωρεί τη διαδικασία άκυρη. Πριν αρχίσουν οι αναφορές στις σχετικές προβλέψεις του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής, θα πρέπει να τονιστεί εδώ ότι η βάσιμη καταγγελία μιας ψηφοφορίας ως άκυρης δεν είναι απλός «καβγάς» μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Δεν συμβαίνει γενικά, δεν εντάσσεται στη «σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση». Δεν πρόκειται περί «κοκορομαχίας», δεν «ανέβηκε το θερμόμετρο», δεν ισχύει κανένα κλισέ που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ουδέτερα κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις.

Είναι μια πρωτοφανής κατάσταση, με μόνη υπαίτια την κυβέρνηση, που διασύρει χωρίς προηγούμενο τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, σε ένα ζήτημα μάλιστα, την ποινική ευθύνη Υπουργών, που ήδη είναι σκανδαλώδης η εμπλοκή της Βουλής.

Μέσα σε μία μόνο ψηφοφορία, η Νέα Δημοκρατία κατάφερε:

  • Να παραβιάσει την πρόβλεψη για μυστικότητα της ψήφου και ψήφου των βουλευτών κατά συνείδηση. Αυτό το έκανε, μέσω των δεκάδων επιστολικών ψήφων, που έχουν όνομα και υπογραφή.
  • Να παραβιάσει την πρόβλεψη του Κανονισμού της Βουλής για το πότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί η επιστολική ψήφος. Στο σχετικό άρθρο, η πρόβλεψη αφορά βουλευτές/τριες που συμμετέχουν σε αποστολή της Κυβέρνησης ή της Βουλής στο εξωτερικό, ή είναι έγκυες, ή την περίπτωση της πανδημίας. Η κυβέρνηση μάλιστα παραδέχεται έμμεσα αυτήν την παραβίαση. Στη σημερινή διαμάχη της με τον εμπνευστή του σημερινού νόμου περί (μη) ευθύνης Υπουργών, Ευάγγελο Βενιζέλο για τα της ψηφοφορίας, κυβερνητικές πηγές ανέφεραν πως «τα τελευταία χρόνια, η κοινοβουλευτική πρακτική κατά την εφαρμογή του άρθρου 70Α του κανονισμού της βουλής αναγνωρίζει αυξημένες δυνατότητες συμμετοχής βουλευτή στην ψηφοφορία με επιστολική ψήφο, των οποίων πάντως έχει κάνει χρήση σε μικρότερο βαθμό η Νέα Δημοκρατία σε σχέση με τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης». Είναι βέβαια εντελώς διαφορετικό (αν και κατακριτέο) το να γίνεται μία διευκόλυνση αν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος απουσίας από τη Βουλή και διαφορετικό το να εμφανίζεις ένα τσουβάλι δεκάδων επιστολικών ψήφων, σε μια μυστική ψηφοφορία, καθορίζοντας το αποτέλεσμά της.
  • Να ερμηνεύσει κατά το δοκούν τις σχετικές αναφορές του Συντάγματος γύρω από τον αριθμό των βουλευτών που χρειάζονται για να ληφθεί μία απόφαση, σε αντίθεση με ό,τι έχει γίνει στο παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις, όπως θύμισε ο Βενιζέλος. Το ανελέητο «ξεχείλωμα» του Συντάγματος είναι πλέον μια συνήθης πρακτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Όλα τα παραπάνω δεν είναι τυπικότητες, αλλά ακραίες κοινοβουλευτικές μεθοδεύσεις, από μια κυβέρνηση που de facto παραδέχεται ότι έχει πρόβλημα. Αν δεν είχε, η κοινοβουλευτική της ομάδα θα βρισκόταν κανονικά στα έδρανα και, είτε αυτοβούλως είτε έστω με κομματική πειθαρχία, θα ψήφιζε υπέρ της αθωότητας των Βοριδη και Αυγενάκη. Η μόνη λογική εξήγηση είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη φοβήθηκε τις διαρροές ψήφων, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ακόμα και υπερψήφιση των προτάσεων της αντιπολίτευσης. Φοβήθηκε δηλαδή ότι μπορεί να υπήρχε ένας αριθμός βουλευτών/τριών που θα αψηφούσαν τον Πρωθυπουργό και θα προκαλούσαν τεράστιο πολιτικό ζήτημα, μεγαλύτερο από αυτό που έχει σήμερα. Κατέφυγε σε όλες τις παραπάνω μεθοδεύσεις ακριβώς γιατί ο φόβος της αυτός ήταν ισχυρός. Επειδή ήθελε και να ξεπλύνει τους Υπουργούς της και να εκτεθεί όσο το δυνατόν λιγότερο γίνεται, διάλεξε να κουρελιάσει τις διαδικασίες της Βουλής.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση Μητσοτάκη λειτουργεί με καθεστωτική νοοτροπία και δυστυχώς, όλα δείχνουν ότι δεν θα είναι η τελευταία. Οι συνεχείς προσπάθειες ελέγχου του Τύπου, το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, οι επιθέσεις σε Ανεξάρτητες Αρχές όπως η ΑΔΑΕ και ο Συνήγορος του Πολίτη, η ακύρωση (δυστυχώς με τη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου της Επικρατείας) του άρθρου 16 του Συντάγματος με την απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών Πανεπιστημίων και μια σειρά από αντικοινοβουλευτικές μεθοδεύσεις έχουν σημαδεύσει αυτά τα έξι χρόνια διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Αλλά, χρόνο με το χρόνο μαθαίνουμε ότι υπάρχει ένα καινούριο πεδίο αυταρχισμού που δεν είχαμε ζήσει ακόμα. Η Τετάρτη, 30 Ιουλίου ήταν ένα τέτοιο ορόσημο.

Μια ακόμα πικρή αλήθεια είναι ότι η Νέα Δημοκρατία απευθύνεται πλέον μόνο σε ένα κοινό που είτε αδιαφορεί, είτε αγνοεί, είτε υποβαθμίζει τέτοια ζητήματα. Πατάει πάνω στη γενικότερη απογοήτευση και έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, παρουσιάζει, μαζί με τα φιλικά της ΜΜΕ, κάθε σχετική καταγγελία ως «τοξικότητα» ή φαντασιοπληξία της αντιπολίτευσης, με αντιστροφή της πραγματικότητας και ψέματα, ενώ παράλληλα προσπαθεί να πορώσει ιδεολογικά την ακραία μερίδα των οπαδών της, με τον Πλεύρη να κηρύσσει «πόλεμο» σε πρόσφυγες ή με ασυναρτησίες όπως αυτές του Φλωρίδη και του Γεωργιάδη. Τα «φιλελεύθερα», τα «τεχνοκρατικά» και τα «φιλοευρωπαϊκά» ήταν για να ανέβει στην εξουσία, τώρα έχουμε Φραπέδες, τεράστια οικονομική ανισότητα, τον «Μάκη τον βράχο στο Μαξίμου», άνευ όρων στήριξη σε κράτος που πραγματοποιεί γενοκτονία, μαύρες πρωτιές στη Eurostat, κοινωνικό αυτοματισμό, διεθνείς καταγγελίες για το Κράτος Δικαίου και έρευνες της ευρωπαϊκής εισαγγελίας

Πλέον, φτάσαμε και στο σημείο στη Βουλή να ψηφίζουν τα έδρανα.